Το παραμυθοδιήγημα της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο».
Μια μέρα ο Φίλιππος είπε στους γονιούς του: «Θα πάω στην Πόλη για να πουλήσω τη σοδειά του κρασιού. Θέλω να πάω και στο Μπαλουκλί». Ο πατέρας του είπε: «Να πας, μα να προσέχεις. Είναι μεγάλη πολιτεία με λογής-λογής ανθρώπους». Η ''βάβω'' του χάρηκε, σαν το άκουσε. Την έπιασε νοσταλγία για τις ομορφιές και τα παζάρια της Πόλης.
Το άλλο πρωί ο Φίλιππος ετοίμασε το κάρο. Έπειτα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για να φτάσει στην Πόλη. Σαν προχώρησε, συναντάει έναν γέρο οδοιπόρο. Ήταν κατάκοπος. Ο Φίλιππος του είπε: «Που πηγαίνεις;» Ο οδοιπόρος αποκρίθηκε: «Πάω στη Ραιδεστό, στη φαμελιά μου. Εσύ, παλικάρι;» «Πάω στην Πόλη. Ανέβα στο κάρο! Θα σε αφήσω στη Ραιδεστό…». Ο γέρος ανέβηκε στο κάρο και προχώρησαν μαζί.
Στο δρόμο ο γέρος τον ρώτησε: «Είσαι έμπορας;» Ο Φίλιππος είπε: «Ναι. Πάω να πουλήσω κρασί στην Πόλη. Θέλω να πάω και στην Παναγία του Μπαλουκλί».
Ο άνδρας είπε: «Έχω πάει στη μονή του Μπαλουκλί. Βρίσκεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης προς την δυτική πύλη της Σηλυβρίας[2]. Εκεί υπήρχαν τα ‘‘Παλάτια των Πηγών’’, όπου αφθονούσαν τα ψάρια. Πήγαιναν οι αυτοκράτορες την άνοιξη, γιατί είχε ωραία φύση και για να ξεχάσουν τις έγνοιες τους».
Ο Φίλιππος τον ρώτησε: «Τι ξέρεις για το αγίασμα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής;» Ο άνδρας είπε: «Η παράδοσή λέει ότι γύρω στο 450 ένας στρατιώτης, ο Λέων, περνούσε τα μέρη που βρίσκεται η μονή. Άκουσε έναν τυφλό που ζητούσε νερό. Ο Λέων συλλογιόταν πού να βρει νερό[3]. Έψαξε για πηγή, αλλά δεν βρήκε. Λυπήθηκε που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον τυφλό.
Τότε άκουσε μια γυναικεία φωνή, μα δεν είδε καμία γυναίκα. Η φωνή είπε: «Βασιλιά Λέοντα, προχώρα μέσα στο δάσος. Πάρε με τις χούφτες σου νερό, για να ξεδιψάσεις τον τυφλό και πλύνε τα μάτια του. Τότε θα γνωρίσεις ποιά είμαι εγώ που μένω στο μέρος αυτό».
Ο Λέων στην αρχή σάστισε. Ύστερα έκανε ό,τι του είπε η φωνή. Προχώρησε και βρήκε την πηγή. Έβρεξε τα μάτια του τυφλού και βρήκε το φως του. Ο Λέων κατάλαβε πως η φωνή και το θαύμα ήταν της Παναγίας. Μα παραξενεύτηκε που η φωνή τον αποκάλεσε ‘‘Βασιλιά’’, γιατί τότε ήταν απλός στρατιώτης.
Μετά από χρόνια, ο στρατιώτης έγινε ο αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας. Από ευγνωμοσύνη στην Παναγία έκτισε, εκεί που βρήκε το νερό, εκκλησιά. Την ονόμασε «Πηγή» κι έγινε αγίασμα. Η Χάρις της Παναγίας και η θαυματουργία του αγιάσματός έκαναν την εκκλησιά ξακουστό προσκύνημα. Άλλοι λένε ότι τη μονή της ‘‘Ζωοδόχου Πηγής’’ και την εκκλησιά[4] την έκτισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Εκεί που κυνηγούσε, είδε σε όραμα ένα παρεκκλήσι και έναν παπά μπροστά σε μια πηγή. Ο παπάς του είπε: ‘‘Αυτή είναι η πηγή των θαυμάτων’’.
Το 559 ο Ιουστινιανός θεραπεύτηκε από λιθίαση με το αγίασμα της πηγής. Τότε έκτισε γύρω από την εκκλησιά ανδρικό μοναστήρι με υλικά που είχαν περισσέψει από την Αγιά Σοφιά. Η μονή ονομάστηκε ‘‘Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί’’. Εκεί γίνονταν πολλά θαύματα[5]. Το θαυματουργό αγίασμα βρίσκεται στο υπόγειο της εκκλησιάς της μονής[6].
Ο Φίλιππος ρώτησε: «Γιατί ονομάστηκε ‘‘Παναγία του Μπαλουκλί’’; Ο άνδρας είπε: «Μπαλουκλί σημαίνει ‘‘τόπος με ψάρια’’. Στην δεξαμενή της πηγής του αγιάσματος υπήρχαν ψάρια. ‘‘Μπαλούκ’’ στα τουρκικά είναι το ψάρι. Η παράδοση λέει ότι στις 29 Μαΐου του 1453 ο ηγούμενος της μονής του Μπαλουκλί τηγάνιζε ψάρια. Κάποιος του έφερε την είδηση: ‘‘Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι’’. Ο ηγούμενος είπε: ‘‘Μόνο αν η Παναγία το επιτρέψει, θα πέσει η Πόλη Της σε ξένα χέρια. Θα το πιστέψω αν τα ψάρια, που τηγανίζω, φύγουν από το τηγάνι και πέσουν στο αγίασμα’’.
Τότε τα ψάρια ζωντάνεψαν. Πετάχτηκαν από το τηγάνι, έπεσαν στο νερό και κολυμπούσαν». Κι είναι ως τα σήμερα, λένε, ζωντανά εκείνα τα ψάρια στο Μπαλουκλί. Θα φαίνονται έτσι μισοτηγανισμένα, μέχρι να έρθει η ώρα να πάρουμε πίσω την Πόλη. Τότε θα πάει ένας άλλος καλόγερος να τα αποτηγανίσει».
Ο Φίλιππος είπε: «Γνωρίζω το θρύλο με τα ψάρια. Η βάβω μου έλεγε ένα ποίημα[7] για το ‘‘Μπαλουκλί’’ που λέει:
Αυτά συζητούσανε οι δυο τους, μέχρι που φτάσανε στη Ραιδεστό. Ο άνδρας είπε στο Φίλιππο: «Σε ευχαριστώ, που με έφερες ως εδώ. Πάμε μέχρι το φτωχικό μου. Αν ποτέ χρειαστείς κάτι, να έρθεις να με βρεις». Έτσι, φτάσανε στο σπίτι του άνδρα. Αποχαιρετίστηκαν και ο Φίλιππος πήρε πάλι το δρόμο για την Πόλη.
Σαν έφτασε εκεί το παλικάρι, κόντευε να βραδιάσει. Σάστισε με όσα είδε γύρω του. Υπήρχαν μαγαζιά κάθε λογής, ζαχαροπλαστεία, μαγειρεία, εμπορικά, καθώς και μικροπωλητές στους δρόμους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους: κουλουράδες, νερουλάδες, σαλεπιτζήδες, καστανάδες, Κόσμος πολύς… Κάποιοι περπατούσαν, άλλοι πήγαιναν με άμαξες κι άλλοι με κάρα ή με τα ζωντανά τους φορτωμένα. Πολλά από τα σπίτια ήταν όμορφα αρχοντικά και οι φορεσιές των ανθρώπων ολότελα διαφορετικές.
Ο Φίλιππος μαγεύτηκε, σαν είδε τα πλεούμενα, μικρά και μεγάλα, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Είπε: «Δεν πίστευα ότι θα αντίκριζα τόση ομορφιά». Όπου κι αν έριχνε το βλέμμα του, όλα ήταν πανέμορφα. Μα βράδιαζε πια κι είχε αποκάμει από το δρόμο. Έψαξε και βρήκε ένα πανδοχείο. Είπε στον πανδοχέα: «Φρόντισε το άλογό μου, ετοίμασέ μου δωμάτιο και κάτι για να φάω». Εκείνος το έκανε. Αφού έφαγε το παλικάρι, πήγε να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα, ο Φίλιππος ξύπνησε χαράματα. Ήθελε να δει την Πόλη και πως εμπορεύονταν εκεί. Έπρεπε να βρει αγοραστές για τα κρασιά του. Πήρε τους δρόμους. Είδε τι και πως… Ύστερα γύρισε στο πανδοχείο και ρώτησε τον πανδοχέα: «Που είναι η μονή του Μπαλουκλί;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Είναι κοντά, μα αν δεν ξέρεις το δρόμο, θα χαθείς. Θα σε πάει ο αμαξάς μου». Έτσι, ο πανδοχέας έδωσε εντολή στον αμαξά να ετοιμαστεί.
Ο Φίλιππος μπήκε στην άμαξα και πήγαν στο μοναστήρι[8] της Παναγίας της Μπαλουκλιώτισσας. Σαν έφτασαν, μπήκε στον περίβολο της μονής. Τον υποδέχτηκε μια καλόγρια. Τον οδήγησε μέσα στην εκκλησιά μπροστά στην εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Ο Φίλιππος στάθηκε εκεί κάμποση Κοιτούσε την εικόνα της Παναγίας[9].
Του ήρθανε μνήμες από τις διηγήσεις της ''βάβως'' του για την Πόλη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Προσκύνησε κι είπε: «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι». Ύστερα, το παλικάρι κατέβηκε στο υπόγειο της εκκλησιάς και πήρε αγίασμα για να το πάει στη φαμελιά του.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμεινε στην Πόλη ο Φίλιππος. Πούλησε το εμπόρευμά του, επισκέφτηκε την Αγία Σοφιά κι ύστερα πήρε το δρόμο του γυρισμού για την Αλεξανδρούπολη. Ποτέ δεν ξέχασε το ταξίδι του εκεί. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
https://lakonikos.gr/plus/item/160593-o-filippos-sti-moni-tis-panagias-tis-baloukliotissas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου