Τώρα ποὺ ὀρφάνεψε ὁ κόσμος, Μητέρα, ἅπλωσε τὸ μαφόρι Σου καὶ σκέπασέ τον μὲ περισσότερη στοργή. Τώρα ποὺ παραδέρνει στοὺς ταραγμένους ὠκεανούς, ποὺ πνίγεται ἀβοήθητος στὶς νεκρὲς θάλασσες τῆς σοδομικῆς ἀκολασίας. Τώρα ποὺ τὸν «αὐτοκτονεῖ» τὸ χρῆμα, τὸν πνίγει ἡ ὀρφάνια «ἐκ πατρός». Ὄχι διότι δὲν ἔχει πατέρα, ἀλλὰ ἐπειδὴ Τὸν ἀρνήθηκε μὲ πεῖσμα φριχτό. Τώρα ποὺ θέλει νὰ Σὲ φωνάξει, μὰ δὲν μπορεῖ. Ἔχουν φράξει μὲ σίδερα φυλακῆς τὸ στόμα του, τοῦ ἔχουν ἀπαγορεύσει νὰ πιάνει στὰ στεγνά του χείλη τὸ ὁλόδροσο ὄνομά Σου. Μὰ αὐτὸς Σὲ ἀποζητεῖ καὶ χωρὶς νὰ Σὲ γνωρίζει, Σὲ περιμένει χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι ὑπάρχεις. Στὴν ἔκρηξη τῆς τρέλας του, στὸ παραλήρημα τοῦ πυρετικοῦ παροξυσμοῦ του Σὲ φωνάζει χωρὶς νὰ Σὲ βλέπει, ἁπλώνει πρὸς Ἐσένα τὰ μαραμένα χέρια του, ἀγνοώντας πὼς ἔχεις ὁλάνοιχτη τὴν ἀπειρόστοργη ἀγκαλιά Σου. Θὲς νὰ νιώθει τὸ κελάδημα τῶν πουλιῶν, νὰ τοῦ μιλάει κατάβαθα ὁ ψίθυρος τῶν ἄστρων· θὲς τὸ ἐλαφροπερπάτημά Σου τῶν 20 αἰώνων νὰ τοῦ γεμίζε τὰ σπλάχνα προσμονή· θὲς ἡ κακία τοῦ ἀσύδοτου κακοῦ νὰ τοῦ ἀνασταίνει τὴν ἐλπίδα... Ὅπως κι ἂν ἔχει, ὁ καιρὸς τώρα εἶναι μόνο κι ὅλος δικός Σου, δική Σου μόνο ἡ ὥρα. Κι ὄχι πὼς ξέχασες ποτέ, κι ὄχι πὼς στὰ δύο χιλιάδες χρόνια ἔλειψες μέρα καὶ ὥρα καὶ στιγμὴ ἀπ᾿ τὸ προσκέφαλο τοῦ ἀρρωστημένου τούτου κόσμου. Μὰ τώρα... Τώρα εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν ἡ ὥρα Σου! Γνωρίζει ὁ Κύριος τοὺς πόνους μας, γνωρίζει τὸν ἀγώνα μας, γνωρίζει καὶ τὴ βαθιὰ ἀνάγκη τῶν ψυχῶν μας νὰ ἀκουμπᾶμε τὶς ἀγωνίες καὶ τὶς θλίψεις μας σὲ μιὰ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ μᾶς δέχεται πάντα μὲ στοργή, ποὺ θὰ τὴν αἰσθανόμαστε κοντά μας, ἔτσι ὅπως τὰ μικρὰ παιδιὰ νιώθουν τὴ μητρικὴ ἀγκαλιά· γι᾿ αὐτὸ καὶ προνόησε νὰ χαρίσει Μητέρα στοργικὴ στὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ ἀνέδειξε καὶ χάρισε Ἐσένα! Ἐσένα ποὺ Σὲ διάλεξε μέσα ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν γενιῶν τόσων αἰώνων ὡς δική Του Μητέρα. Καὶ ἔγινε Αὐτός, ὁ ἄπειρος Θεὸς καὶ Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἄνθρωπος μέσα ἀπ᾿ τὰ πανάγια σπλάχνα Σου. Ἀναπαύθηκε πρῶτος Ἐκεῖνος ὡς Βρέφος στὴ γλυκύτατη ἀγκάλη Σου. Δέχθηκε Ἐκεῖνος πρῶτος τὸ στοργικό Σου χάδι, τὸ φίλημα τῆς ἄμετρης ἀγάπης Σου. Κι ὅταν πιὰ τέλειωνε τὴν ἐπίγεια πορεία Του, τότε... κατὰ τὴν ἱερότερη ὥρα τοῦ κόσμου, τότε ποὺ πρόσφερε τὴ μία καὶ μοναδικὴ λυτρωτικὴ θυσία πάνω στὸ Σταυρό, στὸν πανάγιο βωμὸ τοῦ Γολγοθᾶ, τότε Ἐσένα, τὴ δική Του Μητέρα, Σὲ καθιέρωσε Μητέρα ὅλων τῶν λυτρωμένων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης Του, τοῦ Ἰωάννου, Σοῦ ἔδειξε τὸν καθένα μας καὶ Σοῦ εἶπε: «Ἴδε ὁ υἱός Σου». Τὸ χρέος Σου πρὸς Ἐμένα ὡς Μητέρα Μου τελείωσε. Τὸ ἐπετέλεσες μὲ τέλειο τρόπο. Ὅμως τὸ μητρικό Σου ἔργο δὲν τελειώνει. Ἴσα-ἴσα τώρα ἀρχίζει. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ εἶσαι Μητέρα ὅλων τῶν κατὰ Χάριν ἀδελφῶν Μου, Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας Μου. Καὶ σὲ μᾶς, στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, πάλι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ἀπευθυνόμενος, εἶπε: «Ἰδοὺ ἡ Μήτηρ Σου»! Μὲ βάση αὐτὴ τὴ μοναδικὴ ἱερότατη σχέση ποὺ καθιερώθηκε πάνω στὸ θυσιαστήριο τοῦ Γολγοθᾶ, δυὸ χιλιετίες τώρα δέχεσαι τὸν πόνο μας, παρηγορεῖς τὶς καρδιές μας, σπογγίζεις τὰ δάκρυά μας, ἀκοῦς μὲ προσοχὴ τοὺς ἀναστεναγμούς μας. Ἄκουσέ μας λοιπὸν καὶ τώρα, Μητέρα! Ἄκουσε τὴν κραυγὴ τῆς ἀγωνίας μας, ἀφουγκράσου προσεκτικὰ τὸν ἀμέτρητο πόνο μας. Τώρα ποὺ ὀρφανέψαμε, ποὺ ὀρφανεύουμε κάθε μέρα ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Τώρα ποὺ ὁ κόσμος τοῦτος μένει χωρὶς Πατέρα, ἀρνεῖται τὸν Πατέρα. Ἀρνεῖται τὸν Δημιουργό Του, ὑβρίζει τὸν Υἱό Σου, Τὸν χλευάζει, Τὸν ἐμπαίζει, Τὸν βλασφημεῖ, ὅπως τότε – χειρότερα ἀπὸ τότε – κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό Του. Τώρα ἄνοιξε ἀκόμη πιὸ πλατιὰ τὴν ἀγκαλιά Σου, σπεῦσε μὲ περισσότερη γρηγοράδα, σκύψε μὲ πιὸ πολλὴ στοργὴ πάνω στὸ προσκέφαλο τῆς σαρκοφάγου ἀρρώστιας μας, αὐτῆς ποὺ κατατρώει τὰ σπλάχνα μας, ἀπομυζᾶ τὸ αἷμα μας, μαραίνει τὰ πνευμόνια μας, πνίγει τοὺς θείους πόθους μας, σέρνει στὴ λάσπη τὰ ὄνειρά μας. Ἔχεις τὸν τρόπο, γνωρίζεις τὰ μυστικὰ τῆς μυστικῆς τῶν ἀπαράκλητων καρδιῶν παρηγοριᾶς. Τὸ χάδι τοῦ χεριοῦ Σου ἀποζητᾶμε. Τὸν δροσερό Σου ἀσπασμὸ στὸ φλογισμένο μέτωπό μας. Νὰ στάξει ἐλπίδα ὁ οὐρανὸς στὴ μαύρη, τὴν πεντάρφανη ζωή μας.ΟΣΩΤΗΡ2160
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου