Στὴν ὑμνολογία τῆς Κυριακῆς τῶν
Μυροφόρων ὁ ὑμνογράφος ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδὸς βάζει στὰ
χείλη τῶν πονεμένων Μυροφόρων γυναικῶν τὴν ἀπελπισμένη κραυγή τους:
«Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τὴν ἐλπίδα;» (βλ.
Δοξαστικὸν στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ, πλ.
β΄). Φράση ἀπογοητεύσεως μπροστὰ
στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ἀνοιγμένου καὶ ἀδειανοῦ Τάφου. Ποιὸς πῆρε τὸν νεκρό;
Ποιὸς μᾶς ἔκλεψε τὴν ἐλπίδα, Αὐτὸν
ποὺ ἦταν ἡ ἐλπίδα μας;
Προηγουμένως οἱ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας
«προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ
μνημείου» τοῦ θείου τους Διδασκάλου
(Μάρκ. ιε´ 46), εἶχαν δεῖ τὰ ὄνειρά τους
νὰ θάβονται. Εἶχαν κρεμάσει τὴ ζωή
τους καὶ τὶς ἐλπίδες τους στὸ πρόσωπο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τώρα Τὸν βλέπουν νεκρό. Ἔσβησε ἡ ἐλπίδα τους νὰ
λυτρωθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ λαός. «Ἡμεῖς
δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων
λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ» (Λουκ. κδ´ 21),
εἶπαν στὸν Συνοδοιπόρο τους οἱ δύο
Μαθητὲς ποὺ πορεύονταν «εἰς Ἐμμαούς».
Αὐτὴ ἡ ἀπογοήτευση ὡστόσο δὲν
κράτησε πολύ. Σύντομα ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ποὺ καθόταν στὰ δεξιὰ τοῦ μνημείου
καὶ ἦταν ντυμένος μὲ λευκὴ στολὴ θὰ
ἀκούσουν οἱ Μυροφόρες τὰ θαυμαστὰ
λόγια: Μὴν τρομάζετε καὶ μὴ φοβάσθε.
Ξέρω ποιὸν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ
τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. «Ἀνέστη, οὐκ ἔστιν ὧδε»! Ἀναστήθηκε. Δὲν
εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἄδειο τὸ μέρος ποὺ
Τὸν ἔβαλαν. Τί πληροφορία, τί εἴδηση
συγκλονιστικὴ ἦταν αὐτή! Οἱ Μυροφόρες λαμβάνουν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς
Ἀναστάσεως καὶ ἡ ἀπόγνωσή τους μεταστρέφεται σὲ ἄπειρη χαρά. Φεύγουν
ἀπὸ τὸν Τάφο συγκλονισμένες. Τὶς ψυχές τους τὶς συνέχει «τρόμος καὶ ἔκστασις». Σπεύδουν νὰ μεταδώσουν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ στοὺς Μαθητές Του (βλ. Μάρκ.
ις΄ 58). Ἔχουν βρεῖ ἀναστημένη τὴν ἐλπίδα τους. Τὸ ἀρχικὸ ἐρώτημα «τίς
ἔκλεψεν ἡμῶν τὴν ἐλπίδα;», μεταβάλλεται σὲ θριαμβικὴ κραυγή: «Ἀνέστη ὁ
Κύριος!».
Ἐνδέχεται κάποτε νὰ φθάνει καὶ στὰ
δικά μας χείλη τὸ πονεμένο ἐρώτημα:
«Ποιὸς μᾶς ἔκλεψε τὴν ἐλπίδα;».
Ἴσως πέσαμε ἀνύποπτοι στὰ δίχτυα
ἀνθρώπων ποὺ καμουφλαρισμένοι μέσα στὴν τυπικὴ εὐγένειά τους μὲ τὶς
φτιαχτὲς καὶ παραπλανητικὲς ἰδεολογίες
τους μᾶς ἐκμεταλλεύτηκαν γιὰ δικά τους
ὀφέλη. Ἢ πιθανὸν νὰ στηριχθήκαμε σὲ
ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν
συμπαράσταση καὶ βοήθεια γιὰ καλὴ
ἐπαγγελματικὴ σταδιοδρομία καὶ μᾶς
ἐγκατέλειψαν μόνους καὶ ἀβοήθητους
στὴ μέση τοῦ δρόμου. Τόσες καὶ τόσες
ἀπογοητεύσεις μᾶς βρίσκουν στὴ ζωή.
Ἂν ἐπιχειρήσει κανεὶς νὰ ἐξετάσει μὲ
λεπτομέρεια τὰ διάφορα καθημερινὰ
γεγονότα γύρω του σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες τῶν ἀνθρώπων καὶ στὶς οἰκογένειες,
θὰ βρεθεῖ μπροστὰ σὲ πολλὲς θλιμμένες καρδιὲς καὶ σὲ πλῆθος βουρκωμένα
μάτια ἀπὸ διαψεύσεις ὀνείρων καὶ ἐλπίδων. Σκληρὴ πραγματικότητα γεμάτη
ἀπὸ πίκρα, ποὺ σὰν λίβας μάρανε καὶ
στέγνωσε τὰ ἄνθη τῶν ὀνείρων τους
καὶ τσάκισε τὴν ἐλπίδα τους.
Μέσα, ὡστόσο, στὴν καταχνιὰ τῆς
ἀπελπισίας στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες
τῆς ζωῆς μας, δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε σὲ κανένα νὰ μᾶς κλέψει τὴν ἐλπίδα
στὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας Κύριο
Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθεια Του. Ποτὲ
νὰ μὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς παρασύρουν
στὸ νὰ στηρίξουμε τὴν ἐλπίδα μας στὴν
ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου (Α´ Τιμ. ς´ 17),
οὔτε σὲ πολιτικοὺς ἄρχοντες καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐλπίδες εἶναι
«ὡς φερόμενος χνοῦς... καὶ ὡς καπνὸς
ὑπὸ ἀνέμου διαχεόμενος» (Σ. Σολ. ε´
14). Διαλύονται σὰν τὸ χνούδι μερικῶν
σπόρων καὶ καρπῶν ποὺ τὸ παρασύρει ἐδῶ κι ἐκεῖ ὁ ἄνεμος... καὶ σὰν τὸν
καπνὸ ποὺ διαλύεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο.
Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστὸ καὶ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του συνειδητά, νὰ κρατᾶμε τὴν ἐλπίδα στὸν Σωτήρα μας Χριστὸ σὰν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτὴ μᾶς ἀσφαλίζει ἀπὸ
τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους (βλ. Ἑβρ.
ς´ 1819).
Μὲ ἀνδρεῖο καὶ ἀκατάβλητο φρόνημα καὶ ἰσχυρὴ καὶ ἀτρόμητη καρδιὰ νὰ
Τοῦ λέμε: «Ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ
καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα»· σὲ Σένα,
Κύριε, στήριξα τὶς ἐλπίδες μου. Ἂς μὴν
ντροπιασθῶ ποτὲ γι᾿ αὐτό (Ψαλ. λ´ [30]
2). Ἐσύ, ὁ Δημιουργὸς καὶ Κυβερνήτης
τοῦ κόσμου, εἶσαι ἡ μόνη ἀδιάψευστη
ἐλπίδα μου! ΟΣΩΤΗΡ2219
28 Απριλίου, 2023
'' ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ; ''
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου