05 Δεκεμβρίου, 2020

Ὁ Ἱερομόναχος π. Ἀθανάσιος Χαμακιώτης ὁ ἐλεήμων Ἱεροδιακόνου π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

.

Ο π. Ἀθανάσιος,κατὰ κόσμον Γεώργιος Χαμακιώτης, γεννήθηκε τὸ 1891 σὲ ἕνα μικρὸ ὀρεινὸ χωριὸ τῶν Καλαβρύτων, τὴν Τουρλάδα. 
Οἱ γονεῖς τοῦ Βασίλειος καὶ Κωνσταντίνα ἦταν ἄνθρωποι φτωχοί, ἁπλοὶ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς. 
Ὁ Γεώργιος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ξεχώριζε γιὰ τὴ σύνεση, σεμνότητα, καλοσύνη καὶ ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν Ἱερωσύνη. 
Δεύτερο «Παπουλάκο» τὸν ὀνόμαζαν οἱ χωριανοί. Σὲ ἡλικία 15 χρόνων ἔγινε δόκιμος μοναχὸς στὴν Ἁγία Λαύρα, ὅπου μόναζε καὶ ὁ θεῖος του, Ἱερομόναχος π. Χαρίτων Ἀναγνωστόπουλος . 
 Μετὰ ἀπὸ ἑπταετῆ δοκιμασία καὶ ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἱερατικὴ σχολὴ Ἄρτης, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. 
 Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1921 σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν πρεσβύτερος. 
 Τὸ 1931 ἦρθε στὴν Ἀθήνα γιὰ λόγους ὑγείας, ὅπου ὑπηρέτησε γιὰ λίγο στὴν Ἀνάληψη, τὴ Γλυφάδα, τὴ Μάνδρα καὶ τὸ 1936 διορίστηκε ἐφημέριος σὲ ἕνα πολὺ παλιὸ καὶ ὄμορφο ἐκκλησάκι, τὴν Παναγία τὴ Νερατζιώτισσα στὸ Μαρούσι. 
Ἐκεῖ ἔζησε μέχρι τὸ 1963. Τὰ τελευταῖα τέσσερα χρόνια της ἁγίας του ζωῆς ἔζησε σὲ ἕνα μικρὸ μοναστηράκι,τὴν «Παναγία τὴ Φανερωμένη», ποὺ τὸ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος στὴ σημερινὴ Ροδοπόλη (Μπάλα) Ἀττικῆς. 
 Ὁ π. Ἀθανάσιος, ὁ εὐλαβής, ὁ ἐλεήμων καὶ πολύπειρος πνευματικός, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω στὶς 17 Αὐγούστου 1967 πλήρης ἡμερῶν καὶ καλῶν ἔργων καὶ ἐνταφιάστηκε στὸ μοναστήρι τῆς Φανερωμένης ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος. 
 Ὑπῆρξε μία ὄντως ὁσιακὴ μορφή. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀναλώθηκε στὴ διακονία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ζοῦσε πραγματικὰ σ’ ἕναν παροξυσμὸ ἀγάπης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του θὰ μποροῦσαν νὰ γραφοῦν τόμοι. Κυριολεκτικὰ ἔδινε τὰ πάντα. 
-Κοιμᾶμαι φτωχὸς καὶ ξυπνάω πλούσιος, ἔλεγε χαριτολογώντας. 
 -Λεφτά δὲν ἔχω καὶ χωρὶς λεφτὰ δὲν μένω. 
 Ἔλεγε γιὰ τὴν ἄξια της ἐλεημοσύνης: 
 -Παιδί, ξέρεις τί γίνεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη;Δίνει ὁ κόσμος κουρελόχαρτα καὶ ἀγοράζει παράδεισο! 
 Τὰ χρήματα δὲν ἤθελε οὔτε νὰ τὰ ἀγγίζει. «Αὐτὰ σταύρωσαν τὸν Χριστό», ἔλεγε συχνά. 
Δὲν εἶχε τίποτε ἐπάνω του. Μὲ τὸ ἕνα χέρι τοῦ τὰ δίνανε μὲ τὸ ἄλλο τὰ ἔδινε. Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ π. Ἀθανασίου ἦταν τεράστιο. Γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τοὺς πάσχοντας ἀδελφούς του, ἰδιαίτερα στὰ χρόνια της κατοχῆς, συγκέντρωνε ροῦχα, τρόφιμα καὶ χρήματα. 
Ἕνας ἁπλὸς κουμπαράς, τὸ «κιβώτιον τῶν πενήτων», ὅπως τὸ ὀνόμαζε, ἦταν τὸ φιλόπτωχο ταμεῖο του, ποὺ γέμιζε ἀπ’ τὶς προσφορές, κυρίως τὸ «δίλεπτό» των πνευματικῶν του παιδιῶν. 
Ὁ ἴδιος ἔτρεχε παντοῦ καὶ ἔκανε τὰ πάντα. Ὑπηρετοῦσε ἡλικιωμένους καὶ παραλύτους. Ἦταν ὁ ἄγγελος παρηγοριᾶς τῶν ἐγκαταλελειμμένων φυματικῶν της περιοχῆς. Τοὺς πήγαινε αὐγὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα καὶ ἔπαιρνε τὰ λερωμένα ροῦχα τους, τὰ ἐπλένε, τὰ σιδέρωνε καὶ τοὺς τὰ πήγαινε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Μαρούσι στὰ Μελίσσια. Καὶ ὅλα αὐτὰ «ἐν τῷ κρυπτῶ». Ἀκόμα καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του δὲν ξέχασε τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅταν λίγες μέρες πρὶν τοῦ εἶπαν ὅτι ἦλθε ἡ σύνταξή του, ἀντέδρασε. 
 -Γυμνός ἦρθα, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω. Δῶστε τὰ ὅλα. Καὶ μερίμνησε νὰ δοθοῦν σὲ μιὰ φτωχὴ οἰκογένεια στὴν Πεύκη.  
Στὶς 16 Αὐγούστου, τελευταία μέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ὁ Γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σὲ μιὰ στιγμὴ γύρισε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: Α! ἔφυγε. Ἡ μοναχὴ ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε τὸν ρώτησε ποιὸς τὸν ἐπισκέφτηκε, καὶ τῆς εἶπε: 
 -Η ἐλεημοσύνη, παιδί! 
 -Και τί τῆς εἴπατε; 
 -Της εἶπα: Ὅ,τι εἶχα τὸ ἔδωσα. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο! 
 Ἡ ἐλεημοσύνη σίγουρα θὰ ἦταν ὁ καλύτερος πρεσβευτής του στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. 
Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «Μακάριος ὁ πολλοὺς εὐποιῶν πένητας· πολλοὺς γὰρ εὐρήσει συνηγόρους κρινόμενος». Δηλαδή, μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εὐεργετεῖ πολλοὺς φτωχούς, διότι ὅταν θὰ κρίνεται θὰ ἔχει πολλοὺς ὑπερασπιστές. 
 Ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν μιὰ ἁγιασμένη μορφή, διότι ὅσο ὑπάρχει Χριστός, θὰ ὑπάρχουν καὶ ἅγιοι. 
Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἁγιότητα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατη, ἀλλὰ δυνατή, ἁπλὰ ἀπαιτεῖ θέληση ἀπὸ τὸν ὑποψήφιο ἅγιο, τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μεγάλους ἀγῶνες. 
 Ἡ μνήμη κάθε ἁγίου ποὺ τιμᾶ ἡ ἁγία μας ἐκκλησία δὲν εἶναι μονάχα ἕνας φόρος τιμῆς πρὸς τὸν ἅγιο, δὲν εἶναι μονάχα μιὰ σύναξη λατρευτικὴ ποὺ οἱ χριστιανοὶ προσεύχονται γιὰ κάθε εἴδους βοήθεια, ἀλλὰ εἶναι μία ἀκόμη ἀφύπνιση, μιὰ ἀκόμη πρόσκληση, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀκολουθήσουμε τὴ δική τους πορεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ στὴν ἁγιότητα. 
Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, ἔχει ὅλα τα ἐφόδια ἐκεῖνα, γιὰ νὰ σωθεῖ, γιὰ νὰ ἁγιάσει, μὲ κορυφαῖο τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν σωτηρία, πρὸς τὴν τελειότητα. 
Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ εἴμεθα ὑποψήφιοι, ὑποψήφιοι γιὰ τὴν ἁγιότητα.
ΟΣΙΟΣΝΙΚΩΝ184

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου