05 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – κ΄. Κέτη Πατέρα 2ο Μερος

 Κρυφή ἀσκήτρια

Ἡ Κέτη ἦ­ταν μιά λα­ϊ­κή ἀ­σκή­τρια σέ με­γά­λα μέ­τρα. Τόν ἑ­αυ­τό της τόν εἶ­χε πα­ρα­με­λη­μέ­νο καί πα­ρα­πε­τα­μέ­νο. Ἀ­πό τόν μι­σθό της πο­τέ δέν δι­έ­θε­σε οὔ­τε δραχ­μή γιά τόν ἑ­αυ­τό της, γιά ροῦ­χα ἤ γιά φα­γη­τό. Φο­ροῦ­σε, αὐ­τή ἡ πλου­σι­ο­κό­ρη, φτω­χι­κά ροῦ­χα καί πα­πού­τσια πού τῆς ἔ­δι­ναν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της δέν χόρ­τα­σε. Ἔτρω­γε λί­γο καί ὄ­χι χορ­τα­στι­κά καί μέ πλη­σμο­νή, για­τί ἤ­θε­λε νά προ­σεύ­χε­ται νη­στι­κή. Πο­τέ δέν μα­γεί­ρευ­ε γιά τόν ἑαυ­τό της, ἀλ­λά καί πο­τέ δέν ἔ­με­νε χω­ρίς φα­γη­τό.

Πή­γαι­νε στήν Χρι­στί­να Ἐζ­νε­πί­δου, ἀ­δελ­φή τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου καί ἐ­πει­δή τῆς εἶ­χε θάρ­ρος τῆς ἔ­λε­γε νά κά­νη λί­γο ζυ­μα­ρι­κό. Ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό ε­ἶ­ναι βα­σι­λι­κό φα­γη­τό». Ὅ­σο και­ρό ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη κα­νείς δέν τήν εἶ­δε στήν τρα­πε­ζα­ρί­α νά τρώ­η μέ τό προ­σω­πι­κό. Μιά γνω­στή της φρόν­τι­ζε τό βρά­δυ πού γύ­ρι­ζε ἡ Κέ­τη νά τῆς ἔ­χη λί­γα χόρ­τα φυ­λαγ­μέ­να ἤ κα­νέ­να νη­στή­σι­μο. Κρέ­ας δέν ἔ­τρω­γε καί με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς μη­τέ­ρας της ἀ­πεῖ­χε καί ἀ­πό τά γα­λα­κτε­ρά καί τά αὐ­γά. Στή νη­στεία ἦ­ταν ἄφτα­στη, εἶ­χε με­γά­λη ἀν­το­χή. Πολ­λές ἡ­μέ­ρες περ­νοῦ­σε μό­νο μέ τό ἀν­τί­δω­ρο πού εἶ­χε μέ­σα στήν τσάν­τα της. Συ­νή­θως ἔ­τρω­γε λα­χα­νι­κά, ἐ­λιές, ζυ­μα­ρι­κά, ρυ­ζά­κι καί σέ γι­ορ­τές κα­νέ­να ψα­ρά­κι. Ἔ­πι­νε πι­κρό τόν κα­φέ της γιά ἄσκη­ση.

Ὅταν κοι­μό­ταν λί­γο γιά νά ξε­κου­ρα­στῆ, δέν σκέ­πα­ζε τά πό­δια της γιά νά μήν κοι­μη­θῆ βα­ρειά καί δέν ξυ­πνή­σει γιά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α. Ἀρ­γό­τε­ρα δέν ξά­πλω­νε σέ κρεβ­βά­τι ἀλ­λά πάν­το­τε μα­ζε­μέ­νη σ᾿ ἕ­να κα­να­πέ ἤ σέ μιά κα­ρέ­κλα λα­γο­κοι­μό­ταν. Τα­λαι­πω­ροῦ­σε τό σῶ­μα της καί στόν ὕ­πνο καί στή νη­στεί­α.

Στά γό­να­τά της εἶ­χαν σχη­μα­τι­σθῆ δύ­ο εὐ­με­γέ­θεις μαῦ­ροι κύ­κλοι ἀ­πό τίς ἐ­δα­φια­ῖες με­τά­νοι­ες, τήν πο­λύ­ω­ρη γο­νυ­κλι­τῆ στά­ση της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί τίς ἀ­το­μι­κές προ­σευ­χές της.

 Βρύση ἐλεημοσύνης

Ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της ἀ­πό τήν μι­κρή της ἡ­λι­κί­α μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της ἦταν θεία λα­τρεία, ἄ­σκη­ση, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­λε­ή­μων, πού τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά τά ὁποῖα ἄ­φθο­να τῆς πα­ρεῖ­χαν οἱ γο­νεῖς της, τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς. Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­βα­ζαν πε­ρι­ο­ρι­σμούς, τύ­λι­γε σ᾿ ἕνα σεν­δό­νι τά τρό­φι­μα καί μέ ἕ­να σχοι­νί τά κα­τέ­βα­ζε ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο γιά νά μήν τά βλέ­πουν οἱ γο­νεῖς της. Τό­τε ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί φτω­χοί, χῆ­ρες, ὀρ­φα­νά, πρό­σφυ­γες. Τά ἐ­νοί­κια τῶν χω­ρα­φι­ῶν πού ἔπαιρ­ναν σέ εἶ­δος (σι­τά­ρι, κα­λαμ­πό­κι κ.λ.π.), τά κου­βα­λοῦ­σε κρυφά σέ μιά γει­τό­νισ­σα ἔμ­πι­στή της καί ἀπό κεῖ μέ ἄ­νε­ση ἔ­κα­νε τήν δι­α­νο­μή στούς φτω­χούς, γιά νά μήν τήν βλέπη καί στε­νο­χω­ρῆ­ται ἡ μη­τέ­ρα της.

Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη συ­νερ­γά­τις τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου στίς ὁμά­δες ἀ­γά­πης καί συ­νέ­χι­σε αὐτό τό ἔργο με­τά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέ­ρο­ντα ἀπό τό Στό­μιο. Οἱ κα­λω­σύ­νες πού ἔ­κα­νε εἶ­ναι πολ­λές καί ἀ­θό­ρυ­βες. Ὄ­χι μό­νο δι­έ­θε­σε τόν μι­σθό της καί ὅ­λη της τήν πε­ρι­ου­σί­α γιά τούς φτω­χούς, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­γι­νε δι­ά­κο­νος τῆς ἀ­γά­πης γιά τούς φτω­χούς καί ἀρ­ρώ­στους. «Ἕ­νε­κεν συμ­πα­θεί­ας τῶν πε­νή­των», ἔ­γι­νε καί ζη­τιά­να.

Ὅ­ταν ἦ­ταν στήν παι­δό­πο­λη ἔφευ­γε ἀπό τήν δου­λειά της λί­γο νω­ρί­τε­ρα, ἔπαιρ­νε τό φα­γη­τό της καί ἔτρε­χε νά τό πάη κρυμ­μέ­νο κά­τω ἀ­πό τήν κά­πα της σέ μιά οἰ­κο­γέ­νεια μέ ἐν­νιά παι­διά στό γει­το­νι­κό χω­ριό Παν­τά­νασ­σα. Τά παι­διά πάμ­φτω­χα καί πει­να­σμέ­να, ὁ πα­τέ­ρας πάν­τα με­θυ­σμέ­νος. Ἐ­πει­δή στήν ἔ­ξο­δο τῆς παι­δο­πό­λε­ως γι­νό­ταν ἔ­λεγ­χος, ἔ­βγαι­νε ἀ­πό δύ­σβα­το μο­νο­πά­τι μέ­σα στό δά­σος καί ἔφθα­νε στό χω­ριό. Τά βρά­δια ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τήν κου­ζί­να τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα, συ­νή­θως μέ καυ­γά­δες για­τί ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν, καί τά πή­γαι­νε σέ φτω­χούς. Πό­σα παι­δά­κια ἔ­θρε­ψε μέ τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα καί­ πό­σα ἔν­τυ­σε ἀξιο­ποι­ώ­ντας ἄχρη­στο ἱμα­τι­σμό!

Τίς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες, πού ἦ­ταν τό­σο λί­γες, ἔ­τρε­χε στά χω­ριά, ἔ­κα­νε ἐ­νέ­σεις στούς ἀρ­ρώ­στους καί κου­βα­λοῦ­σε τρό­φι­μα σέ φτω­χούς. Φο­ροῦ­σε μιά κά­πα ἐ­πί­τη­δες γιά νά μήν φαί­νω­νται οἱ τσάν­τες μέ τά τρό­φι­μα.

Γιά τόν ἑ­αυ­τό της δέν φρόν­τι­ζε. Σκε­φτό­ταν τούς ἄλ­λους. Δέν μι­λοῦ­σε γιά ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες μό­νον ἔ­πρατ­τε, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα. Ἔ­δι­νε χρή­μα­τα στόν ἱ­ε­ρέ­α τῆς Με­λισ­σό­πε­τρας γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Βά­πτι­σε ἀρ­κε­τά παι­δά­κια καί εἶ­χε τήν μέ­ρι­μνά τους.

Στό Ρι­ζο­βού­νι πε­ρι­ποι­ό­ταν μιά γριά ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νη μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της, σάν νά πε­ρι­ποι­ό­ταν τήν μάν­να της. Στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο εἶ­χε μιά ἄλ­λη γριά πού κά­θε βρά­δυ τῆς πή­γαι­νε φα­γη­τό, τῆς ἔ­κο­βε τά νύ­χια, τήν ἔ­πλε­νε καί τῆς πρό­σφερ­ε ὅ,τι ἄλ­λο χρει­α­ζό­ταν μέ­χρι πού κοι­μή­θη­κε.

Βο­η­θοῦ­σε καί μιά ἄλλη φτω­χή καί πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια. Ἡ μάν­να πε­ρί­με­νε παι­δά­κι ἀλλά σκε­πτό­με­νη τήν φτώ­χεια τους ἀπο­φά­σι­σε μέ τόν ἄν­δρα της νά πᾶ­νε νά κά­νουν ἔκτρω­ση. Στόν δη­μό­σιο δρό­μο συ­νάν­τη­σαν τήν Κέ­τη ἡ ὁποί­α τούς ρώ­τη­σε ποῦ πη­γαί­νουν, καί αὐ­τοί εἶ­παν τήν ἀ­λή­θεια. Τό­τε ἀ­γα­νά­κτη­σε ἡ Κέ­τη καί ἔ­βα­λε τίς φω­νές. Τούς εἶ­πε νά γυ­ρί­σουν στό σπί­τι τους καί αὐ­τή ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά ἀ­να­λά­βη τήν προ­στα­σί­α καί τήν τρο­φο­δο­σί­α τοῦ παι­διοῦ. Ἔ­γι­νε μά­λι­στα καί ἀ­νά­δο­χός του καί τό βο­ή­θη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅσο ὑ­πο­σχέ­θη­κε μέ­χρι πού με­γά­λω­σε καί ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται.

Σέ ἄλ­λο χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὑ­πῆρ­χε κά­ποια φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια μέ δυ­ό ἄρ­ρω­στα παι­διά ἀ­πό με­σο­γεια­κή ἀ­ναι­μί­α. Ἡ Κέ­τη τούς λυ­πή­θη­κε πο­λύ καί θέ­λον­τας νά τούς βο­η­θή­ση, εἶ­πε στόν πα­τέ­ρα νά ψω­νί­ζη ἀπό κά­ποιο μα­γα­ζί ὅ,τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, καί ὅτι αὐ­τή θά πλη­ρώ­νει τόν λο­γα­ρια­σμό. Αὐ­τό γι­νό­ταν γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀλ­λά κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ πα­τέ­ρας κά­λε­σε ἕ­ναν ὀρ­γα­νο­παί­χτη στό σπί­τι του καί ἄρ­χι­σε τίς δι­α­σκε­δά­σεις, τούς χο­ρούς καί τό πο­τό. Πά­νω στό ξε­φάν­τω­μα ἦρ­θε καί ἡ Κέ­τη νά δῆ τά παι­διά. Τό­τε τόν μάλ­ω­σε καί ­στα­μά­τη­σε τήν χο­ρη­γί­α της.

Τό 1960 ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος πα­πα–Βα­σί­λης Ζα­λα­κώ­στας ἔ­κτι­σε σπί­τι στόν Ἅγιο Γε­ώρ­γιο, ἀλ­λά τά χρή­μα­τά του δέν ἔ­φθα­ναν νά τό τε­λει­ώ­ση. Τό­τε ἡ Κέ­τη με­σο­λά­βη­σε, πλή­ρω­σε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το ξυ­λεί­α γιά νά σκε­πα­στῆ τό σπί­τι καί ἔ­γι­ναν τά πα­τώ­μα­τα καί τά κου­φώ­μα­τα. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶ­ναι ἀ­πό τούς λί­γους πού κα­τά­λα­βε τήν ἀ­ξί­α τῆς Κέ­της, τήν γνώ­ρι­σε πο­λύ κα­λά, μάλι­στα τοῦ βά­πτι­σε τήν κό­ρη του Μα­ρί­α˙ στό τέ­λος πῆ­ρε στό σπί­τι του τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της. Ἔ­λε­γε στήν πρε­σβυ­τέ­ρα του: «Δέν ξέ­ρεις τί ἀ­ξί­ζει ἡ Κέ­τη». Πί­στευ­ε ὅ­τι ἡ ζω­ή τῆς Κέ­της εἶ­ναι μο­να­δι­κή, ἰ­δι­ό­μορ­φη καί δέν ἔμοια­ζε μέ τήν ζω­ή τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Ἔ­κα­νε τα­κτι­κά τα­ξί­δια στήν Κό­νι­τσα καί στήν Ἀ­θή­να γιά νά βλέ­πη τήν μη­τέ­ρα της καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια της. Ἄν καί εἶ­χε χρή­μα­τα, δέν ἤ­θε­λε νά πλη­ρώ­νη εἰ­σι­τή­ριο. Πή­γαι­νε μέ ὤτο–στόπ ὄ­χι ἀ­πό τσιγ­γου­νιά ἀλ­λά γιά νά δι­α­θέ­ση τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου γιά ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Κά­πο­τε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα πε­ρί­με­νε στόν δρό­μο ὄρ­θια, δέν στα­μά­τη­σε νά τήν πά­ρη κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το καί γύ­ρι­σε στό σπί­τι μέ τίς τσάν­τες. Ἄλ­λο­τε μπῆ­κε σέ λε­ω­φο­ρεῖ­ο μέ ἕ­να κα­ρε­κλά­κι. Τήν ρώ­τη­σε ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας ἄν ἔ­χη εἰ­σι­τή­ριο καί ἀ­πάν­τη­σε: «Οὔ­τε εἰ­σι­τή­ριο ἔ­χω οὔ­τε θέ­ση θέ­λω». Καί τήν ἄ­φη­σε μέ τό κα­ρε­κλά­κι νά τα­ξι­δέ­ψη μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να. Ἔ­λε­γε με­τά: «Αὐ­τοί ὅ­λοι μέ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα ἔ­χουν χρή­μα­τα˙ για­τί νά τούς δώ­σω; Μέ αὐ­τά τά χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου μπο­ρῶ νά ἀ­γο­ρά­σω δυό–τρία κι­λά ρύ­ζι καί νά τά δώ­σω σέ μιά φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια πού πει­νά­ει». Τήν ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ πτω­χοί ἀ­δελ­φοί καί ὄ­χι τό πῶς θά τα­ξι­δέ­ψει ἀ­να­παυ­τι­κά.

Στό μο­να­στή­ρι τῆς Δου­ρα­χά­νης πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ τά τε­λευ­ταῖ­α της χρό­νια, μά­ζευ­ε μπο­μπο­νιέ­ρες ἀ­πό βα­πτί­σεις γιά νά τίς που­λά­η, καί τά χρή­μα­τα τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς. Με­ρι­κοί τήν ἔ­βλε­παν μέ οἶ­κτο, ὅ­πως ἦ­ταν φτω­χον­τυ­μέ­νη καί σκε­λε­τω­μέ­νη, καί τῆς ἔ­δι­ναν καί κά­ποι­α «ἐ­λε­η­μο­σύ­νη». Τήν ἀ­πο­δε­χό­ταν μέ χα­ρά γιά νά τήν δώ­ση καί αὐ­τή συ­νέ­χεια σέ ἄλ­λους. Χαι­ρό­ταν νά τήν θε­ω­ροῦν ζη­τιά­να καί φτω­χή. Ἦ­ταν ὅμως πεν­τα­κά­θα­ρη μέ τά ἐλά­χι­στα ροῦ­χα πού εἶ­χε.

Ζη­τοῦ­σε ροῦ­χα καί κυ­ρί­ως πα­πού­τσια, δῆ­θεν γιά τόν ἑαυτό της, καί τά ἔ­δι­νε σέ ἄλ­λους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Κά­ποι­ος για­τρός τῆς ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να ζευ­γά­ρι μα­λα­κά πα­πού­τσια, για­τί τά πέλ­μα­τά της ἦ­ταν πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, καί ἔ­κα­νε πώς τά χά­ρη­κε. Εἶ­δε κά­ποι­ον ἱ­ε­ρέ­α πού φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά πα­πού­τσια. Πῆ­γε στό κα­τά­στη­μα πού εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει τά πα­πού­τσια της ὁ για­τρός, τά ἄλ­λα­ξε καί πῆ­ρε και­νού­ργια πα­πού­τσια γιά τόν ἱ­ε­ρέ­α. Δέν μπο­ροῦ­σε νά ἡ­συ­χά­ση ἄν δέν ἐ­λε­οῦ­σε κά­θε μέ­ρα.

Ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι τῆς Σου­ρω­τῆς, μέ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, ἔ­στελ­ναν στήν Κέ­τη κά­θε χρό­νο μιά εὐ­λο­γί­α, κα­θα­ρό κε­ρί, ἐλιές, βι­βλί­α. Πο­λύ τά χαι­ρό­ταν˙ ἀ­μέ­σως πή­γαι­νε τά που­λοῦ­σε καί ἔ­δι­νε τά χρή­μα­τα ὅ­που ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη ἀ­νάγ­κη.

Ἡ Κέ­τη φρόν­τι­ζε πο­λύ γιά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μέ ἐ­νέρ­γει­ές της καί τήν χρη­μα­τι­κή της βο­ή­θεια ἀ­να­και­νί­σθη­κε καί καλ­λω­πί­σθη­κε ὁ να­ός τοῦ ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου στό χω­ριό Ἅγιος Γε­ώρ­γιος Φι­λιπ­πιά­δος˙ φρόν­τι­ζε ἀκό­μη νά ἔ­χη λά­δι γιά τά κα­ντή­λια.

Ὅ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­βλε­πε ἀ­τα­ξί­α καί κα­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀπό ὅ­που καί ἄν προ­ερ­χό­ταν αὐ­τή θά τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε καί θά τόν δι­ώρ­θω­νε. Ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τήν τά­ξη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί πα­ρα­κι­νοῦ­σε τίς γυ­ναῖ­κες νά φρον­τί­ζουν γιά τήν Ἐκ­κλη­σία κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τό σπί­τι τους.

Ἡ Κέ­τη ὅ,τι ἀ­κί­νη­τα εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει τά ἀ­φι­έ­ρω­σε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή Στο­μί­ου καί ἕ­να οἴ­κη­μα ἐν­τός τῆς Κο­νί­τσης τό δώ­ρη­σε στήν Μη­τρό­πο­λη. Εἶ­ναι τό γη­ρο­κο­μεῖ­ο Κο­νί­τσης. Ἀ­παί­τη­σε καί ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φή της καί τήν ἀ­νε­ψιά της νά κά­νουν τό ἴ­διο καί αὐ­τές. Τίς πα­ρα­κι­νοῦ­σε λέ­γον­τας: «Πῶς θά πᾶ­τε στήν ἄλ­λη ζω­ή μέ ἄ­δεια χέ­ρια;».

https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-11/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου