12 Μαΐου, 2023

Η ΟΓΔΟΗ ΕΝΤΟΛΗ

 


Οὐ φονεύσεις» (Ἐξ. κ΄ 15). Δὲν θὰ σκοτώσεις. Δὲν θὰ ἀφαιρέσεις μὲ κανέναν τρόπο τὴ ζωὴ τοῦ συνανθρώπου σου. Ἡ ὄγδοη ἐντολὴ ἀπαγορεύει τὸν φόνο, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο κι ἂν γίνεται. Σημασία δὲν ἔχει πῶς γίνεται, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ φέρνει, ποὺ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς τοῦ πλησίον μας. Ἡ ζωὴ εἶναι ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὴ στερήσουμε ἀπὸ κανέναν. Ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι ὁ συνάνθρωπός μας, πατέρας ἢ μητέρα, παιδὶ ἢ σύζυγος, γνωστὸς ἢ ἄγνωστος, φίλος ἢ ἐχθρός, συμπατριώτης καὶ ξένος, ἀλλόγλωσσος καὶ ἀλλόθρησκος, δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὸν φονεύσουμε. Οὔτε αὐτόχειρες ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουμε, θέτοντας τέρμα στὴ ζωή μας. Οὔτε διακοπὴ τῆς κυήσεως ἐπιτρέπεται νὰ κάνουν οἱ μητέρες, φονεύοντας μὲ τὴν ἔκτρωση τὸ κυοφορούμενο ἔμβρυο. Οὔτε οἱ ἔμποροι τοῦ λευκοῦ θανάτου ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ διακινοῦν τὰ ναρκωτικὰ καὶ νὰ ὁδηγοῦν στὸν ἀργὸ θάνατο πλήθη ἀνθρώπων. Οὔτε οἱ βιομήχανοι τῶν ὅπλων ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑποκινοῦν τὶς ἐκρήξεις τῶν πολέμων καὶ νὰ γίνονται φονιάδες τῶν λαῶν. Οὔτε ἠθικοὶ αὐτουργοὶ ἢ συνεργοὶ τῶν ποικίλων φόνων ἐπιτρέπεται νὰ γινόμαστε. Οὔτε μὲ τὰ φυτοφάρμακα, τὶς ὁρμόνες, τὰ μικρόβια καὶ τὴ ραδιενέργεια ἐπιτρέπεται νὰ δηλητηριάζουμε τοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά. Ἐπίσης γίνονται καὶ πολλοὶ ἀθέλητοι φόνοι, ἢ φόνοι ἀπροσεξίας, ἢ φόνοι ἀπὸ ἀμυντικοὺς πολέμους. Οἱ φόνοι αὐτοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν ἐλαφρότερη ἐνοχή, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι φόνοι. Ἡ ἐντολὴ τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ φόνου εἶναι ρητὴ καὶ ἰσχύει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Πρὶν δοθεῖ ὁ γραπτὸς νόμος, ὑπῆρχε ὁ ἄγραφος φυσικὸς νόμος ἢ ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως, ποὺ ἀπαγόρευε τὸν φόνο. Ὅταν ὁ Κάϊν διέπραξε τὸ πρῶτο ἔγκλημα ἐπάνω στὴ γῆ, φονεύοντας τὸν ἀδελφό του Ἄβελ, ἐλέγχθηκε ὡς ἀδελφοκτόνος, φονιὰς τοῦ ἀδελφοῦ του. «Φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς», τοῦ εἶπε ὁ Θεός (Γεν. δ΄ 10).Ἀλλὰ παρόλο ποὺ ὁ φόνος ἀπαγορεύεται καὶ τιμωρεῖται αὐστηρὰ καὶ ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὸν νόμο τῶν ἀνθρώπων, δυστυχῶς ἡ ἐντολὴ «οὐ φονεύσεις» παραβιάζεται κατάφωρα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπειράριθμοι φόνοι συντελοῦνται καθημερινὰ ἐπάνω στὸν πλανήτη μας. Ὁ Κύριος στὸν τελειότερο νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης συμπληρώνει τὴν περὶ φόνου ἐντολή, χτυπώντας τὸ κακὸ στὴ ρίζα του. Μᾶς καλεῖ νὰ ἐξαγνίζουμε τὶς προθέσεις καὶ τὰ ἐλατήριά μας καὶ νὰ πολεμοῦμε τὰ πάθη μας, ὅπως εἶναι τὸ πάθος τοῦ φθόνου, τοῦ μίσους, τοῦ δόλου, τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς, τῆς ὕβρεως, τῆς ἐκδικήσεως, τῆς φιλαργυρίας, τῆς πλεονεξίας. Διότι, ἐὰν ἀφεθοῦν αὐτὰ ἀπολέμητα, μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὸν φόνο. Ὁ θεῖος Διδάσκαλος στὴν «ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία» Του διδάσκει ὅτι ἔνοχος εἶναι ὄχι μόνο αὐτὸς ποὺ φονεύει, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι ἡ ὀργὴ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν φόνο: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει» (Ματθ. ε΄ 22). Ἐπίσης ἔνοχος εἶναι κι αὐτὸς ποὺ βρίζει τὸν ἀδελφό του, διότι καὶ ἡ βλασφημία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν φόνο (βλ. Ματθ. ε΄ 22). Ἔνοχος εἶναι καὶ ὁ μνησίκακος ποὺ θέλει νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν ἀδελφό του, διότι καὶ ἡ ἐκδίκηση μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν φόνο. Γι᾿ αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Κύριος: Ἐὰν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ Θυσιαστήριο κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου γιὰ κάποια ἀδικία ποὺ τοῦ ἔκανες, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου μπροστὰ στὸ Θυσιαστήριο καὶ πήγαινε πρῶτα καὶ συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε, ἀφοῦ συνδιαλλαγεῖς, ἔλα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρο σου (Ματθ. ε΄ 23­24). Ἐπίσης μᾶς καλεῖ νὰ εἴμαστε συμβιβαστικοὶ καὶ νὰ ἔχουμε συμφιλιωτικὲς διαθέσεις ἀπέναντι στὸν δανειστὴ μὲ τὸν ὁποῖο βρισκόμαστε σὲ δίκη, γιὰ νὰ μὴν ὀξυνθοῦν τὰ πράγματα καὶ γίνουν τὰ χειρότερα (βλ. Ματθ. ε΄ 25­26). Κι ἀκόμη μᾶς καλεῖ, ἂν μᾶς χτυπήσει κάποιος, νὰ μὴν ἀνταποδώσουμε τὸ χτύπημα, διότι μπορεῖ τὸ χτύπημα ποὺ θὰ τοῦ ἐπιφέρουμε νὰ εἶναι θανατηφόρο: «Τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα μὴ κωλύσῃς» (Λουκ. ς΄ 29). Σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ σὲ χτυπᾶ στὸ ἕνα σου μάγουλο πρόσφερέ του καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σοῦ πάρει τὸ πανωφόρι σου μὴν τὸν ἐμποδίσεις νὰ σοῦ πάρει καὶ τὸ πουκάμισό σου. Ἀκοῦμε γιὰ τοὺς φόνους ποὺ γίνονται καθημερινὰ καὶ φρίττουμε. Ἀλλὰ ἂς ἀναρωτηθοῦμε: Μήπως εἴμαστε ἐμεῖς ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τοῦ τρομεροῦ καὶ ἀπεχθοῦς αὐτοῦ ἁμαρτήματος; Ἂς ἀνακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας: Μήπως φθονοῦμε, μισοῦμε, κατακρίνουμε; Μήπως θέλουμε νὰ ἐκδικηθοῦμε ἢ νὰ κερδίσουμε σὲ βάρος τῆς ὑγείας τῶν ἄλλων; Μήπως καὶ τίποτε ἄλλο ἐνδεχομένως διαπράξαμε, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδήγησε σὲ φόνο; Καὶ ἂς προσπέσουμε συντετριμμένοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ ποὺ ἔστειλε τὸν στρατηγὸ Οὐρία στὴν πρώτη γραμμὴ νὰ σκοτωθεῖ γιὰ νὰ πάρει τὴ σύζυγό του, καὶ ἔγραψε κατόπιν μετανοημένος τὸν Ψαλμὸ τῆς μετανοίας του: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου» (Ψαλ. ν΄ [50] 3). ΟΣΩΤΗΡ2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου