Οι πρώτοι Τούρκοι στην Ασία (4ος-8ος αι.)- Τα πρώτα τουρκικά φύλα των Βαλκανίων, της κεντρικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας .
Οι ανίκανοι σουλτάνοι – Οι δωροδοκίες για την ανάληψη αξιωμάτων – Ο περιορισμός των κατακτήσεων – Γενίτσαροι και σπαχήδες.
Μπορεί η οθωμανική αυτοκρατορία να έφτασε στη μέγιστη έκτασή τον 17ο αιώνα και να συνέχισε τις κατακτήσεις της ως τις αρχές του 18ου, ωστόσο από τα τέλη του 16ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται σαφή σημάδια παρακμής της τόσο στον στρατιωτικό όσο και περισσότερο, στον οικονομικό και τον διοικητικό τομέα.
Τα προβλήματα για τους Οθωμανούς οξύνθηκαν μετά την παταγώδη αποτυχία τους στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) που έδειξε περίτρανα στους Ευρωπαίους ότι οι Οθωμανοί δεν είναι ανίκητοι. Κάτι τέτοιο βέβαια είχε φανεί από τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) και κάποιες επιμέρους επιτυχίες των Ευρωπαίων. Στα τέλη του 17ου αιώνα όμως τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν γίνει πολλά και επιτάχυναν τη διάλυσή της…
Οι ανίκανοι σουλτάνοι
Το οθωμανικό κράτος είχε στρατοκρατική οργάνωση η οποία όμως δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τα χρόνια εσωτερικά προβλήματά του. Η παρακμή ξεκινούσε από τους σουλτάνους δηλαδή από την κορυφή. Η σημασία που είχε για ολόκληρη την αυτοκρατορία το πρόσωπο που την κυβερνούσε ήταν πολύ μεγάλη, καθώς όλο το διοικητικό οικοδόμημα και η οργάνωση του στρατιωτικού μηχανισμού στηριζόταν σε πατροπαράδοτους θεσμούς, άμεσα συνδεδεμένους με τον ίδιο τον σουλτάνο ,από τον οποίο προέρχονταν και οι κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες λειτουργούσαν αυτοί οι θεσμοί.
Όσα είχαν καταφέρει οι σουλτάνοι του 15ου και του πρώτου μισού του 16ου αιώνα, τα υπονόμευσαν οι διάδοχοί τους κατά τους επόμενους αιώνες.
Ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η αλλαγή στο σύστημα διαδοχής των σουλτάνων. Υπήρχε μια παλιά, αιματηρή παράδοση, σύμφωνα με την οποία απομακρύνονταν με αδελφοκτονίες οι ενδεχόμενοι διεκδικητές του θρόνου και σουλτάνος γινόταν αυτός που επιβίωνε.
Η παράδοση αυτή εγκαταλείφθηκε και οι συγγενείς που αποτελούσαν άμεσο η μελλοντικό κίνδυνο για τον σουλτάνο απομονώνονταν σε ειδικούς χώρους του σαραγιού (kafes) ,στερούνταν κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και είχαν υποχρεωτική συντροφιά ευνούχων ή στείρων γυναικών του χαρεμιού. Από το 1616 καταργήθηκε η παράδοση να ανεβαίνει στον θρόνο ένας από τους γιους του σουλτάνου αλλά το γηραιότερο μέλος της σουλτανικής οικογένειας.
Έτσι ανέβαιναν στον θρόνο πρόσωπα που από τα παιδικά τους χρόνια είχαν ζήσει μακριά από τη στρατιωτική εκπαίδευση, την πολιτική και τις διοικητικές φροντίδες. Άβουλοι και άπειροι οι περισσότεροι αναζητούσαν συμβούλους και υποψήφιους για τα ανώτατα αξιώματα ανάμεσα σε ευνούχους και παλλακίδες που γνώριζαν από την περίοδο του εγκλεισμού τους στα kafes. Άρχισαν να δημιουργούνται κλίκες και φατρίες γύρω από τον σουλτάνο αλλά και ένα κενό εξουσίας. Αρχικά θεωρήθηκε ότι το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί από τους μεγάλους βεζίρηδες που υποκαθιστούσαν τον σουλτάνο στον σπουδαιότερο διοικητικό του ρόλο. Όμως οι βεζίρηδες όσο ικανοί κι αν ήταν, δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν την αφοσίωση στον σουλτάνο και τη νομιμότητα προς την αυτοκρατορία. Το κενό αυτό προσπάθησαν να καλύψουν πρόσωπα από τα απομονωμένα ενδιαιτήματα των υποψήφιων σουλτάνων αλλά και διάφοροι δουλοπρεπείς ,δόλιοι και τυχοδιώκτες που τους περιστοίχιζαν .
Διαφθορά στη διοίκηση – Δωροδοκίες
Έτσι άρχισε να γίνεται αισθητή η διαφθορά στη διάρθρωση της διοικητικής ιεραρχίας. Η επιδείνωση της κατάστασης αποδόθηκε στην κατάργηση ενός παλιού συστήματος που επέτρεπε κάποια διαλογή αξιωματούχων. Αρχικά η διοίκηση κάλυπτε τις ανάγκες της από τους ικανότερους ανάμεσα στους αρνησίθρησκους και τους δούλους που χρησιμοποιούσε η Υψηλή Πύλη. Όμως η άνοδος αυτών σε προνομιούχες θέσεις προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους Μουσουλμάνους Οθωμανούς, που από τα τέλη του 16ου αιώνα εφάρμοσαν το σύστημα της δωροδοκίας των ανώτατων αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης για να καταλάβουν θέσεις στη διοίκηση.
Και καθώς οι οικονομικές ανάγκες της αυτοκρατορίας μεγάλωναν, ο χρηματισμός των υπαλλήλων του κράτους από τις ψηλότερες ως τις χαμηλότερες βαθμίδες του καθιερώθηκε. Βέβαια αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ενταθεί η οικονομική εκμετάλλευση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα, καθιερώθηκε φορολογικό σύστημα με βάση το οποίο οι δημόσιες θέσεις φοροεισπρακτόρων μοιράζονταν έναντι ανάλογης αμοιβής.
Με τη σειρά τους οι φοροεισπράκτορες προσπαθούσαν να υπερκαλύψουν τα χρήματα που έδωσαν για να λάβουν τη θέση τους. Παράλληλα καθώς παγιώθηκε η άποψη ότι η κατοχή μιας κρατικής θέσης αποτελούσε ενός είδους οικονομική επένδυση, οι διοικητές πολλών επαρχιών ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Για να προλαβαίνουν τυχόν καταχρήσεις οι μεγάλοι βεζίρηδες περιόριζαν τον χρόνο της θητείας των διοικητών. Αυτοί πάλι με τη σειρά τους με κερδοφόρες αυθαιρεσίες προσπαθούσαν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη μπορούσαν σε ελάχιστο χρόνο.
Έτσι η διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες γενικεύτηκε και αναπτύχθηκε ένα κλίμα αμοραλισμού και απειθαρχίας.
Ακμή και παρακμή της οικονομίας της αυτοκρατορίας
Ως τα τέλη του 16ου αιώνα η οικονομική κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετική. Οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Ουγγαρίας, της Βλαχίας, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, όχι μόνο κάλυπταν τις επισιτιστικής ανάγκες της αυτοκρατορίας αλλά της επέτρεπαν να κάνει και εξαγωγές στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Στα μεγάλα αστικά κέντρα ιδιαίτερα σε εκείνα που είχε διαφυλαχθεί η βυζαντινή οικονομική παράδοση στη χειροτεχνία και τη βιοτεχνία, άρχισε να αναπτύσσεται εμπορική δραστηριότητα η οποία στα τέλη του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου αιώνα αυξήθηκε κυρίως μεταξύ των Εβραίων, των Αρμενίων και των Αράβων της Συρίας και του σημερινού Λιβάνου. Παράλληλα άρχισε να εμφανίζεται και ναυτιλιακή δραστηριότητα, ιδιαίτερα από τους Έλληνες νησιώτες.
Τα έσοδα από τη φορολογία και τη ρευστοποίηση της λείας των κατακτημένων περιοχών αυξήθηκαν θεαματικά και ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο της ηγεσίας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή ξεπέρασαν κατά πολύ τις δημόσιες δαπάνες, εμφανίζοντας ένα ενεργητικό πολύ μεγαλύτερο από όλες τις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Όμως από τα τέλη του 16ου αιώνα η κατάσταση αυτή άλλαξε δραματικά. Από το 1584 και έπειτα το οθωμανικό νόμισμα υπέστη αλλεπάλληλες υποτιμήσεις με αποτέλεσμα την έξαρση της κερδοσκοπίας και τον πληθωρισμό. Η «εισβολή» του υποτιμημένου αμερικάνικου χρυσού και ασημιού στην αυτοκρατορία δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατακόρυφα, η νοθεία των χρυσών και ασημένιων νομισμάτων έγινε συστηματική μάλιστα κάποιες φορές γινόταν από το κράτος τα κεφάλαια περιορίζονταν και οι μισθοί έχαναν την αγοραστική τους αξία, με αποτέλεσμα να σημειώνονται αναταραχές στο στράτευμα και να στρέφονται οι δημόσιοι υπάλληλοι σε χρηματισμό ή σε υποαπασχόληση.
Ο χρυσός άρχισε να εξάγεται σε ανησυχητικό βαθμό, ενώ η τοκογλυφία οργίαζε. Στα μέσα του 17ου αιώνα η οικονομική κρίση της χώρας γενικεύθηκε ενώ τα κρατικά έσοδα μειώνονταν σταθερά. Την ίδια ώρα μεγάλωνε η οικονομική διείσδυση των ευρωπαϊκών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο δημιουργώντας νέα προβλήματα στους Οθωμανούς.
Στρατιωτική παρακμή
Κατά τις στρατιωτικές τους επεκτάσεις οι Οθωμανοί προκαλούσαν πολύ συχνά καταστροφές στις οικονομικές δραστηριότητες των χωρών που κατακτούσαν. Αυτό αποθάρρυνε τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Την ίδια εποχή στη Δύση αποτελούσε βασικό στόχο του συγκεντρωτικού κράτους η «εθνική» οικονομική πολιτική, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία παρέμενε αγκυλωμένη στην ανισότητα, τον διαχωρισμό των υποταγμένων λαών, των διαφορετικών θρησκειών και παραδόσεων και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Το μουσουλμανικό στοιχείο, αντιπαραγωγικό κατά κανόνα, κυριαρχούσε απέναντι στο υποταγμένο χριστιανικό ενώ υπήρχαν και αγεφύρωτα χάσματα που προκαλούσε η εκμετάλλευση γεωργών και βιοτεχνών, ακόμα και Μουσουλμάνων ,από τη στρατιωτική και διοικητική ολιγαρχία.
Έτσι τον 17ο αιώνα έγινε φανερή η παρακμή της στρατιωτικής δύναμης της αυτοκρατορίας, αν και τα πρώτα συμπτώματά της παρουσιάστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα. Όταν οι Οθωμανοί επεκτάθηκαν πολύ στις ακραίες περιοχές των Βαλκανίων και τις ουκρανικές πεδιάδες αδυνατούσαν να ανεφοδιάσουν τα στρατεύματά τους τόσο μακριά. Μια αποστολή στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία προς την Ουγγαρία, την Τρανσιλβανία ή την Ποδολία (περιοχή που μοιράζεται σήμερα ανάμεσα σε Ουκρανία και Μολδαβία) απαιτούσε τρεις μήνες. Αλλά και η αδυναμία της ναυτικής τεχνολογίας οδήγησε σε περιορισμό των θαλάσσιων εκστρατειών προς την Κεντρική και τη Δυτική Μεσόγειο.
Έτσι οι κατακτητικοί πόλεμοι των Οθωμανών σχεδόν σταμάτησαν. Αυτό βέβαια είχε άμεσες συνέπειες καθώς εκτός από τα λάφυρα, τους αιχμαλώτους, τους σκλάβους κλπ. που χάνονταν, η αυτοκρατορία αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τα στρατεύματα. Έτσι οι σουλτάνοι επέτρεψαν στους στρατιώτες να ασχολούνται παράλληλα με τα στρατιωτικά τους καθήκοντα με τη βιοτεχνία, τη χειροτεχνία, ακόμα και με το εμπόριο, ενώ επιτράπηκε σε πολλούς στρατιωτικούς αξιωματούχους να στραφούν στη μικρή έγγειο ιδιοκτησία και την αγροτική ζωή.
Γενίτσαροι και σπαχήδες
Με όλα αυτά οι γενίτσαροι (yeni ceri), ο «νέος στρατός», οι επαγγελματίες πολεμιστές που είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των εξορμήσεων των Οθωμανών κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα μετατράπηκαν σε ένα είδος πολιτοφυλακής αφιερωμένης περισσότερο σε ειρηνικά παρά σε στρατιωτικά έργα. Τα προνόμια των γενίτσαρων, κυρίως η φορολογική τους ασυδοσία αύξησαν μεν τις στρατολογήσεις μεταξύ του μουσουλμανικού στοιχείου αλλά προκάλεσαν σταδιακά και τη διάβρωσή τους. Οι γενίτσαροι που δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα (dersirme) δεν δέχονταν την παλιά, σκληρή, πειθαρχία ούτε κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Έτσι άρχισε να γίνεται ανεκτή η δημιουργία οικογένειας από τους γενίτσαρους, η οποία ακολουθούσε σχεδόν πάντα τον πατέρα-γενίτσαρο στις εκστρατείες, η χορήγηση υψηλότερων μισθών σε παντρεμένους γενίτσαρους και ο περιορισμός της υποχρεωτικής στρατολόγησης χριστιανόπουλων (καταργήθηκε ουσιαστικά γύρω στο 1730).
Έτσι οι άλλοτε πιστοί, φανατισμένοι και πειθαρχημένοι γενίτσαροι μετατράπηκαν σε αλαζόνες προνομιούχους με υπερβολικές απαιτήσεις και τάσεις για ανταρσία.
Στα τέλη του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα οι γενίτσαροι είχαν μετατραπεί σε πληγή για την αυτοκρατορία, απειλή για την εσωτερική της ασφάλεια αλλά και τον ίδιο τον σουλτάνο και τροχοπέδη σε κάθε μεταρρύθμιση. Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η κατάσταση ξέφυγε και υπήρξαν σκέψεις για διάλυση των γενίτσαρων κάτι που έγινε ουσιαστικά με τη μαζική σφαγή τους στην Κωνσταντινούπολη το 1826.
Εκτός από τους γενίτσαρους όμως και ένας άλλος πυλώνας της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλοιώθηκε με το πέρασμα των αιώνων. Οι υπηρεσίες του οθωμανικού ιππικού καλύπτονταν από τους εξισλαμισμένους σπαχήδες (sipahiler) οι οποίοι ως αντάλλαγμα της συμμετοχής τους στις εκστρατείες με τις έφιππες μονάδες τους λάμβαναν την ισόβια εκμετάλλευση μεγάλων αγροτικών εκτάσεων των τιμαρίων τα οποία περιελάμβαναν συχνά εκτός από τις καλλιεργήσιμες περιοχές και χωριά που έπρεπε να πληρώνουν φόρους.
Η διοικητική αποδιοργάνωση όμως με τις δωροδοκίες και τους χρηματισμούς αξιωματούχων, επηρέασαν και το σύστημα το οποίο άρχισε να εκφυλίζεται. Η κεντρική κυβέρνηση, οι παράγοντες του σαραγιού και οι τοπάρχες αποσπούσαν την επικαρπία των παλιών τιμαρίων για συγγενείς, μέλη της φατρίας τους ή για την αύξηση της σουλτανικής περιουσίας. Μετά την επιδείνωση της οικονομίας στην αυτοκρατορία τον 17ο αιώνα, ο αριθμός των τιμαριούχων σπαχήδων που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του οθωμανικού ιππικού μειώθηκε δραματικά. Βέβαια και η αλλαγή της τεχνικής του πολέμου με την απομάκρυνση από τα παραδοσιακά όπλα του ιππικού (τόξα, σπαθιά και ασπίδες) και την ενίσχυση, κυρίως, των τυφεκιοφόρων του πεζικού.
Επίλογος
Η αποσύνθεση και η αναρχία κυριάρχησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Όμως δεν την οδήγησαν σε άμεση κατάρρευση καθώς διατηρήθηκε για περίπου τρεις αιώνες ακόμα από την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της παρακμής της. Ένας βασικός λόγος της διατήρησής της, ήταν ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων και οι διαφωνίες τους για τη μελλοντική της «διανομή» και ένας ακόμα, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από κάποιους μεταρρυθμιστές για σταμάτημα της κατάπτωσης.
Αν και η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης πρόβαλλε λυσσαλέα αντίδραση σε κάθε είδους μεταρρύθμιση υπήρχαν και άνθρωποι της τάξης αυτής με ευρύτητα πνεύματος, ικανότητες και ήθος. Όμως οι προσπάθειές τους έφερναν εφήμερα αποτελέσματα όχι μόνο λόγω της εσωτερικής αντίδρασης που συναντούσαν, αλλά και γιατί οι ίδιοι εκτιμούσαν λανθασμένα την κατάσταση. Αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη ήταν κατά πολύ ισχυρότερα από εκείνα που αντιμετώπισαν οι πρώτοι σουλτάνοι και ότι ακόμα και αν ανανεωνόταν η αυτοκρατορία τους δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τα ευρωπαϊκά βασίλεια.
Οι Οθωμανοί είχαν παραδοσιακά την πεποίθηση ότι ο πολιτισμός τους είναι ανώτερος όλων των άλλων. Έτσι οι στρατιωτικές τους επιτυχίες ως το τέλος του 16ου αιώνα θεωρούσαν ότι επιβεβαίωναν αυτή την πεποίθηση, ενώ τις μετέπειτα αποτυχίες δεν τις απέδωσαν όπως θα ήταν σωστό στην ανωτερότητα των Δυτικών, αλλά σε δικές τους αδυναμίες. Μόνο μετά τις ταπεινωτικές για τους Οθωμανούς Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718) οι μεταρρυθμιστές ανησύχησαν σοβαρά καθώς κατάλαβαν ότι οι παραδοσιακοί θεσμοί τους δεν ήταν τόσο αποτελεσματικοί όσο πίστευαν.
Έτσι στράφηκαν στη Δύση για να αντλήσουν διδάγματα. Υπήρξε σχετική αναμόρφωση στον στρατιωτικό τομέα και έμμεση στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Όμως για τους Οθωμανούς ήταν πλέον πολύ αργά. Η εθνική αφύπνιση των υπόδουλων σ’ αυτούς λαών και τα μηνύματα διαφωτισμού και ελευθερίας που περνούσαν από την υπόλοιπη Ευρώπη οδήγησαν στην ανεξαρτησία τους λαούς αυτούς και την Οθωμανική αυτοκρατορία στη διάλυση…
Βασική πηγή μας για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Ι.Κ. Χασιώτη «ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2005 ενώ στοιχεία αντλήσαμε και από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΑ.
Οι ανίκανοι σουλτάνοι – Οι δωροδοκίες για την ανάληψη αξιωμάτων – Ο περιορισμός των κατακτήσεων – Γενίτσαροι και σπαχήδες.
Μπορεί η οθωμανική αυτοκρατορία να έφτασε στη μέγιστη έκτασή τον 17ο αιώνα και να συνέχισε τις κατακτήσεις της ως τις αρχές του 18ου, ωστόσο από τα τέλη του 16ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται σαφή σημάδια παρακμής της τόσο στον στρατιωτικό όσο και περισσότερο, στον οικονομικό και τον διοικητικό τομέα.
Τα προβλήματα για τους Οθωμανούς οξύνθηκαν μετά την παταγώδη αποτυχία τους στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) που έδειξε περίτρανα στους Ευρωπαίους ότι οι Οθωμανοί δεν είναι ανίκητοι. Κάτι τέτοιο βέβαια είχε φανεί από τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) και κάποιες επιμέρους επιτυχίες των Ευρωπαίων. Στα τέλη του 17ου αιώνα όμως τα εσωτερικά προβλήματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν γίνει πολλά και επιτάχυναν τη διάλυσή της…
Οι ανίκανοι σουλτάνοι
Το οθωμανικό κράτος είχε στρατοκρατική οργάνωση η οποία όμως δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τα χρόνια εσωτερικά προβλήματά του. Η παρακμή ξεκινούσε από τους σουλτάνους δηλαδή από την κορυφή. Η σημασία που είχε για ολόκληρη την αυτοκρατορία το πρόσωπο που την κυβερνούσε ήταν πολύ μεγάλη, καθώς όλο το διοικητικό οικοδόμημα και η οργάνωση του στρατιωτικού μηχανισμού στηριζόταν σε πατροπαράδοτους θεσμούς, άμεσα συνδεδεμένους με τον ίδιο τον σουλτάνο ,από τον οποίο προέρχονταν και οι κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες λειτουργούσαν αυτοί οι θεσμοί.
Όσα είχαν καταφέρει οι σουλτάνοι του 15ου και του πρώτου μισού του 16ου αιώνα, τα υπονόμευσαν οι διάδοχοί τους κατά τους επόμενους αιώνες.
Ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η αλλαγή στο σύστημα διαδοχής των σουλτάνων. Υπήρχε μια παλιά, αιματηρή παράδοση, σύμφωνα με την οποία απομακρύνονταν με αδελφοκτονίες οι ενδεχόμενοι διεκδικητές του θρόνου και σουλτάνος γινόταν αυτός που επιβίωνε.
Η παράδοση αυτή εγκαταλείφθηκε και οι συγγενείς που αποτελούσαν άμεσο η μελλοντικό κίνδυνο για τον σουλτάνο απομονώνονταν σε ειδικούς χώρους του σαραγιού (kafes) ,στερούνταν κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και είχαν υποχρεωτική συντροφιά ευνούχων ή στείρων γυναικών του χαρεμιού. Από το 1616 καταργήθηκε η παράδοση να ανεβαίνει στον θρόνο ένας από τους γιους του σουλτάνου αλλά το γηραιότερο μέλος της σουλτανικής οικογένειας.
Έτσι ανέβαιναν στον θρόνο πρόσωπα που από τα παιδικά τους χρόνια είχαν ζήσει μακριά από τη στρατιωτική εκπαίδευση, την πολιτική και τις διοικητικές φροντίδες. Άβουλοι και άπειροι οι περισσότεροι αναζητούσαν συμβούλους και υποψήφιους για τα ανώτατα αξιώματα ανάμεσα σε ευνούχους και παλλακίδες που γνώριζαν από την περίοδο του εγκλεισμού τους στα kafes. Άρχισαν να δημιουργούνται κλίκες και φατρίες γύρω από τον σουλτάνο αλλά και ένα κενό εξουσίας. Αρχικά θεωρήθηκε ότι το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί από τους μεγάλους βεζίρηδες που υποκαθιστούσαν τον σουλτάνο στον σπουδαιότερο διοικητικό του ρόλο. Όμως οι βεζίρηδες όσο ικανοί κι αν ήταν, δεν μπορούσαν να εμπνεύσουν την αφοσίωση στον σουλτάνο και τη νομιμότητα προς την αυτοκρατορία. Το κενό αυτό προσπάθησαν να καλύψουν πρόσωπα από τα απομονωμένα ενδιαιτήματα των υποψήφιων σουλτάνων αλλά και διάφοροι δουλοπρεπείς ,δόλιοι και τυχοδιώκτες που τους περιστοίχιζαν .
Διαφθορά στη διοίκηση – Δωροδοκίες
Έτσι άρχισε να γίνεται αισθητή η διαφθορά στη διάρθρωση της διοικητικής ιεραρχίας. Η επιδείνωση της κατάστασης αποδόθηκε στην κατάργηση ενός παλιού συστήματος που επέτρεπε κάποια διαλογή αξιωματούχων. Αρχικά η διοίκηση κάλυπτε τις ανάγκες της από τους ικανότερους ανάμεσα στους αρνησίθρησκους και τους δούλους που χρησιμοποιούσε η Υψηλή Πύλη. Όμως η άνοδος αυτών σε προνομιούχες θέσεις προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους Μουσουλμάνους Οθωμανούς, που από τα τέλη του 16ου αιώνα εφάρμοσαν το σύστημα της δωροδοκίας των ανώτατων αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης για να καταλάβουν θέσεις στη διοίκηση.
Και καθώς οι οικονομικές ανάγκες της αυτοκρατορίας μεγάλωναν, ο χρηματισμός των υπαλλήλων του κράτους από τις ψηλότερες ως τις χαμηλότερες βαθμίδες του καθιερώθηκε. Βέβαια αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ενταθεί η οικονομική εκμετάλλευση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα, καθιερώθηκε φορολογικό σύστημα με βάση το οποίο οι δημόσιες θέσεις φοροεισπρακτόρων μοιράζονταν έναντι ανάλογης αμοιβής.
Με τη σειρά τους οι φοροεισπράκτορες προσπαθούσαν να υπερκαλύψουν τα χρήματα που έδωσαν για να λάβουν τη θέση τους. Παράλληλα καθώς παγιώθηκε η άποψη ότι η κατοχή μιας κρατικής θέσης αποτελούσε ενός είδους οικονομική επένδυση, οι διοικητές πολλών επαρχιών ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Για να προλαβαίνουν τυχόν καταχρήσεις οι μεγάλοι βεζίρηδες περιόριζαν τον χρόνο της θητείας των διοικητών. Αυτοί πάλι με τη σειρά τους με κερδοφόρες αυθαιρεσίες προσπαθούσαν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη μπορούσαν σε ελάχιστο χρόνο.
Έτσι η διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες γενικεύτηκε και αναπτύχθηκε ένα κλίμα αμοραλισμού και απειθαρχίας.
Ακμή και παρακμή της οικονομίας της αυτοκρατορίας
Ως τα τέλη του 16ου αιώνα η οικονομική κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετική. Οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Ουγγαρίας, της Βλαχίας, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου, όχι μόνο κάλυπταν τις επισιτιστικής ανάγκες της αυτοκρατορίας αλλά της επέτρεπαν να κάνει και εξαγωγές στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη. Στα μεγάλα αστικά κέντρα ιδιαίτερα σε εκείνα που είχε διαφυλαχθεί η βυζαντινή οικονομική παράδοση στη χειροτεχνία και τη βιοτεχνία, άρχισε να αναπτύσσεται εμπορική δραστηριότητα η οποία στα τέλη του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου αιώνα αυξήθηκε κυρίως μεταξύ των Εβραίων, των Αρμενίων και των Αράβων της Συρίας και του σημερινού Λιβάνου. Παράλληλα άρχισε να εμφανίζεται και ναυτιλιακή δραστηριότητα, ιδιαίτερα από τους Έλληνες νησιώτες.
Τα έσοδα από τη φορολογία και τη ρευστοποίηση της λείας των κατακτημένων περιοχών αυξήθηκαν θεαματικά και ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο της ηγεσίας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή ξεπέρασαν κατά πολύ τις δημόσιες δαπάνες, εμφανίζοντας ένα ενεργητικό πολύ μεγαλύτερο από όλες τις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Όμως από τα τέλη του 16ου αιώνα η κατάσταση αυτή άλλαξε δραματικά. Από το 1584 και έπειτα το οθωμανικό νόμισμα υπέστη αλλεπάλληλες υποτιμήσεις με αποτέλεσμα την έξαρση της κερδοσκοπίας και τον πληθωρισμό. Η «εισβολή» του υποτιμημένου αμερικάνικου χρυσού και ασημιού στην αυτοκρατορία δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων αυξήθηκαν κατακόρυφα, η νοθεία των χρυσών και ασημένιων νομισμάτων έγινε συστηματική μάλιστα κάποιες φορές γινόταν από το κράτος τα κεφάλαια περιορίζονταν και οι μισθοί έχαναν την αγοραστική τους αξία, με αποτέλεσμα να σημειώνονται αναταραχές στο στράτευμα και να στρέφονται οι δημόσιοι υπάλληλοι σε χρηματισμό ή σε υποαπασχόληση.
Ο χρυσός άρχισε να εξάγεται σε ανησυχητικό βαθμό, ενώ η τοκογλυφία οργίαζε. Στα μέσα του 17ου αιώνα η οικονομική κρίση της χώρας γενικεύθηκε ενώ τα κρατικά έσοδα μειώνονταν σταθερά. Την ίδια ώρα μεγάλωνε η οικονομική διείσδυση των ευρωπαϊκών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο δημιουργώντας νέα προβλήματα στους Οθωμανούς.
Στρατιωτική παρακμή
Κατά τις στρατιωτικές τους επεκτάσεις οι Οθωμανοί προκαλούσαν πολύ συχνά καταστροφές στις οικονομικές δραστηριότητες των χωρών που κατακτούσαν. Αυτό αποθάρρυνε τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Την ίδια εποχή στη Δύση αποτελούσε βασικό στόχο του συγκεντρωτικού κράτους η «εθνική» οικονομική πολιτική, ενώ η Οθωμανική αυτοκρατορία παρέμενε αγκυλωμένη στην ανισότητα, τον διαχωρισμό των υποταγμένων λαών, των διαφορετικών θρησκειών και παραδόσεων και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Το μουσουλμανικό στοιχείο, αντιπαραγωγικό κατά κανόνα, κυριαρχούσε απέναντι στο υποταγμένο χριστιανικό ενώ υπήρχαν και αγεφύρωτα χάσματα που προκαλούσε η εκμετάλλευση γεωργών και βιοτεχνών, ακόμα και Μουσουλμάνων ,από τη στρατιωτική και διοικητική ολιγαρχία.
Έτσι τον 17ο αιώνα έγινε φανερή η παρακμή της στρατιωτικής δύναμης της αυτοκρατορίας, αν και τα πρώτα συμπτώματά της παρουσιάστηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα. Όταν οι Οθωμανοί επεκτάθηκαν πολύ στις ακραίες περιοχές των Βαλκανίων και τις ουκρανικές πεδιάδες αδυνατούσαν να ανεφοδιάσουν τα στρατεύματά τους τόσο μακριά. Μια αποστολή στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία προς την Ουγγαρία, την Τρανσιλβανία ή την Ποδολία (περιοχή που μοιράζεται σήμερα ανάμεσα σε Ουκρανία και Μολδαβία) απαιτούσε τρεις μήνες. Αλλά και η αδυναμία της ναυτικής τεχνολογίας οδήγησε σε περιορισμό των θαλάσσιων εκστρατειών προς την Κεντρική και τη Δυτική Μεσόγειο.
Έτσι οι κατακτητικοί πόλεμοι των Οθωμανών σχεδόν σταμάτησαν. Αυτό βέβαια είχε άμεσες συνέπειες καθώς εκτός από τα λάφυρα, τους αιχμαλώτους, τους σκλάβους κλπ. που χάνονταν, η αυτοκρατορία αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τα στρατεύματα. Έτσι οι σουλτάνοι επέτρεψαν στους στρατιώτες να ασχολούνται παράλληλα με τα στρατιωτικά τους καθήκοντα με τη βιοτεχνία, τη χειροτεχνία, ακόμα και με το εμπόριο, ενώ επιτράπηκε σε πολλούς στρατιωτικούς αξιωματούχους να στραφούν στη μικρή έγγειο ιδιοκτησία και την αγροτική ζωή.
Γενίτσαροι και σπαχήδες
Με όλα αυτά οι γενίτσαροι (yeni ceri), ο «νέος στρατός», οι επαγγελματίες πολεμιστές που είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των εξορμήσεων των Οθωμανών κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα μετατράπηκαν σε ένα είδος πολιτοφυλακής αφιερωμένης περισσότερο σε ειρηνικά παρά σε στρατιωτικά έργα. Τα προνόμια των γενίτσαρων, κυρίως η φορολογική τους ασυδοσία αύξησαν μεν τις στρατολογήσεις μεταξύ του μουσουλμανικού στοιχείου αλλά προκάλεσαν σταδιακά και τη διάβρωσή τους. Οι γενίτσαροι που δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα (dersirme) δεν δέχονταν την παλιά, σκληρή, πειθαρχία ούτε κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Έτσι άρχισε να γίνεται ανεκτή η δημιουργία οικογένειας από τους γενίτσαρους, η οποία ακολουθούσε σχεδόν πάντα τον πατέρα-γενίτσαρο στις εκστρατείες, η χορήγηση υψηλότερων μισθών σε παντρεμένους γενίτσαρους και ο περιορισμός της υποχρεωτικής στρατολόγησης χριστιανόπουλων (καταργήθηκε ουσιαστικά γύρω στο 1730).
Έτσι οι άλλοτε πιστοί, φανατισμένοι και πειθαρχημένοι γενίτσαροι μετατράπηκαν σε αλαζόνες προνομιούχους με υπερβολικές απαιτήσεις και τάσεις για ανταρσία.
Στα τέλη του 16ου και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα οι γενίτσαροι είχαν μετατραπεί σε πληγή για την αυτοκρατορία, απειλή για την εσωτερική της ασφάλεια αλλά και τον ίδιο τον σουλτάνο και τροχοπέδη σε κάθε μεταρρύθμιση. Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η κατάσταση ξέφυγε και υπήρξαν σκέψεις για διάλυση των γενίτσαρων κάτι που έγινε ουσιαστικά με τη μαζική σφαγή τους στην Κωνσταντινούπολη το 1826.
Εκτός από τους γενίτσαρους όμως και ένας άλλος πυλώνας της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλοιώθηκε με το πέρασμα των αιώνων. Οι υπηρεσίες του οθωμανικού ιππικού καλύπτονταν από τους εξισλαμισμένους σπαχήδες (sipahiler) οι οποίοι ως αντάλλαγμα της συμμετοχής τους στις εκστρατείες με τις έφιππες μονάδες τους λάμβαναν την ισόβια εκμετάλλευση μεγάλων αγροτικών εκτάσεων των τιμαρίων τα οποία περιελάμβαναν συχνά εκτός από τις καλλιεργήσιμες περιοχές και χωριά που έπρεπε να πληρώνουν φόρους.
Η διοικητική αποδιοργάνωση όμως με τις δωροδοκίες και τους χρηματισμούς αξιωματούχων, επηρέασαν και το σύστημα το οποίο άρχισε να εκφυλίζεται. Η κεντρική κυβέρνηση, οι παράγοντες του σαραγιού και οι τοπάρχες αποσπούσαν την επικαρπία των παλιών τιμαρίων για συγγενείς, μέλη της φατρίας τους ή για την αύξηση της σουλτανικής περιουσίας. Μετά την επιδείνωση της οικονομίας στην αυτοκρατορία τον 17ο αιώνα, ο αριθμός των τιμαριούχων σπαχήδων που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του οθωμανικού ιππικού μειώθηκε δραματικά. Βέβαια και η αλλαγή της τεχνικής του πολέμου με την απομάκρυνση από τα παραδοσιακά όπλα του ιππικού (τόξα, σπαθιά και ασπίδες) και την ενίσχυση, κυρίως, των τυφεκιοφόρων του πεζικού.
Επίλογος
Η αποσύνθεση και η αναρχία κυριάρχησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Όμως δεν την οδήγησαν σε άμεση κατάρρευση καθώς διατηρήθηκε για περίπου τρεις αιώνες ακόμα από την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της παρακμής της. Ένας βασικός λόγος της διατήρησής της, ήταν ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων και οι διαφωνίες τους για τη μελλοντική της «διανομή» και ένας ακόμα, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν από κάποιους μεταρρυθμιστές για σταμάτημα της κατάπτωσης.
Αν και η πλειοψηφία της άρχουσας τάξης πρόβαλλε λυσσαλέα αντίδραση σε κάθε είδους μεταρρύθμιση υπήρχαν και άνθρωποι της τάξης αυτής με ευρύτητα πνεύματος, ικανότητες και ήθος. Όμως οι προσπάθειές τους έφερναν εφήμερα αποτελέσματα όχι μόνο λόγω της εσωτερικής αντίδρασης που συναντούσαν, αλλά και γιατί οι ίδιοι εκτιμούσαν λανθασμένα την κατάσταση. Αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη ήταν κατά πολύ ισχυρότερα από εκείνα που αντιμετώπισαν οι πρώτοι σουλτάνοι και ότι ακόμα και αν ανανεωνόταν η αυτοκρατορία τους δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τα ευρωπαϊκά βασίλεια.
Οι Οθωμανοί είχαν παραδοσιακά την πεποίθηση ότι ο πολιτισμός τους είναι ανώτερος όλων των άλλων. Έτσι οι στρατιωτικές τους επιτυχίες ως το τέλος του 16ου αιώνα θεωρούσαν ότι επιβεβαίωναν αυτή την πεποίθηση, ενώ τις μετέπειτα αποτυχίες δεν τις απέδωσαν όπως θα ήταν σωστό στην ανωτερότητα των Δυτικών, αλλά σε δικές τους αδυναμίες. Μόνο μετά τις ταπεινωτικές για τους Οθωμανούς Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718) οι μεταρρυθμιστές ανησύχησαν σοβαρά καθώς κατάλαβαν ότι οι παραδοσιακοί θεσμοί τους δεν ήταν τόσο αποτελεσματικοί όσο πίστευαν.
Έτσι στράφηκαν στη Δύση για να αντλήσουν διδάγματα. Υπήρξε σχετική αναμόρφωση στον στρατιωτικό τομέα και έμμεση στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Όμως για τους Οθωμανούς ήταν πλέον πολύ αργά. Η εθνική αφύπνιση των υπόδουλων σ’ αυτούς λαών και τα μηνύματα διαφωτισμού και ελευθερίας που περνούσαν από την υπόλοιπη Ευρώπη οδήγησαν στην ανεξαρτησία τους λαούς αυτούς και την Οθωμανική αυτοκρατορία στη διάλυση…
Βασική πηγή μας για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Ι.Κ. Χασιώτη «ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2005 ενώ στοιχεία αντλήσαμε και από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΑ.
https://www.protothema.gr/stories/article/1256173/oi-aities-tis-parakmis-tis-othomanikis-autokratorias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου