Ἀπό τό σπίτι της ἔβγαινε τή νύχτα κρυφά νά μήν τήν βλέπουν καί πήγαινε σέ φτωχά σπίτια, ἄφηνε ἔξω ἀπό τήν πόρτα ὅ,τι εἶχε καί ἔφευγε.
Στόν φούρναρη εἶχε δώσει παραγγελία νά ἐφοδιάζη μέ ψωμί μιά φτωχή οἰκογένεια, χωρίς νά μάθη κανείς τίποτε. Τό εἶπε στήν κόρη της μόνο πρίν κοιμηθῆ καί τῆς ἄφησε παρακαταθήκη νά συνεχίση τήν ἐλεημοσύνη. Ἡ Λαμπρινή συμβούλευε: «Μεγάλη εὐλογία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού κάνει ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάνετε ἐλεημοσύνη δέν θά δίνετε αὐτό πού εἶναι γιά πέταμα ἀλλά θά δίνετε γιά τόν ξένο καί τόν φτωχό τό καλύτερο. Οἱ γονεῖς νά μή στενοχωροῦνται πού δέν ἔχουν ν᾿ ἀφήσουν περιουσία στά παιδιά τους, ἀλλά νά φροντίζουν γιά τήν κατά Θεόν πρόοδό τους καί τά ὑπόλοιπα θά τά τακτοποιήσει ὁ Θεός».
Ἐπισκεπτόταν ἀρρώστους χωρίς φόβο νά κολλήση κάτι. Δέν φοβόταν τόν θάνατο. Ἀντίθετα θεωροῦσε πώς θά τήν ἔφερνε πιό κοντά στόν Θεό.
Κάποτε πῆγε νά προσκυνήση τόν ἅγιο Σπυρίδωνα στήν Κέρκυρα μέ ἕνα παιδάκι πού τό εἶχε βαφτίσει, χωρίς νά ἔχη μαζί της χρήματα. Ὅμως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πῆγαν καί γύρισαν χωρίς νά τούς ζητήσουν χρήματα οὔτε στό λεωφορεῖο οὔτε στό καράβι.
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή ἀγαποῦσε τόν Χριστό, ἀγωνιζόταν περισσότερο ἀπό μοναχή, προσευχόταν συνέχεια καί μετέδιδε τήν θεία Χάρι. Πολλοί πήγαιναν νά τήν δοῦν, νά τήν συμβουλευθοῦν καί νά ζητήσουν τήν προσευχή της. Ὁλόκληρα λεωφορεῖα σταματοῦσαν στό φτωχικό της. Δεχόταν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς οὔτε μιά διακοπή στήν διάρκεια τῆς ἡμέρας.
Οἱ ἐπισκέψεις στό σπίτι της ἦταν καθημερινές. Δέν ὑπῆρχε ὡράριο. Ὁ καθένας ἐρχόταν ὅποτε ἤθελε καί ἔφευγε ὅταν ἤθελε. Δεχόταν τούς πάντες ἀγόγγυστα. Ὅταν ἦταν μόνη της διάβαζε ἤ προσευχόταν. Γιά νά ξεμουδιάση ἔβγαινε καί ἔκανε περίπατο, ὄχι στό χωριό, ἀλλά στόν κῆπο μέ τίς πορτοκαλιές καί ἔλεγε τήν εὐχή.
Ὁ λόγος της ἦταν πάντα γιά τήν ὑπομονή. Ἔλεγε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά περάσουμε ἐδῶ μεγάλες δοκιμασίες, ἀκόμα καί μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένειά μας. Θά πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή, ἀγάπη, καί νά κάνουμε ἐλεημοσύνες». Σέ ὅσους εἶχαν οἰκογενειακά προβλήματα τούς παρακαλοῦσε νά μή διαλύσουν τήν οἰκογένειά τους. «Ὁ πειρασμός σᾶς βάζει», ἔλεγε.
Σέ νέους πού τήν ἐπισκέπτονταν συμβούλευε: «Ἀποφάσισες νά παντρευτῆς; Θά κάνεις ὑπομονή καί ὄχι μία, ἀλλά πολλές. Νά ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νά ἐξομολογῆσθε, νά κοινωνᾶτε καί νά προσεύχεσθε. Ὅταν κάνετε αὐτά, θά πᾶτε κοντά στόν Χριστό νά χαίρεστε γιά πάντα».
Ἄν καί δέν εἶχε σπουδάσει, ὅμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τά κατανοοῦσε καί τά ἐξηγοῦσε. Ἄνθρωποι ἐγγράμματοι –ἀκόμη καί καθηγητές Πανεπιστημίου– πήγαιναν νά ἀκούσουν τήν γιαγιά Λαμπρινή˙ τήν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιατί ἡ ζωή της ἦταν τελείως δοσμένη στόν Χριστό, ἀλλά καί γιατί ἔβλεπαν νά ἐνεργῆ ἡ θεία Χάρι μέσῳ αὐτῆς θαυμαστά ἔργα. Ἡρπάζετο πολλές φορές ὁ νοῦς της καί ἔβλεπε τά ἀθέατα μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ προσευχή της εἰσακούετο, γνώριζε τά κρύφια τῶν ἀνθρώπων καί προέβλεπε γεγονότα τοῦ μέλλοντος.
Διηγήθηκε ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Ἡ κόρη μου Σταθούλα εἶχε περάσει τά δεκαοχτώ της καί ἦταν καιρός γιά παντρειά. Ἄρχισαν τά προξενειά ἀλλά δέν μ᾿ ἀνέπαυαν οἱ γαμπροί. Ἦταν εὐκατάστατοι, καλοί ἄνθρωποι ἀλλά μέ σεσαλευμένη καθαρότητα. Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν εἶχε τόσο λόγο ἡ νύφη γιά τήν ἐπιλογή τοῦ γαμπροῦ καί ἐπειδή εἶχα τήν μέριμνα τοῦ γαμπροῦ ἤθελα πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νά εἶναι καθαρός, ἁγνός. Ἡ Σταθούλα δέν εἶχε κλίση γιά καλογερική, ὅπως ἐγώ, καί ἔπρεπε νά βρεθῆ γαμπρός.
»Μιά μέρα τό βράδυ πού πῆγα στό κρεββάτι νά κοιμηθῶ, πῆρα ὡς συνήθως νά διαβάσω ἕνα βιβλίο καί ἤμουν στενοχωρημένη γιατί δέν βρισκόταν ὁ γαμπρός. Ὁ ἄνδρας μου κοιμόταν χωριστά γιά νά μήν τόν ἐνοχλῶ. Μόλις εἶχε πάρει ὁ ὕπνος τόν ἄνδρα μου, ἄνοιξε τό παράθυρο μόνο του καί μπῆκε ὁ φύλακας Ἄγγελός μου. Πῆρε τό πνεῦμα μου. Στό κρεββάτι μου ἔμεινε τό σῶμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε–βαδίζαμε χωρίς νά ξέρω ποῦ πᾶμε. Φθάσαμε στήν Πρέβεζα. Μοῦ λέει: “Μήν σταματᾶς καθόλου. Θέλουμε νά πᾶμε στήν Λευκάδα”. Ἐγώ δέν ἤξερα ποῦ εἶναι ἡ Λευκάδα.
»Φθάσαμε στό νησί, πήγαμε σ᾿ ἕνα σπίτι στήν ἐξώπορτα. Μοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος: “Κάθησε ἐδῶ καί ἐγώ θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα. Νά κοιτᾶς μέσα”. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί εἶδα ἕνα νέο ὄρθιο, μέ κουστούμι, μέ τήν πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε νά κλείση τήν πόρτα, γιατί τοῦ φάνηκε ὅτι ἄνοιξε μόνη της καί τόν εἶδα καί ἀπό μπροστά. Ὁ Ἄγγελος ἦταν πνεῦμα καί ἐγώ ἄϋλη καί δέν μᾶς ἔβλεπε.
–Σοῦ ἀρέσει γιά γαμπρός στήν κόρη σου;
–Καλός εἶναι ἀλλά εἴμαστε μακρυά.
–Ἄγγελος εἶναι καί αὐτός ὅπως καί ἐγώ.
–Ἄγγελο θά πάρει ἡ κόρη μου; Ἄνθρωπος εἶναι, πῶς θά πάρει Ἄγγελο, ἐνῶ ἐννοοῦσε τήν καθαρότητά του.
–Ἀπό τώρα δέν θά κάνεις ἄλλο συνοικέσιο γιά τήν κόρη σου ὅ,τι καί νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι. Θά περιμένεις λίγα χρόνια, λόγῳ κάποιων δυσκολιῶν ἀλλά θά σοῦ τόν φέρω τόν γαμπρό μόνο του καί θά βρεῖ τήν κόρη σου.
»Ξεκινήσαμε τήν ἐπιστροφή μέ τόν ἴδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια καί πῆγε ἡ κόρη μου μέ τόν γυιό μου σ᾿ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο. Ἐκεῖ ἦταν ὁ γαμπρός. Μόλις τήν εἶδε ἦρθε καί τήν ζήτησε σέ γάμο. Κατάλαβα ὅτι ἦταν αὐτός πού ἤθελε ὁ Θεός. Τόν δεχτήκαμε καί δόξασα τόν Θεό γιά τήν μεγαλωσύνη Του».
Ἄλλη φορά, ὅπως διηγήθηκε, ἡ Παναγία τῆς ἔδειξε τήν κόλαση καί τόν παράδεισο:
«Τό 1982 ἤμουν στήν σπηλιά τῆς ἁγίας Παρασκευῆς στοῦ Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στήν σπηλιά μέ ἄλλες γυναῖκες καί σκέφτηκα: “Ἄχ, σπηλιά, ποῦ νά σ᾿ εὕρισκα, νά ᾿ναι δική μου αὐτή ἡ σπηλιά”.
–Ὄχι, ὄχι, μοῦ εἶπε μιά φωνή. Ἡ σπηλιά ἡ δική σου εἶναι τῆς Παρθένος (τῆς Παναγίας δηλαδή).
–Ποῦ εἶναι αὐτή ἡ σπηλιά;
–Θά σοῦ τήν βρῶ ἐγώ, ἀλλά μετά ἀπό καιρό.
»Πέρασαν πέντε χρόνια γιά νἄρθη ὁ καιρός. Ἐγώ στό διάστημα αὐτό ἔψαχνα. Ἄκουγα γιά σπηλιά καί ἔπαιρνα καμμιά γυναῖκα γιά παρέα καί πήγαινα. Τό βράδυ πού γύριζα στό σπίτι καί ἔκανα προσευχή ἄκουγα φωνή: “Ὄχι αὐτοῦ, παιδί μου. Ἄδικα κουράστηκες”.
»Μιά μέρα μέ κάλεσε ἡ ξαδέλφη μου στήν Ἄρτα γιά δουλειά. Ἐκεῖ μίλησε γιά μιά σπηλιά πού θά πήγαινε τήν ἄλλη μέρα μέ ἄλλες γυναῖκες. Ἀποφάσισα νά πάω. Ξεκινήσαμε τό πρωΐ στίς πέντε μέ τά πόδια.
»Μόλις φθάσαμε ἡ σπηλιά δέν φαινόταν ἐξωτερικά παρά μόνο δυό τρύπες πού χωροῦσες σφηνωτά. Κοντά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς εἶχε καί Ἐκκλησάκι. Εἶχα πάρει μαζί μου λαμπάδες καί κεριά. Ἀναρωτήθηκα: “Εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ σπηλιά;”. Καί ἄκουσα φωνή: “Ἐδῶ μέσα εἶμαι. Κράτησε μιά λαμπάδα γιά νά μπῆς στήν σπηλιά”.
»Γιά νά ξεφύγω τίς γυναῖκες εἶπα ὅτι εἶμαι κουρασμένη καί θά καθήσω λίγο νά ξεκουραστῶ. Μόλις αὐτές μπῆκαν στό Ἐκκλησάκι, ἄναψα τήν λαμπάδα καί μπῆκα μέσα στήν σπηλιά. Ἦταν μεγάλη ἡ σπηλιά. Μέσα εἶδα τήν Παναγία καθαρά, ἔσκυψα καί τήν προσκύνησα. Τότε ξέχασα τά πάντα, ἤθελα νά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ σ᾿ ὅλη μου τήν ζωή. Προσκυνοῦσα συνέχεια τήν Παναγία καί μοῦ εἶπε:
»Φθάνει. Θά δεῖς πολλά ἐδῶ μέσα, θά δεῖς τόν ἄλλο κόσμο. Αὐτά πού θά δεῖς ἐσύ, νά τά ὁμολογήσης σέ πρόσωπα πού τά ἀγαπᾶνε αὐτά. Ἅμα βλέπης ἀδιαφορία, δέν θά λές τίποτε. Καί στίς γυναῖκες ἔξω ἀδιαφορία θά δείξεις ἅμα βγῆς. Ἄν σέ ρωτήσουν θά πεῖς πῆγα νά προσευχηθῶ μέσα στήν σπηλιά. Μέ πῆρε ὕστερα ἡ Παναγία σ᾿ ἕναν κάμπο μεγάλο ὅσο εἶναι ἡ Ἄρτα. Ἔφθασα σέ δυό δρόμους καί ρώτησα ποιόν νά διαλέξω. “Ὅποιον θέλεις ἐσύ”, εἶπε ἡ Παναγία. Ἐγώ πῆρα τόν ἕνα δρόμο.
»Καθώς προχωροῦσα ἔβλεπα γλέντια, γάμους, ἀνδρόγυνα ἀγαπημένα, παιδιά καί ἔλεγα “τί ὡραῖος κόσμος εἶναι ἐδῶ!” “Ἄχ”, ἔκανε ἡ Παναγία. “Ἔτσι γελιέται ὁ λαός στόν κάτω κόσμο, τόν πονηρό”. Ἅμα ἄκουσα αὐτό δέν ἤθελα νά προχωρήσω ἀλλά ἡ Παναγία εἶπε: “Θά προχωρήσουμε καί μή φοβᾶσαι”. Ἔτσι πῆρα θάρρος καί προχώρησα.
»Συναντήσαμε ἕνα ποτάμι πύρινο πού τά κύματά του ἔπεφταν σέ τρεῖς ἀνθρώπους δικούς μου καί φώναζαν. Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: “Μήν στενοχωριέσαι. Αὐτά ἐργάσθηκαν στήν γῆ, αὐτά ἀπολαμβάνουν. Σέ ἄκουγαν ὅταν τούς ἔλεγες κάτι ἐσύ; Ἐγώ τούς κάνω τό καλό κάθε χρόνο καί τούς βγάζω ἀπό κεῖ ἀπό τήν Ἀνάσταση μέχρι τήν Πεντηκοστή”.
»Πιό πέρα εἶδα ἕνα ποτάμι μέ πίσσα πού κόχλαζε. Καί ᾿κεῖ ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν κεκοιμημένοι. Ὅμως τά ροῦχα τους ἦταν καθαρά, δέν λερώνονταν, παρ᾿ ὅτι κυλιόνταν μέσα στίς πίσσες. Ἀλλά τί τό θές; Καίγονται μέσα στήν πίσσα. Δέν ἀντέχουν τό κάψιμο.
»Ἔπειτα βρέθηκα σ᾿ ἕνα μεγάλο βαρέλι καί μέ φώναξε μέ τ᾿ ὄνομά μου μιά ψυχή ἀπό μέσα πού βασανιζόταν. Προσπαθοῦσε νά βγῆ καί μέ παρακάλεσε νά βρέξω τό δαχτυλάκι μου νά δροσιστῆ λίγο τό στόμα του. Τόν γνώρισα ἀπό τήν φωνή καί τοῦ εἶπα:
–Αὐτοῦ μέσα εἶσαι, ὠρέ; Αὐτά ἐργάστηκες στήν ζωή; Δέν θυμᾶσαι ἐκεῖ ἔξω ἀπό τήν Παρηγορήτρια στήν Ἄρτα, ἐσύ γύριζες ἀπό τήν λαϊκή καί ἐγώ ἀπό τήν Ἐκκλησία μου καί μέ κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ᾿ αὐτά, στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, καί ἔλεγες ὅτι ἅμα πεθάνη ὁ ἄνθρωπος, πάει ὅπως τό πρόβατο, χάνεται; Καί ἄλλα πολλά σοῦ ἔλεγα γιά τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τά θυμᾶσαι;
–Τά θυμᾶμαι ἀλλά τώρα εἶναι ἀργά. Φώναξε ὅσο μπορεῖς, ὅσο ζῆς νά ἔρθη κανείς κοντά σου, νά ἀποφύγη αὐτήν ἐδῶ τήν κόλαση.
–Τί νά κάνη κοντά μου ἀφοῦ καί ᾿γώ δέν ξέρω. Ἐσύ πόσες φορές μέ κόλαζες ὅταν σέ συναντοῦσα;
–Ὄχι, ἐσύ δέν ἔφαγες, δέν ἄλλαξες, δέν ντύθηκες, δέν γλέντησες, ἀγωνίστηκες καί ξέρεις.
»Ἐγώ μετά ἀπ᾿ αὐτά, τόν πόνεσε ἡ ψυχή μου. Ἤμουν εὐαίσθητη στόν πόνο τῶν ἄλλων καί, ἄν ἄκουγα ὅτι κάποιος πεινάει, δέν ἔτρωγα καί ἐγώ καί ἄν μποροῦσα τοῦ πήγαινα φαγητό. Τώρα ὅμως σκεφτόμουν νά τοῦ δώσω λίγο νερό μέ τό δάχτυλό μου ἤ ὄχι; Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε ὅτι, ἄν δώσω, θά μέ κάψει τήν μισή πλευρά τοῦ χεριοῦ μέχρι πάνω στόν ὦμο. Μόλις τἄκουσα αὐτό κοντοστάθηκα, ὅμως τόν λυπόμουν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ μέσα. Παρακάλεσα τότε τήν Παναγία νά τό βρέξω καί νά τό δώσω λίγο. “Τί νά σοῦ πῶ; Θά καεῖ τό χέρι σου. Ἀφοῦ τό θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, ὅμως καί ἐγώ θἆμαι στό πλευρό σου”. “Ναί τό θέλω˙ ψυχή εἶναι κι αὐτή. Μπορεῖ καί ἐγώ νά πάθω τά ἴδια”. “Μή γένοιτο”, μοῦ εἶπε.
»Τὄβαλα τότε καί κάηκε τό χέρι μου. Μέ πονοῦσε, τό φυσοῦσα, ἀλλά τίποτε. Ἀπό τότε τό δάχτυλο δέν τό δουλεύω εἶναι σκληρό. Καί νά τό κόψης δέν τό νιώθω.
»”Αὐτά πού εἶδες ἐδῶ δέν πρέπει νά σέ ἀναλώσουν σέ στενοχώρια ἀλλά νά βάλης ὅλη τήν δύναμή σου νά τά πῆς σέ ἄλλους ζῶντες καί νά βοηθήσης ψυχές πού ποθοῦν τόν οὐρανό”.
»Φεύγοντας εἶπε ἡ Παναγία: “Εὐλογημένοι νά εἶστε μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θἄρθει ὁ Υἱός μου” καί φύγαμε.
»Μετά πήγαμε στόν καλό τόν κόσμο. Ἐκεῖ χαιρόσουν νά βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού ἔζησαν ἀγαπημένα. Ἤθελε νά μοῦ δείξη καί ἄλλους ἀλλά τῆς εἶπα “ὄχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι νά πεθαίνουν νέοι”. Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε “ὄχι νέους, γέρους, διότι οἱ καλοί ἄνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τούς ἄλλους τούς παίρνουμε νέους γιά νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἁμαρτίες πού θά πέσουν”.
»Συναντήσαμε ἕνα ζευγάρι ἡλικιωμένων. Μοῦ εἶπε ἡ Παναγία: “Τώρα ἔρχεται καί ὁ γυιός τους, ταξιδεύει”. Μόλις εἶχε πεθάνει καί ἀνέβαινε ἡ ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ὁ γέρος καί προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο πού δέσποζε πιό πέρα καί εἶπε: “Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού πῆρες τόν γυιό μου σέ ὥριμη ἡλικία καί τόν φέρνεις ἐδῶ”. Τόν εὐχαρίστησε καί ἡ γριά. “Ἀμήν”, ἀκούστηκε ἀπό τόν Σταυρό.
»Ὁ γέρος καί ἡ γριά ξανακάθησαν στίς πολυθρόνες τους πού ἦταν χρυσαφένιες, ὅλες ἦταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ᾿ ἕνα τραπεζάκι εἶχε ὁ καθένας τους μιά πιατέλα πού ἔτρωγαν. Ἐγώ σκέφτηκα “τί τρῶνε;” Καί μοῦ ἀπήντησαν: “Ἐκεῖνο πού μᾶς φέρνετε ἐσεῖς στήν προσκομιδή τρῶμε”. Ἡ τροφή τους ἦταν ἕνα σάν τό ἀντίδωρο καί κρασί. Τά κρεββάτια τους ἦταν ὁλόχρυσα, ὡραιότατα.
»Γιά τίς παρθένες ὑπῆρχε ἄλλος ξεχωριστός τόπος, τό παρθενικό σπίτι. Ἐκεῖ εἶδα καί γνωστές μου, ἀλλά δέν μοῦ μίλησαν.
»Ὕστερα ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: “Θά φύγουμε τώρα καί θά περάσουμε νά δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο πού ἦρθε ἐδῶ μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀσθένεια. Αὐτός ἦταν πολύ ἁμαρτωλός, ἀλλά ξεπλύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του. Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τήν ἀρρώστεια του. Τό κρεββάτι του βέβαια δέν ἦταν ὅμοιο μέ τῶν ἄλλων, ἀλλά κοπιασμένο ἀπό τούς κόπους πού ὑπέμεινε.
Μοῦ εἶπε τότε αὐτός: “Ναί, ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ἡ μάννα μας (Παναγία). Ἔλυωσα στό κρεββάτι μου, ἔχυσα ὅλο τό αἷμα μου σ᾿ αὐτό τό κρεββάτι. Αὐτά πού πέρασα μόνο τό κρεββάτι αὐτό τά γνωρίζει καί ἡ μητέρα μου πού μέ φύλαγε καί στεκόταν στό προσκέφαλό μου.
»Ὕστερα ἡ Παναγία συνέχισε: “Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νἄρθουν ἐδῶ. Ἄς πονέσουν λίγο στήν γῆ. Στήν γῆ ὑπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο τήν ψυχή σας νά φυλάξετε ἀπό ἁμαρτίες. Ὅποιος θυσιαστῆ γιά τόν Υἱό μου θά ἀπολαύσει ὅλα αὐτά τά ἀγαθά. Ὅσοι θά ἐργασθοῦν γιά μένα κάτω στήν γῆ θά ᾿ρθοῦν στόν παράδεισο. Αὐτά τά ἀγαθά, χαρά σ᾿ ὅποιον τ᾿ ἀπολαύσει. Ὅμως τώρα λίγοι ἔρχονται. Χάλασε ὁ κόσμος”».
Ἡ Λαμπρινή ἄλλη φορά προεῖδε τόν θάνατο τῆς ἀνεψιᾶς της: «Εἶχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ὅτι τήν Τετάρτη θά κοιμηθεῖ ἡ ἀνεψιά μου Κασσιανή. Αὐτή μέ ἐπισκέφθηκε τό προηγούμενο Σάββατο τό ἀπόγευμα καί μοῦ εἶπε ὅτι συμφώνησε μέ τόν παπᾶ νά κάνουμε Λειτουργία τήν ἐρχομένη Τετάρτη˙ μέ κάλεσε καί μένα νά βοηθήσω. Εἶχα εὐλογία ἀπό τόν Δεσπότη νά ψέλνω στό ἀναλόγιο ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη. Τῆς λέω: “Ὄχι τήν Τετάρτη ἀλλά τήν Δευτέρα”. Αὐτή ἐπέμενε τήν Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στόν παπᾶ καί δέν μποροῦσε νά τό ἀλλάξη. Γιά νά τήν διευκολύνω πῆγα τότε ἐγώ καί τό ἄλλαξα. Ἔγινε ἡ Λειτουργία, εἴχαμε ἑτοιμαστῆ καί κοινωνήσαμε. Ἡ Κασσιανή ἔδειχνε ὑγιέστατη. Μέ εὐχαρίστησε πού βοήθησα καί ἐγώ στήν θεία Λειτουργία καί ἀποχαιρετιστήκαμε.
»Τήν Τετάρτη τά χαράματα τήν Κασσιανή τήν πῆρε τηλέφωνο ὁ ἀδελφός της Νῖκος νά πάη στήν κλινική διότι θά γεννοῦσε ἡ γυναῖκα του Ὄλγα καί ἤθελε νά ἔχη κάποιον δίπλα του. Πῆγε ἡ Κασσιανή ἀλλά ἀμέσως μετά τήν γέννα ἔπαθε πνευμονικό οἴδημα καί ἐκοιμήθη ὕστερα ἀπό λίγο. Γι᾿ αὐτό σᾶς λέω, δέν ξέρομε πότε θά πεθάνουμε».
https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-ston-kosmo-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου