24 Δεκεμβρίου, 2020

Ὁ Γέροντας π. Κλεόπας Ἠλιέ ὁ Ρουμάνος Ἱερομονάχου π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

«Ἂν νοιώσεις μέσα στὶς φλέβες σου τὸ Θεό, τότε ἠρέμησες». 

 O π Κλεόπας Ἠλιέ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1912 στὴν κοινότητα Σουλίτσα τοῦ νομοῦ Μποντοσάνι Ρουμανίας ἀπὸ μιὰ οἰκογένεια εὐσεβῶν χωρικῶν. 
Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀλέξανδρος καὶ Ἄννα καὶ ἦταν τὸ ἔνατο ἀπὸ τὰ δέκα παιδιά τους. 
Ἡ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ πού ἔλαβε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καθὼς καὶ ἡ μεγάλη κλίση γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωή ἦταν τόσο δυνατὰ σ’ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν εὐλογημένη αὐτὴ οἰκογένεια, ὥστε πέντε ἀπὸ τὰ δέκα παιδιά των, στὰ ὁποῖα προστέθηκε στὰ γεράματά της καὶ ἡ μητέρα των, φόρεσαν τὸ μοναχικὸ Σχῆμα. 
Ἡ πνευματική του διαμόρφωση ὀφειλόταν ἀκόμη, κατὰ πρῶτο λόγο, στὸν ἱερομόναχο μεγαλόσχημο π. Παΐσιο Ὀλάρου ἀπὸ τὴ σκήτη Κοζάντσεα - Μποντοσάνι, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὰ πολὺ καιρὸ ὁ Πνευματικὸς ὁλοκλήρου τῆς οἰκογενείας του. 
Ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν ὁ νεαρὸς δόκιμος Κωνσταντῖνος Ἡλίε μὲ δύο ἀκόμη μεγαλύτερους ἀδελφούς του -τὸν Βασίλειο καὶ Γεώργιο- ποίμαιναν τὰ πρόβατα στὰ διάφορα μέρη καὶ μαθήτευσαν κοντὰ στὸν καλὸ πνευματικὸ πατέρα καὶ ὁδηγό, ὁ ὁποῖος ἡσύχαζε τότε στὰ δάση τῆς Συχαστρίας. 
 Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 1929 αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ἐγκατέλειψαν τὸ πατρικό των σπίτι καὶ εἰσῆλθαν στὸν ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὸ μοναστήρι Συχαστρία πού ἦταν ὑπὸ τὴν ποιμαντικὴ διακυβέρνηση τοῦ πρωτοσύγκελλου Ἰωαννικίου Μορόι, ποῦ ἐθεωρεῖτο τὴν περίοδο αὐτὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλλίτερους καὶ ἁγιασμένους ἡγουμένους καὶ Πνευματικούς τῆς Μολδαβίας. 
Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια κανονικῆς δοκιμασίας ὁ νεαρὸς δόκιμος Κωνσταντῖνος Ἠλιέ ἐκάρη μοναχός, τό ἔτος 1936 μὲ τὸ ὄνομα Κλεόπας Μοναχὸς καὶ συνέχισε ἀκόμη γιὰ ἕνα διάστημα τὸ ἴδιο ἀγαπητό του διακόνημα τοῦ τσοπάνου προβάτων, ὡς μαθητὴς ἑνὸς ἐνάρετου μονάχου, τοῦ π. Γαλακτίωνος Ἡλιέ, τὸν ὁποῖον συχνὰ μνημόνευε. Ἐπειδὴ ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μία ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ πολὺ ζῆλο γιὰ τὰ θεῖα, μὲ ὀξύνοια καὶ κατανόηση τῶν θείων μυστηρίων καὶ μὲ δυνατὴ μνήμη, σὲ λίγα χρόνια, ὁ πατὴρ Κλεόπας ἀνεδείχθη ἕνας αὐτοδίδακτος καὶ ἀπαράμιλλος μοναχὸς μεταξύ τῶν μοναχῶν τῶν ρουμανικῶν μοναστηριῶν. 
Τὸ ἔτος 1942 ὁ π. Κλεόπας, ἂν καὶ ἦταν τότε ἁπλὸς μοναχὸς ἀνέλαβε προσωρινὰ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς Συχαστρίας ἀντὶ τοῦ γέροντος πλέον ἡγουμένου π. Ἰωαννικίου Μορόι, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι. 
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1945 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ Ἱερεὺς καὶ ἐξελέγη ἐπισήμως ἡγούμενος τῆς αὐτῆς μονῆς, τὴν ὁποία ποίμανε ἐπὶ τέσσερα χρόνια. Χωρικοὶ καὶ διανοούμενοι, λαϊκοὶ καὶ μοναχοί, νέοι καὶ γέροντες, ὑγιεῖς καὶ ἀσθενεῖς, ἱεράρχες καὶ Ἱερεῖς εὑρίσκουν στὸν ἀρχιμ. π. Κλεόπα ἕναν ἀληθινὸ πνευματικὸ πατέρα, ὑπόδειγμα ζωῆς γιὰ ὅλους, ἕτοιμο νὰ προσφέρει στὸν καθένα ὅ,τι μπορεῖ, νὰ συμβουλεύσει, νὰ ἀναπαύσει καὶ ὅλους νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστὸ μὲ μία καταπληκτικὴ πειθὼ καὶ κύρος. 
Τὸ ἔτος 1953 παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία. 
Τὸ ἔτος 1956, ἀφοῦ βοήθησε στὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ μοναστηρίου Πούτνα καὶ τῶν σκητῶν Ραρέου καὶ Γκάϊ - Ἄραντ, ὁ π. Κλεόπας ἐπέστρεψε στὴν Συχαστρία τὴν πολυαγαπημένη του μετάνοια. 
Ἐδῶ συνέχισε τὴν ἴδια πνευματικὴ δραστηριότητα μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐμβάθυνση στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὴν καθοδήγηση καὶ πνευματικὴ πρόοδο τῶν πολλῶν μαθητῶν του. 
 Ὁ π. Κλεόπας τὸ 1977 εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὅρος νὰ προσκυνήσει. Πῆγε σὲ πολλὰ μοναστήρια καὶ ὅταν ἔφθασε στὸν Ἅγιο γέροντα Παΐσιο ὁ π. Κλεόπας τοῦ ζήτησε μιὰ συμβουλὴ: Πατέρα Παΐσιε θὰ ἤθελα νὰ παραμείνω στὸ Ἅγιον Ὅρος ,ἐσεῖς τί συμβουλή μοῦ δίνετε; 
 Ὁ γέροντας Παΐσιος ποὺ εἶχε τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ εἶπε: «Πατέρα Κλεόπα ἂν μείνεις στὸ Ἅγιο Ὅρος θὰ εἶσαι ἕνα λουλούδι ποὺ θὰ προστεθεῖ στὰ ἄλλα πνευματικὰ λουλούδια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἀλλὰ, ἂν θὰ πᾶς στὴ Ρουμανία –καὶ αὐτὸ νὰ κάνεις, νὰ πᾶς –θὰ θεωρεῖσαι ἕνας ἀπόστολος! 
Αὐτὴ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀλήθεια. Καὶ τότε ὁ π. Κλεόπας ὑπάκουσε, βλέποντας πὼς αὐτὸς ὁ λόγος βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ τὴν Παναγία…Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν μαθητῶν του καὶ τὴν εὐλογία πολλῶν ἱεραρχῶν ὁ π. Κλεόπας ἀπὸ τὸ ἔτος 1965 ἄρχισε νὰ γράφει κηρύγματα, διδαχὲς καὶ ψυχωφελεῖς πνευματικοὺς λόγους τόσο γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς μοναχούς. 
 Τὰ σπουδαιότερα γραπτά του ἔργα μ’ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο εἶναι: «Διάλογος περὶ ὁραμάτων καὶ ὀνείρων»(1962), ὁ ὁποῖος περιέχει ἑπτὰ συνομιλίες ποῦ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πρόβλημα τῶν ὁραμάτων, τῶν ὀνείρων καὶ τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας. «Αἱρεσιολογία», ἕνα μνημειῶδες ἔργο, τὸ ὁποῖο περιέχει 33 διάλογους ὅπου ἀναφέρονται ὅλες οἱ ἀντιδογματικὲς καὶ ἀντορθόδοξες διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν καὶ ἁπλοϊκῶν πιστῶν τῆς χώρας. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἐκτυπώθηκε τὸ ἔτος 1981 μὲ τὸν τίτλο «Περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», καθὼς καὶ μερικὰ ἄλλα.
 Ἡ περίοδος ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο μέχρι καὶ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1998 σηματοδότησαν τὸ ἐπίγειο τέλος τοῦ γέροντα. Μιλοῦσε ὅλο καὶ λιγότερο καὶ πάντα μὲ σβησμένη φωνὴ ἐπαναλάμβανε τὶς ἴδιες λέξεις: «Τώρα θὰ πάω στοὺς ἀδελφούς μου», «Ἐπιτρέψτε μου νὰ πάω στοὺς ἀδελφούς μου!» Κατόπιν πάλι ἔλεγε: «Πηγαίνω στὸ Χριστὸ, προσευχήσου γιὰ μένα, τὸν ἁμαρτωλό!». 
 Ἔτσι τὸ πρωΐ τῆς Τετάρτης 2 Δεκεμβρίου 1998 2:20΄π.μ. παρέδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, προσδοκώντας τὴν κοινὴ ἀνάσταση καὶ τὴν αἰώνια ζωή. 
Ἡ κηδεία του πραγματοποιήθηκε στίς 5 Δεκεμβρίου ἀπό τόν Μητροπολίτη Μολδαβίας (νῦν Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Δανιήλ) καί ἄλλους οκτώ ἀρχιερείς, πολλούς ἱερείς, διακόνους καί πλήθος πιστών οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς χώρας.
 Στά τέλη τοῦ 2005, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας πληροφόρησε τούς πιστούς ὅτι ἔχει ἀρχίσει νά μαζεύει στοιχεία γιά τήν ἐπίσημη ἀγιοκάταξη τοῦ μακαρίου Γέροντος Κλεόπα· τοῦ ἤδη ἀγίου στήν συνείδηση πάρα πολλών πιστών. 
 Διδαχὲς: 
Κάποια ἡμέρα τὸν ρώτησε ἕνας μαθητής: 
 Πάτερ Κλεόπα, πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρονται πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι; 
 «Νὰ συμπεριφέρονται στὶς ἐκδηλώσεις των πρὸς τοὺς ἄλλους, μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ἐνῶ μυστικὰ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πνευματικὴ ἐργασία τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς μας ἢ ὅπως λέγει τὸ Γεροντικό: ‘’ Ἡ ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ εἶναι καὶ ὠφέλειά σου’’.Ὅταν βοηθοῦμε, ἐλεοῦμε, παρηγοροῦμε καὶ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας, τότε βοηθοῦμε στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας». 
 «Τὰ πολλὰ λόγια χωρὶς τὰ ἔργα ὁμοιάζουν μὲ τὸν μάστορα, ποὺ ζωγραφίζει μὲ νερομπογιὲς τὸν τοῖχο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δροσίσει τὴ δίψα του καὶ ἀκόμη ὁμοιάζουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει ὡραῖα ὄνειρα».OΣΙΟΣΝΙΚΩΝ189

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου