Φαντάζει παράξενο ἀγαπητοί μου, πού ὁ νομοδιδάσκαλος τῆς παραβολῆς δέν ἤξερε ποιός εἶναι ὁ πλησίον του. Εἶναι δυνατόν νά εἶναι διδάσκαλος τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί νά τό ὁμολογεῖ αὐτό, ἀνερυθρίαστα; Τί δίδασκε τότε; Τί πίστευε ὁ ἵδιος; Ὅταν ἀνέλυε τό νόμο στούς ἀκροατές του, στήν ἐντολή π.χ. τοῦ «μή ἐπιθυμήσεις τά τοῦ πλησίον σου», τί τούς ἔλεγε; Ἐάν τούς μιλούσε γιά τόν πλησίον, σημαίνει πώς ἤξερε γι αὐτό καί κακῶς ρώτησε τό Χριστό. Ἐάν ὅμως τελικά δέν ἤξερε τήν ἔννοια τοῦ πλησίον τότε τί τούς συμβούλευε; Νά ἐπιθυμοῦν τά τοῦ πλησίον; Γιατί ἐάν δέν ὑπάρχει ὁ πλησίον, τότε δέν ὑπάρχει κανείς νά σέ ἐλέγξει, ἄν κάποτε ἐπιθυμήσεις κάτι πού δέν ἔχεις!
Εἶναι πραγματικά πολύπλοκο τό θέμα καί τά ἐρωτήματα πού ἀναφύονται, ἀπό τήν προσπάθεια νά ἐρμηνεύσεις τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ νομικοῦ καί τά βαθύτερα κίνητρα, πού τό ὁδήγησαν σ’αὐτήν του τήν πράξη. Ἐδῶ μάς βοηθάει τό ἵδιο τό ἱερό κείμενο τοῦ εὐαγγελίου, τό ὁποίο μᾶς ἐπισημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος ἐκείνος, προσέγγισε τόν Ἰησοῦ καί τοῦ ἀπήυθηνε τήν ἐρώτηση αὐτή γιατί ἤθελε νά τόν πειράξει· «...νομικός τίς προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτόν καί λέγων·»
Μποροῦμε νομίζω νά ποῦμε πώς ὁ νομικός θεωροῦσε τόν ἐαυτό του πολύ σπουδαίο στά θέματα τῆς πίστεως καί σίγουρα ἦταν. Οἱ γνώσεις καί ἡ κατάρτησή του σ’αὐτά τόν ἔκαναν διδάσκαλο αὐτῆς γιά τούς Ἰουδαίους. Τοῦ ἔδιναν ἕνα ἀέρα ὑπεροχῆς ἀπέναντι στούς ἄλλους. Τοῦ ἔδιναν μία ἀξία πού κάποτε τήν ὑπερεκτιμοῦσε, ὅπως κατά τή συνάντησή του μέ τό Χριστό καί θεωροῦσε πώς μπορεὶ νά βάλει δύσκολα στόν ὁποιονδήποτε. Στόν ὁποιονδήποτε; Ἀκόμα καί στό Χριστό; Ἔτσι νόμιζε. Ἀλλά...
Δέν εἶχε καταλάβει καλά ποιός καί τί εἶναι ὁ Χριστός. Σίγουρα θά Τόν εἶχε προσέξει. Τήν ὅψη Του, τόν τρόπο Του, τήν παρουσία Του γενικότερα. Ἐνδεχομένως ἡ ἀπλότητα καί ἡ πτωχεία πού ἐξέπεμπε ὁ Ἰησοῦς νά τόν ἔβαζε σέ πειρασμό καί νά μήν τοῦ «γέμιζε» τό μάτι ὡς ἕνας διδάσκαλος, παρ’ὅλο πού τόν ἀποκαλεῖ ἔτσι. Γιά νά τόν ἀποκαλεῖ, σίγουρα κάτι μέσα του τόν ἔκανε νά Τόν δεῖ ὡς διδάσκαλο. Ὡς συνάδελφο. Ὅμως καί κάτι ἄλλο τόν ἔκανε νά Τόν ἀμφισβητεῖ. Συγκρίνοντάς Τον ἐνδεχομένως μέ αὐτόν, τόν τρόπο πού ὑπάρχει καί τήν κοινωνική ὁμάδα πού ὑποστηρίζει στή ζωή τῶν Ἰουδαίων, δέν μποροῦσε νά τόν δεῖ ὡς ἕνα ἀπό αὐτούς.
Ἔτσι μπαίνει στόν πειρασμό νά τοῦ ἀπευθήνει τήν ἐρώτηση-ἀπορία «...τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομίσω;» Δέν ἤξερε; Ἠξερε! Γι αὐτό κι ὁ καρδιογνώστης Ἰησοῦς τοῦ βάζει δύσκολα ἀπαντῶντας μέ ἐρώτηση· «...Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται πῶς ἀναγινώσκεις;» Ὁ νομικός ἀπαντάει εὔκολα γιατί ξέρει... «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχυος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·». «Τοῦτο ποίει καί ζήση», τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς. Δηλαδή εἶναι σάν νά τοῦ λέει «περιττή ἡ ἐρώτηση».
Ἐκεῖ ὁ νομικός κλωνίζεται. Δέν περίμενε νά λάβει τέτοια ἀπάντηση καί θέλοντας νά σώσει τόν ἐαυτό του καί τήν εἰκόνα του πού πρός στιγμήν τή χάλασε ὁ Ἰησοῦς μέ τήν ἀπάντησή Του, τοῦ κάνει καί τή δεύτερη ἐρώτηση νομίζοντας πώς ἔτσι θά πάρει τή ρεβάνς. «...ὁ δέ θέλων δικαιοῦν ἐαυτόν...Καί τίς ἐστί μου πλησίον;» Ἡ ἀπάντησή στήν ἐρώτησή του εἶναι ἡ παραβολή τοῦ «καλοῦ σαμαρείτη». Μέ τήν ὁποία διδάσκει ὁ Χριστός στό νομοδιδάσκαλο ἐκείνο ἀλλά καί σέ ὅλους «τίς ἐστί μου πλησίον».
Στό τέλος οἱ ρόλοι ἔχουν ἀντιστραφεῖ. Ὁ Χριστός εἶναι στή θέση πού ἀρχικά ἦταν ὁ νομοδιδάσκαλος καί ὁ ταλαίπωρος ἐκείνος στή θέση πού ἦταν ὁ Χριστός. Γι αὐτό καί ταπεινωμένος ἀπαντᾶ χωρίς νά πεῖ τήν καταγωγή τοῦ πλησίον τῆς παραβολῆς. Παρά ἦταν πολύ νά παραδεχθεῖ τήν ἀστοχία του κατονομάζοντας καί τό σαμαρείτη. Γιατί πολύ ὄμορφα καί εὐγενικά ὁ Ἰησοῦς τόν ὁδήγησε στήν ἀναγνώριση τῆς ἀδυναμίας του καί τή συναίσθηση τῆς κακεντρέχειάς του.
Γιά τούς Ἰουδαίους πλησίον ἦταν μόνο ἕνας ἄλλος Ἰουδαίος. Ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον ἦταν συνώνυμο τῆς πίστεως. Κάθε ἄλλος μέ διαφορετική πίστη ἦταν ἀνύπαρκτος ὡς ἄνθρωπος γιά τόν ὁποιονδήποτε Ἰουδαίο. Αὐτό ἦταν διδασκαλία τῆς Ἰουδαϊκῆς πίστεως! Αὐτό τό δίδασκε ὁ ἵδιος στούς Ἰουδαίους. Βάζοντας λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στήν παραβολή δύο Ἰουδαίους καί μάλιστα ἀνθρώπους τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τους, ἱερέα καί λευΐτη (δηλαδή ὑπηρέτη τοῦ ναοῦ), κατεδαφίζει ἕνα μεγάλο πυλώνα τῆς πίστεως τοῦ νομικοῦ. Ἀλλά καί κάθε Ἰουδαίου ἀφήνοντάς τον στά συντρίμια τοῦ οἰκοδομήματος τῆς πίστης νά ψάχνει, τί δέν ξέρει τελικά, τί δέν κατάλαβε καλά, τί πίστευε τόσα χρόνια.
Αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι ἔνα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα καί μία πολύ ἄσχημη ἐμπειρία. Ὄχι μόνο στό θέμα τῆς πίστεως ἀλλά καί σέ ὁποιοδήποτε ἄλλο θέμα τῆς ζωῆς πού ἀφορᾶ ἄμμεσα τόν ἄνθρωπο. Πού τό ἔχει ὡς σανίδι τό ὁποίο πιστεύει ὅτι εἶναι γερό καί ἐκεῖ πάνω πατάει γιά νά ζήσει καί αἰσθάνεται ἀσφαλής. Πού εἶναι γι αὐτόν μιά ἀλήθεια. Ἄν κάποτε συμβεῖ κάτι πού θά τόν κάνει νά ἀναγνωρίσει τό λάθος του, εἶναι τραγικό καί ὀλέθριο, ἀλλά ταυτόχρονα καί εὐλογία!
Γιατί ἐφ’ὅσον ζεῖ, ἔχει τήν εὐκαιρία καί τό δικαίωμα νά διορθώσει τό λάθος, δηλαδή νά μετανοήσει. Ἀπλά χρειάζεται ταπείνωση καί αὐτοκριτική. Νά μή φοβηθεῖ, ἀλλά νά ἔχει τό θᾶρρος νά δεῖ τίς ἀστοχίες του καί μέ ἐλπίδα στή δύναμη καί ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νά προσπαθήσει νά ξαναχτίσει σωστά πλέον ὅ,τι πρίν εἶχε λάθος. Δηλαδή τήν πίστη του.
Ἀνθρώποι μέ τήν ψυχολογία καί τό πιστεύω τοῦ νομικοῦ ὑπῆρξαν καί θά ὑπάρχουν πάντοτε. Ἄνθρωποι πού ὅπως ὁ νομικός τῆς παραβολῆς δέν ἔχουν καταφέρει νά χτίσουν μία σωστή πίστη, σωτήρια τελικά. Ἄνθρωποι οἱ ὁποίοι στήν πραγματικότητα ἔχουν παντελή ἄγνοια γιά τό τί εἶναι Θεός, πίστη, ἐκκλησία, λατρευτική ζωή. Ἄνθρωποι οἱ ὁποίοι δέν ἔχουν καταλάβει ποιός, τί εἶναι ὁ Χριστός καί πῶς μπορεῖ νά εἶναι καθημερινή κατάσταση στή ζωή τοῦ καθενός, ὡστόσο μέ τή βάπτισή τους ἀποτελοῦν μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός του.
Ἄνθρωποι ὅπως ὁ νομικός τῆς παραβολῆς πού γνωρίζουν πολύ καλά τό Θεό ἀλλά δέν γνωρίζουν τόν πλησίον. Τραγικό! Νά ὁμολογεῖς συνειδητά ἤ καί ἀσυνείδητα πώς ξέρεις καλά Αὐτόν πού εἶναι ἀόρατος καί μυστήριο καί ἀκατανόητος καί ἀνεξιχνίαστος καί δέν ξέρεις αὐτόν πού εἶναι καθημερινά δίπλα σου καί εἶναι ὅπως κι ἐσύ ἄνθρωπος. Ἄνθρωποι πού τά ἔχουν καλά μέ τό Θεό, πού εἶναι «τακτοποιημένοι» ἀπέναντί Του, ἀλλά ὄχι μέ τό συνάνθρωπο.
Θά μποροῦσε κάποιος πού στοιχειωδῶς ἀντιλαμβάνεται ὀρθόδοξα κάποια θέματα νά πεῖ στόν νομικό ἀλλά καί κάθε ὁμοιό του ἀνά τούς αἰῶνες. «Ἀκοῦς τί λές; Μιλᾶς γιά τό Θεό καί τή σχέση μαζί του καί εἶσαι τόσο ἄνετος καί σίγουρος γι αὐτό; Ἐχεις κάνει πλησίον τό Θεό πού εἶναι ἀόρατος καί δέν ἔχεις γίνει πλησίον μέ τόν ὁρατό συνάνθρωπό σου; Πλάνη!»
Ἀγαπητοί μου· Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, παρομοιάζει τή σχέση μας μέ Θεό καί ἀνθρώπους μέ τήν ρόδα ἐνός ἄρματος. Κάθε ἀκτίνα εἶναι καί ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πιστός. Ὁ ὁποίος ἐάν πραγματικά καί σωστά κατευθύνεται, πορεύεται πρός συνάντηση μέ τό Θεό, τότε στό δρόμο θά συναντήσει καί τό συνάνθρωπο, τόν πλησίον. Καί φτάνοντας στό κέντρο, στό ποθούμενο, δηλαδή στό Θεό καί τή γνώση του, θά ἐνωθεῖ καί μέ τόν συνάνθρωπο, τόν πλησίον.
Ὅπως στόν ἄξονα τῆς ρόδας ἐνώνονται ὅλες οἱ ἀκτίνες. Ἔτσι θά δημιουργηθεῖ μιά ἐνότητα, μιά ἀγκαλιά. Μέσα ἀπό τήν ὁποία θά ὑπάρχουν ἐν ὀμονοίᾳ καί ἀγάπη Θεός καί ἄνθρωπος. Ἄρα θά ὑπάρχει μιά βαθιά γνωριμία καί γνώση τῶν προσώπων. Γιατί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ νομοτελειακά περικλύει καί τή γνώση τοῦ πλησίον. Αὐτό ἱσχύει γιά ἐμᾶς...
π.Φιλιππος Μπεναζης Ι.Ν.ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΡΑΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου