Κρυφή ἀσκήτρια
Ἡ Κέτη ἦταν μιά λαϊκή ἀσκήτρια σέ μεγάλα μέτρα. Τόν ἑαυτό της τόν εἶχε παραμελημένο καί παραπεταμένο. Ἀπό τόν μισθό της ποτέ δέν διέθεσε οὔτε δραχμή γιά τόν ἑαυτό της, γιά ροῦχα ἤ γιά φαγητό. Φοροῦσε, αὐτή ἡ πλουσιοκόρη, φτωχικά ροῦχα καί παπούτσια πού τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη.
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της δέν χόρτασε. Ἔτρωγε λίγο καί ὄχι χορταστικά καί μέ πλησμονή, γιατί ἤθελε νά προσεύχεται νηστική. Ποτέ δέν μαγείρευε γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά καί ποτέ δέν ἔμενε χωρίς φαγητό.
Πήγαινε στήν Χριστίνα Ἐζνεπίδου, ἀδελφή τοῦ γέροντος Παϊσίου καί ἐπειδή τῆς εἶχε θάρρος τῆς ἔλεγε νά κάνη λίγο ζυμαρικό. Ἔλεγε: «Αὐτό εἶναι βασιλικό φαγητό». Ὅσο καιρό ἦταν στήν παιδόπολη κανείς δέν τήν εἶδε στήν τραπεζαρία νά τρώη μέ τό προσωπικό. Μιά γνωστή της φρόντιζε τό βράδυ πού γύριζε ἡ Κέτη νά τῆς ἔχη λίγα χόρτα φυλαγμένα ἤ κανένα νηστήσιμο. Κρέας δέν ἔτρωγε καί μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας της ἀπεῖχε καί ἀπό τά γαλακτερά καί τά αὐγά. Στή νηστεία ἦταν ἄφταστη, εἶχε μεγάλη ἀντοχή. Πολλές ἡμέρες περνοῦσε μόνο μέ τό ἀντίδωρο πού εἶχε μέσα στήν τσάντα της. Συνήθως ἔτρωγε λαχανικά, ἐλιές, ζυμαρικά, ρυζάκι καί σέ γιορτές κανένα ψαράκι. Ἔπινε πικρό τόν καφέ της γιά ἄσκηση.
Ὅταν κοιμόταν λίγο γιά νά ξεκουραστῆ, δέν σκέπαζε τά πόδια της γιά νά μήν κοιμηθῆ βαρειά καί δέν ξυπνήσει γιά τήν θεία Λειτουργία. Ἀργότερα δέν ξάπλωνε σέ κρεββάτι ἀλλά πάντοτε μαζεμένη σ᾿ ἕνα καναπέ ἤ σέ μιά καρέκλα λαγοκοιμόταν. Ταλαιπωροῦσε τό σῶμα της καί στόν ὕπνο καί στή νηστεία.
Στά γόνατά της εἶχαν σχηματισθῆ δύο εὐμεγέθεις μαῦροι κύκλοι ἀπό τίς ἐδαφιαῖες μετάνοιες, τήν πολύωρη γονυκλιτῆ στάση της κατά τήν θεία Λειτουργία καί τίς ἀτομικές προσευχές της.
Βρύση ἐλεημοσύνης
Ἡ ζωή τῆς Κέτης ἀπό τήν μικρή της ἡλικία μέχρι τήν κοίμησή της ἦταν θεία λατρεία, ἄσκηση, ἐλεημοσύνη. Ἦταν τόσο ἐλεήμων, πού τά ὑλικά ἀγαθά τά ὁποῖα ἄφθονα τῆς παρεῖχαν οἱ γονεῖς της, τά μοίραζε σέ φτωχούς. Καί ὅταν τῆς ἔβαζαν περιορισμούς, τύλιγε σ᾿ ἕνα σενδόνι τά τρόφιμα καί μέ ἕνα σχοινί τά κατέβαζε ἀπό τό παράθυρο γιά νά μήν τά βλέπουν οἱ γονεῖς της. Τότε ὑπῆρχαν πολλοί φτωχοί, χῆρες, ὀρφανά, πρόσφυγες. Τά ἐνοίκια τῶν χωραφιῶν πού ἔπαιρναν σέ εἶδος (σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π.), τά κουβαλοῦσε κρυφά σέ μιά γειτόνισσα ἔμπιστή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄνεση ἔκανε τήν διανομή στούς φτωχούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στενοχωρῆται ἡ μητέρα της.
Ἦταν ἡ πρώτη συνεργάτις τοῦ π. Παϊσίου στίς ὁμάδες ἀγάπης καί συνέχισε αὐτό τό ἔργο μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντα ἀπό τό Στόμιο. Οἱ καλωσύνες πού ἔκανε εἶναι πολλές καί ἀθόρυβες. Ὄχι μόνο διέθεσε τόν μισθό της καί ὅλη της τήν περιουσία γιά τούς φτωχούς, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἔγινε διάκονος τῆς ἀγάπης γιά τούς φτωχούς καί ἀρρώστους. «Ἕνεκεν συμπαθείας τῶν πενήτων», ἔγινε καί ζητιάνα.
Ὅταν ἦταν στήν παιδόπολη ἔφευγε ἀπό τήν δουλειά της λίγο νωρίτερα, ἔπαιρνε τό φαγητό της καί ἔτρεχε νά τό πάη κρυμμένο κάτω ἀπό τήν κάπα της σέ μιά οἰκογένεια μέ ἐννιά παιδιά στό γειτονικό χωριό Παντάνασσα. Τά παιδιά πάμφτωχα καί πεινασμένα, ὁ πατέρας πάντα μεθυσμένος. Ἐπειδή στήν ἔξοδο τῆς παιδοπόλεως γινόταν ἔλεγχος, ἔβγαινε ἀπό δύσβατο μονοπάτι μέσα στό δάσος καί ἔφθανε στό χωριό. Τά βράδια ἔπαιρνε ἀπό τήν κουζίνα τά περισσεύματα, συνήθως μέ καυγάδες γιατί ἀπαγορευόταν, καί τά πήγαινε σέ φτωχούς. Πόσα παιδάκια ἔθρεψε μέ τά περισσεύματα καί πόσα ἔντυσε ἀξιοποιώντας ἄχρηστο ἱματισμό!
Τίς ἐλεύθερες ὧρες, πού ἦταν τόσο λίγες, ἔτρεχε στά χωριά, ἔκανε ἐνέσεις στούς ἀρρώστους καί κουβαλοῦσε τρόφιμα σέ φτωχούς. Φοροῦσε μιά κάπα ἐπίτηδες γιά νά μήν φαίνωνται οἱ τσάντες μέ τά τρόφιμα.
Γιά τόν ἑαυτό της δέν φρόντιζε. Σκεφτόταν τούς ἄλλους. Δέν μιλοῦσε γιά ἀγαθοεργίες μόνον ἔπραττε, ὅσο μποροῦσε ἀθόρυβα. Ἔδινε χρήματα στόν ἱερέα τῆς Μελισσόπετρας γιά νά βοηθᾶ φτωχές οἰκογένειες. Βάπτισε ἀρκετά παιδάκια καί εἶχε τήν μέριμνά τους.
Στό Ριζοβούνι περιποιόταν μιά γριά ἐγκαταλελειμμένη μέχρι τήν κοίμησή της, σάν νά περιποιόταν τήν μάννα της. Στόν Ἅγιο Γεώργιο εἶχε μιά ἄλλη γριά πού κάθε βράδυ τῆς πήγαινε φαγητό, τῆς ἔκοβε τά νύχια, τήν ἔπλενε καί τῆς πρόσφερε ὅ,τι ἄλλο χρειαζόταν μέχρι πού κοιμήθηκε.
Βοηθοῦσε καί μιά ἄλλη φτωχή καί πολύτεκνη οἰκογένεια. Ἡ μάννα περίμενε παιδάκι ἀλλά σκεπτόμενη τήν φτώχεια τους ἀποφάσισε μέ τόν ἄνδρα της νά πᾶνε νά κάνουν ἔκτρωση. Στόν δημόσιο δρόμο συνάντησαν τήν Κέτη ἡ ὁποία τούς ρώτησε ποῦ πηγαίνουν, καί αὐτοί εἶπαν τήν ἀλήθεια. Τότε ἀγανάκτησε ἡ Κέτη καί ἔβαλε τίς φωνές. Τούς εἶπε νά γυρίσουν στό σπίτι τους καί αὐτή ὑποσχέθηκε νά ἀναλάβη τήν προστασία καί τήν τροφοδοσία τοῦ παιδιοῦ. Ἔγινε μάλιστα καί ἀνάδοχός του καί τό βοήθησε περισσότερο ἀπό ὅσο ὑποσχέθηκε μέχρι πού μεγάλωσε καί ἄρχισε νά ἐργάζεται.
Σέ ἄλλο χωριό τῆς περιοχῆς ὑπῆρχε κάποια φτωχή οἰκογένεια μέ δυό ἄρρωστα παιδιά ἀπό μεσογειακή ἀναιμία. Ἡ Κέτη τούς λυπήθηκε πολύ καί θέλοντας νά τούς βοηθήση, εἶπε στόν πατέρα νά ψωνίζη ἀπό κάποιο μαγαζί ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, καί ὅτι αὐτή θά πληρώνει τόν λογαριασμό. Αὐτό γινόταν γιά ἕνα χρονικό διάστημα ἀλλά κάποια ἡμέρα ὁ πατέρας κάλεσε ἕναν ὀργανοπαίχτη στό σπίτι του καί ἄρχισε τίς διασκεδάσεις, τούς χορούς καί τό ποτό. Πάνω στό ξεφάντωμα ἦρθε καί ἡ Κέτη νά δῆ τά παιδιά. Τότε τόν μάλωσε καί σταμάτησε τήν χορηγία της.
Τό 1960 ὁ εὐλαβέστατος παπα–Βασίλης Ζαλακώστας ἔκτισε σπίτι στόν Ἅγιο Γεώργιο, ἀλλά τά χρήματά του δέν ἔφθαναν νά τό τελειώση. Τότε ἡ Κέτη μεσολάβησε, πλήρωσε ἕνα αὐτοκίνητο ξυλεία γιά νά σκεπαστῆ τό σπίτι καί ἔγιναν τά πατώματα καί τά κουφώματα. Ὁ παπα–Βασίλης εἶναι ἀπό τούς λίγους πού κατάλαβε τήν ἀξία τῆς Κέτης, τήν γνώρισε πολύ καλά, μάλιστα τοῦ βάπτισε τήν κόρη του Μαρία˙ στό τέλος πῆρε στό σπίτι του τήν μητέρα τῆς Κέτης. Ἔλεγε στήν πρεσβυτέρα του: «Δέν ξέρεις τί ἀξίζει ἡ Κέτη». Πίστευε ὅτι ἡ ζωή τῆς Κέτης εἶναι μοναδική, ἰδιόμορφη καί δέν ἔμοιαζε μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἔκανε τακτικά ταξίδια στήν Κόνιτσα καί στήν Ἀθήνα γιά νά βλέπη τήν μητέρα της καί τ᾿ ἀδέλφια της. Ἄν καί εἶχε χρήματα, δέν ἤθελε νά πληρώνη εἰσιτήριο. Πήγαινε μέ ὤτο–στόπ ὄχι ἀπό τσιγγουνιά ἀλλά γιά νά διαθέση τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου γιά ἐλεημοσύνες. Κάποτε ὅλη τήν ἡμέρα περίμενε στόν δρόμο ὄρθια, δέν σταμάτησε νά τήν πάρη κανένα αὐτοκίνητο καί γύρισε στό σπίτι μέ τίς τσάντες. Ἄλλοτε μπῆκε σέ λεωφορεῖο μέ ἕνα καρεκλάκι. Τήν ρώτησε ὁ εἰσπράκτορας ἄν ἔχη εἰσιτήριο καί ἀπάντησε: «Οὔτε εἰσιτήριο ἔχω οὔτε θέση θέλω». Καί τήν ἄφησε μέ τό καρεκλάκι νά ταξιδέψη μέχρι τήν Ἀθήνα. Ἔλεγε μετά: «Αὐτοί ὅλοι μέ τ᾿ αὐτοκίνητα ἔχουν χρήματα˙ γιατί νά τούς δώσω; Μέ αὐτά τά χρήματα τοῦ εἰσιτηρίου μπορῶ νά ἀγοράσω δυό–τρία κιλά ρύζι καί νά τά δώσω σέ μιά φτωχή οἰκογένεια πού πεινάει». Τήν ἐνδιέφεραν οἱ πτωχοί ἀδελφοί καί ὄχι τό πῶς θά ταξιδέψει ἀναπαυτικά.
Στό μοναστήρι τῆς Δουραχάνης πού εἶχε ἐγκατασταθῆ τά τελευταῖα της χρόνια, μάζευε μπομπονιέρες ἀπό βαπτίσεις γιά νά τίς πουλάη, καί τά χρήματα τά ἔδινε σέ φτωχούς. Μερικοί τήν ἔβλεπαν μέ οἶκτο, ὅπως ἦταν φτωχοντυμένη καί σκελετωμένη, καί τῆς ἔδιναν καί κάποια «ἐλεημοσύνη». Τήν ἀποδεχόταν μέ χαρά γιά νά τήν δώση καί αὐτή συνέχεια σέ ἄλλους. Χαιρόταν νά τήν θεωροῦν ζητιάνα καί φτωχή. Ἦταν ὅμως πεντακάθαρη μέ τά ἐλάχιστα ροῦχα πού εἶχε.
Ζητοῦσε ροῦχα καί κυρίως παπούτσια, δῆθεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔδινε σέ ἄλλους πού εἶχαν ἀνάγκη. Κάποιος γιατρός τῆς ἀγόρασε ἕνα ζευγάρι μαλακά παπούτσια, γιατί τά πέλματά της ἦταν παραμορφωμένα, καί ἔκανε πώς τά χάρηκε. Εἶδε κάποιον ἱερέα πού φοροῦσε παλαιά παπούτσια. Πῆγε στό κατάστημα πού εἶχε ἀγοράσει τά παπούτσια της ὁ γιατρός, τά ἄλλαξε καί πῆρε καινούργια παπούτσια γιά τόν ἱερέα. Δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση ἄν δέν ἐλεοῦσε κάθε μέρα.
Ἀπό τό μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, μέ ὑπόδειξη τοῦ γέροντος Παϊσίου, ἔστελναν στήν Κέτη κάθε χρόνο μιά εὐλογία, καθαρό κερί, ἐλιές, βιβλία. Πολύ τά χαιρόταν˙ ἀμέσως πήγαινε τά πουλοῦσε καί ἔδινε τά χρήματα ὅπου ἤξερε ὅτι ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη.
Ἡ Κέτη φρόντιζε πολύ γιά τήν εὐπρέπεια τῶν Ἐκκλησιῶν. Μέ ἐνέργειές της καί τήν χρηματική της βοήθεια ἀνακαινίσθηκε καί καλλωπίσθηκε ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος˙ φρόντιζε ἀκόμη νά ἔχη λάδι γιά τά καντήλια.
Ὅταν στήν Ἐκκλησία ἔβλεπε ἀταξία καί κακή συμπεριφορά, ἀπό ὅπου καί ἄν προερχόταν αὐτή θά τόν παρατηροῦσε καί θά τόν διώρθωνε. Ἐνδιαφερόταν γιά τήν καθαριότητα καί τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας καί παρακινοῦσε τίς γυναῖκες νά φροντίζουν γιά τήν Ἐκκλησία καλύτερα ἀπό τό σπίτι τους.
Ἡ Κέτη ὅ,τι ἀκίνητα εἶχε κληρονομήσει τά ἀφιέρωσε στήν ἱερά Μονή Στομίου καί ἕνα οἴκημα ἐντός τῆς Κονίτσης τό δώρησε στήν Μητρόπολη. Εἶναι τό γηροκομεῖο Κονίτσης. Ἀπαίτησε καί ἀπό τήν ἀδελφή της καί τήν ἀνεψιά της νά κάνουν τό ἴδιο καί αὐτές. Τίς παρακινοῦσε λέγοντας: «Πῶς θά πᾶτε στήν ἄλλη ζωή μέ ἄδεια χέρια;».
https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-11/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου