«Ἐπειδὴ εἴμαστε χῶμα». Ὅ,τι περισσότερο θὰ μπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε ἀπὸ μόνοι μας, μὲ τὴν ἀνθρώπινη νόηση περὶ Θεοῦ, θὰ ἦταν τὸ νὰ δεχθοῦμε τὴ συγκεκριμένη φράση ὄχι μὲ τὸν σύνδεσμο «ἐπειδή», αἰτιολογικό, ἀλλ᾿ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο· ἐναντιωματικό: «ἂν καί», «παρόλο πού». Ἐδῶ ὅμως, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς δίνει μιὰ ἔννοια περὶ τοῦ ἐλέους, τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινη νόηση καὶ σπάζει καὶ αὐτὰ τὰ σύνορα τῆς λογικῆς. Δηλαδή; Δηλαδὴ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ μέγας καὶ φοβερὸς καὶ ὕψιστος Θεός, Αὐτὸς ποὺ μὲ τρόμο λατρεύουν οἱ ἄχραντες ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὁ ἰσχυρὸς καὶ παντοδύναμος, μπροστὰ στὸν Ὁποῖον τὰ πάντα νικῶνται καὶ ὑποτάσσονται, Αὐτὸς μᾶς σπλαχνίζεται, μᾶς ἐλεεῖ, μᾶς οἰκτίρει, μᾶς ἀγαπᾶ, ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε χῶμα. Καὶ τὸ φυσικότερο θὰ ἦταν νὰ λέει ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ, παρόλο ποὺ εἴμαστε χῶμα· διότι πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας τέτοιος ὕψιστος Θεὸς νὰ ἀγαπᾶ τὸ χῶμα; Ὅμως δὲν τὸ λέει ἔτσι. Τὸ λέει ἀντίθετα: Μᾶς σπλαχνίζεται, ἐπειδὴ εἴμαστε χῶμα! «Καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν· ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 1314). Ὅλος ὁ 102ος Ψαλμὸς τοῦ πνευματοκίνητου βασιλέως Δαβίδ, γραμμένος στὰ γηρατειά του, ὅλος εἶναι ἕνας ὕμνος, ἕνα τραγούδι στοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Πουθενὰ ἀλλοῦ, ποτὲ ἄλλοτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἀνυμνήθηκαν τὰ θεῖα ἐλέη σὲ τόσο ὑψηλό, ὑπέροχο ποιητικὸ τόνο. Τόνο καινοδιαθηκικό! «Ἀνύμνησε, ψυχή μου, τὸν Κύριο, ὅλα τὰ βάθη μέσα μου εὐλογεῖτε τὸ ἅγιο Ὄνομά Του. Μὴν ξεχνᾶς, ψυχή μου, καμιὰ ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες Του. Αὐτὸς εἶναι ποὺ σοῦ συγχωρεῖ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ σοῦ θεραπεύει ὅλες τὶς ἀσθένειές σου. Αὐτὸς εἶναι ποὺ λυτρώνει τὴ ζωή σου ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου καὶ σὲ στεφανώνει μὲ τὸ ἔλεος καὶ τοὺς οἰκτιρμούς Του. Αὐτὸς σὲ γεμίζει μὲ ἄφθονα ἀγαθὰ καὶ χορταίνει τὶς ἐπιθυμίες σου, ὥστε νὰ ἀνανεώνεται ἡ νιότη σου καὶ ποτὲ νὰ μὴ γερνᾶς... ‘‘Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος’’, δὲν παρατείνει διαρκῶς τὴν ὀργή Του, δὲν τὴν κρατᾶ σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Δὲν μᾶς τιμωρεῖ ὅπως θὰ μᾶς ἄξιζε γιὰ τὸ πλῆθος τῶν παραβάσεών μας, οὔτε ἀνταποδίδει ἀνάλογα μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ διαπράττουμε. Ὅσο ἀμέτρητο εἶναι τὸ ὕψος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόσο μέγα εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτοὺς ποὺ Τὸν εὐλαβοῦνται. Ὅσο ἀπέχει ἡ Ἀνατολὴ ἀπ᾿ τὴ Δύση, τόσο Ἐκεῖνος ἀπομακρύνει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ αὐτές. Ὅπως ἕνας πατέρας σπλαχνίζεται καὶ ἀγαπᾶ τὰ παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους Τὸν σέβονται. Καὶ τοὺς ἀγαπᾶ, ἐπειδὴ Αὐτὸς γνωρίζει καὶ ποτὲ δὲν ξεχνᾶ τὴν ὕλη μας, τὸ ποιόν μας, τὴν ὑπόστασή μας, ὅτι δηλαδὴ εἴμαστε χῶμα καὶ γι᾿ αὐτὸ ρέπουμε στὰ φθαρτὰ καὶ τὰ μάταια». «...ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν». Γι᾿ αὐτὸ μᾶς σπλαχνίζεται, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι εἴμαστε χῶμα, κι αὐτὸ ποτὲ δὲν τὸ ξεχνᾶ! Καταλαβαίνεις τώρα, ἀδελφέ μου, τὴν ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει καὶ μοῦ ἔχει ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργὸς καὶ Πατέρας μας; «Ὡς ἴδιον οὖν πλάσμα καὶ ὡς ἔργον τῶν χειρῶν αὐτοῦ ᾠκτείρησε τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, «καὶ ὡς εἰδὼς ὅτι ἀμήχανον ἀνθρώπους ὄντας καὶ οὕτως ἀσθενεῖς... μὴ πάντως ὀλίγοις περιπίπτειν ἀτοπήμασιν». Ὡς δικό Του πλάσμα καὶ ἔργο τῶν χειρῶν Του σπλαχνίζεται ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύνατο, ὡς ἄνθρωποι ἀσθενεῖς ποὺ εἴμαστε, νὰ μὴν ὑποπίπτουμε σὲ κάποια ἁμαρτήματα. Καὶ συμπληρώνει: «Ὅθεν ἀκριβολογεῖται οὐ λίαν ὁ κριτής, κατανεύει δὲ τὴν ἄφεσιν ἐξ ἐμφύτου καλοκἀγαθίας». Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν μένει σὲ λεπτομέρειες ὁ Κριτής μας, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως δίνει τὴν ἄφεση, ἐπειδὴ ἔχει ἔμφυτη μέσα Του τὴν ἀγαθότητα. Ἀκοῦς τί Θεὸ ἔχουμε; Ἐσύ, ἂν ἔχεις δύο παιδιά, τὸ ἕνα ὑγιὲς καὶ τὸ ἄλλο ἄρρωστο, ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο πονᾶς περισσότερο;... Ἔ, αὐτὸ κάνει καὶ ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρός, μὴ βασανίζεσαι μὲ λογισμοὺς ὅτι, ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, θὰ σὲ ἀπορρίψει ὁ Θεός. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο σοῦ λέει: Ἐπειδὴ εἶσαι χῶμα, γι᾿ αὐτὸ σὲ ἀγαπῶ. Μήπως καὶ ὁ Ἴδιος δὲν τὸ διαβεβαίωσε; «Δὲν ἦρθα στὴ γῆ γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια. ‘‘Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες’’. Οἱ ὑγιεῖς δὲν ἔχουν ἀνάγκη γιατροῦ, οἱ ἄρρωστοι ἔχουν» (Ματθ. θ΄ 12-13). Ὅποιος νιώθει ἄρρωστος, αὐτὸς θὰ μὲ ἔχει δίπλα του, ἀπὸ πάνω του. Κατάλαβες τώρα; Ὅσο πιὸ πολὺ νιώθεις ἄρρωστος, ὅσο πιὸ πολὺ βλέπεις τὴν ἀδυναμία σου, ἐννοεῖς τὴ λάσπη, τὸ χῶμα σου, τόσο κοντύτερά σου μπορεῖς νὰ ἔχεις τὸν Χριστό. Ἀρκεῖ νὰ μὴν παύσεις μετανοώντας νὰ Τὸν καλεῖς σὲ βοήθεια. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ σοῦ τὴν παράσχει. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε στὸν κόσμο. Γιὰ σένα!OΣΩΤΗΡ2223
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου