29 Οκτωβρίου, 2022

Εὐαγγελικό και Αποστολικο Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς Ε΄ Λουκᾶ


19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐ­φ­ραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνό­ματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλ­κωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆ­­ναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆ­ναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων­ εἰς τὸν κόλπον Ἀβρα­άμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑ­­πάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶ­πε·­ πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέη­σόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵ­να βά­ψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυ­νῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζω­­ῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁ­­­μοίως­ τὰ κακά· νῦν δὲ ὧ­­δε πα­ρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυ­νᾶ­σαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις με­ταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μη­δὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς δια­περῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελ­φούς· ὅπως διαμαρτύρηται­ αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλ­θωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦ­τον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔ­­χουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐ­τῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐ­τούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθή­σον­ται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

19 Συνεχίζοντας ὁ Κύριος τή διδασκαλία του γιά τήν κα­λή χρησιμοποίηση τοῦ πλούτου, εἶπε καί τήν ἀκό­λου­θη παραβολή: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖ­ος φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλ­λινο κόκκινο καί πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπό μέσα φο­ροῦσε λευκό χιτώνα πολυτελή ἀπό λεπτό αἰγυπτια­κό λινάρι. Καί διασκέδαζε σέ πλούσια συμπόσια κά­θε μέρα μέ μεγαλοπρέπεια. 20 Ἦταν ὅμως καί κάποιος φτωχός πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγές καί παραπεταμένος κοντά στήν ἐξώ­πορ­τα τοῦ πλουσίου. 21 Καί προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλά σά νά μήν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρησή του αὐτή, καθώς ἦταν καί σχεδόν γυ­μνός, ἔρχονταν καί οἱ σκύλοι καί ἔγλειφαν τίς πληγές του. Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Λάζαρος δέν ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του οὔτε τήν παραμικρή λέξη παραπόνου ἐ­να­ν­τί­ον τοῦ πλουσίου ἤ κάποιο γογγυσμό ἐναντίον τοῦ Θε­οῦ. 22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ὁ φτωχός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν μετέφεραν στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, γιά νά βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στόν παράδεισο. Πέθανε κάποτε καί ὁ πλούσιος, καί οἱ ἄνθρωποι τόν ἔθαψαν μέ μεγαλοπρέπεια. Πουθενά ὅμως δέν φάνηκαν γι’ αὐτόν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. 23 Καί στόν τόπο τοῦ Ἅδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ἀπό μακριά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο νά εἶναι στήν ἀγκαλιά του. 24 Αὐτός λοιπόν πού στή γῆ τά εἶχε ὅλα καί δέν παρα­καλοῦσε κανένα νά τόν βοηθήσει, φώναξε τώρα καί εἶπε: Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βρέξει μέ νερό τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι καί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. 25 Ὁ Ἀβραάμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μέ τό παραπάνω τά ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στή γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀντίστοιχα ἀπόλαυσε τά κακά τῆς δυστυχίας καί τῆς ἀσθένειας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι’ αὐτά πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καί βασα­νί­ζεσαι χωρίς διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καί συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πά­νω στή γῆ. 26 Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοί πού θέλουν νά διαβοῦν ἀπό ἐδῶ σέ σᾶς νά μήν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπό ἐκεῖ νά μποροῦν νά περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. 27 Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στήν ἐπίγεια ζωή του, μετά τό θάνατό του δέν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σέ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, στεῖλε τόν Λάζαρο στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς. Στεῖλε τον νά τούς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης μάρτυρας γιά ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, γιά νά μήν ἔλθουν κι αὐτοί στόν τόπο αὐτό τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. 29 Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς προ­φῆτες πού τούς βεβαιώνουν γι’ αὐτά. Ἄς ἀκούσουν ἐκεί­νους. 30 Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δέν θά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προφῆτες. Ἐάν ὅμως πάει σ’ αὐτούς κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά με­τανοήσουν. 31 Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐάν δέν ἔχουν τήν κα­λή δι­ά­θεση νά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προ­φῆ­τες, δέν θά πεισθοῦν, ἀκόμη κι ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη τους ἐντύπωση ἀπό τήν ἀνάσταση, θά ἐπανέλθουν πά­λι στήν προηγούμενή τους σκληρότητα.
Ἀποκαλύψεις καὶ πειρασμοί – 
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα , ΙΘ΄ Κυριακῆς (Β΄Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ­Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρού­ρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαρ­γάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκα­λύψεις Κυρίου. οἶδα ἄν­θρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπα­γέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐ­ρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σα­τᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπε­ραί­ρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

Μὲ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, θαυμάσαμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν. Τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε κατὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς του καὶ τὶς μεγάλες ἀποκαλύψεις ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, τὰ καταγράφει ὁ θεῖος Παῦλος ὄχι γιὰ νὰ καυχηθεῖ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς μοναδικὲς ἐμπειρίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀμφισβητοῦσαν.

1. Ἡ ἀληθινὴ καύχηση

Ἀφοῦ περιγράφει στὴν ἀρχὴ τὴν περιπετειώδη διάσωσή του, τότε ποὺ κατέβηκε ἀπὸ κάποιο παράθυρο τοῦ τείχους τῆς Δαμασκοῦ μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τὸν συλλάβει ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος περιγράφει γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ οὐράνια ὀπτασία ποὺ τοῦ συνέβη πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν: Ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στὸν Παράδεισο. Ἔφθασε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ»· μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. Δὲν κατάλαβε ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ μόνο ἡ ψυχή του. Ἐκεῖ εἶδε καὶ ἄκουσε συγκλονιστικὲς ἀποκαλύψεις, «ἄρρητα ρήματα»· λόγια τέτοια ποὺ καμία ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ, οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ περιγράψει.

Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ὡστόσο δὲν καυχιέται γιὰ τὶς ἀποκαλύψεις αὐτές. Γνωρίζει ἄλλωστε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Ὑπὲρ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου», σημειώνει. Καυ­χιέται μόνο γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρα­σμούς του, διότι μέσα ἀπὸ τὶς ἀσθένειές του φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἐνισχύει νὰ τὶς ἀντιμετωπίζει. Σταματᾶ τὶς ἀποκαλύψεις στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ μὴ ­μεγαλοποιηθοῦν τὰ ὅσα περιγράφει.

Εἶναι ὄντως ἀσύλληπτο καὶ ἀνερμήνευτο τὸ ὕψος τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ δέχθηκε ὁ μέγας Παῦλος ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἶναι ὅμως ἀξιοθαύμαστη καὶ ἡ ταπείνωσή του. Κρατοῦσε μυστικὲς τὶς ἐμπειρίες του αὐτὲς ἐπὶ δεκατέσσερα χρόνια καὶ τὶς ἀποκάλυψε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο του, χωρὶς νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτές, διότι ἦταν βέβαιος ὅτι δὲν ἀνῆκαν στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὸν Θεό. Δικές του ἦταν μόνο οἱ ἀσθένειές του.

Αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ θείου Ἀποστόλου ὁπωσδήποτε παραδειγματίζει κι ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς προβολῆς καὶ τῆς αὐτοδιαφημίσεως καὶ ἐπηρεαζόμαστε κάποτε ἀπὸ τὸ ρεῦμα αὐτὸ τῆς κοινωνίας. Συχνὰ σπεύδουμε νὰ κοινοποιήσουμε κάποια ἐπιτυχία μας, νὰ προβάλουμε τὸν ἑαυτό μας, κάποιο πλεονέκτημά μας, τὴν ὑποτιθέμενη πρόοδό μας, προκειμένου νὰ ἑλκύσουμε τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἂς μὴν καυχιόμαστε ὅμως γι᾿ αὐτά· διότι κάθε τι καλὸ ποὺ συμβαίνει στὴ ζωή μας, κάθε ἀγαθὸ ἔργο μας, κάθε ἐπιτυχία μας προπάντων στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, δὲν ὀφείλεται σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλὰ στὴν παντοδύναμη Χάρι τοῦ Κυρίου. Τίποτε καλὸ δὲν εἶναι δικό μας. Ὅλα μᾶς τὰ χαρίζει ὁ Χριστός. Σ᾿ Ἐκεῖνον, λοιπόν, ἂς ἀναπέμπουμε τὴ δόξα.

2. Ἀρκεῖ ἡ Χάρις

Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει καὶ ἕναν πειρασμὸ ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε καὶ τὸν ἔκανε νὰ ὑποφέρει. Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ δοθεῖ «σκόλοψ τῇ σαρκί»· μιὰ βασανιστικὴ καὶ ἀθεράπευτη ἀσθένεια, ἕνας σατανικὸς πειρασμός, ποὺ τὸν βασάνιζε καὶ τὸν χτυποῦσε γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται.
Τόσο ἔντονη ἦταν ἡ ταλαιπωρία του ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτό, ὥστε τρεῖς φορὲς ὁ Ἀπόστολος παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει, ἀλλὰ Ἐκεῖνος τοῦ τὸ ἀρνήθηκε λέγοντάς του: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ Χάρις, ποὺ πλούσια σοῦ ἔχω δώσει. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴ δέχεται εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύναμος καὶ μὲ τὴ δική μου Χάρι καὶ δύναμη κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα. Μὲ μεγάλη χαρά, λοιπόν, θὰ καυχιέμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, σημειώνει ὁ Ἀπόστολος, ὥστε νὰ κατοικεῖ μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν ὁπωσδήποτε ὀδυνηρὸς ὁ πειρα­σμὸς αὐτὸς γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τοῦ προκαλοῦσε πόνο, δυσκόλευε τὸ ἔρ­γο του, περιόριζε ἴσως καὶ τὴν καρποφορία του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἀπομάκρυνε τὸν πειρασμό· διότι ὅσο βασανιστικὸς κι ἂν ἦταν, ἔκρυβε μεγάλη ὠφέλεια γιὰ τὸν Ἀπόστολο. Τοῦ θύμιζε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του, τὸν ἀσφάλιζε στὴν ταπείνωση, ἔκανε περισ­σότερο αἰσθητὴ μέσα του τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ στὴ δική μας ζωὴ κάποια δοκιμασία ποὺ χρονίζει. Μᾶς ταλαιπωρεῖ ἡ ἐπίπονη ἀσθένεια, μᾶς βασανίζει ὁ πειρασμὸς ποὺ ἀπειλεῖ τὴν οἰκογένεια, μᾶς κουράζει ψυχικὰ κάποια διαρκὴς δυσκολία στὸ περιβάλλον μας. Τὰ ἐπιτρέπει ὅμως ὁ πανάγαθος Κύριος γιὰ τὸ καλό μας· γιὰ νὰ μᾶς κρατεῖ ταπεινοὺς καὶ νὰ μᾶς χαρίζει πλουσιότερη τὴ Χάρι του. Ἂς μὴν ἀ­ποκάνουμε, λοιπόν, στοὺς πειρασμούς. Τὴ Χάρι τοῦ Κυρίου ἂς θησαυρίζουμε μέσα μας. Αὐτὴ μᾶς ἀρ­κεῖ. Αὐτὴν ἂς ἐκζητοῦμε.
https://www.osotir.org/2022/10/24/kuriaki-e-louka-2022/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου