Ἀξιόλογα περιστατικά
Κάποτε πού γιόρταζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φιλιππιάδος, πῆγε ἡ Κέτη σέ μιά χήρα πού εἶχε πολλά λουλούδια στήν αὐλή της, τήν παραμονή, καί τῆς ζήτησε λουλούδια γιά νά φτιάξη ἕνα στεφάνι γιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἡ χήρα ἀρνήθηκε καί δέν τῆς ἔδωσε λουλούδια. Ἡ Κέτη ἔφυγε καί μόνο τῆς εἶπε: «Δέν πειράζει, μήν μοῦ δίνης, ἀλλά μέχρι τό βράδυ θά τά χάσεις, δέν θά σοῦ μείνει οὔτε ἕνα λουλούδι». Καί πράγματι ὅταν ἄρχισε νά βραδιάζη, τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἔπιασε μιά ραγδαία βροχή καί ἕνας ἀνεμοστρόβιλος δυνατός, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μείνη οὔτε ἕνα λουλούδι, καταστράφηκαν ὅλα, ὅπως εἶχε προείπει ἡ Κέτη.
*
Κάποια χρονιά πήγαινε μέ τόν γνωστό της παπα–Βασίλη νά λειτουργήσουν στήν Παντάνασσα τήν ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, στίς 8 Σεπτεμβρίου. Συζητοῦσαν γιά τήν ἐκ παραδόσεως νηστεία πού κάνουν μερικοί ἀπό 1η μέχρι 7η Σεπτεμβρίου. Ἡ Κέτη εἶχε κρατήσει τή νηστεία καί ἔλεγε ὅτι καί ὁ παπα–Βασίλης ἔπρεπε νά τήν εἶχε κρατήσει. Ἔφθασαν στήν Ἐκκλησία, ἄναψαν τά καντήλια καί μόλις πῆγε νά βάλη “Εὐλογητός” ὁ παπᾶς τόν κέντησε ἕνας ξηρόπονος στήν κοιλιά. Βγῆκε ἔξω καί ὅταν μετά ἔβαλε τό πετραχήλι πάλι αἰσθάνθηκε πόνο δυνατό. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τέσσερις–πέντε φορές. Ἡ ὥρα περνοῦσε, ἡ Κέτη ἀνησυχοῦσε γιά νά προλάβη νά γυρίση στήν δουλειά της καί ὁ πόνος δέν ἄφηνε τόν παπα–Βασίλη. Ἡ Κέτη ἀπέδιδε τόν πόνο στό ὅτι δέν εἶχε νηστέψει ὁ παπᾶς καί τόν παρακινοῦσε νά κάνη τάμα στήν Παναγία ὅτι στό ἑξῆς θά κρατᾶ αὐτή τή νηστεία. Ἔβαλε μετάνοια μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί ὑποσχέθηκε νά φυλάξη σ᾿ ὅλη του τήν ζωή τήν συγκεκριμένη νηστεία. Ἀμέσως ἔπαυσε ὁ ξηρόπονος, ἔκαναν τήν ἀκολουθία καί τελείωσαν χωρίς κανένα πρόβλημα τήν Λειτουργία.
*
Θέλησαν κάποτε τρία–τέσσερα κακομαθημένα χωριατόπαιδα νά πειράξουν καί νά ἐκφοβίσουν τήν Κέτη τή νύχτα πού θά πήγαινε στήν Ἐκκλησία. Φόρεσαν κουκοῦλες στό κεφάλι τους, πιάστηκαν χέρι μέ χέρι καί ἔκλεισαν τόν δρόμο ἀπό τήν παιδόπολη πρός τά κάτω. Ἦταν ἕτοιμα νά ὁρμήξουν κατεπάνω της ἀλλά συνέβη τό ἑξῆς: Μιά ἀόρατη δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὥστε τά βήματα τῶν ποδιῶν τους νά κινοῦνται πρός τά πίσω καί ὀπισθοχωροῦσαν χωρίς νά καταλάβουν πῶς, ἐνῶ ἡ Κέτη ἔκανε συνεχῶς τόν σταυρό της, προσευχόταν καί περπατοῦσε πλησιάζοντας τά παιδιά σέ μικρή ἀπόσταση. Αὐτά ἔφυγαν ἄπρακτα καί ἡ Κέτη ἀπτόητη συνέχισε τόν δρόμο της γιά τήν Ἐκκλησία.
*
Κάποτε καθώς πήγαινε μέ τά πόδια ἀπό τήν παιδόπολη γιά τήν Κόνιτσα τήν πῆρε ἕνας φορτηγατζῆς πού εἶχε μαζί του καί τήν γυναῖκα του. Ἀνέβαιναν τήν Κανέτα. Ὁ δρόμος ἦταν στενός, ἀνηφορικός καί ἐπικίνδυνος. Ἀπό τήν μιά μεριά ἦταν βράχια καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπότομη πλαγιά. Ξαφνικά κόπηκαν τά φρένα. Ἄνοιξε τήν πόρτα ὁ ὁδηγός, πήδηξε ἔξω καί τίς φώναξε νά πεταχθοῦν καί αὐτές. Ἡ γυναῖκα του πήδηξε ἔξω ἀλλά ἡ Κέτη δέν κινήθηκε. Μόνο ἔσκυψε νά μαζέψη τά πράγματά της καί μαζεύτηκε στήν ἐσοχή τοῦ αὐτοκινήτου κάτω ἀπό τό τζάμι. Τό αὐτοκίνητο χτύπησε σέ βράχο καί ἄρχισε νά κυλάη στήν πλαγιά. Ὁ ὁδηγός πάγωσε ἀπό τόν φόβο του καί, ὅταν σέ λίγο εἶδαν νά βγαίνη ἡ Κέτη σώα καί ἀβλαβής, τἄχασαν. Γνωστή της τήν ρώτησε τί σκεφτόταν τότε, καί μέ χιοῦμορ ἀπήντησε: «Φοροῦσα καινούργια ζακέττα καί λυπόμουν πού θά πήγαινε χαμένη».
*
Ἔβλεπε ὅλους τούς ἀνθρώπους καλούς καί ἔμπαινε ἀδιακρίτως σέ ὅλα τά αὐτοκίνητα. Μιά νύχτα ξεκίνησε γιά τήν Βούλιστα Παναγιά. Ἕνα αὐτοκίνητο πού περνοῦσε, σταμάτησε δίπλα της καί μπῆκε μέσα. Στόν δρόμο ὁ ὁδηγός τήν πείραξε μέ λόγια ἄπρεπα καί αὐτή ἐνῶ ἔτρεχε τό αὐτοκίνητο ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά πηδήση ἔξω. Πρόλαβε ὁ ὁδηγός καί σταμάτησε. Αὐτή κατέβηκε καί συνέχισε τήν πορεία της μέσα στή νύχτα.
*
Ὅταν ἡ μητέρα τῆς Κέτης δέν μποροῦσε πλέον μόνη της νά ἐξυπηρετῆται, γιατί εἶχε φθάσει 90 χρόνων, ἡ Κέτη γιά νά τήν ἔχη κοντά τήν ἔφερε στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη στόν Ἅγιο Γεώργιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡμέρα τήν περιποιεῖτο ἡ πρεσβυτέρα καί τή νύχτα καθόταν μαζί της ἡ Κέτη. Μαζί μέ τήν μητέρα της ἡ Κέτη ἔφερε καί μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσης, διαστάσεων 50×40 ἑκατοστῶν, καί εἶπε ὅτι εἶναι πολύ θαυματουργή. Ἦταν οἰκογενειακό κειμήλιο καί πάντα ὅταν ἐπρόκειτο νά πεθάνη κάποιος τοῦ σπιτιοῦ, ἡ εἰκόνα ἔπεφτε ἀπό τό εἰκονοστάσι κάτω στό πάτωμα. Εἶπε ἡ Κέτη μέ βεβαιότητα στόν παπα–Βασίλη: «Ὅταν θά πεθάνη ἡ μητέρα μου, ἡ εἰκόνα θά μᾶς προειδοποιήσει μέ τόν θόρυβο ἀπό τό πέσιμό της». Τήν τοποθέτησαν στό εἰκο-
νοστάσι, ἀνάμεσα σέ ἄλλες εἰκόνες γιά νά τήν συγκρατοῦν, μέ κλίση πρός τόν τοῖχο γιά νά στηρίζεται, καί ἔβαλαν μπροστά ἕνα πηχάκι πέντε ἑκατοστῶν. Ἡ εἰκόνα ἦταν καλά τοποθετημένη καί ἦταν ἀδύνατο νά πέση, ἀλλά ἡ Κέτη ἐπέμενε ὅτι, πρίν πεθάνη ἡ μητέρα της, ἡ εἰκόνα θά πέσει ὁπωσδήποτε. Ἡ Κέτη πηγαινοερχόταν στήν παιδόπολη καί τό βράδυ πού ἐπέστρεφε ρωτοῦσε ἄν ἡ εἰκόνα εἶναι στήν θέση της. Αὐτό συνεχιζόταν γιά πολύ καί ἡ Κέτη ἔλεγε ὅτι δέν ἦρθε ὁ καιρός ἀκόμη.
Στίς 8 Ἰουλίου 1971 κάθονταν ὁ παπα–Βασίλης καί ἡ Κέτη στό ἰσόγειο καί ξαφνικά ἀκούστηκε σάν νά ἔπεσε τουφεκιά ἀπό τό δωμάτιο πού ἦταν ἡ εἰκόνα. Ἡ Κέτη πετάχθηκε καί φώναξε «ἔπεσε ἡ εἰκόνα». Ἀνέβηκαν καί εἶδαν τήν εἰκόνα πεσμένη στό πάτωμα. Μέ εὐλάβεια καί φόβο τήν ἀσπάστηκαν καί τήν ἔβαλαν στήν θέση της. Ἀπορίας ἄξιον εἶναι πῶς δέν ἔπεσαν καί οἱ ἄλλες εἰκόνες πού ἦταν στό ἴδιο εἰκονοστάσι. Ἡ μητέρα τῆς Κέτης εἶχε χάσει τίς αἰσθήσεις, δέν κατάλαβε τίποτε. Στίς 10 Ἰουλίου, ἡμέρα Σάββατο τό ἔτος 1971, δύο μέρες μετά τό πέσιμο τῆς εἰκόνος, ἐκοιμήθη ἡ κυρία Ἑλένη Πατέρα, ἡ μητέρα τῆς Κέτης, καί τήν ἐνταφίασαν στήν Κόνιτσα.
Ὕστερα ἡ Κέτη εἶπε ὅτι στό ἑξῆς ἡ εἰκόνα δέν πρέπει νά μένη μέσα σέ οἰκογένεια, πρέπει νά πάη σέ μοναστήρι καί τήν ἔστειλε στήν ἱερά Μονή τῆς Παναγίας Ροβέλιστας, στήν Ἄρτα, ὅπου φυλάγεται μέχρι σήμερα.
*
Κάθε Παρασκευή εἶχε ἀγρυπνία στή μονή Δουραχάνης. Τήν παρακολουθοῦσε, στήν συνέχεια πήγαινε στά Γιάννενα καί περίμενε ὧρες ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά ξαναλειτουργηθῆ. Τά τελευταῖα χρόνια, κάποια χειμωνιάτικη νύχτα πού τό θερμόμετρο ἔδειχνε ἀρκετούς βαθμούς κάτω ἀπό τό μηδέν καί φυσοῦσε παγωμένος βοριᾶς, μετά τήν ἀγρυπνία ἦρθε στά Γιάννενα καί τρύπωσε σέ κάποιο χάλασμα στόν αὐλόγυρο τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔστρωσε κάτω τό ποδόμακτρο, τυλίχθηκε μέ τήν ἐλαφριά κάπα της καί αἰσθάνθηκε μιά ζεστασιά σόμπας. Ἔτσι κοιμήθηκε πολύ ὡραῖα.
*
Συνήθιζε ἡ Κέτη νά πηγαίνη σέ ἀκατάλληλες ὧρες στό σπίτι κάποιας γνωστῆς της. Κάποια μέρα στίς 3.30΄ μ.μ. ἐνῶ ἡ οἰκογένεια ἀναπαυόταν χτύπησε ἡ Κέτη τήν πόρτα. Δυσανασχέτησε ἡ κυρία. Ἀνοίγοντας σχεδόν θυμωμένη εἶδε τό πρόσωπο τῆς Κέτης νά ἀστράφτη καί τρόμαξε.
*
Ὁ Γ. Ζ. διηγήθηκε: «Γνώρισα τήν Κέτη τό καλοκαίρι τοῦ 1995. Τότε εἶχα χωρίσει καί ἐπισκεπτόμουν τό Ντουραχάν γιά νά προσεύχωμαι καί νά παρηγοροῦμαι. Μιά μέρα μοῦ εἶπε: “Θέλεις νά φωνάξω τόν π. Ἀθανάσιο νά σέ βοηθήση;”. Εἶπα “ὄχι”. Ὕστερα μοῦ εἶπε: “Ἀφοῦ ξέρω γιατί ἔρχεσαι. Γιατί δέν μοῦ τά λές νά ἀνακουφιστῆς;”. Καθήσαμε ὧρες συζητώντας καί μετά μοῦ ζήτησε νά τήν πάρω μαζί μου γιά τά Γιάννενα. Ζήτησε νά τήν ἀφήσω στό μετόχι τοῦ Σινᾶ, στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Μοῦ εἶπε: “Ἔχεις καλή καρδιά καί εἶσαι καλό παιδί. Θά προσευχηθῶ γιά σένα καί σύντομα θά γνωρίσεις μιά καλή κοπέλλα πού θά ἔχει τό ὄνομά της (ἁγίας Αἰκατερίνης)”. Πέρασε ἕνα μικρό χρονικό διάστημα καί πραγματικά δέν μοῦ πέρασε κἄν ἀπό τό μυαλό μου στήν γνωριμία πού ἔκανα ὅτι τό ὄνομα Κατερίνα τῆς γυναίκας μου ἔχει τήν σημασία του. Ἕνα βράδυ Παρασκευῆς πού πῆγα γιά ὁλονυχτία μαζί μέ τήν Κατερίνα μέσα στό σκοτάδι, παρά λίγο νά πατήσω τήν Κέτη πού ἦταν γονατιστή. Πρίν προλάβω νά τῆς μιλήσω, μοῦ ἔπιασε τό πόδι καί μοῦ εἶπε: “Γιάννη, ἔφερες καί τήν Κατερίνα μαζί;”. Ἐκείνη τήν στιγμή πάγωσα καί θυμήθηκα τά λόγια της. Δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ».
*
Μαρτυρία ἀνωνύμου: «Τήν Κέτη Πατέρα τήν συνάντησα γιά πρώτη φορά τό ἔτος 1993 στόν δρόμο ἀπό Ἄρτα πρός Ἰωάννινα καί τήν πῆρα μαζί μου στό αὐτοκίνητο. Τό ἑπόμενο ἔτος στό ἴδιο σημεῖο εἶδα μιά γιαγιά καί τήν θυμήθηκα. Ἀνέβηκε στό αὐτοκίνητο, μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἀπό τήν Κόνιτσα καί μοῦ μίλησε γιά τόν π. Παΐσιο. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι ἤμουν ἀρραβωνιασμένος καί ὅτι εἶχα χωρίσει πρίν δύο χρόνια. “Δέν πειράζει”, εἶπε, “ἴσως νά βρῆ κάποιον καλύτερον”. Σάν νά διάβασε τήν ἐγωϊστική μου σκέψη, “τί καλύτερον θά βρῆ”, ἀπάντησε: “Ὅταν λέω κάποιον καλύτερο, ἐννοῶ νά βρῆ κάποιον γιά νά τῆς δώση τά λοῦσα πού ἤθελε”. Εἶχε δίκαιο. Τά λοῦσα της ἦταν πράγματι ἀφορμή συνεχῶν προστριβῶν. Μοῦ εἶπε ὅτι αὐτή ἡ κοπέλλα πού γνωρίζω τώρα ὀνομάζεται Σοφία καί μοῦ ἀνέφερε στοιχεῖα ἀπό τόν χαρακτῆρα της, καί ὅτι εἶμαι πολύ τυχερός πού βρῆκα τέτοια κοπέλλα. Ἔπειτα μέ μάλωσε γιατί τῆς φερόμουν ἄσχημα μερικές φορές καί τήν στενοχωροῦσα. Μοῦ εἶπε νά τῆς δώσω χαιρετίσματα ἀπό μιά γιαγιά ἡ ὁποία δέν τήν ἔχει γνωρίσει ἀλλά τήν ξέρει πολύ καλά. Καί στό τέλος πρόσθεσε ἐπιτακτικά: “Αὐτό τό κορίτσι νά τό παντρευτῆς”.
»Μετά ἀπό ὅσα μοῦ εἶπε ἡ Κέτη, κάτι ἄλλαξε μέσα μου καί εἶδα διαφορετικά τήν Σοφία. Τή νυμφεύθηκα, κάναμε δυό παιδιά καί ζοῦμε πολύ εὐτυχισμένοι.
»Ἐπίσης μοῦ εἶπε: “Γιατί τρέχεις τόσο πολύ;”. Κοίταξα τό κοντέρ καί εἶπα: “Πάω μέ 60 χιλιόμετρα”. Μοῦ εἶπε αὐστηρά: “Δέν ἐννοῶ τώρα ἀλλά ἄλλες φορές. Ξέρεις πόσες φορές σέ φύλαξε ὁ Θεός νά μή σκοτωθῆς;”. Πράγματι ὄχι μόνο ἔτρεχα πολύ, ἀλλά πολλές φορές ἔψαχνα νά βρῶ κάποιον νά κάνω κόντρα στίς στροφές τῆς Κατάρας Μετσόβου, ξεπερνώντας τά ὅρια τοῦ αὐτοκινήτου.
»Ὅλα αὐτά πού ἄκουσα μέ ἐξέπληξαν. Ρώτησα τήν Κέτη γιά κάποιο γνωστό μου παιδάκι πού εἶχε γεννηθῆ ἄρρωστο καί οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά ποῦν μέ ἀκρίβεια ποῦ ὀφείλεται ἡ ἀσθένειά του. Μοῦ εἶπε ποῦ ἀκριβῶς εἶναι τό πρόβλημά του καί αὐτό ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό εἰδικές ἐξετάσεις πού ἔκαναν στό ἐξωτερικό.
»Ὅταν φθάσαμε στά Ἰωάννινα ἀνοίγει τήν τσάντα της καί μοῦ δίνει ἕνα χαρτί γιά νά τό διαβάσω. Ἔγραφε γιά τό μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα καί τόν τρόπο γιά νά τό διορθώσω.
»Τολμῶ νά πῶ ὅτι μετά τήν συνάντηση μέ τήν Κέτη Πατέρα ἄλλαξε ἡ ζωή μου. Ἄρχισα νά βλέπω τά πράγματα διαφορετικά, ἄλλαξαν οἱ ἀναζητήσεις μου, πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά προσκυνήσω, νά ἐξομολογηθῶ, καί συνεχίζω νά πηγαίνω κάθε χρόνο. Τήν ὑπερευχαριστῶ, τήν σκέπτομαι καί ἔχει μιά ξεχωριστή θέση στήν καρδιά μου».
*
Γνωστή τῆς Κέτης πού συχνά τήν φιλοξενοῦσε στό σπίτι της, ἑτοιμαζόταν νά χειρουργηθῆ ἀπό χολή. Ὅταν τό ἔμαθε ἡ Κέτη στενοχωρήθηκε ἀλλά δέν μίλησε. Στήν τελευταία ἀκτινογραφία φάνηκε ὅτι ἡ χολή ἦταν κατακάθαρη. Ὁ γιατρός εἶχε δώσει κάποιο φάρμακο, ἀλλά ἡ ἀσθενής δέν τό ἔπαιρνε τακτικά. Ὅταν ἔμαθε ἡ Κέτη τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐξετάσεως χάρηκε καί μονολόγησε ψιθυριστά: «Δύο μερόνυχτα κομποσχοίνι ἔκανα γι᾿ αὐτό».
Πνευματικές σχέσεις μέ τόν γέροντα Παΐσιο
Στό στενό περιβάλλον τῆς Κόνιτσας ὁ πατήρ Παΐσιος γνώριζε ἀπό μικρός τήν Κέτη καί τήν οἰκογένειά της. Αὐτή τόν ἐκτιμοῦσε καί τόν θαύμαζε γιά τήν εὐλάβειά του καί τήν ἀσκητικότητά του, ἄν καί ἦταν μεγαλύτερη στήν ἡλικία. Διηγεῖτο γελώντας ὁ Γέροντας τά ἑξῆς: «Ὅταν ἦταν νά ᾿ρθοῦν στήν Κόνιτσα οἱ Ἰταλοί, χτύπησαν τό μεσημέρι οἱ καμπάνες γιά νά κρυφθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ Κέτη πῆρε τό μπουκάλι μέ τό λάδι καί πήγαινε στήν Ἐκκλησία γιά τόν Ἑσπερινό, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔτρεχαν νά κρυφθοῦν».
Ὁ Γέροντας συνδέθηκε μέ τήν οἰκογένεια τῆς Κέτης ὅταν ἦρθε στήν Κόνιτσα νά κάνη τήν θεραπεία καί τόν φιλοξένησαν στό σπίτι τους. Αὐτήν τήν εὐεργεσία δέν τήν ξέχασε ποτέ.
Ὅταν ἔμενε στό σπίτι τους, μιά φορά ἔκαναν τήν Παράκληση στήν Παναγία καί τότε ἦρθε νά τόν δῆ ὁ γιατρός Βαντέρας. Εἶδε καί αὐτός ἔκπληκτος τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας νά κουνιέται μέ θόρυβο ἀπό μόνη της.
Ὅταν μόναζε στήν Μονή Στομίου ὁ π. Παΐσιος, ἡ Κέτη πολλές φορές ἔπαιρνε μαζί της τή νύχτα ἕνα ἀνηψάκι τοῦ π. Παϊσίου ἤ τήν ἀδελφή του Χριστίνα καί μέ τό φακό ἀνέβαινε στό Στόμιο γιά νά λειτουργηθῆ.
Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τῆς ἔστελνε γράμματα μέ συμβουλές καί εὐλογίες (Σταυρούς, κομποσχοίνια, βιβλία). Τῆς ζητοῦσε ἄγραφα τετράδια, ὁ ἴδιος ἀντέγραφε χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἁγίους Πατέρες καί τῆς τά ἔστελνε.
Τέλη Ἀπριλίου τοῦ 1971, μετά τό Πάσχα, ὁ γέροντας Παΐσιος πῆγε νά δῆ τήν μητέρα τῆς Κέτης, γιατί κατάλαβε ὅτι θά φύγει. Κάθησε ὅλη τή νύχτα μαζί μέ τήν κυρία Ἑλένη καί συνωμιλοῦσαν. Τό πρωΐ, πρίν φύγη, ἀποχαιρετώντας εἶπε στήν κυρία Ἑλένη ὅτι μετά ἀπό εἴκοσι χρόνια θά ἀνταμώσουν ἐνῶ στήν Κέτη εἶπε ἰδιαιτέρως νά προετοιμάση τήν μητέρα της γιατί θά πέθαινε. Ἔγιναν ὅλα ὅπως τά προεῖπε ὁ Γέροντας. Μετά τήν κοίμηση τῆς κυρίας Ἑλένης ὁ Γέροντας προσευχόταν γιά τήν ψυχή της καί τελικά τήν εἶδε νά βρίσκεται σέ καλό μέρος.
Ὅταν ἔβγαινε ὁ Γέροντας στήν Σουρωτή εἰδοποιοῦσε τήν Κέτη καί αὐτή πήγαινε νά τόν συμβουλευθῆ. Προσφέρονταν πολλοί γιά νά τήν μεταφέρουν μέ τήν ἐλπίδα νά καταφέρουν νά δοῦν καί αὐτοί τόν Γέροντα. Ἀλλά ἡ Κέτη τούς ἔκανε συμφωνία. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, νά σταματήσουν ὅπου βρεθοῦν γιά νά παρακολουθήσουν Ἑσπερινό.
Ἦταν τέλη Μαΐου. Ὁ Γέροντας εἰδοποίησε τήν Κέτη νά ἔρθη νά τήν δῆ. «Τόν βρῆκα νά πονάη ἀφόρητα», εἶπε. Συνωμίλησαν, τήν συμβούλευσε καί τῆς εἶπε νά φύγη γιά νά ξανάρθη τῆς ἁγίας Εὐφημίας, στίς 11 Ἰουλίου. Ἀλλά ὅταν ἔφθασε ἡ ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας ἡ Κέτη ἀπό μικροεμπόδια ἀνέβαλε τήν ἐπίσκεψή της καί μετά πληροφορήθηκε ὅτι ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας στίς 12 Ἰουλίου 1994. Μετανοιωμένη κτυποῦσε τό κεφάλι της καί ἔλεγε: «Καλά μοῦ εἶπε νά πάω, τό ἤξερε ὅτι θά πεθάνει τότε καί ἐγώ δέν πῆγα».
Μετά τήν κοίμησή του ὁ Γέροντας βοήθησε τήν Κέτη. Κάποτε ἐνῶ ἔπαιρνε ἕνα φάρμακο γιά τήν ὀστεοπόρωση, εἶχε ἐξαντληθῆ καί ἀδυνατήσει πολύ. Τόν παρακάλεσε νά κάνη κάτι καί τόν εἶδε στόν ὕπνο της νά τήν συμβουλεύη νά διαβάση καλά τήν συνταγή τοῦ φαρμάκου. Εἶδε ὅτι δέν εἶναι γιά τήν πάθησή της καί τό πέταξε.
Ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τήν κοίμησή της ἕνα πρωϊνό εἶδε ἕνα ρασοφόρο νά μπαίνη στό δωμάτιό της. Τήν παρατήρησε γιά κάποιο σφάλμα πού ἔκανε γιά νά τό διορθώση. Ἡ Κέτη τοῦ εἶπε: «Δέν ντρέπεσαι, παπᾶς ἐσύ καί μπῆκες στό κελλί μου;». Ὁ ρασοφόρος ἀπάντησε: «Δέν μέ γνωρίζεις;» καί ἐξαφανίστηκε. Τότε μόνο ἀνεγνώρισε ὅτι ἦταν ὁ π. Παΐσιος.
Ἡ κοίμησή
Ἀφοῦ ἡ Κέτη συμπλήρωσε τά χρόνια τῆς ὑπηρεσίας της στήν Παιδόπολη καί πῆρε τήν σύνταξή της, ἔμενε προσωρινά στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη Ζαλακώστα. Τελικά κατέληξε στήν Μονή Δουραχάνης γιατί ἐκεῖ εἶχε κάθε μέρα θεία Λειτουργία, ἀκόμη καί ὅλες τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γίνεται Προηγιασμένη. Ἀντί νά ἡσυχάση ἡ εὐλογημένη ψυχή, γιά νά ξεκουράση λίγο τό πολυβασανισμένο καί γερασμένο σῶμα της, αὐτή πήγαινε συχνά στά Ἰωάννινα καί ζητοῦσε ἀπό εὔπορες οἰκογένειες ροῦχα, παπούτσια, τρόφιμα γιά τούς φτωχούς της. Τά χρήματα τῆς σύνταξής της σέ δυό–τρεῖς μέρες τά σκόρπιζε ὅλα στήν ἱεραποστολή καί σέ ἐλεημοσύνες. Στόν γήϊνον αὐτόν κόσμο ἡ Κέτη ἦταν ἀποξενωμένη καί στόν Θεό ἀφιερωμένη. Ἐτήρησε τόν μακαρισμό «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται»[1].
Ἔφθασαν καί οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς της. Ἀργά μιά νύχτα χτύπησε τήν πόρτα σέ γνωστό της σπίτι. Ἔμαθε ὅτι θά χιονίσει καί πῆγε νά μείνη στό σπίτι αὐτό πού ἦταν κοντά στήν Ἐκκλησία τοῦ νεομάρτυρος Γεωργίου, γιά νά λειτουργηθῆ. Πρώτη καί τελευταία φορά δέχθηκε νά ξαπλώση στόν ἄνετο καναπέ τῆς σάλας. Ἔφυγε πρίν ξημερώση καί ἀνοίξη ἡ Ἐκκλησία. Πονοῦσε ἀφόρητα, εἶχαν σταματήσει οἱ γρήγορες κινήσεις της. Ἔμοιαζε μέ τήν συγκύπτουσα τοῦ Εὐαγγελίου. Περιέφερε μόνο τόν σκελετό καί τό δέρμα της μέσα στά φτωχικά μαῦρα ροῦχα της. «Θέλω νά πεθάνω», εἶπε. Ἔφυγε καί δέν ξαναπῆγε σ᾿ αὐτό τό σπίτι. Ἀρρώστησε καί τώρα δεχόταν τήν περιποίηση τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ντουραχάν. Οἱ λίγοι γνωστοί της ἔμαθαν καί τήν ἐπισκέφθηκαν. Λόγῳ ἀδυναμίας δέν μιλοῦσε. Τό πρόσωπό της καί τά μάτια της εἶχαν τήν ὄψη ἄλλου κόσμου. Φαινόταν πώς θά ἔφευγε. Τότε ἦρθε καί ὁ πατήρ Ἀθανάσιος Σουσόπουλος καί τῆς διάβασε συγχωρητική εὐχή.
Ὅταν χειροτέρεψε τήν μετέφεραν στό Νοσοκομεῖο Χατζηκώστα τῶν Ἰωαννίνων καί ἐκεῖ μέ δύο βαθειές ἀνάσες παρέδωσε τήν ἐξαγνισμένη της ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού ἐλάτρευσε καί ὑπηρέτησε σέ ὅλη της τήν ζωή, τήν Τετάρτη στίς 7 Μαΐου 2003.
Ἔβαλαν τό λείψανό της στό ψυγεῖο καί τήν ἄλλη μέρα ἔγινε ἡ κηδεία της στόν ἅγιο Νικόλαο Κονίτσης. Τότε παρατήρησαν τό ἑξῆς ἀσυνήθιστο φαινόμενο. Ἐνῶ εἶχε βγῆ ἀπό τό ψυγεῖο, τό ἄψυχο σῶμα της εἶχε ἐλαστικότητα, δέν εἶχε τή νεκρική ἀκαμψία. Ἔπιαναν τό χέρι της καί τό σήκωναν ψηλά. Ἦταν ἁπαλά καί ἐλαστικά τά μέλη καί ἡ θερμοκρασία τοῦ σώματός της ἦταν ὅπως ἑνός ζωντανοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ π. Κοσμᾶς, ἡγούμενος τοῦ Στομίου, εἶπε δυό λόγια πού συνώψιζαν ὅλη τήν ζωή της: «Νά μιμηθοῦμε τήν ζωή της, τήν ἑκουσίως στερημένη ἀλλά ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο».
Ἀπόψεις γιά τήν Κέτη
Πολλοί πού γνώρισαν τήν Κέτη ἔχουν ἀρνητική γνώμη γι᾿ αὐτήν. Ἦταν σχεδόν ἀπό ὅλους καταφρονεμένη καί παρεξηγημένη. Τήν ἀποκαλοῦσαν νευρασθενῆ, τρελλή. Κάποιος πού τήν συναντοῦσε συχνά στόν δημόσιο δρόμο Ἰωαννίνων–Ἄρτας, πίστευε ὅτι εἶναι μιά τρελλή πού ἀνάβει τά καντήλια. Ἡ Κέτη ἄναβε τά καντήλια στά εἰκονοστάσια τοῦ δρόμου γιά νά προστατεύη ὁ Θεός αὐτούς πού ταξίδευαν, κυρίως τή νύχτα. Ἄλλοι τήν θεωροῦσαν ἐνάρετη καί ζητοῦσαν τήν προσευχή της. Τί ἦταν τελικά ἡ Κέτη; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο καί ὁ Θεός πού ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς γνωρίζει τί ἦταν ἡ Κέτη. Ὁ γέροντας Παΐσιος τήν ἀποκαλοῦσε εὐλογημένη ψυχή, τήν θεωροῦσε γνησία πνευματική ἀδελφή του καί ἔγραφε σέ ἐπιστολή του: «Ἡ Κέτη, κατ᾿ ἐμέ ἡ Ἁγία».
Φυσικό εἶναι ἡ ὑψηλή της ζωή νά μήν κατανοηθῆ καί νά παρεξηγηθῆ ἀπό πολλούς. Ὁ βίος της ἦταν ἀνόμοιος τοῖς πολλοῖς καί σκάνδαλο γιά τούς καθωσπρέπει χριστιανούς. Καί ἡ ἴδια ἐνίοτε ἔκανε ἐπίτηδες κάποιες σαλότητες. Πήγαινε π.χ. στό σπίτι γνωστῆς της καί ἀπαιτοῦσε νά γίνη τό φαγητό στήν στιγμή. Τό ἔτρωγε, τό ἐπαινοῦσε καί τήν ἄλλη μέρα διαμαρτυρόταν: «Τί φαγητό ἦταν αὐτό; Τί ἔβαλες μέσα; Κόντεψα νά πεθάνω».
Οἱ παραξενιές της, φυσικές ἤ προσποιητές, ἴσως ἦταν κατάλοιπα ἀπό τήν ὁμηρία της ἤ τίς ἔκανε σκόπιμα, ἔχουν τήν χάρη τους καί δείχνουν τήν ταπείνωσή της. Δέν προσπαθοῦσε νά δείχνη στούς ἀνθρώπους εὐγενική καί πνευματική συμπεριφορά. Τήν ἐνδιέφερε ὄχι ἡ γνώμη τοῦ κόσμου ἀλλά νά μή γίνεται κάτι πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. Ἱερομόναχος πού τήν γνώρισε καί τήν ἐξωμολόγησε, εἶπε: «Τέτοια ἐξομολόγηση, μέ τέτοια ταπείνωση, δέν ἔχω ξανακούσει».
Ὁ καλός Θεός νά ξεκουράση τήν ψυχή της στήν Βασιλεία Του καί νά τῆς χαρίση ἑκατονταπλάσια ἀπ᾿ ὅσα προσέφερε ὅσο ζοῦσε, καί τήν αἰώνιον ζωήν. Ἀμήν.
[1]. Ματθ. ε΄, 7.
https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-11/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου