Βιογραφικά
Ο Μιχαήλ Πατέρας καί ἡ σύζυγός του Ἑλένη, κάτοικοι Κονίτσης, τό ἔτος 1921 ἀπέκτησαν τό τελευταῖο τους παιδί πού στήν βάπτιση ὠνομάσθηκε Μαρίνα–Ἐρρικέτη. Οἱ γονεῖς της ἦταν πιστοί, θεοφοβούμενοι καί ἀρκετά εὐκατάστατοι, μέ σπίτια, κτήματα πολλά καί χρήματα ἀπό τό ἐμπόριο πού ἔκανε ὁ πατέρας της.
Ἡ μικρή Μαρίνα–Ἐρρικέτη, πού ὅλοι τήν φώναζαν Κέτη, μεγάλωσε μέ ἄνεση καί τελείωσε τό Γυμνάσιο. Διδάχθηκε ἀπό μικρή τήν πατροπαράδοτη εὐλάβεια, ἀλλά καί ἡ ἴδια εἶχε ἔμφυτη ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία. «Ἀπό μικρή πού ἔνιωσα τόν κόσμο», ἀνέφερε ἡ ἴδια, «ἀγάπησα πολύ τήν θεία Λειτουργία καί τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας». Ὅταν ἦταν στό Δημοτικό, μιά μέρα ἀπό μόνη της ἔφυγε ἀπό τό σχολεῖο, πῆγε στήν Ἐκκλησία στήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου καί κοινώνησε. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ δάσκαλος τήν ρώτησε ποῦ ἦταν καί τήν ἔδειρε.
Ὅταν μετά τήν κατάρρευση τοῦ ἀλβανικοῦ Μετώπου ἦρθαν οἱ Ἰταλοί στήν Κόνιτσα, οἱ περισσότεροι Κονιτσιῶτες κρύφτηκαν στά βουνά. Ἡ Κέτη παρέμεινε κοντά στούς φιλάσθενους γονεῖς της καί στήν ἡλικιωμένη γιαγιά της. Αἰχμαλωτίσθηκαν ἀπό τούς Ἰταλούς καί μεταφέρθηκαν στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Ἡ Κέτη πῆρε μαζί της σ᾿ ἕνα καλαθάκι Μεγάλο Ἁγιασμό, τήν Σύνοψη καί εἰκόνες. Μέσα στό πλοῖο τους πού ἔφθασε ἀσφαλές στήν Ἰταλία, ἐνῶ πολλά εἶχαν τορπιλιθῆ, ἡ Κέτη παρακινοῦσε τούς συναιχμαλώτους νά προσεύχωνται. Οἱ ἄλλοι τήν κορόϊδευαν καί τήν εἰρωνεύονταν ἀλλά μετά ζητοῦσαν νά προσεύχεται γι᾿ αὐτούς. Μαζί τους ἦταν μιά ἑτοιμόγεννη, ἀνήσυχη γιά τόν ἐπικείμενο τοκετό της. Ἡ Κέτη τήν συμπόνεσε καί γιά νά τήν βοηθήση, ἔβαλε μιά εἰκόνα σ᾿ ἕνα τραπεζάκι, πῆρε ἕνα κύπελλο, μιά φουρκέτα ἀπό τά μαλλιά της τήν ἔκανε καντηλήθρα, ἔστριψε λίγο βαμβάκι, τό ἔκανε φυτίλι, ἄναψε καντήλι κάνοντας μετάνοιες καί προσευχήθηκε. Ἡ γυναῖκα γέννησε ἀλλά δέν εἶχε γάλα. Ἡ Κέτη ἔδωσε στό βρέφος ἁγιασμό, μέ τήν μεσολάβησή της δέ τούς ἔδωσαν τροφή καί τό παιδί ἔζησε. Ἕνας Ἰταλός Ἀξιωματικός βλέποντας τό καντήλι ρώτησε: «Ποιός τό ἔκανε αὐτό;». «Ἐγώ», ἀπάντησε μέ θάρρος ἡ Κέτη. Τῆς εἶπε νά τόν ἀκολουθήση καί τήν ὡδήγησε σέ μιά ἀποθήκη. Εἶχε δοχεῖα μέ λάδι. «Ὅταν χρειάζεσαι λάδι νἄρχεσαι νά παίρνης ἀπό δῶ», τῆς εἶπε. Ἡ Κέτη ἦταν νέα 22 ἐτῶν καί φοβόταν γιά τήν ἠθική της ἀκεραιότητα. Ἔλεγε: «Ἄν ὑποψιαζόμουν κάτι θά ἔπεφτα νά πνιγῶ στήν θάλασσα».
Ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή καί τούς ἔδιναν ἀρτύσιμα φαγητά, ἀλλά ἡ Κέτη δέν ἔτρωγε τίποτε παρά μόνο ψωμί. Νήστευε γιά νά κοινωνήση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Οἱ ἄλλοι τήν εἰρωνεύονταν. «Πῶς θά κοινωνήσεις τοῦ Εὐαγγελισμοῦ;» καί αὐτή μέ βεβαιότητα τούς ἔλεγε ὅτι μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ θά γυρίσουμε στήν Ἑλλάδα. Καί ὄντως ἔγινε ἀνταλλαγή αἰχμαλώτων πρίν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό καί ἡ Κέτη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ὁμηρία της ἡ Κέτη ἐργαζόταν στό Πρεβαντόριο Κονίτσης ἐθελοντικά. Φιλοξενοῦσαν τότε 200–250 παιδιά κατοχικά. Ἡ ἐντεταλμένη τῆς βασίλισσας Φρειδερίκης, Ἀμαλία Λυκουρέζου, ζήτησε ἀπό τόν Δήμαρχο Κονίτσης κορίτσια ἀπό καλές οἰκογένειες γιά νά βοηθήσουν. Ἀπό τίς πρῶτες ἦταν καί ἡ Κέτη. Ζήτησε ἀπό τήν ὑπεύθυνη ὁποιαδήποτε ἐργασία ἀρκεῖ τήν Κυριακή νά εἶναι ἐλεύθερη νά πάη στήν Ἐκκλησία. Τῆς ἔφεραν ἀντίρρηση ἀλλά δέν ὑπάκουσε.
Ξημερώνοντας Χριστούγεννα τοῦ 1947 οἱ συμμορίτες χτύπησαν τήν κάτω Κόνιτσα καί τήν κατέλαβαν. Ὅλη τή νύχτα γίνονταν ὁδομαχίες φοβερές. Στό Πρεβαντόριο κατέβασαν τά παιδιά στό ἰσόγειο. Ἡ Κέτη τούς εἶπε νά γονατίσουν καί νά ψάλλουν συνέχεια τήν Παράκληση. Μέσα στόν κίνδυνο προσεύχονταν καί ὅσοι πρίν δέν πίστευαν. Κάποια στιγμή ἡ Κέτη ἄκουσε δύο ἀντάρτες ἔξω ἀπό τήν πόρτα νά συνομιλοῦν. Ὁ ἕνας ἤθελε νά ἀνοίξουν νά πάρουν τά παιδιά, ὁ ἄλλος εἶπε: «Τί νά τά κάνουμε μέσα στή νύχτα μέ τέτοιο κρύο; Τήν Κόνιτσα τήν πήραμε, ἄφησε νά ξημερώση».
Τό πρωΐ τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1948 πού ἡ Κόνιτσα καταλήφθηκε ἀπό τόν Ἐθνικό Στρατό, ἡ Κέτη ἄνοιξε τήν πόρτα καί βρῆκε τούς δύο ἀντάρτες σκοτωμένους. Ὅταν ἡ βασίλισσα παρασημοφόρησε τό προσωπικό τοῦ Πρεβαντορίου, ἡ μόνη πού ἀπέφυγε καί δέν πῆρε παράσημο ἦταν ἐκείνη.
Ἀκόρεστη λάτρις τοῦ Κυρίου
Ἡ φιλόθεη Κέτη δέν ἤθελε καμμιά μέρα τοῦ χρόνου νά χάση Ἑσπερινό καί θεία Λειτουργία. Ἡ μόνιμη προσπάθειά της ἦταν νά βρῆ σέ ποιά Ἐκκλησία γίνεται θεία Λειτουργία γιά νά τρέξη νά τήν ἀπολαύση. Δέν ἐφείδετο κόπου καί χρόνου, θυσίαζε τόν ὕπνο της, διήνυε μεγάλες ἀποστάσεις, ἀρκεῖ νά μή χάση τήν θεία Λειτουργία.
Στήν Κόνιτσα ἔφευγε νύχτα ἀπό τήν ἐργασία της, πήγαινε νά λειτουργηθῆ καί τό πρωΐ ἐπέστρεφε. Οἱ παρατηρήσεις τῶν ὑπευθύνων δέν τήν ἀνέκοψαν. Ἦταν καλή στήν δουλειά της καί ἀγαποῦσε τά παιδιά. Γι᾿ αὐτό καί ἀνέχθηκαν αὐτήν τήν θεοφιλῆ “ἰδιοτροπία” της. Μιά νύχτα πηγαίνοντας ὡς συνήθως γιά νά βρῆ Λειτουργία, πέρασε μέσα ἀπό ναρκοπέδιο, ἀλλά τήν φύλαξε ὁ Θεός. Πέρασε πάνω ἀπό τίς νάρκες καί δέν ἔσκασε καμμιά.
Τό 1950 πού λειτούργησε ἡ παιδόπολη στόν Ζηρό, προσλήφθηκε καί ἡ Κέτη ὡς νοσοκόμα. Συνάδελφός της στήν παιδόπολη θυμᾶται: «Ὅταν τήν πρωτοεῖδα, μέ ἐντυπωσίασε ἡ φαιδρότητα τοῦ προσώπου της, τό χιοῦμορ καί τό γλυκό–ἀθῶο της χαμόγελο. Στό πρόγραμμα, κατά τήν δική μας κοσμική ἀντίληψη, δέν ἦταν συνεπής. Ἀπό τό ἀναρρωτήριο τήν μετέθεσαν στήν ἱματιοθήκη ὡς γαζώτρια, ἐπειδή ἀπουσίαζε ἀρκετό χρόνο τίς νύχτες.
»Στήν παιδόπολη ἔπαιρνε τά παιδιά στό ἀναλόγιο καί τά μάθαινε νά ψέλνουν. Περιποιόταν τήν Ἐκκλησία, φρόντιζε γιά ἱερέα καί ἡ μόνη ἄνεση πού ἔδινε στόν ἑαυτό της ἦταν πού πήγαινε μέ τό τζίπ νά φέρουν τόν ἱερέα τήν Κυριακή γιά νά λειτουργήση».
Πρῶτο μέλημά της ἦταν νά γνωρίση τούς ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν χωριῶν γιά νά ἐξασφαλίση τήν καθημερινή της Λειτουργία. Πήγαινε στήν Παντάνασσα. Περνοῦσε τόν ποταμό Λοῦρο πάνω σ᾿ ἕνα μονόξυλο μέ δύο τεντωμένα συρματόσχοινα κάθε νύχτα ὅλο τόν χειμῶνα καί ἦταν φορτωμένη μέ τσάντες τρόφιμα γιά τούς φτωχούς. Πάντα εἶχε μαζί της πρόσφορο μήπως δέν ἔχει ὁ παπᾶς.
Ἄλλοτε εἶχε κατεβάσει ἕνα ποτάμι, δέν ὑπῆρχε γέφυρα καί γιά νά μή χάση τήν θεία Λειτουργία τήν πέρασε στήν πλάτη του κάποιος γέρος βοσκός. Περπατοῦσε πολύ, μᾶλλον πετοῦσε, καί πήγαινε μέσα ἀπό δύσβατους τόπους. Κάποτε περνώντας κοντά ἀπό ἕνα μαντρί, τήν ἀντιλήφθηκαν τά σκυλιά καί ὥρμησαν νά τήν φᾶνε. «Πρόλαβα», εἶπε, «καί κάθησα κάτω καί τά σκυλιά ἀμέσως γύρισαν πίσω». Ἄλλη φορά συνάντησε νύχτα μιά ἀρκούδα, τήν ἔφεξε στά μάτια μέ τό φακό πού εἶχε μαζί της καί τό ζῶο ἄλλαξε δρόμο καί ἔφυγε.
Οἱ περιπέτειες τῆς Κέτης γιά τήν καθημερινή της Λειτουργία εἶναι πολλές. Τότε δέν εἶχαν τηλέφωνα. Κάποια μέρα δέν εἰδοποιήθηκε ἀπό κανένα γνωστό της ἱερέα γιά Λειτουργία τήν ἑπομένη. Ὅταν τελείωσε ἀπό τήν δουλειά της ξεκίνησε ἀπό τήν Φιλιππιάδα τό ἀπόγευμα μέ τά πόδια, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε ἐκεῖ τούς παπάδες, μετά πῆγε στό χωριό Καμπή, ὕστερα στήν Παντάνασσα, ἐν συνεχείᾳ στόν ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά δέν εἶχαν Λειτουργία, συνάμα καί νύχτωσε. Φεύγει γιά τό Κεράσοβο, πάντα μέ τά πόδια. Ἐκεῖ βρῆκε τόν παπᾶ πού θά λειτουργοῦσε τήν ἄλλη μέρα, ἀλλά δέν ἔμεινε γιατί τοῦ παπᾶ τοῦ πονοῦσε τό δόντι˙ ἡ Κέτη φοβήθηκε μήπως δέν μπορέση ἀπό τόν πονόδοντο νά λειτουργήση καί ἔφυγε γιά τήν Βούλιστα Παναγία. Πηγαίνοντας γιά τήν πάνω Βούλιστα μέ τήν ἀδελφή τοῦ παπᾶ, ἔπεσε σέ ἕνα λάκκο μέ ἀσβέστη μέχρι τά γόνατα. Πλύθηκε καί πῆγε στήν Λειτουργία. Ἀπό τό ἀπόγευμα πού ξεκίνησε μέχρι τό ναό πού λειτουργήθηκε διήνυσε ἀπόσταση τριάντα χιλιομέτρων.
Στήν Κόνιτσα πήγαινε τακτικά γιά νά βλέπη τήν ἡλικιωμένη μητέρα της πού ἔμενε μόνη. Μιά ἡμέρα στήν Ἐκκλησία, ἀνεβαίνοντας στήν καρέκλα νά ἀνάψη τά καντήλια, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι της πάνω ἀπό τό γόνατο. Πῆγε στό Νοσοκομεῖο καί τό τακτοποίησαν. Τῆς εἶπαν νά μείνη ξαπλωμένη μέχρις ὅτου γιατρευθῆ. Ἀλλά ἄν ἔμενε στό Νοσοκομεῖο ποῦ θά εὕρισκε θεία Λειτουργία; Γι᾿ αὐτό ἔφυγε κουτσαίνοντας, βρῆκε αὐτοκίνητο καί πῆγε στόν ἅγιο Γεώργιο Φιλιππιάδος στόν γνωστό της παπα–Βασίλη Ζαλακώστα, ὅπου ζήτησε νά τήν στρώσουν στόν γυναικωνίτη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κοιμήθηκε εἴκοσι μερόνυχτα καί κάθε μέρα πήγαιναν οἱ ἱερεῖς καί λειτουργοῦσαν.
Κάποια φορά τό τζίπ τῆς παιδοπόλεως θά πήγαινε στήν Κόνιτσα καί θά ἔφευγε πολύ πρωΐ. Θέλησε νά πάη καί ἡ Κέτη νά δῆ τήν μητέρα της. Πῶς ὅμως νά φύγη χωρίς νά λειτουργηθῆ; Ξεκίνησε τά μεσάνυχτα μέ τά πόδια˙ πῆγε καί ξύπνησε τόν ἱερέα. Ἐκεῖνος διαμαρτυρήθηκε γιατί τό ρολόϊ του ἔδειχνε λίγες ὧρες μετά τά μεσάνυχτα. Ἔγινε ἡ θεία Λειτουργία καί ἀκόμη ἦταν νύχτα βαθειά. Στόν ἱερέα πού διαμαρτυρήθηκε ἡ Κέτη ἀπάντησε: «Τί πείραξε; Θέλω πρωΐ–πρωΐ νά φύγω γιά τήν Κόνιτσα».
Μιά χειμωνιάτικη νύχτα ἔκανε τέτοια καταιγίδα πού ξερρίζωνε δέντρα. Οὔτε καί αὐτό στάθηκε ἐμπόδιο. Πῆγε χωρίς δισταγμό νά λειτουργηθῆ, ἀλλά ἄργησε πολύ νά ἐπιστρέψη. Ὅλο τό προσωπικό περίμεναν ἀνήσυχοι, φοβόταν μήπως κάποιο δένδρο ἔπεσε πάνω της. Ἐμφανίσθηκε χαρούμενη μέ ματωμένα πόδια, ὅσο μποροῦσαν νά φανοῦν κάτω ἀπό τά μακρυά της φορέματα. Ἐξήγησε ὅτι ἡ καθυστέρησή της ὀφειλόταν στό ὅτι περνοῦσε πάνω ἀπό τά πεσμένα δένδρα πού συναντοῦσε.
Ἄραγε τί νά αἰσθανόταν ἡ Κέτη κατά τήν θεία Λειτουργία; Θά ἦταν κάτι πολύ δυνατό, ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλους τούς κόπους καί τίς θυσίες πού ἔκανε γιά νά λειτουργηθῆ. Ἡ ἴδια ἔκανε καί τόν ψάλτη, πλήρωνε τούς ἱερεῖς, κουβαλοῦσε ὅταν χρειαζόταν καί τά βιβλία μαζί της.
Ἡ Κέτη μερικές φορές πήγαινε σέ μιά ἀγρυπνία καί τό πρωΐ πήγαινε πάλι νά λειτουργηθῆ. Ὅταν ὕστερα ἐπισκεπτόταν γνωστό της σπίτι ἤθελε νά ἀκούση καί τρίτη θεία Λειτουργία. Γονάτιζε δίπλα στό ραδιόφωνο καί ἔκανε μετάνοιες ὅταν ἦταν ἡ μνήμη κάποιου μεγάλου Ἁγίου. Δέν τήν πείραζε τότε κανένας θόρυβος, δέν ἄκουγε, δέν ἔβλεπε τίποτε. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλά καί στό κελλί της ἤ στά σπίτια πού ἐφιλοξενεῖτο, ἔκανε προσευχή καί μελετοῦσε. «Πολλά βράδια πού ἔμενε στό σπίτι μας», διηγεῖται γνωστή της, «ἐπέμενε νά μένη στήν κουζίνα καί νά κοιμᾶται σ᾿ ἕνα στενό ντιβάνι 40 ἑκατοστῶν. Πόσο ξάπλωνε κανείς δέν τό ἔμαθε. Τό φῶς ὅλη τή νύχτα ἦταν ἀναμμένο. Διάβαζε τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου καί Ψαλτήρι. Μετά ἀπό κάθε θεία Λειτουργία διάβαζε τό Θεοτοκάριο καί μοῦ ἔλεγε: “Δέν διαβάζεις Θεοτοκάριο; Τότε τί κάνεις;”.
Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη της στή λατρεία τοῦ Θεοῦ πού λίγες μέρες πρίν κοιμηθῆ, ἐνῶ δέν μποροῦσε νά μιλήση, ψιθύρισε: “Ἐκκλησία, Ἐκκλησία”.
https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-11/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου