Ἀπὸ τὶς πιὸ χαριτωμένες διηγήσεις
τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἐκείνη ποὺ
ἀναφέρεται στὸν γάμο τοῦ Ἰσαὰκ μὲ
τὴ Ρεβέκκα. Τὸ σχετικὸ κεφάλαιο τῆς «Γενέσεως», τὸ 24ο (κδ΄), ἐκτείνεται σὲ 67
στίχους, μέσα στοὺς ὁποίους, ὅλο χάρη
καὶ σεμνότητα, ἐκτυλίσσονται τὰ γεγονότα τῆς γνωριμίας τοῦ Ἰσαὰκ μὲ τὴν μέλλουσα σύζυγό του, τὴν ὁποία ὁδηγοῦσε
πρὸς συνάντησή του ἀπὸ τὴ μακρινὴ
Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας ὁ ἔμπιστος
δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ Ἐλιέζερ. Ἡ ὅλη περιγραφὴ παραπέμπει βέβαια σὲ ἐθιμικὰ
πρότυπα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Παρέχει
ὅμως δυνατὰ διδάγματα καὶ σπουδαιότατες προτροπὲς στοὺς νέους καὶ νέες καὶ
τῆς δικῆς μας ἐποχῆς καὶ μάλιστα τῆς πατρίδος μας, στὴν ὁποία ἀνέκαθεν τιμῶνταν ἡ ἁγνότητα καὶ σεμνότητα πρὶν
ἀπὸ τὸν γάμο, ἔννοιες ὅμως ποὺ δυστυχῶς σήμερα χλευάζονται καὶ περιφρονοῦνται.
Ἡ συνάντηση τῶν δύο μελλονύμφων
περιγράφεται στοὺς ἑπτὰ μόνο τελευταίους στίχους τοῦ κεφαλαίου, εἶναι ὅμως μὲ
τόση ἁδρότητα δοσμένη, ποὺ ἐντυπώνει
στὴν ψυχὴ τοῦ ἀναγνώστη ὅλο τὸ κλίμα
τῆς εὐπρέπειας καὶ σεμνότητας, μέσα στὸ
ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.
Ἤδη ἀπὸ τοὺς προηγούμενους στίχους,
μαθαίνουμε γιὰ τὴν εὐγένεια, σεμνότητα,
σωφροσύνη καὶ ἐξυπηρετικότητα τῆς νεαρῆς κόρης Ρεβέκκας. Πῶς δηλαδὴ συνάντησε τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Ἀβραὰμ
Ἐλιέζερ στὸ πηγάδι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη,
ἐκεῖ ποὺ πῆγε ἡ ἴδια τὸ δειλινὸ γιὰ νὰ γεμίσει τὴ στάμνα της μὲ νερό. Κουρασμένος ἐκεῖνος ἔπειτα ἀπὸ κοπιαστικὸ ταξίδι
900 περίπου χιλιομέτρων, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη μέχρι τὴ Μεσοποταμία, καθόταν κοντὰ στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ νὰ δεῖ
ποιὰ κόρη θὰ προθυμοποιοῦνταν νὰ τοῦ
δώσει νὰ πιεῖ νερό, αὐτὸς καὶ οἱ καμῆλες
του. Ἡ Ρεβέκκα στάθηκε ἡ πιὸ πρόθυμη.
Μὲ κάθε φιλοφρόνηση φέρθηκε πρὸς τὸν
ἄγνωστό της κι ἔπειτα τὸν κάλεσε στὸ
σπίτι τους νὰ φιλοξενηθεῖ. Ἐκεῖ ἐκεῖνος
ἀποκάλυψε τὸν σκοπὸ τῆς ἐλεύσεώς του.
Καὶ ὅταν ὅλα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ
εὐοδώθηκαν, ἡ Ρεβέκκα, μὲ τὴν εὐχὴ τῶν
γονέων καὶ τοῦ ἀδελφοῦ της Λάβαν καὶ
μὲ συνοδεία ὑπηρετῶν – διότι ἀνῆκε σὲ
ἀρχοντικὴ οἰκογένεια – ἀνέβηκε στὴν καμήλα γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι πρὸς τὴν Παλαιστίνη.
Μέρες πολλὲς βάδιζαν στὸ μακρινὸ
αὐτὸ ταξίδι καὶ νά, τώρα πλησίαζαν στὴν
πόλη ὅπου κατοικοῦσε ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς
πλέον τὴ γυναίκα του Σάρρα, ἡ ὁποία
ἤδη εἶχε πεθάνει, μὲ τὸν μονάκριβο ὅμως
γιό του Ἰσαάκ, τὸν πολυαγαπημένο, ποὺ
τὸν εἶχε ἀποκτήσει θαυματουργικὰ στὰ
ἑκατό του χρόνια. Τώρα ὁ γερο’Αβραὰμ
ἦταν περίπου ἑκατὸν σαράντα ἐτῶν καὶ ὁ
γιός του σαράντα.
Πλησίαζαν στηοικια του Αβρααμ στην Παλαιστινη...
Καὶ ὁ Ἰσαάκ;
Δοσμένος καὶ ὁ ἴδιος σὲ σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸν γάμο του, τὴν ἐκλογὴ συζύγου καὶ ὅλα τὰ συναφή, δὲν τό ᾿παιρνε τὸ θέμα στὰ ἐλαφρά, ἀλλὰ συνεχόταν ἀπὸ
αὐτό. Ἤθελε νὰ προχωρήσει μὲ κάθε σοβαρότητα καὶ μὲ σύνεση. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τί
κάνει; «Ἐξῆλθεν Ἰσαὰκ ἀδολεσχῆσαι εἰς
τὸ πεδίον τὸ πρὸς δείλης», μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή (στίχ. 63). Μόνος, μὲ
συγκεντρωμένες τὶς σκέψεις του, βγῆκε
περίπατο τὸ δειλινὸ στὴν πεδιάδα, προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ καὶ
νὰ ἐμβαθύνει στὰ θαυμάσιά Του, βοηθούμενος ἀπὸ τὴν ἠρεμία καὶ ἡσυχία τοῦ τόπου. Θεοφιλὴς ψυχὴ ὁ Ἰσαάκ, δὲν ἔχανε
τὸν καιρό του περιερχόμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
Μὲ εὐλαβὴ διάθεση βγῆκε στὴν ἐξοχὴ
γιὰ νὰ φιλοσοφήσει καὶ νὰ προσευχηθεῖ.
Καὶ βέβαια ἡ προσευχή του δὲν μπορεῖ
νὰ ἦταν ἄσχετη μὲ ὅλο αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνες
τὶς μέρες ἐλάμβανε χώρα, τὴν ἀποστολὴ
δηλαδὴ τοῦ Ἐλιέζερ πρὸς ἐξεύρεση συζύγου γιὰ ἐκεῖνον.
Καθὼς λοιπὸν ἀσχολοῦνταν μὲ τέτοιες
ἅγιες σκέψεις, κάποια στιγμὴ σήκωσε τὸ
βλέμμα του καὶ τὸ βύθισε στὸν ὁρίζοντα.
Ἕνα καραβάνι ἐρχόταν. Πρόσεξε καλὰ
καὶ σὲ λίγο διέκρινε καθαρότερα. Σκίρτησε ἡ καρδιά του...
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ
νεαρὴ κόρη σήκωνε τὰ βλέφαρά της πρὸς
ἐκεῖνον. Σὰν ἀπὸ μακριὰ νὰ συνεννοήθηκαν οἱ καρδιές. Διέκρινε καθαρὰ τὸν Ἰσαάκ. Ἀπὸ τὴν ἔκπληξή της πήδησε κάτω
ἀπὸ τὴν καμήλα, ὅλο χάρη καὶ ἁβρότητα.
–«Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ πορευόμενος ἐν τῷ πεδίῳ εἰς συνάντησιν
ἡμῖν;» (στίχ. 65). Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ
ἄνθρωπος ποὺ βαδίζει στὴν πεδιάδα καὶ
ἔρχεται νὰ μᾶς συναντήσει; ρώτησε.
–Αὐτὸς εἶναι ὁ κύριός μου, τῆς ἀπάντησε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁ ἔμπιστος Ἐλιέζερ.
Καὶ τότε ἡ κόρη, εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, σεβασμοῦ καὶ σωφροσύνης, ζήτησε ἀμέσως
ἀπὸ τὶς θεραπαινίδες της τὸ «θέριστρον»,
τὸ λεπτοΰφαντο ἐκεῖνο πέπλο, μαγνάδι,
γιὰ νὰ καλύψει τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλή
της. Ὢ σεμνότητα κόρης παρθένου!
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν παρακολουθεῖ σὲ κάθε βῆμα της καὶ σχολιάζει.
Ἀρχικὰ γιὰ τὸ ὅτι, ἀρχόντισσα αὐτή, δὲν
ἐπέβαινε σὲ φανταχτερὰ ἁμάξια μὲ ἄλογα νὰ τὰ σέρνουν, ἀλλὰ ἁπλά, ἐπάνω σὲ
καμήλα. Ἔπειτα γιὰ τὴν αὐτόματη ἐνέργειά της νὰ καλυφθεῖ ἐμπρὸς στὸν μέλλοντα σύζυγό της. «Κοίτα τὴν εὐγένεια
τῆς κόρης», λέει. «Μόλις εἶδε τὸν Ἰσαάκ,
ζήτησε νὰ μάθει ποιὸς ἦταν. Κι ὅταν ἔμαθε ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ γίνει σύζυγός της, ἔβαλε τὴν καλύπτρα
της. (...) Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι πουθενὰ
ἐδῶ δὲν συνέβησαν ἐκεῖνα τὰ περιττὰ καὶ
ἀνόητα πράγματα. Πουθενὰ διαβολικὴ
πομπή, πουθενά (...) τὰ σατανικὰ ἐκεῖνα
συμπόσια καὶ οἱ ὑπερηφάνειες οἱ γεμάτες ἀπὸ κάθε ἀσχημοσύνη, “ἀλλὰ πᾶσα
σεμνότης, πᾶσα σοφία, πᾶσα ἐπιείκεια”,
ὅλα γεμάτα ἀπὸ σεμνότητα, ἀπὸ σύνεση,
ἀπὸ μετριοφροσύνη».
Μ᾿ αὐτὴ τὴ σεμνότητα ἐξάλλου καὶ τὴ
σωφροσύνη τὴν ἀπέσπασε καὶ ὁ Ἰσαὰκ
ἀπὸ τὴ φροντίδα τῶν θεραπαινίδων της
καὶ τὴν ὁδήγησε «εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς
αὐτοῦ... καὶ ἠγάπησεν αὐτήν» (στίχ. 67).
Ἐκεῖ, στὸ σπίτι του τὴν πῆρε γιὰ γυναίκα
του καὶ τὴν ἀγάπησε.
Τιμημένη γυναίκα ἀξιοσέβαστου συζύγου!
«Ταύτην μιμείσθωσαν αἱ γυναῖκες», ἐπιλέγει τὸ χρυσὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας.
«Τοῦτον ζηλούτωσαν οἱ ἄνδρες». Ἔτσι ἂς
ἔρχονται σὲ γάμου κοινωνία. (...) Καὶ μὲ
τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ εἰσέρχονται στὸ σπίτι ἐκεῖνο «τὰ τῆς ἀρετῆς ἔργα», ἐνῶ ὅλα
τὰ τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ «ἐκποδὼν
ἔσονται», θὰ παραμερίζουν, καὶ αὐτοί, οἱ
σύζυγοι, θὰ περνοῦν τὴ ζωή τους εὐτυχισμένοι καὶ ἑνωμένοι μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴν
Χάρι τοῦ Θεοῦ (Εἰς τὴν Γένεσιν Ὁμιλ. ΜΗ΄,
ΕΠΕ 4, 238240).
Μέσα σὲ ἐποχὴ ἠθικῆς παραλυσίας καὶ
ἀναλγησίας, ἡ χαριτωμένη περιγραφὴ
τῆς συναντήσεως τοῦ νεαροῦ Ἰσαὰκ μὲ
τὴν μέλλουσα σύζυγό του Ρεβέκκα γίνεται τροχιοδεικτικὴ γιὰ τοὺς νέους καὶ τὶς
νέες ἐκεῖνες ποὺ ὀνειρεύονται γιὰ τὸ μέλλον τους ἕναν εὐλογημένο γάμο.ΟΣΩΤΗΡ2206
20 Σεπτεμβρίου, 2022
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΓΑΜΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου