Ο Βασίλειος Γ΄ (κατά κόσμον Βασίλειος Γεωργιάδης, 1846 - 29 Σεπτεμβρίου 1929) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1925 ως το 1929. Περιγράφεται ως σοφός ιεράρχης, «λιτός στον βίο, αφιλάργυρος, ακτήμονας, φιλάνθρωπος και γλωσσομαθέστατος συγγραφέας».
Γεννήθηκε το 1846 στη Χρυσούπολη (Σκούταρι) της Χαλκηδόνας. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος ιεροψάλτης, και η Αικατερίνη. Σπούδασε Θεολογία και Φιλολογία το Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1871. Την επόμενη χρονιά διορίστηκε καθηγητής στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου δίδαξε για μια οκταετία εβραϊκή γλώσσα, ερμηνευτική, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, γεωγραφία. Παράλληλα ασχολούνταν με την ιστορική έρευνα χειρογράφων και έκανε σχετικές δημοσιεύσεις. Ενώ ήταν καθηγητής, εστάλη το 1880 από τη Σχολή για περαιτέρω σπουδές στην Ευρώπη. Εργάστηκε στις βιβλιοθήκες της Ρώμης, του Βερολίνου, της Λειψίας, του Λονδίνου και της Βιέννης. Το 1884 ανακηρύχθηκε διδάκτορας φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου.Το 1884 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε διευθυντής της ιερατικής σχολής του Πατριαρχείου. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και προχειρίστηκε αρχιμανδρίτης από τον Πατριάρχη Ιωακείμ το Μεγαλοπρεπή.
Στις 8 Αυγούστου 1889 εξελέγη Μητροπολίτης Αγχιάλου και χειροτονήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου. Ως Μητροπολίτης ασχολήθηκε με ζήλο για την υποστήριξη της παιδείας.
Tον Ιούλιο του 1906, ο Βασίλειος έγινε αυτόπτης μάρτυρας της πυρκαϊάς που κατέστρεψε την Αγχίαλο, ενώ οι λεγόμενοι «Εξαρχικοί» πυρπόλησαν και την κατοικία του, καταστρέφοντας τη σπουδαία βιβλιοθήκη του. Ο ίδιος συνελήφθη από τους Βουλγάρους και φυλακίστηκε στη Σήλυμνο (Σούμλα) μέχρι τον Οκτώβριο. Μετά την αποφυλάκισή του αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν εστάλη στην Κύπρο για να βοηθήσει στην επίλυση του χρονίζοντος εκεί «αρχιεπισκοπικού ζητήματος». Στις 7 Φεβρουαρίου 1909 εξελέγη Μητροπολίτης Πελαγονίας και 13 Μαΐου 1910 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Νικαίας.
Στη Νίκαια παρέμεινε μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, κατά την οποία κρίθηκε ανταλλάξιμος και ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄. Μετά την παραίτηση του Πατριάρχη, η ενδημούσα Σύνοδος εξέλεξε τον Βασίλειο διάδοχό του, στις 13 Ιουλίου 1925, σε ηλικία 79 ετών.
Επί της Πατριαρχίας του υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η ανταλλαγή των πληθυσμών, από την οποία εξαιρέθηκε η Σύνοδος, οι επίσκοποι του Πατριαρχείου και ο Πατριάρχης. Το 1925 αποδόθηκε η πατριαρχική αξία στην Αυτόνομη Εκκλησία της Ρουμανίας, αλλά η τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε την σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία προγραμματιζόταν τον Δεκέμβριο του 1925 για το ημερολογιακό και άλλα ζητήματα. Επίσης, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με την ιταλική Κυβέρνηση για το θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των κατεχομένων από τους Ιταλούς Δωδεκανήσων και αναθεωρήθηκε ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1928 ανατέθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος επιτροπικώς η διοίκηση των επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου που βρίσκονταν πλέον εντός της ελληνικής επικράτειας (των λεγομένων Νέων Χωρών) με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, η οποία περιέγραφε αναλυτικά και δέκα όρους, υπό τους οποίους έγινε η παραχώρηση. Επίσης, το 1928 παρασκευάστηκε Άγιο Μύρο και επικυρώθηκε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Αμερικής. Τέλος, επί των ημερών του ξεκίνησε η έκδοση του περιοδικού του Πατριαρχείου «Ορθοδοξία».
Ο Βασίλειος Γ΄ πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου 1929 σε ηλικία 85 ετών και κηδεύτηκε στις 2 Οκτωβρίου στον Πατριαρχικό ναό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου