10 Φεβρουαρίου, 2024

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΕΡΟΝΤΙΟΥ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ (1908 – 2001)



«...ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΕΣΤΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ...»: 
Ό μοναχός Γερόντιος, κατά κόσμον Γεώργιος Μούτσος, γεννήθηκε το 1908 στον Πύργο της Ηλείας από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του είχε δύο φούρνους μέσα στην πόλη του Πύργου.
Από μικρός είχε μεγάλη κλίση προς τον μοναχισμό και ήδη στα 1931 κατάφερε κι έφτασε στον πολυπόθητό του Άθωνα.
Ως πελλοπονήσιος πήγε στην ιερά μονή Γρηγορίου (τότε ακόμη υπήρχε ένα είδος τοπικισμού σε πολλές μονές του αγίου όρους). Έγινε μοναχός από τον καθηγούμενο αρχιμανδρίτη Αθανάσιο, άνθρωπο μεγάλης αρετής και φήμης αγίου. Πολλά διδάχτηκε από τον γέροντά του και τον αξίωσε ο Θεός πολλών πνευματικών εμπειριών, τόσο που, όπως μας εκμυστηρεύτηκε ο π. Θεόκλητος διονυσιάτης, ο οποίος έζησε μαζί του για ένα χρόνο στο μετόχι του μονοξυλίτη, τον βοήθησε να γράψει το περίφημο βιβλίο του: «Μεταξύ ουρανού και γης», εξηγώντας του τις ανώτερες πνευματικές καταστάσεις.
Δυστυχώς το 1939 κόλλησε τη δύσκολη ασθένεια της εποχής, τη φυματίωση. Νοσηλεύτηκε σε σανατόριο της Αθήνας και το 1941, όταν πια οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την Ελλάδα, επέστρεψε, θεραπευμένος από την ασθένειά του, στη μονή του, διανύοντας τη μεγάλη απόσταση Αθήνα - Ουρανούπολη σχεδόν με τα πόδια.
Στη μονή του όμως συνάντησε σκληρότητα και καχυποψία, φόβο για πιθανή διάδοση της ασθένειάς του και στους άλλους αδελφούς της μονής, παρ' όλο που είχε θεραπευθεί. Έφτασαν στο σημείο να τον χτυπήσουν και να τον διώξουν από το μοναστήρι με το ζόρι, εκδίδοντας ένα χαρτί που πιστοποιούσε ότι ο μοναχός Γερόντιος «...έπασχε τας φρένας...». Αυτό το εκμεταλλεύτηκε σε όλη του τη ζωή ο μακάριος και προσποιούνταν τον σαλό.
Γύρισε όλον τον Άθωνα (κελιά, σκήτες κλπ.). Πάντοτε διάλεγε κελιά με εκκλησία του αγίου Νικολάου, που ήταν ο προστάτης του ήδη από το μοναστήρι του, μια και η μονή Γρηγορίου τιμάται στη μνήμη του. Πέρασε και από την έρημο του αγίου Βασιλείου, τη σκήτη του Κουτλουμουσίου και κατέληξε στο ιβηρίτικο κελί του αγίου Νικολάου στις Καρυές.
Ζούσε πολύ απλά, μέσα στη φύση και στα πλάσματα του Θεού, έχοντας κάνει το σπίτι του καταφύγιο ταλαιπωρημένων ζώων. Κοιμόταν στην ίδια κουβέρτα με πλήθος γατάκια και δύο-τρεις σκύλους, αχώριστους συντρόφους του. Προτίμησε την συνδιαγωγή με τα ζώα παρά με τούς ανθρώπους.
Κάποτε, ενώ έκανε μετάνοιες μπροστά στην εικόνα της Παναγίας στο ναό του κελιού του, βγήκε μια οχιά από το τσουβάλι που είχε στρώσει στο πάτωμα και τον τσίμπησε στο χέρι. «...Την σκότωσα με το χέρι μου την καημένη και περίμενα να με πονέσει, για να το κόψω να τρέξει αίμα, αλλά δεν με πόνεσε και το άφησα...».
Μαγείρευε κάθε δυο-τρεις ημέρες για τα ζωάκια του κι έτρωγε και ό ίδιος μαζί τους. «...Για να μην έχω λογισμό, τραβάω το από πάνω που τρώνε τα γατάκια και τρώω το από κάτω...», έλεγε.
Ζύμωνε και ψωμί με κάτι μπαγιάτικα και σκουλικιασμένα αλεύρια χρόνων πολλών που είχε. Έτσι ικανοποιούσε κάπως και τη δική του πείνα, αλλά συνήθως περνούσε μόνον με την καθημερινή θεία μετάληψη και το αντίδωρο που έπαιρνε ερχόμενος στις λειτουργίες των ιερών μονών και των κελιών του αγίου όρους. Καμμιά φορά έπινε και κανένα γάλα (από κονσέρβα).
Παρ' όλο που ποτέ δεν πλενόταν, δεν μύριζε το σώμα του και τη στιγμή της θείας μεταλήψεως οι ιερείς που τον μεταλάμβαναν διηγούνται για μια ευωδία που έβγαινε από το στόμα του, ενώ ένα δάκρυ πάντα κυλούσε από τα μάτια του.
Εκείνο που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η εμμονή του στο να πείσει όλους τους ανθρώπους, πως ήταν τρελός. Διηγείτο λοιπόν για τον «...λευκό γάμο του με την πριγκίπισσα Αλίκη...», για «...τη διαμάχη του με τον βασιλιά...», όταν τον απείλησε με όπλο, ότι θα τον σκοτώσει. Και γινόταν τόσο πιστευτός, ώστε κατά τις επίσημες γιορτές της χιλιετηρίδας τού αγίου όρους, το 1963, η αστυνομία τον έκλεισε στη φυλακή, προς αποφυγή τυχόν επεισοδίων με τον βασιλιά για τα μάτια της «...πριγκίπισσας...».
Πάντοτε χαμογελαστός και με αχώριστη παρέα του τα ζώα έζησε σαν πετεινό τ' ουρανού, χωρίς να στενοχωρήσει κανέναν. Τα τέλη της ζωής του τα πέρασε στη μονή της μετανοίας του, την ιερά μονή Γρηγορίου, αφού ο καθηγούμενος, π. Γεώργιος, και οι εκλεκτοί πατέρες της αδελφότητος δέχθηκαν να τον γηροκομήσουν.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ διώχθηκε από τη μονή για να μην κολλήσει τους υπολοίπους μοναχούς φυματίωση, όταν επέστρεψε στη μονή του οι μοναχοί που τον έδιωξαν ΕΙΧΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ ΟΛΟΙ, πλην ενός αδελφού, του μοναχού Ησυχίου, ό οποίος όμως τον είχε υποστηρίξει τότε.
Ποτέ δεν ζήτησε τίποτε από τον αδελφό που τον υπηρετούσε. Κάποτε έμαθε τυχαία ο διακονητής του, πως ο γέρων Γερόντιος δεν έτρωγε τις φακές. Θαύμασε τότε ο αδελφός, γιατί σκέφτηκε, πως, ενώ πράγματι δεν έτρωγε τις φακές, όταν του τις πήγαινε, ποτέ δεν του ανέφερε αυτό το πρόβλημα και δεν ζητήσει κάποιο άλλο φαγητό.
Έλεγε ότι στην περίοδο από τής Παναγίας (από τον δεκαπενταύγουστο έως το γενέσιο της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου) δεχόταν από τον Θεό αποκάλυψη, για το αν θα ζήσει άλλον ένα χρόνο.
Κάθε χρόνο λοιπόν τον ρωτούσαμε: - «...Εντάξει για φέτος...» έλεγε. Την τελευταία του χρονιά όμως μόνο γέλασε και δεν είπε τίποτα.
Καταλάβαμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία του χρονιά, όπως και έγινε. Προγνώρισε το τέλος του και τρεις ημέρες πριν ειδοποίησε τον ηγούμενο για την επικείμενη αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό, ζήτησε συγνώμη από όλους για τις «...παλαβομάρες...» που έλεγε και πράγματι στις 12/11/2001 αντήλλαξε την παρούσα ματαιότητα με τα ουράνια αγαθά.
Μας έλεγε πάντα χαμογελώντας: «...Όταν ήμουν μικρός μου είπε ο πατέρας μου, ότι θα με πάρει σ' ένα ταξίδι του να δω την Αθήνα. Είχα πολλή χαρά. Ίδια χαρά έχω και τώρα πού θα πάω στην άλλη ζωή! Χιλιάδες άγγελοι, καημένε...»!!!
Την αγία ευχή του να έχουμε όλες και όλοι μας!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου