08 Μαΐου, 2022

Κωνσταντίνος ΣΤ΄: Ο «ανταλλάξιμος» Οικουμενικος Πατριάρχης. Το Πρωτο Θυμα της Συνεχιζομενης Κρυφης Γενοκτονιας


     Ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (κατά κόσμον Αράμπογλου, 1859 – 28 Νοεμβρίου 1930) γεννήθηκε το 1859 στη Συγή Προύσης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1896 εξελέγη επίσκοπος Ροδοστόλου, υπαγόμενος στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως.
    Το 1899 εξελέγη μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης. Το 1906 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, το 1913 στη Μητρόπολη Κυζίκου και το 1922 στη Μητρόπολη Δέρκων.
      Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ΄, ο τότε Μητροπολίτης Δέρκων ήταν ο πλέον δημοφιλής ιεράρχης και θεωρήθηκε κατάλληλος να εξομαλύνει την Μεταλωζάννεια κατάσταση. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 1924 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και ενθρονίστηκε αυθημερόν.
     Σύμφωνα όμως με τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών, οι τουρκικές αρχές του είχαν ήδη τονίσει από την παραμονή της εκλογής ότι τον θεωρούσαν «ανταλλάξιμο», καθώς είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1918.
   Ο ίδιος, ως Μητροπολίτης Δέρκων, επιχειρηματολογούσε ότι, αφού το Πατριαρχείο είχε εξαιρεθεί ρητώς της ανταλλαγής, η εξαίρεση δεν αφορούσε το κτιριακό του συγκρότημα αλλά και τα φυσικά πρόσωπα που το συναποτελούσαν ως νομικό πρόσωπο.
    Κατόπιν ανεπιτυχών διπλωματικών παρεμβάσεων, ο εκλεγείς Πατριάρχης απελάθηκε σιδηροδρομικώς στις 30 Ιανουαρίου 1925 από την Κωνσταντινούπολη.
     Την 30 Ιανουαρίου 1925, εορτή των Τριών Ιεραρχών, άμα τη ανατολή του ηλίου, καταφθάσασα η Τουρκική Αστυνομία εις τα Πατριαρχεία επιδίδει τω Πατριάρχη Διαβατήριον ανταλλαξίμου, παραλαβούσα δε τούτον αυθωρεί οδηγεί εις τον σιδηροδ. σταθμόν Σιρκετζή και εκείθεν έξω των ορίων του Κράτους. Τόσον δε απροσδόκητος αλλά και εσπευσμένη ήτο η απέλασις ώστε ο απελαυνόμενος Πατριάρχης δεν επρόφθασε καν να προμηθευθή το απαιτούμενον διά την μετακίνησίν του χρηματικόν ποσόν και εδανείσθη παρ’ ομογενούς κατοίκου Σιρκετζή 200 λίρας. Ο απελαυνόμενος Πατριάρχης, ως Πατριαρχικόν Επίτροπον εν Φαναρίω ώρισε τον Μ. Πρωτοσύγκελλον Πολυκάρπον, τον μετεπειτα Μητροπολίτην Προύσης.
    Η Κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου προέβη σε έντονα διπλωματικά διαβήματα και, φοβούμενη όξυνση της κατάστασης, του σύστησε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος.
   Ο Πατριάρχης όμως μετέβη αρχικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τον υποδέχτηκαν 30.000 συγκεντρωμένοι. Από την Θεσσαλονίκη προέβη σε ανεπιτυχή διαβήματα προς την Κοινωνία των Εθνών για να του επιτραπεί η επιστροφή.
     Παράλληλα, η απέλασή του όξυνε τα πνεύματα και στην Αθήνα, σε βαθμό που στρατιωτικοί κύκλοι με επικεφαλής τον Θεόδωρο Πάγκαλο να ζητούν επανάληψη των εχθροπραξιών με την Τουρκία λόγω μη τήρησης της συμφωνίας ανταλλαγής.
   Η Ελληνική Κυβέρνηση επιχείρησε να διεθνοποιήσει το ζήτημα, προσφεύγοντας στην Κοινωνία των Εθνών, ζητώντας και την συνδρομή ξένων Κυβερνήσεων και του πρώην πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου. Αυτός στάθηκε μεν στο πλευρό της Κυβέρνησης, αρνήθηκε όμως να εκπροσωπήσει για το θέμα αυτό την χώρα στη Γενεύη, καθώς διαφωνούσε με την πράξη της Συνόδου του Πατριαρχείου να επιμείνει στην εκλογή του ανταλλαξίμου Μητροπολιτου Δερκων ως Πατριάρχη.
  Στις 4 Φεβρουαρίου 1925 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση επικύρωσε την απέλαση και στις 11 Φεβρουαρίου η Ελλάδα προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών.
     Αφού η Τουρκία αποδέχτηκε να αποσύρει τους φακέλους των υπολοίπων ανταλλάξιμων Μητροπολιτών, απέσυρε και η Ελλάδα την προσφυγή της στην ΚτΕ και προέτρεψε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα του εξασφαλιστεί επίπεδο διαβίωσης ανάλογο του αξιώματός του.
   Τελικά, ο Κωνσταντίνος υπέβαλε την παραίτησή του στις 22 Μαΐου 1925. Κατόπιν πήγε για κάποιο διάστημα στη Χαλκίδα, ως φιλοξενούμενος της εκεί Μητροπόλεως Χαλκίδος.
   Στην πραγματικότητα η παραίτηση από του Οικουμενικού Θρόνου επεβλήθη στον Πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ΄, όταν την διαχείριση του ζητηματος ανελαβε η ελληνικη κυβερνηση η οποια υποχωρησε μπροστα στις αξιωσεις της τουρκικης κυβερνησης ,αν το ζητημα αφηνονταν στην δικαιοδοσια της ΚΤΕ θα γινοταν το Οικουμενικο Πατριαρχειο διεθνες προβλημα για την Τουρκια και ετσι θα κατοχυρωνονταν ετι περαιτερω η διεθνης υποσταση του Οικουμενικου Πατριαρχειου.«… ανέλαβε πλέον η Ελληνική Κυβέρνησις, υποχωρήσασα τελικώς καθ’ όλην την γραμμήν. Λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, επήλθε συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που οδήγησε σε απόσυρση της Ελληνικής προσφυγής, με ταυτόχρονη κανονική παραίτηση του Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Στ΄, ενώ από τη δική της πλευρά η Τουρκία αναγνώρισε ως «μη ανταλλαξίμους» όλους τους αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε, στην πράξη, μιά σημαντική απώλεια νομικής κατοχύρωσης του διεθνούς καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο σημειωτέον, κατά την τουρκική άποψη, είναι «ίδρυμα εσωτερικού της δικαίου», υπαγόμενο ως προς τη σύσταση και λειτουργία του στην τουρκική έννομη τάξη».
    Τέλος ο Πατριαρχης εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Φιλαδέλφεια της Αττικής, σε σπίτι που του παραχωρήθηκε.
      Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1930 και ετάφη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Το 2011 τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στις 6 Μαρτίου 2011 ενταφιάστηκαν κοντά στους τάφους των Πατριαρχών στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου