Κάποτε συνέβη τό ἑξῆς, ὅπως τό διηγήθηκε: «Ἦταν ἡ τριακοστή μέρα ἀπό τήν κοίμηση ἑνός γνωστοῦ μου ἑπτάχρονου κοριτσιοῦ. Τό βραδάκι, ὡς συνήθως, πῆρα νά διαβάσω ἕνα πνευματικό βιβλίο καί καθόμουν στό κρεββάτι, ἐνῶ δίπλα μου ὁ ἄνδρας μου εἶχε ἤδη κοιμηθῆ. Τότε ἀπ᾿ τό παράθυρο μπῆκε ἕνας Ἄγγελος καί ἔφερε τό γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Τό ρώτησα τί ἤθελε ξανά στόν ἁμαρτωλό αὐτόν κόσμο καί μοῦ ἀπάντησε: “Ἦρθα γιά σένα. Δέν μπόρεσα νά βρῶ ἄνθρωπο νά πῶ τό παράπονό μου. Οἱ γονεῖς μου μέ ζόριζαν νά τρώω γιά νά γίνω καλά, ἐνῶ δέν μοῦ ἔλειπε τό φαγητό. Ὁ Θεός ἤθελε νά μέ πάρη. Τώρα ὅμως πού πέθανα ἔπρεπε νά πάω στόν παράδεισο, ἀλλά ἔχω ἐμπόδια. Ἕνα ὀφείλεται στούς γονεῖς μου καί ἕνα σέ μένα. Τώρα πού πέθανα, ἀκόμη δέν σαράντησα καί ἡ μητέρα μου ἔμεινε ἔγκυος. Αὐτό δέν ἔπρεπε νά γίνη. Ἀκόμη στόν δρόμο εἶναι ἡ ψυχή μου, δέν πέρασα ὅλα τά τελώνια. Ξέρω ὅτι μέ ἔκλαψαν πολύ, ἀλλά δέν ἔπρεπε νά γίνη. Νομίζουν ὅτι τρόπον τινά θά μέ ἀναστήσουν, ἀλλά πές τους ὅτι ἀγοράκι θά κάνουν, ὄχι κορίτσι, ὅπως νομίζουν. Αὐτή τους ἡ πράξη δυσκολεύει τήν ψυχή μου. Ὅσο γιά μένα, τήν τελευταία φορά πού πῆγα στό σχολεῖο πρίν πεθάνω, δέν εἶχα μολύβι καί πλάκα γιά νά γράψω. Μιά συμμαθήτριά μου ὅμως μοῦ ἔδωσε καινούργια πλάκα καί μολύβι, τά ὁποῖα δέν ἐπέστρεψα. Πές στήν μάννα μου νά ἀγοράση καινούργια καί νά τά ἐπιστρέψη. Γιά τό μεγάλο καλό πού θά κάνεις στήν ψυχή μου θά σέ πάρω τώρα μαζί μου νά δῆς τόν θάλαμο πού ἔχει ἕτοιμο ὁ Κύριος γιά μᾶς τίς παρθένες. Ἐμεῖς νυμφευθήκαμε τόν Χριστό”.
»Βγήκαμε ἀπό τό παράθυρο καί ἀνεβαίναμε. Μᾶς συνώδευε καί ὁ Ἄγγελος κρατώντας ἀπό τό χέρι τήν κόρη. Φθάσαμε στόν Παράδεισο καί τόν βλέπαμε. Ἦταν σπίτια πολλά ἀλλά πολύ ὡραῖα. Φθάσαμε στό παρθενικό σπίτι, ἀλλά δέν μ᾿ ἄφησε νά μπῶ μέσα. Αὐτή μπῆκε καί μοῦ εἶπε: “Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα στήν γῆ δέν μπορεῖς νά μπῆς ἐδῶ”. Εἶδα ὅμως ἀπό τό παράθυρο τίς παρθένες, ἄλλες μικρές στήν ἡλικία καί ἄλλες μεγάλες. Φοροῦσαν ροῦχα πού ἔλαμπαν. Μοῦ εἶπαν: “Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἔχομε ποτέ χειμῶνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Εἴμαστε πάντα στό ἄνθος”. Μετά σήμανε ἕνα σήμαντρο καί ἦταν ἡ ὥρα γιά προσευχή καί ἔπρεπε νά φύγουμε. Ἤθελα νά μείνω καί ἐγώ νά μάθω πῶς προσεύχονται, καί μοῦ εἶπε: “Ἐσεῖς ἔχετε τούς παπάδες, τούς Πνευματικούς καί σᾶς τά λένε ὅλα”.
»Ὁ Ἄγγελος μέ γύρισε πίσω χωρίς νά μοῦ μιλήση. Ἔβλεπα τό σῶμα μου νά βρίσκεται στό κρεββάτι δίπλα στόν ἄνδρα μου, ἀνέπνεε λίγο, ἴσα–ἴσα πού ζοῦσε. Μπῆκα ξανά στό σῶμα μου, ἄφησα τό βιβλίο στό τραπέζι καί κοιμήθηκα. Τό πρωΐ θά πηγαίναμε στό χωράφι γιά νά δουλέψω στό βαμπάκι ἀλλά δέν μπόρεσα νά πάω. Γιά τρεῖς μέρες αἰσθανόμουν πολύ κουρασμένη καί ἤμουν χλωμή.
»Ὅταν εἶχα ρωτήσει τό κοριτσάκι: “Καλά, γιά μιά πλάκα καί ἕνα μολύβι ἔχεις τόσες δυσκολίες; Μέ μᾶς πού ἔχομε κάνει τόσα τί θά γίνει;”. Μοῦ ἀπάντησε: “Αὐτή ἡ πλάκα καί τό μολύβι εἶναι σάν βάρος ἑκατό κιλῶν καθώς μέ δυσκολεύει καί ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων μου”.
»Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει τίποτα νά χρωστᾶμε δανεικό σέ τούτη τήν ζωή, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου».
Στήν θεία Λειτουργία καί ὅταν κοινωνοῦσε εἶχε ἐμπειρίες καί κάποιες ἀπό αὐτές τίς ἐκμυστηρεύτηκε ὡς ἑξῆς:
«Ὅλα αὐτά πού προσφέρουμε στήν Προσκομιδή κρασιά, κεριά καί τά ὀνόματα τά παίρνουν Ἄγγελοι καί τά πααίνουν ἀπάνω.
»Μιά φορά εἶχα πάει στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Εἶχαν μνήμη (ἑορτή ἁγίου) ἐκεῖ καί ἔδωκα τό χαρτάκι μου μέ τά ὀνόματα. Τό πρωΐ ὕστερα πού εἶχε τελειώσει ἡ Λειτουργία, εἶδα κατά γῆς τό χαρτάκι στό Ἱερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα καί εἶπα: “Ἄχ, Θεέ μου, ἁγία Αἰκατερίνη, ἦρθα ἐδῶ καί δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματά μου”.
»Τή νύχτα στόν ὕπνο μου ἦρθε μία νέα ὡραία (ἁγία Αἰκατερίνη) καί μοῦ εἶπε: “Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματα; Τά διάβασα ἐγώ, ἄς μήν τά διάβασε ὁ παπᾶς”.
»Στά χέρια της κρατοῦσε ἕνα χαρτί. Μοῦ τό ἔδειξε. Εἶδα ὅτι ἦταν τό χαρτί πού εἶχα γράψει τά ὀνόματα καί τό εἶχα δώσει στόν παπᾶ γιά νά τά μνημονεύση στήν Προσκομιδή».
«Ὅταν ξεκινάη τό πρωΐ ἡ Λειτουργία μας, ἐκεῖ ὅλα εἶναι πολύ ὡραῖα. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς μεταδόσεως τότε εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία γεμάτη ἀπό τά ἀγγελικά πνεύματα. Τώρα τά βλέπω ἔτσι σάν ἀστραπή. Περνᾶνε Ἄγγελοι μέ τά φτερά τους, ὄμορφα τά πρόσωπά τους, ὅπως εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Αὐτοί εἶναι ψηλά καί μεῖς χαμηλά. Φωνάζει ὁ παπᾶς ἀπό δῶ, ὁ ψάλτης ἀπό κεῖ, βγαίνουν ὅλοι ἐκεῖ καί κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τόν παπᾶ γύρω–γύρω.
»Μετά βγαίνει ἡ μετάδοση, βλέπεις στήν Ὡραία Πύλη ἀκέραιος ὁ Χριστός, βλέπεις πού λέει ὁ παπᾶς “Μετά φόβου…”. Αὐτός λέει: “Ἐδῶ ἐγώ εἶμαι” καί δείχνει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὅτι δηλαδή εἶναι μέσα.
»Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας ἀπό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο εἶναι ἀλήθεια Αὐτός. Γίνεται ὅλος τόσο δά παιδάκι μικρό–μικρό μέ κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια, ἀκέραιος Χριστός, ἄνθρωπος δηλαδή, καί τό δίνει σ᾿ ἐμένα, τό δίνει σ᾿ ἐσένα καί στόν ἄλλον, μέ τό κουταλάκι (Ἁγία λαβίδα). Τό κουταλάκι μέσα ἔχει ἕνα ἀνθρωπάκι.
»Πῶς νά τό πάρης αὐτό τό πρᾶγμα; Καί τό παίρνομε κάτι ἁμαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τόν ἄλλον καί τόν θάβουν.
»Ὅταν πηγαίνης νά μεταλάβης, θά πηγαίνεις μέ τό κεφάλι σκυφτό καί θά σκέφτεσαι. Ποιόν θά βρεῖς μπροστά σου. Ποιόν θά ἰδεῖς τώρα ἐσύ. Μήν κοιτᾶς τόν ἕναν καί τόν ἄλλον καί τί κάνει αὐτός καί ἐκεῖνος.
»Θά τηράξεις μόνο τό Ἅγιο Ποτήριο. Ποιός εἶναι στό Ἅγιο Ποτήριο. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού στό δείχνει, αὐτοῦ δέν εἶναι ὁ παπᾶς, αὐτό τό τόσο δά πραγματάκι τό δίνει ὁ Χριστός, Αὐτός παρατηράει ποιός εἶναι ἱκανός νά τό πάρη. Ὅποιος δέν εἶναι ἄξιος σ᾿ αὐτόν δέν τό δίνει. Νομίζεις πώς παίρνουν ὅλη μετάδοση ἐκείνη τήν ὥρα; Δέν παίρνουν. Παίρνει ἐκεῖνος πού εἶναι ἑτοιμασμένος. Καί κείνη τήν ὥρα πού πᾶς νά μεταλάβης πρέπει νά δῆς τόν Χριστό. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά τόν δῆς πραγματικά, ἀλλά βάλτον μέ τόν νοῦ σου. Μετά ἔρχεται τό “Δι᾿ εὐχῶν” καί βλέπεις φεύγουν ὅλοι πρίν τό “Δι᾿ εὐχῶν” ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κάτσε λίγο νά πάρης τήν εὐχή. Μετά δέν κάνει νά γυρίσης (ἐπισκεφθῆς) σπίτι ξένο, γιατί θά χάσεις τήν εὐχή. Δέν εἶναι καλά νά βγῆς ἔξω, νά πᾶς, ξέρω ᾿γώ, στήν ἀγορά, καί ἄν εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πές σέ κάποιον πού πάει στήν ἀγορά νά σέ ψωνίση. Καί ἄν βγῆς, σκύψε τό κεφαλάκι σου, κάνε τήν δουλειά σου καί γύρισε στό σπίτι».
»Γιά νά κοινωνήσουμε πρέπει νά προετοιμαστοῦμε καμμιά βδομάδα ἀπό νηστεία καί ἀπό ἄλλα πράγματα».
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶχε παρρησία στήν προσευχή της. Οἱ ἄνθρωποι στίς δυσκολίες τῆς ζητοῦσαν νά προσεύχεται καί μετά ἔβλεπαν τά ἀποτελέσματα.
Κάποιος ξάδελφός της ἦταν ἑτοιμοθάνατος καί δέν παράδινε (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ἐνῶ φαινόταν ὅτι πέθαινε μετά πάλι ἀνασταινόταν. Πῆγε ἡ γυναῖκα του καί παρεκάλεσε τήν γιαγιά νά πάη στόν ἀσθενῆ νά κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωροῦσε ὅτι θά τόν πεθάνει αὐτή. Πῆγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ἦταν καλός ἀλλά ἔπινε. Τοῦ εἶπε νά ἐξομολογηθῆ καί μετά ἐνῶ προσευχόταν ἡ γιαγιά, παρέδωσε τήν ψυχή του ἥσυχα.
Τό ἐγγονάκι της, πέντε χρόνων, ἦταν ἄρρωστο. Τό εἶχαν πάει στήν Ρωσσία καί ἑτοιμάζονταν νά πᾶνε καί δεύτερη φορά νά τό ξαναχειρουργήσουν. Ἡ γιαγιά Λαμπρινή δέν ἤθελε νά πᾶνε γιατί ἤξερε ὅτι καί νά ζήση, δέν θά γινόταν καλά. Τό τελευταῖο βράδυ πῆγε στό κελλί της καί ξέσπασε σέ προσευχή μέ δάκρυα παρακαλώντας τόν Θεό: «Νά τό πάρης στόν θρόνο Σου στούς οὐρανούς ἀντί γιά τήν Ρωσσία. Αὐτό εἶναι ἄγγελος. Καί ἐκεῖ νά μέ ἀξιώσης καί μένα, Θεέ μου, νά σηκωθῆ τό ἐγγονάκι μου ἀπό τόν θρόνο νά μέ πάρη καί μένα».
Ἄκουσε τό «ναί» στήν προσευχή της καί μετά εὐχαριστοῦσε τόν Χριστό. Μέχρι τίς τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα τελείωσε τό παιδί. Ἔκλαιγε ἀπό χαρά καί πῆρε τό ἀλεύρι νά ζυμώση πρόσφορο.
Ἡ γιαγιά Λαμπρινή κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της δέν ξέχασε τόν μοναχικό της πόθο. Ἔτσι μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της παίρνει τήν ἀπόφαση νά πραγματοποιήση τό ὄνειρό της. Σέ ἡλικία 70 ἐτῶν περίπου πηγαίνει σέ μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὅπου σύμφωνα μέ τόν κανόνα πού τῆς ἔβαλε ὁ Γέροντας, θά ἔμενε 50 μέρες γιά τό Πάσχα, 40 γιά τά Χριστούγεννα καί 15 γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. Ἡ ἴδια μετά ζήτησε νά μείνη μόνιμα στό μοναστήρι, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ὁ Γέροντας ἐκοιμήθη καί οἱ μοναχές ἐξέφρασαν ἀντίρρηση γιά τήν παραμονή της. Πάλι ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ὑπακοή–ὑπομονή δέχθηκε αὐτή τους τήν ἀπόφαση καί εἰρηνικά ἐπέστρεψε στό σπίτι της, ὅπου συνέχισε τούς ἀγῶνες της καί προετοιμάζετο πλέον γιά τήν κοίμησή της.
Μαρτυρίες γιά τήν Λαμπρινή
Ὁ κ. Ἀνδρέας Νικολάου ἀπό τά Κολομόδια Ἄρτης σημειώνει: «Οἱ γονεῖς μου καί κυρίως ἡ γιαγιά μου ἀπό πολύ μικρό μοῦ μιλοῦσαν γιά τήν γιαγιά Λαμπρινή καί τά χαρίσματά της. Εἰδικά ἡ γιαγιά μου τήν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σέ ὅποιες Ἐκκλησίες πήγαινε καί περπατοῦσαν ὧρες μέχρι νά φθάσουν. Δέν ἔδινα καί μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτά πού ἄκουγα, γιά τίς ἀτέλειωτες ὧρες προσευχῆς, γιά τίς ἐλάχιστες ὧρες ὕπνου (δύο ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο), γιά τά χαρίσματά της. Τήν σεβόμουνα σάν γριούλα πού ἦταν, ἀλλά ὅσο μεγάλωνα διαπίστωνα ὅτι ὑποβάλλεται μέ χαρά σέ μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες (νηστεῖες καί ἀγρυπνίες). Παρατηροῦσα κάθε φορά πού μεταλάμβανε στήν Ἐκκλησία τό πρόσωπό της νά λάμπη. Ὅταν μέ συναντοῦσε μετά τήν θεία Λειτουργία, μέ χάϊδευε στοργικά στό κεφάλι καί ἔνιωθα τότε νά μήν πατάω στήν γῆ. Αὐτό μέ ἔκανε νά ἐπιζητῶ πιό συχνά νά εἶμαι μαζί της.
»Κάποιο καλοκαίρι πού εἶχα τελειώσει τήν πρώτη τάξη δημοτικοῦ, ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ἄλλες γυναῖκες πῆγαν καί ἄνοιξαν τήν Ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν στό χωριό Λουτρότοπος Ἄρτης. Μαζί τους πῆγα καί ἐγώ μέ τήν μητέρα μου καί κοιμηθήκαμε τό βράδυ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἦταν νύχτα καί ἡ γιαγιά κάτι ἔψελνε ἀπό ἕνα βιβλίο. Ἐγώ σηκώθηκα καί γύριζα μέσα στήν Ἐκκλησία πού φωτιζόταν ἀπό λίγα κεράκια ἀναμμένα. Ὕστερα ἄνοιξα τήν πόρτα τοῦ Ἱεροῦ, μπῆκα μέσα, προχώρησα δυό–τρία βήματα πρός τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀμέσως σταμάτησα. Ἄκουσα βήματα ἀνθρώπου νά μέ πλησιάζουν. Παρατήρησα δυό–τρεῖς σκιές γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νά ἔρχωνται πρός τό μέρος μου καί νά μέ περικυκλώνουν. Φοβήθηκα καί ἀμέσως βγῆκα ἔξω ἀπό τό Ἱερό. Βλέποντάς με ἡ μητέρα μου πού μέ ἔψαχνε μέ μάλωσε. Τότε τῆς λέγει ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Μή μαλώνης τό παιδί. Αὐτό εἶναι παιδί μικρό καί ἀναμάρτητο. Νά ἤξερες τί ἀγγελικές δυνάμεις τό ἔχουν περικυκλώσει!» καί κατάλαβα τότε ὅτι καί ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶδε τά ἴδια μέ μένα καί ἄς ἦταν ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ. Διαπίστωσα ἔκτοτε ὅτι ἡ γιαγιά Λαμπρινή δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
»Ὅταν ἀργότερα ἐνηλικιώθηκα καί ἡ γιαγιά εἶχε περάσει τά ὀγδόντα της χρόνια, κάποια φορά τήν βρῆκα στήν βρύση τῆς αὐλῆς καί πρίν τήν χαιρετήσω παρατήρησα ὅτι, ὅπως ἦταν σκυμμένη, ἡ καμπούρα της εἶχε μεγαλώσει. Δέν πρόλαβα νά κάνω ἕνα βῆμα καί τότε ἡ γιαγιά λές καί διάβασε τήν σκέψη μου, σηκώνει τό κεφάλι της καί μοῦ εἶπε: “Εἶδες, παιδάκι μου, πῶς ἔγινα ἀπό τό πολύ διάβασμα, ὅλη τήν ἡμέρα σκυμμένη πάνω στά βιβλία μέ πολλή προσευχή καί μετάνοια στόν Κύριο, μήπως μπορέσω καί πάρω μιά μικρή θέση στόν οἶκο τοῦ Κυρίου”.
»Τήν διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Ἔλεγε: “Ἐγώ δέν εἶμαι τίποτε. Μιά φτωχή καί ἀγράμματη ἀγρότισσα”. Καί ἐνῶ ἦταν ὀλιγογράμματη, συζητοῦσε μέ πολλή ἄνεση μέ μορφωμένους ἀνθρώπους. Μιλοῦσε γιά δέκα λεπτά καί ἔλεγε πράγματα πού ἄλλοι δέν μποροῦσαν νά τά ποῦν σέ ὧρες. Ὁ καθηγητής μας ὁ θεολόγος γιά μισή ὥρα προσπαθοῦσε νά μᾶς ἐξηγήση τί εἶναι θαῦμα καί στό τέλος δέν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Ἡ γιαγιά ὅταν τήν ρώτησα ἀπάντησε: “Εἶναι πολύ ἁπλό. Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατό γιά τόν Θεό”.
»Κάποτε ἡ τηλεόραση ἔδειχνε τίς Ἐκκλησίες στήν κατεχόμενη Κύπρο, πού οἱ Τοῦρκοι τίς ἔχουν μετατρέψει σέ σταύλους καί ἀποθῆκες. Ρώτησα τήν γιαγιά τί λέει ὁ Κύριος γι᾿ αὐτό. Ἔδειξε νά στενοχωρήθηκε καί ἀπάντησε: “Ἀπό τότε πού οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τήν Ἁγιά Σοφιά σέ τζαμί, ἡ Παναγία ἔφυγε ἀπό μέσα καί στέκεται ἔξω δίπλα στήν πόρτα καί κλαίει. Κλαίει συνέχεια γιατί τῆς πῆραν τό σπίτι. Ἄν μποροῦσες νά δῆς τήν Παναγία πῶς κλαίει, θά ἔκανες πολλές μέρες νά κοιμηθῆς”. Ἀφοῦ συλλογίστηκε γιά λίγο μοῦ εἶπε, “νά δῆς σέ λίγο καιρό τί θά πάθει ἡ Τουρκία”. Πράγματι σέ λίγους μῆνες ἔγιναν οἱ γνωστοί σεισμοί.
»Τήν ρώτησα ἄν ὑπάρχουν καί ἄλλοι ἄνθρωποι στήν Ἑλλάδα μέ τό ἴδιο χάρισμα. Ἀφοῦ κοίταξε λίγο στόν οὐρανό μοῦ ἀπάντησε: “Ναί, ὑπάρχουν, γιατί ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή. Ὑπάρχει κάποιος ἀπ᾿ ὅλους μας πού ὁ Κύριος τόν ἔχει πολύ ψηλά. Κάθεται κοντά στά σύνορα μέ τήν Ἀλβανία. Ἔχω πάει πέντε–ἕξι φορές καί τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ἐκεῖ ἤμουνα”. Καί ἐνῶ ἔλεγε αὐτά ἔλαμπε ὁλόκληρη ἀπό χαρά.
»Μιλοῦσε γιά πράγματα πού θά γίνουν στό μέλλον. Εἶπε: “Θά δεῖς πράγματα πού δέν μπορεῖς νά φανταστῆς. Θά δεῖς μεγάλα κύματα ἴσα μέ ἕνα διώροφο σπίτι νά καταστρέφουν πόλεις καί χωριά, καί λίγοι θά σωθοῦν”. Πράγματι δυό μῆνες μετά τόν θάνατό της εἴχαμε τό γνωστό τσουνάμι μέ χιλιάδες νεκρούς. “Θά δεῖς παιδιά νά πηγαίνουν ἐκδρομή μέ τό σχολεῖο καί νά βγαίνη ὁ σατανᾶς μέ τό δρεπάνι καί νά τούς παίρνη τά κεφάλια”. Πράγματι συνέβη τό γνωστό ἀτύχημα μέ τά παιδιά ἀπό τήν Μακεδονία μέ τόσα θύματα. Ἔλεγε προφητεῖες στήν δεκαετία τοῦ 1980 πού σήμερα βγαίνουν ἀληθινές: «Τά αὐτοκίνητά σας θά τ᾿ ἀράξετε γιατί θά εἶναι ἀκριβά τά καύσιμα». «Oἱ γυναῖκες σπάνια θά γεννοῦν φυσιολογικά». «Ὁ κόσμος θά παντρεύεται μέ ἕνα ἁπλό συμφωνητικό». Μοῦ ἔλεγε: “Δέν κάνει νά σοῦ ἀποκαλύψω περισσότερα γιατί ἁμαρτάνω. Γιά ὅ,τι σοῦ λέω μοῦ δίνει ἄδεια ὁ Κύριος”».
«Στίς 7 Σεπτεμβρίου 2002 τήν ἐπισκέφτηκα καί ἔδειξε νά μέ περιμένη. Μοῦ εἶπε: “Σέ λίγες μέρες ἐγώ θά φύγω ἀπό τήν ζωή. Δέν ξέρεις μέ πόση χαρά περιμένω αὐτήν τήν στιγμή”. Μοῦ ἔδωσε κάποιες συμβουλές, ὅπως νά νηστεύω Τετάρτη καί Παρασκευή, νά μήν δουλεύω στίς ἀργίες, νά πηγαίνω ὅσο μπορῶ σέ ἀγρυπνίες καί ἄλλα πολλά. Ὕστερα μοῦ εἶπε: “Ὅταν μέ χρειάζεσαι νά ἔρχεσαι στόν τάφο μου. Ἐκεῖ θά εἶναι πλέον τό σπίτι μου. Θά ζητᾶς τήν βοήθειά μου γιά νά μεσιτεύω στόν Κύριο. Ἀρκεῖ αὐτά πού θά μοῦ ζητᾶς νά εἶναι σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου”».
*
Ἡ κυρία Βασιλική Τζουρμανᾶ ἀπό τό Κομμένο Ἄρτης μαρτυρεῖ: «Ἄκουσα σέ μιά Ἐκκλησία τῆς Ἄρτας γιά πρώτη φορά νά συζητοῦν γιά τήν Λαμπρινή καί τά πνευματικά της χαρίσματα καί ἔνιωσα μεγάλη ἐπιθυμία νά τήν γνωρίσω. Μέ μιά συγγένισσά μου πού τήν ἤξερε πήγαμε στό φτωχικό σπιτάκι της. Ἀπό τότε γιά σαράντα περίπου χρόνια μέχρι πού ἔφυγε ἀπό τήν ζωή τήν ἀκολουθοῦσα σχεδόν πάντοτε σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες, σέ λειτουργίες πού ἔκανε σέ Ἐκκλησίες καί κοιμώμασταν μέσα σ᾿ αὐτές τίς νύχτες.
»Ἡ θειά Λαμπρινή προσευχόταν καί διάβαζε πολλές ὧρες καί κοιμόταν ἐλάχιστα. Κάποτε ζήτησα τήν βοήθειά της. Ὁ ἄνδρας μου χαρτόπαιζε καί παραμελοῦσε τό σπίτι. Εἴχαμε φθάσει σέ ἀδιέξοδο. “Μή φοβᾶσαι”, μοῦ εἶπε, “ὅλα θά τά τακτοποιήσει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀρκεῖ νά δείξης πίστη στόν Κύριο”. Μοῦ ζήτησε γιά σαράντα μέρες νά ξυπνῶ στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα καί νά προσεύχωμαι κάνοντας καί 40 μετάνοιες. Μοῦ εἶχε δώσει νά διαβάζω κάποιες προσευχές καί μοῦ εἶπε ὅτι καί αὐτή θά προσεύχεται γιά νά μᾶς βοηθήση ὁ Κύριος.
»Πράγματι ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε ἡ θειά Λαμπρινή κρυφά ἀπό τόν ἄνδρα μου καί μετά τίς σαράντα μέρες ξαφνικά ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ ἄνδρας μου δέν ξανάπαιξε χαρτιά, ἀσχολοῦνταν μέ τά κτήματα καί τήν οἰκογένεια καί τά οἰκονομικά μας βελτιώθηκαν.
»Κάποτε μέ τήν θειά Λαμπρινή καί ἄλλες γυναῖκες κοιμηθήκαμε σέ μιά Ἐκκλησία. Ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές της ξάπλωσε νά κοιμηθῆ. Ἐμένα δέν μέ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Ἀκούω τήν θειά Λαμπρινή ἐνῶ κοιμόταν ἔβγαζε κάτι ἀναστεναγμούς, σάν νά δούλευε καί ἦταν πολύ κουρασμένη. Αὐτό κράτησε γιά λίγο. Σηκώθηκα καί ἔπιασα τά χέρια της καί τά πόδια της. Ἦταν σάν νά ἔπιανα ἕναν πεθαμένο. Κατάλαβα ὅτι πάλι ἡ θειά Λαμπρινή ἔφυγε πνευματικά ἀπό τό σῶμα της. Τίς πρωϊνές ὧρες τήν ἄκουσα πάλι σάν νά ἀγκομαχοῦσε. “Τώρα θά ἐπέστρεψε”, σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε τήν ρωτάω: “Τό βράδυ ἔφυγες; Ποῦ πῆγες;”. Μοῦ ἔδωσε τήν ἑξῆς ἀπάντηση: “Πῆρα τήν (τάδε, μιά γυναῖκα πού ἦταν στήν παρέα μας) καί τήν παρουσίασα στόν Κύριο”.
»Κάποια φορά ἀντιμετώπισα ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ἔμεινα γιά ἕξι μῆνες στό κρεββάτι μέ δυνατούς πόνους στήν μέση μου. Δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί πήγαινα ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ἀλλά ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε. Μιά μέρα ἡ θειά Λαμπρινή μέ ἐπισκέφθηκε στό σπίτι μου. “Μήν ἀνησυχῆς”, μοῦ εἶπε, “σέ λίγο καιρό θά εἶσαι τελείως καλά”. Τήν ἴδια μέρα μέ πληροφόρησε κάποια γνωστή μου ὅτι ἡ θειά Λαμπρινή πρίν ἔρθει στό σπίτι μου πῆγε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου, καί γονατιστή γιά πολλή ὥρα προσευχόταν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Ἐκκλησία. Σέ λίγες μέρες μέ τήν βοήθεια κάποιου γιατροῦ περπατοῦσα κανονικά. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα γιά 18 χρόνια δέν εἶχα τήν παραμικρή ἐνόχληση.
»Καί μετά τήν κοίμησή της σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου τήν ἐπικαλοῦμαι καί πάντα μέ βοηθᾶ. Εἶχα ἕνα καλοκαίρι πονοκεφάλους καί ζαλάδες πού ἴσως ὠφείλονταν στούς καύσωνες. Ξάπλωσα νά κοιμηθῶ, ἀφοῦ πρῶτα ζήτησα τήν βοήθειά της. Ἦρθε στόν ὕπνο μου, στάθηκε ἀπό πάνω μου καί μέ σκέπασε μ᾿ ἕνα σεντόνι. Τό πρωΐ πού σηκώθηκα ἤμουν ὑγιέστατη».
*
Ἡ κυρία Μαρία Δραγατάκη ἀπό τήν Ἄρτα ἀναφέρει: «Ἔμαθα πολλά κοντά στήν γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στίς ἀμέτρητες ὁλονυχτίες καί στά προσκυνήματα πού ὠργάνωνε ἡ ἴδια. Μέ ἀποκαλοῦσε “παιδί μου” καί ἡ λέξη αὐτή ἄγγιζε πραγματικά τήν ψυχή μου. Εἶχε ὑπομονή καί ἄκουγε τά προβλήματά μου καί πάντα εὕρισκε λύσεις. Ἡ ζωή της ἦταν ἁγία καί ἦταν πολύ ταπεινή. Τί νά πρωτοθυμηθῶ; Τήν βοήθειά της πρός τήν μητέρα μου; Τίς προβλέψεις καί τήν προσευχή πού ἔκανε γιά τά παιδιά μου; Ἤ τό μεγάλο καλό πού ἔκανε σέ μένα; Ὅταν μετά ἀπό ἕνα βαρύ χειρουργεῖο ἔχασα τόν ὕπνο μου, νιώθοντας ἀπελπισμένη καί χαμένη, πῆγα μεσάνυχτα στό σπίτι της, ζητώντας βοήθεια καί τήν βρῆκα στά γόνατα νά προσεύχεται λουσμένη στόν ἱδρῶτα καί γύρω της ἀναμμένα καντήλια καί κεριά. Μοῦ εἶπε: “Παιδί μου, τί ἔπαθες ἀπόψε;”. Σταυρώνοντάς με ἀπό τότε ἠρέμησα. Νά εἶναι καλά ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ γιαγιά Λαμπρινή καί νά πρεσβεύη γιά ὅλους μας».
*
Ὁ Ἀ. Γ. ἀναφέρει: «Γνώριζα τήν γιαγιά Λαμπρινή ἀπό μικρός, γιατί ἐρχόταν στό σπίτι μας καί ἔβλεπε τήν κατάκοιτη γιαγιά μου, ἀλλά τήν θεωροῦσα μιά ἀγράμματη γιαγιά. Ἄκουσα ἄλλους νά μιλοῦν μέ εὐλάβεια γι᾿ αὐτήν καί ὅταν γύρισα ἀπό τό πρῶτο προσκύνημά μου στό Ἅγιον Ὄρος τό 2002, πῆγα νά τήν δῶ καί νά τῆς δώσω μιά εὐλογία. Μπαίνοντας στό κελλάκι της ἔνιωσα σάν νά βρίσκωμαι μπροστά σ᾿ ἕνα γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς νά ξέρω πῶς, ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο πού δέν μποροῦσα νά τήν ἀτενίσω, ἄν καί σωματικά ἦταν μικροκαμωμένη.
»Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν μιά πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχοῦσε τό θέμα τῶν ταυτοτήτων πού μέ ἀπασχολοῦσε ἔντονα. Ἡ πρώτη κουβέντα πού μοῦ εἶπε, χωρίς νά ἀναφέρω κάτι σχετικό, ἦταν: “Δέν πρέπει νά πάρουμε τίς ταυτότητες μέ τό χάραγμα”. Στίς ἑπόμενες ἐπισκέψεις μου μέχρι τήν κοίμησή της διαπίστωσα ὅτι εἶχε τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Μοῦ ἀνέφερε γεγονότα ἄγνωστα σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἄλλοτε γεγονότα πού ἀφοροῦσαν τό μέλλον μου καί ἔγιναν, καί ἄλλα γιά γενικώτερα θέματα. Ὁρισμένες δέ φορές ἐνῶ εἶχα στό νοῦ μου νά θέσω μιά ἐρώτηση ἤ μοῦ γεννιόταν μιά ἀπορία σέ συζήτηση παρουσίᾳ καί ἄλλων ἀνθρώπων, αὐτή σταματοῦσε τήν συζήτηση, ἀπαντοῦσε στήν ἐρώτηση πού σκεφτόμουν καί συνέχιζε τήν συζήτηση.
»Τόν Μάϊο τοῦ 2002 πού τήν εἶδα μοῦ εἶπε ὅτι σέ λίγους μῆνες θά φύγει. Ἀλλά ὅταν μέ εἶδε πώς στενοχωρήθηκα πολύ, εἶπε: “Ἔ, ἔτσι τό λέω, μῆνες– χρόνια”. Ἀλλά ἐκοιμήθη πράγματι σέ λίγους μῆνες, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2002 καί ἐπορεύθη ἡ ψυχή της στόν Κύριο πού τόσο πόθησε ἀπό μικρή».
* * *
Τήν τελευταία Κυριακή πού πῆγε στήν Ἐκκλησία κοινώνησε καί διάβασε τήν Εὐχαριστία στό σπίτι της. Τήν Δευτέρα ἅπλωσε ὅλα τά βιβλία στό κρεββάτι της, διάβαζε ἀπό τό καθένα λίγο, τό σταύρωνε, τό ἀσπαζόταν καί τό ἄφηνε στήν ἄκρη. Τρόπον τινά τά ἀποχαιρετοῦσε, γιατί τόσα χρόνια αὐτά ἦταν ἡ καλύτερη συντροφιά της. Τήν Τρίτη τό ἀπόγευμα κάλεσε τήν κόρη της νά κάνουν Παράκληση. Τελειώνοντας εἶπε: “Σ᾿ εὐχαριστῶ, Παναγία μου, πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω κι αὐτή τήν Παράκληση. Γιατί μέχρι τήν Πέμπτη ἔχω πολλές προσευχές νά κάνω ἀκόμη”. Στήν ἐρώτηση τῆς κόρης της τί θά κάνει τήν Πέμπτη, ἀπάντησε: “Θά πάω γιά ἐκεῖ πού ἐργάστηκα, ἄν ἐργάστηκα καλά”. Τήν Τετάρτη τό πρωΐ ζήτησε νά δῆ τά ἐγγόνια της. “Αὔριο θά φύγω”, εἶπε. Τό βράδυ εἶπε σέ μιά ἀνιψιά της: “Τώρα ἐγώ θά φύγω. Νά πᾶς νά τό πῆς ἐσύ στήν Σταθούλα, νά μήν τῆς κακοφανῆ. Παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μέ ἀφήση νά ζήσω, μέχρι νά ὡριμάση ἡ Σταθούλα καί νά καταλάβη τί εἶναι ἡ ἄλλη ζωή”.
Κάποια στιγμή ἀνασηκώθηκε στό κρεββάτι, ἄνοιξε τά χέρια της καί εἶπε στούς παρευρισκομένους: “Ἐλᾶτε τώρα, ὅλοι μαζί, νά πᾶμε στά Ἱεροσόλυμα”. Τούς ἀγκάλιασε ὅλους, μετά σταύρωσε τό στῆθος της, τό προσκέφαλο καί ξάπλωσε.
Τότε ἡ Σταθούλα ἔβγαλε τούς ἄλλους ἔξω καί μαζί μέ τόν σύζυγό της ἄναψαν κεράκι καί διάβασαν τίς προσευχές ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἶχε ἀφήσει ἐντολή νά κάνη ἡ μητέρα της Λαμπρινή. Ὅταν τελείωσαν τίς προσευχές ἄκουσαν ἕνα ἐλαφρύ σσσσς καί ἡ Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σάν πουλάκι, στίς 17 Ὀκτωβρίου 2002, ἡμέρα Πέμπτη.
Στόν τάφο της περνοῦν καί προσκυνοῦν πολλοί ἄνθρωποι. Προσεύχονται καί ἀντλοῦν δύναμη. Κάποια πού ὅσο ζοῦσε ἡ Λαμπρινή τήν συμβουλευόταν, ἦταν πολύ στενοχωρημένη, γιατί ὁ σύζυγός της θά ἔκανε σοβαρή ἐγχείρηση καρδιᾶς. Ἀφοῦ προσκύνησαν τόν τάφο της καί προσευχήθηκαν, εἶδε στόν ὕπνο της τήν γιαγιά Λαμπρινή πού τῆς εἶπε: “Μήν στενοχωριέσαι. Ὁ ἄνδρας σου θά γίνει καλά. Μόνο πρίν πᾶς στό Νοσοκομεῖο, θά φτιάξεις πρόσφορο καί θά τό πᾶς στήν Ἐκκλησία. Πράγματι ἔκανε τό πρόσφορο καί ὅλα πῆγαν καλά.
Αὐτή ἦταν ἡ Λαμπρινή Βέτσιου. Ἀσκήτρια μέ μεγάλες νηστεῖες, μέ καθημερινές ἀγρυπνίες, μέ συνεχῆ μελέτη καί προσευχή. Ἀγαποῦσε τόν Χριστό, μιλοῦσε συνέχεια γι᾿ Αὐτόν καί ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της ἀνέδιναν Χριστόν. Βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέ τήν χάρι πού εἶχε. Εἶδε ἀπ᾿ αὐτήν τήν ζωή τόν Παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἐνῶ προσευχόταν ἐρχόταν ἐνίοτε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καί Ἅγιοι καί συνωμιλοῦσαν. Ἤξερε τά μελλούμενα καί ἔλεγε ὅτι μᾶς περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τά μικρά παιδιά καί ἔλεγε: “Ἄν ἤξεραν τί θά περάσουν!”. Ἀλλά ἀμέσως συμπλήρωνε: “Ἔχει ὁ Θεός. Θά οἰκονομήσει γιά τούς Χριστιανούς”. Περισσότερα, ἔλεγε, δέν τήν ἄφηνε νά πῆ ὁ Χριστός.
Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. ιθ΄, 29.
https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-ston-kosmo-3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου