06 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – κ΄. Κέτη Πατέρα 3ο Μερος

 Ἀξιόλογα περιστατικά

Κάποτε πού γι­όρ­τα­ζε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νε­κτα­ρί­ου στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος Φι­λιπ­πιά­δος, πῆ­γε ἡ Κέ­τη σέ μιά χή­ρα πού εἶ­χε πολ­λά λου­λού­δια στήν αὐ­λή της, τήν πα­ρα­μο­νή, καί τῆς ζή­τη­σε λου­λού­δια γιά νά φτιά­ξη ἕ­να στε­φά­νι γιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου. Ἡ χή­ρα ἀρ­νή­θη­κε καί δέν τῆς ἔ­δω­σε λου­λού­δια. Ἡ Κέ­τη ἔ­φυ­γε καί μό­νο τῆς εἶ­πε: «Δέν πει­ρά­ζει, μήν μοῦ δί­νης, ἀλ­λά μέ­χρι τό βρά­δυ θά τά χά­σεις, δέν θά σοῦ μεί­νει οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι». Καί πράγ­μα­τι ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νά βρα­διά­ζη, τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ ἔ­πια­σε μιά ρα­γδαί­α βρο­χή καί ἕ­νας ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος δυ­να­τός, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα­ νά μήν μεί­νη οὔ­τε ἕ­να λου­λού­δι, κα­τα­στρά­φη­καν ὅ­λα, ὅ­πως εἶ­χε προ­εί­πει ἡ Κέ­τη.

*

Κά­ποι­α χρο­νιά πή­γαι­νε μέ τόν γνω­στό της πα­πα–Βα­σί­λη νά λει­τουρ­γή­σουν στήν Παν­τά­νασ­σα τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, στίς 8 Σε­πτεμ­βρί­ου. Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τήν ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως νη­στεί­α πού κά­νουν με­ρι­κοί ἀ­πό 1η μέ­χρι 7η Σε­πτεμ­βρί­ου. Ἡ Κέ­τη εἶ­χε κρα­τή­σει τή νη­στεί­α καί ἔ­λε­γε ὅ­τι καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­πρε­πε νά τήν εἶ­χε κρα­τή­σει. Ἔ­φθα­σαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἄ­να­ψαν τά καν­τή­λια καί μό­λις πῆ­γε νά βά­λη “Εὐλογητός” ὁ πα­πᾶς τόν κέ­ντη­σε ἕ­νας ξη­ρό­πο­νος στήν κοι­λιά. Βγῆ­κε ἔ­ξω καί ὅταν με­τά ἔ­βα­λε τό πε­τρα­χή­λι πά­λι αἰ­σθάν­θη­κε πό­νο δυ­να­τό. Αὐ­τό ἐ­πα­να­λή­φθη­κε τέσ­σε­ρις–πέν­τε φο­ρές. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, ἡ Κέ­τη ἀ­νη­συ­χοῦ­σε γιά νά προ­λά­βη νά γυ­ρί­ση στήν δου­λειά της καί ὁ πό­νος δέν ἄ­φη­νε τόν πα­πα–Βα­σί­λη. Ἡ Κέ­τη ἀ­πέ­δι­δε τόν πό­νο στό ὅ­τι δέν εἶ­χε νη­στέ­ψει ὁ πα­πᾶς καί τόν πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά κά­νη τά­μα στήν Πα­να­γί­α ὅ­τι στό ἑ­ξῆς θά κρα­τᾶ αὐ­τή τή νη­στεί­α. Ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α μπρο­στά στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά φυ­λά­ξη σ᾿ ὅ­λη του τήν ζω­ή τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη νη­στεία. Ἀ­μέ­σως ἔ­παυ­σε ὁ ξη­ρό­πο­νος, ἔ­κα­ναν τήν ἀκο­λου­θί­α καί τε­λεί­ω­σαν χω­ρίς κα­νέ­να πρό­βλη­μα τήν Λει­τουρ­γία.

*

Θέ­λη­σαν κά­πο­τε τρί­α–τέσ­σε­ρα κα­κο­μα­θη­μέ­να χω­ρι­α­τό­παι­δα νά πει­ρά­ξουν καί νά ἐκ­φο­βί­σουν τήν Κέ­τη τή νύ­χτα πού θά πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Φό­ρε­σαν κου­κοῦ­λες στό κε­φά­λι τους, πι­ά­στη­καν χέ­ρι μέ χέ­ρι καί ἔ­κλει­σαν τόν δρό­μο ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη πρός τά κά­τω. Ἦ­ταν ἕ­τοι­μα νά ὁρ­μή­ξουν κα­τε­πά­νω της ἀλ­λά συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ ἔκα­νε ὥστε τά βή­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν τους νά κι­νοῦν­ται πρός τά πί­σω καί ὀ­πι­σθο­χω­ροῦ­σαν χω­ρίς νά κα­τα­λά­βουν πῶς, ἐ­νῶ ἡ Κέ­τη ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς τόν σταυ­ρό της, προ­σευ­χό­ταν καί περ­πα­τοῦ­σε πλη­σι­ά­ζον­τας τά παι­διά σέ μι­κρή ἀ­πό­στα­ση. Αὐ­τά ἔ­φυ­γαν ἄ­πρα­κτα καί ἡ Κέ­τη ἀ­πτό­η­τη συ­νέ­χι­σε τόν δρό­μο της γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

*

Κά­πο­τε κα­θώς πή­γαι­νε μέ τά πό­δια ἀ­πό τήν παι­δό­πο­λη γιά τήν Κό­νι­τσα τήν πῆ­ρε ἕ­νας φορ­τη­γατ­ζῆς πού εἶ­χε μα­ζί του καί τήν γυ­ναῖ­κα του. Ἀ­νέ­βαι­ναν τήν Κα­νέ­τα. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν στε­νός, ἀ­νη­φο­ρι­κός καί ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό τήν μιά με­ριά ἦ­ταν βρά­χια καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἀ­πό­το­μη πλα­γιά. Ξαφ­νι­κά κό­πη­καν τά φρέ­να. Ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα ὁ ὁ­δη­γός, πή­δη­ξε ἔ­ξω καί τίς φώ­να­ξε νά πε­τα­χθοῦν καί αὐτές. Ἡ γυ­ναῖ­κα του πή­δη­ξε ἔ­ξω ἀλλά ἡ Κέ­τη δέν κι­νή­θη­κε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε νά μα­ζέ­ψη τά πράγ­μα­τά της καί μα­ζεύ­τη­κε στήν ἐ­σο­χή τοῦ α­ὐ­το­κι­νή­του κά­τω ἀπό τό τζά­μι. Τό αὐ­το­κί­νη­το χτύ­πη­σε σέ βρά­χο καί ἄρ­χι­σε νά κυ­λά­η στήν πλα­γιά. Ὁ ὁ­δη­γός πά­γω­σε ἀ­πό τόν φό­βο του καί, ὅ­ταν σέ λί­γο εἶ­δαν νά βγαί­νη ἡ Κέ­τη σώ­α καί ἀ­βλα­βής, τἄ­χα­σαν. Γνω­στή της τήν ρώ­τη­σε τί σκε­φτό­ταν τό­τε, καί μέ χι­οῦ­μορ ἀ­πήν­τη­σε: «Φο­ροῦ­σα και­νού­ργια ζα­κέτ­τα καί λυ­πό­μουν πού θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη».

*

Ἔ­βλε­πε ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους κα­λούς καί ἔμπαι­νε ἀ­δι­α­κρί­τως σέ ὅ­λα τά αὐ­το­κί­νη­τα. Μιά νύ­χτα ξε­κί­νη­σε γιά τήν Βού­λι­στα Πα­να­γιά. Ἕνα αὐ­το­κί­νη­το πού περ­νοῦ­σε, στα­μά­τη­σε δί­πλα της καί μπῆ­κε μέ­σα. Στόν δρό­μο ὁ ὁ­δη­γός τήν πεί­ρα­ξε μέ λό­για ἄ­πρε­πα καί αὐ­τή ἐ­νῶ ἔ­τρε­χε τό αὐ­το­κί­νη­το ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα γιά νά πη­δή­ση ἔ­ξω. Πρό­λα­βε ὁ ὁ­δη­γός καί στα­μά­τη­σε. Αὐ­τή κα­τέ­βη­κε καί συ­νέ­χι­σε τήν πο­ρεί­α της μέ­σα στή νύ­χτα.

*

Ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον μό­νη της νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τῆ­ται, για­τί εἶ­χε φθά­σει 90 χρό­νων, ἡ Κέ­τη γιά νά τήν ἔ­χη κον­τά τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη στόν Ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, τό ἔτος 1969. Τήν ἡ­μέ­ρα τήν πε­ρι­ποι­εῖ­το ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα καί τή νύ­χτα κα­θό­ταν μα­ζί της ἡ Κέ­τη. Μα­ζί μέ τήν μη­τέ­ρα της ἡ Κέ­τη ἔ­φε­ρε καί μιά εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Βρε­φο­κρα­τού­σης, δι­α­στά­σε­ων 50×40 ἑ­κα­το­στῶν, καί εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ θαυ­μα­τουρ­γή. Ἦταν οἰ­κο­γε­νεια­κό κει­μή­λιο καί πάν­τα ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νά πε­θά­νη κά­ποι­ος τοῦ σπι­τιοῦ, ἡ εἰ­κό­να ἔ­πε­φτε ἀ­πό τό εἰ­κο­νο­στά­σι κά­τω στό πά­τω­μα. Εἶ­πε ἡ Κέ­τη μέ βε­βαι­ό­τη­τα στόν πα­πα–Βα­σί­λη: «Ὅ­ταν θά πε­θά­νη ἡ μη­τέ­ρα ­μου, ἡ εἰ­κό­να θά μᾶς προ­ει­δο­ποι­ή­σει μέ τόν θό­ρυ­βο ἀ­πό τό πέ­σι­μό της». Τήν το­πο­θέ­τη­σαν στό εἰ­κο-

νο­στά­σι, ἀ­νά­με­σα σέ ἄλ­λες εἰ­κό­νες γιά νά τήν συγ­κρα­τοῦν, μέ κλί­ση πρός τόν τοῖ­χο γιά νά στη­ρί­ζε­ται, καί ἔβα­λαν μπρο­στά ἕ­να πη­χά­κι πέν­τε ἑ­κα­το­στῶν. Ἡ εἰ­κό­να ἦ­ταν κα­λά το­πο­θε­τη­μέ­νη καί ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά πέ­ση, ἀλ­λά ἡ Κέ­τη ἐ­πέ­με­νε ὅ­τι, πρίν πε­θά­νη ἡ μη­τέ­ρα της, ἡ εἰ­κό­να θά πέ­σει ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Ἡ Κέ­τη πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν στήν παι­δό­πο­λη καί τό βρά­δυ πού ἐ­πέ­στρε­φε ρω­τοῦ­σε ἄν ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι στήν θέ­ση της. Αὐ­τό συ­νε­χι­ζό­ταν γιά πο­λύ καί ἡ Κέ­τη ἔ­λε­γε ὅ­τι δέν ἦρ­θε ὁ και­ρός ἀ­κό­μη.

Στίς 8 Ἰ­ου­λί­ου 1971 κά­θο­νταν ὁ πα­πα–Βα­σί­λης καί ἡ Κέ­τη στό ἰ­σό­γει­ο καί ξαφ­νι­κά ἀ­κού­στη­κε σάν νά ἔ­πε­σε του­φε­κιά ἀ­πό τό δω­μά­τιο πού ἦ­ταν ἡ εἰ­κό­να. Ἡ Κέ­τη πε­τά­χθη­κε καί φώ­να­ξε «ἔ­πε­σε ἡ εἰ­κό­να». Ἀ­νέ­βη­καν καί εἶ­δαν τήν εἰ­κό­να πε­σμέ­νη στό πά­τω­μα. Μέ εὐ­λά­βεια καί φό­βο τήν ἀ­σπά­στη­καν καί τήν ἔ­βα­λαν στήν θέ­ση της. Ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιον εἶ­ναι πῶς δέν ἔ­πε­σαν καί οἱ ἄλ­λες εἰ­κό­νες πού ἦ­ταν στό ἴδιο εἰ­κο­νο­στά­σι. Ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της εἶ­χε χά­σει τίς αἰ­σθή­σεις, δέν κα­τά­λα­βε τί­πο­τε. Στίς 10 Ἰ­ου­λί­ου, ἡ­μέ­ρα Σάβ­βα­το τό ἔ­τος 1971, δύ­ο μέ­ρες με­τά τό πέ­σι­μο τῆς εἰ­κό­νος, ἐ­κοι­μή­θη ἡ κυ­ρί­α Ἑ­λέ­νη Πα­τέ­ρα, ἡ μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της, καί τήν ἐν­τα­φί­α­σαν στήν Κό­νι­τσα.

Ὕ­στε­ρα ἡ Κέ­τη εἶ­πε ὅ­τι στό ἑξῆς ἡ εἰ­κό­να δέν πρέ­πει νά μέ­νη μέ­σα σέ οἰ­κο­γέ­νεια, πρέ­πει νά πά­η σέ μο­να­στή­ρι καί τήν ἔ­στει­λε στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς Πα­να­γί­ας Ρο­βέ­λι­στας, στήν Ἄρ­τα, ὅ­που φυ­λά­γε­ται μέ­­χρι σή­με­ρα.

*

 Κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή εἶ­χε ἀ­γρυ­πνί­α στή μονή Δου­ρα­χάνης. Τήν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε, στήν συ­νέ­χεια πή­γαι­νε στά Γι­άν­νε­να καί πε­ρί­με­νε ὧ­ρες ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά ξα­να­λει­τουρ­γη­θῆ. Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, κά­ποι­α χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα πού τό θερ­μό­με­τρο ἔ­δει­χνε ἀρ­κε­τούς βαθ­μούς κά­τω ἀ­πό τό μη­δέν καί φυ­σοῦ­σε πα­γω­μέ­νος βο­ριᾶς, με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἦρ­θε στά Γι­άν­νε­να καί­ τρύ­πω­σε σέ κά­ποιο χά­λα­σμα στόν αὐ­λό­γυ­ρο τῆς ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης. Ἔ­στρω­σε κά­τω τό πο­δό­μα­κτρο, τυ­λί­χθη­κε μέ τήν ἐ­λα­φριά κά­πα της καί αἰ­σθάν­θη­κε μιά ζε­στα­σιά σόμ­πας. Ἔτσι κοι­μή­θη­κε πο­λύ ὡ­ραῖ­α.

*

Συ­νή­θι­ζε ἡ Κέ­τη νά πη­γαί­νη σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λες ὧ­ρες στό σπί­τι κά­ποι­ας γνωστῆς της. Κά­ποι­α μέ­ρα στίς 3.30΄ μ.μ. ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­να­παυ­ό­ταν χτύ­πη­σε ἡ Κέ­τη τήν πόρ­τα. Δυ­σα­να­σχέ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α. Ἀ­νοί­γον­τας σχε­δόν θυ­μω­μέ­νη εἶ­δε τό πρό­σω­πο τῆς Κέ­της νά ἀ­στρά­φτη καί τρό­μα­ξε.

*

Ὁ Γ. Ζ. δι­η­γή­θη­κε: «Γνώ­ρι­σα τήν Κέ­τη τό κα­λο­καί­ρι τοῦ 1995. Τό­τε εἶ­χα χω­ρί­σει καί ἐ­πι­σκε­πτό­μουν τό Ντου­ρα­χάν γιά νά προ­σεύ­χω­μαι καί νά πα­ρη­γο­ροῦ­μαι. Μιά μέ­ρα μοῦ εἶ­πε: “Θέ­λεις νά φω­νά­ξω τόν π. Ἀθα­νάσιο νά σέ βο­η­θή­ση;”. Εἶ­πα “ὄχι”. Ὕστε­ρα μοῦ εἶ­πε: “Ἀφοῦ ξέ­ρω για­τί ἔρ­χε­σαι. Για­τί δέν μοῦ τά λές νά ἀνα­κου­φι­στῆ­ς;”. Κα­θή­σα­με ὧ­ρες συ­ζη­τών­τας καί με­τά μοῦ ζή­τη­σε νά τήν πά­ρω μα­ζί μου γιά τά Γι­άν­νε­να. Ζή­τη­σε νά τήν ἀ­φή­σω στό με­τό­χι τοῦ Σι­νᾶ, στήν ἁγία Αἰ­κα­τε­ρί­νη. Μοῦ εἶ­πε: “Ἔχεις κα­λή καρ­διά καί εἶ­σαι κα­λό παι­δί. Θά προ­σευ­χη­θῶ γιά σέ­να καί σύν­το­μα θά γνω­ρί­σεις μιά κα­λή κο­πέλ­λα πού θά ἔ­χει τό ὄ­νο­μά της (ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης)”. Πέ­ρα­σε ἕ­να μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα καί πραγ­μα­τι­κά δέν μοῦ πέ­ρα­σε κἄν ἀ­πό τό μυα­λό μου στήν γνω­ρι­μί­α πού ἔ­κα­να ὅ­τι τό ὄ­νο­μα Κα­τε­ρί­να τῆς γυ­ναί­κας μου ἔ­χει τήν ση­μα­σί­α του. Ἕ­να βρά­δυ Πα­ρα­σκευ­ῆς πού πῆ­γα γιά ὁ­λο­νυ­χτία μα­ζί μέ τήν Κα­τε­ρί­να μέ­σα στό σκο­τά­δι, πα­ρά λί­γο νά πα­τή­σω τήν Κέ­τη πού ἦ­ταν γο­να­τι­στή. Πρίν προ­λά­βω νά τῆς μι­λή­σω, μοῦ ἔ­πια­σε τό πό­δι καί μοῦ εἶ­πε: “Γιάννη, ἔ­φε­ρες καί τήν Κα­τε­ρί­να μα­ζί;”. Ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πά­γω­σα καί θυ­μή­θη­κα τά λό­για της. Δέν θά τήν ξε­χά­σω πο­τέ».

*

Μαρ­τυ­ρί­α ἀ­νω­νύ­μου: «Τήν Κέ­τη Πα­τέ­ρα τήν συ­νάν­τη­σα γιά πρώ­τη φο­ρά τό ἔ­τος 1993 στόν δρό­μο ἀ­πό Ἄρ­τα πρός Ἰ­ω­άν­νι­να καί τήν πῆ­ρα μα­ζί μου στό αὐ­το­κί­νη­το. Τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος στό ἴ­διο ση­μεῖ­ο εἶ­δα μιά για­γιά καί τήν θυ­μή­θη­κα. Ἀ­νέ­βη­κε στό αὐ­το­κί­νη­το, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­πό τήν Κό­νι­τσα καί μοῦ μί­λη­σε γιά τόν π. Πα­ΐ­σιο. Μοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι ἤ­μουν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νος καί ὅ­τι εἶ­χα χω­ρί­σει πρίν δύ­ο χρό­νια. “Δέν πει­ρά­ζει”, εἶ­πε, “­ἴ­σως νά βρῆ κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο­ν”. Σάν νά δι­ά­βα­σε τήν ἐ­γω­ϊ­στι­κή μου σκέ­ψη, “­τί κα­λύ­τε­ρον θά βρῆ­”, ἀ­πάν­τη­σε: “Ὅταν λέ­ω κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο, ἐν­νο­ῶ νά βρῆ κά­ποι­ον γιά νά τῆς δώ­ση τά λοῦ­σα πού ἤθε­λε”. Εἶ­χε δί­και­ο. Τά λοῦ­σα της ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἀ­φορ­μή συ­νε­χῶν προ­στρι­βῶν. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι αὐτή ἡ κο­πέλ­λα πού γνω­ρί­ζω τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Σο­φί­α καί μοῦ ἀ­νέ­φε­ρε στοι­χεῖ­α ἀ­πό τόν χα­ρα­κτῆ­ρα της, καί ὅτι εἶ­μαι πο­λύ τυ­χε­ρός πού βρῆ­κα τέ­τοι­α κο­πέλ­λα. Ἔ­πει­τα μέ μά­λω­σε για­τί τῆς φε­ρό­μουν ἄ­σχη­μα με­ρι­κές φο­ρές καί τήν στε­νο­χω­ροῦ­σα. Μοῦ εἶ­πε νά τῆς δώ­σω χαι­ρε­τί­σμα­τα ἀ­πό μιά για­γιά ἡ ὁ­ποί­α δέν τήν ἔ­χει γνω­ρί­σει ἀλ­λά τήν ξέ­ρει πο­λύ κα­λά. Καί στό τέ­λος πρό­σθε­σε ἐ­πι­τα­κτι­κά: “Αὐτό τό κο­ρί­τσι νά τό πα­ντρευ­τῆ­ς”.

»Με­τά ἀ­πό ὅ­σα μοῦ εἶ­πε ἡ Κέ­τη, κά­τι ἄλ­λα­ξε μέ­σα μου καί εἶ­δα δι­α­φο­ρε­τι­κά τήν Σο­φί­α. Τή νυμ­φεύ­θη­κα, κά­να­με δυ­ό παι­διά καί ζοῦ­με πο­λύ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

»Ἐ­πί­σης μοῦ εἶ­πε: “Γιατί τρέ­χεις τό­σο πο­λύ;”. Κοί­τα­ξα τό κον­τέρ καί εἶ­πα: “Πάω μέ 60 χι­λι­ό­με­τρα­”. Μοῦ εἶ­πε αὐ­στη­ρά: “Δέν ἐν­νο­ῶ τώ­ρα ἀλ­λά ἄλ­λες φο­ρές. Ξέ­ρεις πό­σες φο­ρές σέ φύ­λα­ξε ὁ Θε­ός νά μή σκο­τω­θῆς;”. Πράγ­μα­τι ὄ­χι μό­νο ἔ­τρε­χα πο­λύ, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές ἔ­ψα­χνα νά βρῶ κά­ποι­ον νά κά­νω κόν­τρα στίς στρο­φές τῆς Κα­τά­ρας Με­τσό­βου, ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ αὐ­το­κι­νή­του.

»Ὅ­λα αὐ­τά πού ἄ­κου­σα μέ ἐ­ξέ­πλη­ξαν. Ρώ­τη­σα τήν Κέ­τη γιά κά­ποι­ο γνω­στό μου παι­δά­κι πού εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἄρ­ρω­στο καί οἱ για­τροί δέν μπο­ροῦ­σαν νά ποῦν μέ ἀ­κρί­βεια ποῦ ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἀ­σθέ­νειά του. Μοῦ εἶ­πε ποῦ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τό πρό­βλη­μά του καί αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­κε ἀ­πό εἰ­δι­κές ἐ­ξε­τά­σεις πού ἔ­κα­ναν στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό.

»Ὅταν φθά­σα­με στά Ἰ­ω­άν­νι­να ἀ­νοί­γει τήν τσάν­τα της καί μοῦ δί­νει ἕ­να χαρ­τί γιά νά τό δι­α­βά­σω. Ἔ­γρα­φε γιά τό με­γα­λύ­τε­ρό μου ἐ­λάτ­τω­μα καί τόν τρό­πο γιά νά τό δι­ορ­θώ­σω.

»Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι με­τά τήν συ­νάν­τη­ση μέ τήν Κέ­τη Πα­τέ­ρα ἄλ­λα­ξε ἡ ζω­ή μου. Ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω τά πράγ­μα­τα δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἄλ­λα­ξαν οἱ ἀ­να­ζη­τή­σεις μου, πῆ­γα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γιά νά προ­σκυ­νή­σω, νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ, καί συ­νε­χί­ζω νά πη­γαί­νω κά­θε χρό­νο. Τήν ὑ­πε­ρευ­χα­ρι­στῶ, τήν σκέ­πτο­μαι καί ἔ­χει μιά ξε­χω­ρι­στή θέ­ση στήν καρ­διά μου».

*

Γνω­στή τῆς Κέ­της πού συχ­νά τήν φι­λο­ξε­νοῦ­σε στό σπί­τι της, ἑτοι­μα­ζό­ταν νά χει­ρουρ­γη­θῆ ἀπό χο­λή. Ὅταν τό ἔμα­θε ἡ Κέ­τη στε­νο­χω­ρή­θη­κε ἀλλά δέν μί­λη­σε. Στήν τε­λευ­ταία ἀκτι­νο­γρα­φία φά­νη­κε ὅτι ἡ χο­λή ἦταν κα­τα­κά­θα­ρη. Ὁ για­τρός εἶ­χε δώ­σει κά­ποιο φάρ­μα­κο, ἀλλά ἡ ἀσθε­νής δέν τό ἔπαιρ­νε τα­κτι­κά. Ὅταν ἔμα­θε ἡ Κέ­τη τό ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς ἐξε­τά­σε­ως χά­ρη­κε καί μο­νο­λό­γη­σε ψι­θυ­ρι­στά: «Δύο με­ρό­νυ­χτα κο­μπο­σχοί­νι ἔκα­να γι᾿ αὐτό».

 Πνευματικές σχέσεις μέ τόν γέροντα Παΐσιο

Στό στενό περιβάλλον τῆς Κό­νι­τσας ὁ πα­τήρ Πα­ΐ­σιος γνώ­ρι­ζε ἀ­πό μι­κρός τήν Κέ­τη καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Αὐ­τή τόν ἐ­κτι­μοῦ­σε καί τόν θαύ­μα­ζε γιά τήν εὐ­λά­βειά του καί τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του, ἄν καί ἦταν με­γα­λύ­τε­ρη στήν ἡ­λι­κί­α. Δι­η­γεῖ­το γε­λών­τας ὁ Γέ­ρον­τας τά ἑ­ξῆς: «Ὅ­ταν ἦ­ταν νά ᾿ρθοῦν στήν Κό­νι­τσα οἱ Ἰ­τα­λοί, χτύ­πη­σαν τό με­ση­μέ­ρι οἱ καμ­πά­νες γιά νά κρυ­φθοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ Κέ­τη πῆ­ρε τό μπου­κά­λι μέ τό λά­δι καί πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­τρε­χαν­ νά κρυ­φθοῦν».

Ὁ Γέ­ρον­τας συν­δέ­θη­κε μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Κέ­της ὅ­ταν ἦρ­θε στήν Κό­νι­τσα νά κά­νη τήν θε­ρα­πεί­α καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σαν στό σπί­τι τους. Αὐ­τήν τήν εὐ­ερ­γε­σί­α δέν τήν ξέ­χα­σε πο­τέ.

­ταν ἔ­με­νε στό σπί­τι τους, μιά φο­ρά ἔ­κα­ναν τήν Πα­ρά­κλη­ση στήν Πα­να­γί­α καί τό­τε ἦρ­θε νά τόν δῆ ὁ για­τρός Βαν­τέ­ρας. Εἶ­δε καί αὐ­τός ἔκ­πλη­κτος τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας νά κου­νι­έ­ται μέ θό­ρυ­βο ἀ­πό μό­νη της.

Ὅ­ταν μό­να­ζε στήν Μο­νή Στο­μί­ου ὁ π. Πα­ΐ­σιος, ἡ Κέτη πολ­λές φο­ρές ἔ­παιρ­νε μα­ζί της τή νύ­χτα ἕ­να ἀ­νη­ψά­κι τοῦ π. Πα­ϊ­σί­ου ἤ τήν ἀ­δελ­φή του Χρι­στί­να καί μέ τό φα­κό ἀ­νέ­βαι­νε στό Στό­μιο γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ.

Ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τῆς ἔ­στελ­νε γράμ­μα­τα μέ συμ­βου­λές καί εὐ­λο­γί­ες (Σταυ­ρούς, κομ­πο­σχοί­νια, βι­βλί­α). Τῆς ζη­τοῦ­σε ἄ­γρα­φα τε­τρά­δια, ὁ ἴ­διος ἀντέ­γρα­φε χω­ρί­α ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τούς ἁγί­ους Πα­τέ­ρες καί τῆς τά ἔ­στελ­νε.

Τέ­λη Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1971, με­τά τό Πά­σχα, ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος πῆ­γε νά δῆ τήν μη­τέ­ρα τῆς Κέ­της, για­τί κα­τά­λα­βε ὅ­τι θά φύ­γει. Κά­θη­σε ὅ­λη τή νύ­χτα μα­ζί μέ τήν κυ­ρί­α Ἑ­λέ­νη καί συ­νω­μι­λοῦ­σαν. Τό πρωΐ, πρίν φύγη, ἀποχαιρετώντας εἶπε στήν κυρία­ Ἑλένη ὅ­τι με­τά ἀ­πό εἴ­κο­σι χρό­νια θά ἀν­τα­μώ­σου­ν ἐνῶ στήν Κέ­τη εἶ­πε ἰδι­αι­τέ­ρως νά προ­ε­τοι­μά­ση τήν μη­τέ­ρα της για­τί θά πέ­θαι­νε. Ἔγι­ναν ὅλα ὅ­πως τά προ­εῖ­πε ὁ Γέ­ρον­τας. Με­τά τήν κοί­μη­ση τῆς κυ­ρί­ας Ἑ­λέ­νης ὁ Γέ­ρον­τας προ­σευ­χό­ταν γιά τήν ψυ­χή της καί τε­λι­κά τήν εἶ­δε νά βρί­σκε­ται σέ κα­λό μέ­ρος.

Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ὁ Γέ­ρον­τας στήν Σου­ρω­τή εἰ­δο­ποι­οῦ­σε τήν Κέ­τη καί αὐ­τή πή­γαι­νε νά τόν συμ­βου­λευ­θῆ. Προ­σφέ­ρον­ταν πολ­λοί γιά νά τήν με­τα­φέ­ρουν μέ τήν ἐλ­πί­δα νά κα­τα­φέ­ρουν νά δοῦν καί αὐ­τοί τόν Γέ­ρον­τα. Ἀλ­λά ἡ Κέ­τη τούς ἔ­κα­νε συμ­φω­νία. Ὅ­ταν ἔρ­θη ἡ ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, νά στα­μα­τή­σουν ὅ­που βρε­θοῦν  γιά νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν Ἑσπε­ρι­νό.

Ἦ­ταν τέ­λη Μα­ΐ­ου. Ὁ Γέ­ρο­ντας εἰ­δο­ποί­η­σε τήν Κέ­τη νά ἔρ­θη νά τήν δῆ. «Τόν βρῆ­κα νά πο­νά­η ἀ­φό­ρη­τα», εἶ­πε. Συ­νω­μί­λη­σαν, τήν συμ­βού­λευ­σε καί τῆς εἶ­πε νά φύ­γη γιά νά ξα­νάρ­θη τῆς ἁγί­ας Εὐ­φη­μί­ας, στίς 11 Ἰ­ου­λί­ου. Ἀλλά ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ἑ­ορ­τή τῆς ἁγί­ας Εὐ­φη­μί­ας ἡ Κέ­τη ἀ­πό μι­κρο­ε­μπό­δια ἀ­νέ­βα­λε τήν ἐ­πί­σκε­ψή της καί με­τά πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­τι ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέ­ρον­τας στίς 12 Ἰ­ου­λί­ου 1994. Με­τα­νοι­ω­μέ­νη κτυ­ποῦ­σε τό κε­φά­λι της καί ἔ­λε­γε: «Κα­λά μοῦ εἶ­πε νά πά­ω, τό ἤ­ξε­ρε ὅ­τι θά πε­θά­νει τό­τε καί ἐ­γώ δέν πῆ­γα».

Με­τά τήν κοί­μη­σή του ὁ Γέ­ρον­τας βο­ή­θη­σε τήν Κέ­τη. Κά­πο­τε ἐνῶ ἔπαιρ­νε ἕ­να φάρ­μα­κο γιά τήν ὀστε­ο­πό­ρω­ση, εἶ­χε ἐ­ξαν­τλη­θῆ καί ἀ­δυ­να­τή­σει πο­λύ. Τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά κά­νη κά­τι καί τόν εἶ­δε στόν ὕ­πνο της νά τήν συμ­βου­λεύ­η νά δι­α­βά­ση κα­λά τήν συν­τα­γή τοῦ φαρ­μά­κου. Εἶ­δε ὅ­τι δέν εἶ­ναι γιά τήν πά­θη­σή της καί τό πέ­τα­ξε.

Ἕ­να χρό­νο πρίν ἀπό τήν κοί­μη­σή της ἕ­να πρω­ϊ­νό εἶ­δε ἕ­να ρα­σο­φό­ρο νά μπαί­νη στό δω­μά­τιό της. Τήν πα­ρα­τή­ρη­σε γιά κά­ποι­ο σφάλ­μα πού ἔ­κα­νε γιά νά τό δι­ορ­θώ­ση. Ἡ Κέ­τη τοῦ εἶ­πε: «Δέν ντρέ­πε­σαι, πα­πᾶς ἐ­σύ καί μπῆ­κες στό κελ­λί μου;». Ὁ ρα­σο­φό­ρος ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν μέ γνω­ρί­ζεις;» καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό­τε μό­νο ἀ­νε­γνώ­ρι­σε ὅ­τι ἦ­ταν ὁ π. Πα­ΐ­σιος.

 Ἡ κοίμησή

Ἀφοῦ ἡ Κέτη συμπλήρωσε τά χρό­νια τῆς ὑπη­ρε­σί­ας της στήν Παι­δό­πο­λη καί πῆ­ρε τήν σύν­τα­ξή της, ἔ­με­νε προ­σω­ρι­νά στό σπί­τι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη Ζα­λα­κώ­στα. Τε­λι­κά κα­τέ­λη­ξε στήν Μο­νή Δου­ρα­χά­νης για­τί ἐκεῖ εἶ­χε κά­θε μέ­ρα θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀ­κό­μη καί ὅ­λες τίς ἡμέ­ρες τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς γί­νε­ται Προ­η­γι­α­σμέ­νη. Ἀν­τί νά ἡ­συ­χά­ση ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, γιά νά ξε­κου­ρά­ση λί­γο τό πο­λυ­βα­σα­νι­σμέ­νο καί γε­ρα­σμέ­νο σῶ­μα της, αὐ­τή πή­γαι­νε συ­χνά στά Ἰ­ω­άν­νι­να καί ζη­τοῦ­σε ἀ­πό εὔ­πο­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες ροῦ­χα, πα­πού­τσια, τρό­φι­μα γιά τούς φτω­χούς της. Τά χρή­μα­τα τῆς σύν­τα­ξής της σέ δυό–τρεῖς μέ­ρες τά σκόρ­πι­ζε ὅλα στήν ἱε­ρα­πο­στο­λή καί σέ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Στόν γή­ϊ­νον αὐ­τόν κό­σμο ἡ Κέ­τη ἦταν ἀπο­ξε­νω­μέ­νη καί στόν Θεό ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη. Ἐ­τή­ρη­σε τόν μα­κα­ρι­σμό «μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες, ὅ­τι αὐ­τοί ἐ­λε­η­θή­σον­ται»[1].

Ἔ­φθα­σαν καί οἱ τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες τῆς ἐ­πι­γεί­ου ζω­ῆς της. Ἀρ­γά μιά νύ­χτα χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα σέ γνω­στό της σπί­τι. Ἔ­μα­θε ὅ­τι θά χι­ο­νί­σει καί πῆ­γε νά μεί­νη στό σπί­τι αὐτό πού ἦ­ταν κον­τά στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου, γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Πρώ­τη καί τε­λευ­ταία φο­ρά δέ­χθη­κε νά ξα­πλώ­ση στόν ἄ­νε­το κα­να­πέ τῆς σά­λας. Ἔ­φυ­γε πρίν ξη­με­ρώ­ση καί ἀ­νοί­ξη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Πο­νοῦ­σε ἀ­φό­ρη­τα, εἶ­χαν στα­μα­τή­σει οἱ γρή­γο­ρες κι­νή­σεις της. Ἔ­μοια­ζε μέ τήν συγ­κύ­πτου­σα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Πε­ρι­έ­φε­ρε μό­νο τόν σκε­λε­τό καί τό δέρ­μα της μέ­σα στά φτω­χι­κά μαῦ­ρα ροῦ­χα της. «Θέ­λω νά πε­θά­νω», εἶ­πε. Ἔφυ­γε καί δέν ξα­να­πῆ­γε σ᾿ αὐτό τό σπί­τι. Ἀρ­ρώ­στη­σε καί τώ­ρα δε­χό­ταν τήν πε­ρι­ποί­η­ση τῶν ἀδελ­φῶν τοῦ Ντου­ρα­χάν. Οἱ λί­γοι γνω­στοί της ἔ­μα­θαν καί τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν. Λό­γῳ ἀ­δυ­να­μί­ας δέν μι­λοῦ­σε. Τό πρό­σω­πό της καί τά μά­τια της εἶ­χαν τήν ὄ­ψη ἄλ­λου κό­σμου. Φαι­νό­ταν πώς θά ἔ­φευ­γε. Τό­τε ἦρ­θε καί ὁ πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος Σου­σό­που­λος καί τῆς δι­ά­βα­σε συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή.

Ὅ­ταν χει­ρο­τέ­ρε­ψε τήν με­τέ­φε­ραν στό Νο­σο­κο­μεῖο Χατ­ζη­κώ­στα τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καί ἐ­κεῖ μέ δύ­ο βα­θει­ές ἀ­νά­σες πα­ρέ­δω­σε τήν ἐ­ξα­γνι­σμέ­νη της ψυ­χή στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ πού ἐ­λά­τρευ­σε καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε σέ ὅ­λη της τήν ζω­ή, τήν Τε­τάρ­τη στίς 7 Μα­ΐ­ου 2003.

Ἔ­βα­λαν τό λεί­ψα­νό της στό ψυ­γεῖ­ο καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἔ­γι­νε ἡ κη­δεί­α της στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο Κο­νί­τσης. Τό­τε πα­ρα­τή­ρη­σαν τό ἑ­ξῆς ἀ­συ­νή­θι­στο φαι­νό­με­νο. Ἐ­νῶ εἶ­χε βγῆ ἀ­πό τό ψυ­γεῖ­ο, τό ἄ­ψυ­χο σῶ­μα της εἶ­χε ἐ­λα­στι­κό­τη­τα, δέν εἶ­χε τή νε­κρι­κή ἀ­καμ­ψί­α. Ἔ­πια­ναν τό χέ­ρι της καί τό σή­κω­ναν ψη­λά. Ἦ­ταν ἁπα­λά καί ἐ­λα­στι­κά τά μέ­λη καί ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός της ἦ­ταν ὅ­πως ἑνός ζων­τα­νοῦ ἀν­θρώ­που.

Ὁ π. Κο­σμᾶς, ἡ­γού­με­νος τοῦ Στο­μί­ου, εἶ­πε δυ­ό λό­για πού συ­νώ­ψι­ζαν ὅ­λη τήν ζω­ή της: «Νά μι­μη­θοῦ­με τήν ζω­ή της, τήν ἑ­κου­σί­ως στε­ρη­μέ­νη ἀλ­λά ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στόν Θε­ό καί στόν ἄν­θρω­πο».

 Ἀπόψεις γιά τήν Κέτη

Πολλοί πού γνώρισαν τήν Κέτη ἔχουν ἀρνητική γνώμη γι᾿ αὐτήν. Ἦ­ταν σχε­δόν ἀ­πό ὅ­λους κα­τα­φρο­νε­μέ­νη καί πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη. Τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν νευ­ρα­σθε­νῆ, τρελ­λή. Κά­ποι­ος πού τήν συ­ναν­τοῦ­σε συ­χνά στόν δη­μό­σιο δρό­μο Ἰ­ω­αν­νί­νων–Ἄρ­τας, πί­στευ­ε ὅ­τι εἶ­ναι μιά τρελ­λή πού ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια. Ἡ Κέ­τη ἄ­να­βε τά καν­τή­λια στά εἰ­κο­νο­στά­σια τοῦ δρό­μου γιά νά προ­στα­τεύ­η ὁ Θε­ός αὐ­τούς πού τα­ξί­δευ­αν, κυ­ρί­ως τή νύ­χτα. Ἄλ­λοι τήν θε­ω­ροῦ­σαν ἐ­νά­ρε­τη καί ζη­τοῦ­σαν τήν προ­σευ­χή της. Τί ἦ­ταν τε­λι­κά ἡ Κέ­τη; Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μυ­στή­ριο καί ὁ Θε­ός πού ἐ­τά­ζει καρ­δί­ας καί νε­φρούς γνω­ρί­ζει τί ἦταν ἡ Κέτη. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χή, τήν θε­ω­ροῦ­σε γνη­σία πνευ­μα­τι­κή ἀδελ­φή του καί ἔ­γρα­φε σέ ἐ­πι­στο­λή του: «Ἡ Κέ­τη, κατ᾿ ἐ­μέ ἡ Ἁ­γί­α».

Φυ­σι­κό εἶ­ναι ἡ ὑ­ψη­λή της ζω­ή νά μήν κα­τα­νο­η­θῆ καί νά πα­ρε­ξη­γη­θῆ ἀ­πό πολ­λούς. Ὁ βί­ος της ἦταν ἀ­νό­μοι­ος τοῖς πολ­λοῖς καί σκάν­δα­λο γιά τούς κα­θω­σπρέ­πει χρι­στια­νούς. Καί ἡ ἴ­δια ἐ­νί­ο­τε ἔ­κα­νε ἐ­πί­τη­δες κά­ποι­ες σα­λό­τη­τες. Πή­γαι­νε π.χ. στό σπί­τι γνω­στῆς της καί ἀ­παι­τοῦ­σε νά γί­νη τό φα­γη­τό στήν στιγ­μή. Τό ἔ­τρω­γε, τό ἐ­παι­νοῦ­σε καί τήν ἄλ­λη μέ­ρα δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν: «Τί φα­γη­τό ἦ­ταν αὐ­τό; Τί ἔ­βα­λες μέ­σα; Κόν­τε­ψα νά πε­θά­νω».

Οἱ πα­ρα­ξε­νι­ές της, φυ­σι­κές ἤ προ­σποι­η­τές, ἴσως ἦταν κα­τά­λοι­πα ἀπό τήν ὁμη­ρία της ἤ τίς ἔκα­νε σκό­πι­μα, ἔχουν τήν χά­ρη τους καί δεί­χνουν τήν τα­πεί­νω­σή της. Δέν προ­σπα­θοῦ­σε νά δεί­χνη στούς ἀν­θρώ­πους εὐ­γε­νι­κή καί πνευ­μα­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά. Τήν ἐν­δι­έ­φε­ρε ὄ­χι ἡ γνώ­μη τοῦ κό­σμου ἀλ­λά νά μή γί­νε­ται κά­τι πού δέν ἀ­ρέ­σει στόν Θε­ό. Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος πού τήν γνώ­ρι­σε καί τήν ἐξω­μο­λό­γη­σε, εἶ­πε: «Τέ­τοια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, μέ τέ­τοι­α τα­πεί­νω­ση, δέν ἔ­χω ξα­να­κού­σει».

Ὁ κα­λός Θε­ός νά ξε­κου­ρά­ση τήν ψυ­χή της στήν Βα­σι­λεία Του καί νά τῆς χα­ρί­ση ἑκα­το­ντα­πλά­σια ἀπ᾿ ὅσα προ­σέ­φε­ρε ὅσο ζοῦ­σε, καί τήν αἰ­ώ­νι­ον ζω­ήν. Ἀμήν.

[1]Ματθ. ε΄, 7.

 https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-11/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου