21 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηροςΜερος Α΄




Σπυρίδων Μηνέττος[1] γεννήθηκε στό χωριό Γεννάδι Ρόδου στίς 12 Δεκεμβρίου 1898, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου καί ἔλαβε τό ὄνομα.

Οἱ γονεῖς του Κωνσταντῖνος καί Χριστίνα ἦταν πτωχοί βιοπαλαιστές, ἀλλά πολύ εὐσεβεῖς. Ἀνέθρεψαν τόν πρωτότοκο Σπῦρο καί τά μικρότερα ἀδέλφια του Μανώλη, Μηνᾶ, Εἰρήνη, Ἐλευθερία καί Ἰωάννη χριστιανικά καί μέ πολλή ἀγάπη.
Φοίτησε στό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Οἱ γονεῖς του ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ὁ μικρός Σπῦρος ὑπεραγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔβλεπε σάν δεύτερο σπίτι του.

Ἀπό μικρό παιδί στεκόταν ὄρθιος σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας καί, ὅπως ἔλεγε ἡ μητέρα του, καταλάβαινε τούς Ψαλμούς, χωρίς νά ἔχη διδαχθεῖ ἀπό κανέναν. Συχνά ἐπαναλάμβανε τά λόγια τοῦ ψάλτη ἤ τοῦ ἱερέα.

Ἡ ἴδια ἡ μητέρα του Χριστίνα, διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό: «Βρισκόμασταν στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στό Γεννάδι. Παρακολουθούσαμε σκυφτοί τόν ἱερέα πού στήν μεγάλη εἴσοδο κρατοῦσε τά θεῖα Δῶρα καί κατευθυνόταν πρός τό Ἱερό. Σήκωσε τό κεφάλι του ὁ πεντάχρονος τότε Σπῦρος καί ἀνεφώνησε: “Μαμά, ἕνα ἄσπρο περιστέρι κάθεται πάνω στό Δισκοπότηρο!”. Κοίταξα καί δέν εἶδα τίποτε! Τρόμαξα! “Τί βλέπει τό παιδί;”, ἀναρωτήθηκα. Ὁ μικρός Σπῦρος τό κοίταζε συνεπαρμένος μέχρι πού ὁ ἱερέας μπῆκε στό Ἱερό. “Σκύψε, τοῦ λέω, μήν κοιτᾶς!”. Ἔσκυψε τό κεφάλι ὁ Σπῦρος ἐπιμένοντας. “Μά τό εἶδα, μαμά! Ἦταν ἕνα ἄσπρο περιστέρι καί καθόταν ἐπάνω στό Δισκοπότηρο!”». Αὐτή τήν ἐμπειρία δέν τήν ξέχασε ποτέ, ἀλλά καί ποτέ δέν ἤθελε νά τήν συζητήση.

Στήν ἡλικία τῶν 10‒12 ἐτῶν δέν ἦταν σάν τά ἄλλα παιδιά. Τά τραγούδια καί οἱ χαρές δέν τόν τραβοῦσαν. Διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή, τό Ψαλτήρι, τούς βίους τῶν Ἁγίων, διάφορες προσευχές καί ἔμαθε πάρα πολλά ἀπό μνήμης. Ἦταν πολύ σοβαρός γιά τήν ἡλικία του, πολύ ἀπόμακρος, χαμένος στούς δικούς του λογισμούς.

Μιλοῦσε στήν μητέρα του γιά τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ἔλεγε: «Κοίταξε ὅλα αὐτά γύρω μας, οἱ ὀμορφιές τοῦ κόσμου, τά χρήματα, τά χρυσά, τά ὡραῖα φαγητά, ὅλες οἱ ἐπίγειες χαρές, εἶναι μάταια! Μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός καί ἡ ἄλλη ζωή, ἡ ἀτέλειωτη!».

Μιλοῦσε γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί ἡ μητέρα του δάκρυζε. Ἤξερε πώς ὁ Σπῦρος της ἀνῆκε στόν Θεό! Καί ὁ Σπῦρος τό ἀπέδειξε! Μεγαλώνοντας ἤθελε νά ἀκολουθήση τόν μοναχικό βίο, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τόν διακαῆ του πόθο νά ὑπηρετήση τόν Χριστό!

Ἀπό πολύ μικρός ἔπρεπε νά ἐργαστῆ μαζί μέ τόν πατέρα του, πού ἦταν μπογιατζῆς καί ἔβαφε ἀνδρικά ροῦχα. Στά δώδεκά του χρόνια εἶχε μάθει τήν τέχνη καί μαζί μέ τόν πατέρα του, κουβαλοῦσαν μέ τό γαϊδουράκι τους τίς παραγγελίες τῶν πελατῶν στά γύρω δέκα περίπου χωριά τῆς νότιας Ρόδου. Τότε οἱ ἄνδρες φοροῦσαν μαῦρα πουκάμισα χωρίς γιακᾶ καί μαῦρα παντελόνια (βράκες) ὥς τά γόνατα. Ἀγόγγυστα δούλευε σκληρά κάθε μέρα μέ τήν προσευχή στά χείλη. Μόλις βράδιαζε ἔτρεχε στόν Ἑσπερινό. Στίς ἑορτές δέν ἐργαζόταν, γιά νά μπορῆ νά ἐκκλησιάζεται καί νά ψάλλη.

Τά χρήματα τῆς δουλειᾶς τους ἦταν πάντα λίγα γιά τήν πολυμελῆ οἰκογένειά τους. Οἱ πτωχοί ἄνθρωποι τούς πλήρωναν τίς περισσότερες φορές μέ εἶδος˙ λαχανικά ἀπό τά χωράφια τους, γάλα, αὐγά, μέλι καί ἄλλα.

Ἔζησε μέ μεγάλη του λύπη καί πόνο τόν θάνατο τῶν δύο δίδυμων νηπίων ἀδελφῶν του Ἐλευθερίου καί Ἰωάννη, πού πέθαναν στήν θανατηφόρα γρίππη τοῦ 1918. Ὅπως μᾶς διηγιόταν, ὅλο σχεδόν τό χωριό εἶχε ἀρρωστήσει καί πολλοί ἄφησαν τά ἐγκόσμια. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀρρωστήσει πολύ ἐλαφρά μέ τήν γρίππη καί ἀνέλαβε νά περιποιῆται τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του πού τήν εἶχαν ἁρπάξει ἀρκετά βαριά. Ὅταν μέ τά ἴδια του τά χέρια ἀναγκάστηκε νά σκάψη τούς τάφους τῶν δίδυμων ἀδελφῶν του, πού ὑπεραγαποῦσε καί, πού σέ ἡλικία μόλις ἑνάμιση χρονῶν ἔφυγαν γιά τόν Παράδεισο, ἔκλαψε πολύ. Δέν ἔχασε ὅμως τήν πίστη του στόν Θεό.

Ὑπέμεινε τήν Κατοχική πεῖνα τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου καί ἐπέζησε, ἄν καί πολλοί ἄνθρωποι χάνονταν καθημερινά ἀπό τήν στέρηση. Ἐκεῖνος μάζευε χόρτα ἀπό τά βουνά καί τά χωράφια καί λίγους καρπούς ἀπό τά δέντρα τοῦ κήπου τους, ἀπό τά ἐλάχιστα πού εἶχαν ἀφήσει οἱ ξένοι στρατιῶτες. Ὅλα αὐτά τά μοίραζε στούς πεινασμένους, πού εἶχαν ἀρχίσει νά πρήζωνται ἀπό τήν ἔλλειψη τροφῆς. Γιά τόν ἑαυτό του κρατοῦσε ἐλάχιστη τροφή ἴσα‒ἴσα γιά νά ἀντέξη καί νά μήν πεθάνη.

Καί πάλι ὅμως ἡ πίστη του στόν Θεό ἔμεινε ἀκέραιη καί δυνατή. Μέ ὑπομονή, μέ ἐγκαρτέρηση καί πάντοτε μέ τήν προσευχή στά χείλη, περίμενε νά τελειώση «ἡ δοκιμασία τοῦ Θεοῦ», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Κωσταντῆς, ὁ Σπῦρος κατάλαβε πώς ἡ τέχνη πού ἔμαθε ἦταν πλέον ἄχρηστη, γιατί οἱ ἄνδρες ἄρχισαν νά φορᾶν στενά παντελόνια, πού δέν τά ἔβαφαν ποτέ. Τότε μετέτρεψε τό βαφεῖο ‒μπογιατζίδικο‒ σέ ὑπνοδωμάτιο καί τόπο προσευχῆς. Τώρα ἐργαζόταν σέ ἀγροτικές ἐργασίες τῆς ἀδελφῆς του  Εἰρήνης. Ὅταν δέν εἶχε δουλειά στά χωράφια, βοηθοῦσε στό σπίτι. Μᾶς νουθετοῦσε καί δίδασκε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς καί στά ξαδέλφια μας, ἄν τύχαινε νά εἴμαστε ὅλοι μαζί. Θυμᾶμαι, πώς μᾶς μιλοῦσε γιά τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἐξηγοῦσε τίς παραβολές Του, τά θαύματά Του, τόν Σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του. Μᾶς διηγόταν βίους καί θαύματα Ἁγίων, εἰδικά αὐτῶν πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, τούς ὁποίους ὑπεραγαποῦσε.

Στήν μέση ἡλικία του ὁ Σπυρίδων εἶχε μεταβῆ στήν νῆσο Πάτμο, προκειμένου νά μονάση στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου. Ἔμεινε ἐντυπωσιασμένος μέ ὅσα εἶδε καί ἔζησε στήν Νῆσο, πού ἐξόριστος ὁ ἀγαπημένος μαθητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἔγραψε τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. «Μυστήριο εἶναι ὁ Θεός», ἔλεγε. «Τά δικά μας γήϊνα μάτια δέν μποροῦν νά ἰδοῦν τό μεγαλεῖο Του!».

Ἡ παραμονή του στό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως δέν κράτησε πολύ. Βρῆκε τήν ζωή τῶν μοναχῶν σ᾿ ἐκεῖνο τό Μοναστήρι χαλαρή καί ὄχι αὐστηρή, ὅσο ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε. Γι᾿ αὐτό καί ξαναγύρισε στό ἀγαπημένο του χωριό, τό Γεννάδι.

Κάποτε οἱ συγχωριανοί του τοῦ εἶχαν κάνει προξενειό μέ ἕνα καλό κορίτσι νά παντρευτῆ καί νά μήν εἶναι μόνος. Τούς εὐχαρίστησε λέγοντας, πώς αὐτός δέν ἦταν ὁ προορισμός του καί πώς ὁ ἴδιος δέν ἔνοιωθε μόνος, γιατί εἶχε συντροφιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία!

Ὁ Σπυρίδων ἦταν πολύ λιτοδίαιτος. Λίγα μαγειρεμένα λαχανικά ἤ ὄσπρια μέ λάδι, ὅταν δέν νήστευε, λίγα φροῦτα ἤ λίγοι ξηροί καρποί τοῦ ἀρκοῦσαν. Νήστευε πάρα πολύ. Ἴσως περισσότερο ἀπό τόν μισό χρόνο. Κάθε ἑβδομάδα Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή ἔτρωγε μόνο τό βράδυ ἕνα κομμάτι ἀντίδωρο καί ἔπινε νερό. Ἔκανε δηλαδή ἐνάτη ἤ καλύτερα ἀσιτία.

Τόν Δεκαπενταύγουστο ἔτρωγε ἀντίδωρο καί ἔπινε νερό τά βράδια καί μόνο τά Σαββατοκύριακα ἔτρωγε λάδι. Νήστευε ἀκόμα στίς γιορτές τῶν μεγάλων Ἁγίων καί τά δύο σαρανταήμερα τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα χωρίς λάδι ἤ ἐλιές.

Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔκανε τήν πιό αὐστηρή νηστεία. Τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες ἔτρωγε τό ἀντίδωρό του καί τήν Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή καί τό Μ. Σάββατο δέν ἔτρωγε τίποτε καί δέν ἔπινε οὔτε νερό.

Στήν Ἀνάσταση μεταλάβαινε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί τό πρόσωπό του ἔλαμπε μέ ἕνα παράξενο φῶς, πού μᾶς ἔκανε νά τόν κοιτᾶμε ἐκστατικοί. Ἀνήμερα τήν Ἀνάσταση ἔτρωγε ἕνα μικρό πιᾶτο λαχανικά μέ λάδι καί ἀργότερα πρός τό βράδυ ἔτρωγε, κατά τό ἔθιμο, ἕνα κόκκινο αὐγό καί ἕνα λαδοκούλουρο.

Νήστευε καί ταυτόχρονα ἐργαζόταν στά χωράφια ἤ βοηθοῦσε στό σπίτι. Μία ἡμέρα, θυμᾶμαι, γύρισε ἀπό κάποια ἀγροτική ἐργασία καί εἶπε στήν μητέρα μου: «Ἀδελφή, σήμερα ἐνῶ δούλευα, αἰσθάνθηκα ζαλάδα καί ἀναγκάστηκα νά σπάσω τήν ἄσκησή μου πίνοντας νερό ἀπό τό πηγάδι. Αὐτό τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός!».

Ἡ μητέρα μας βλέποντας τήν ὑπερβολική ἄσκηση καί τίς στερήσεις του, στενοχωριόταν γιά τόν ἀδελφό της, ὅταν μάλιστα ἄρχισε νά γερνάη καί νά μήν βλέπη πολύ καλά. Μέ πολλή πίεση, τοῦ ἔδωσε τότε ἕνα δωμάτιο στόν ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ της, γιά νά κοιμᾶται καί νά προσεύχεται ἥσυχος χωρίς ἐνοχλήσεις. Οἱ γονεῖς μας κοιμόταν ἀκριβῶς ἀπό κάτω στό ἰσόγειο. Καί στό νέο του ὅμως δωμάτιο δέν κοιμόταν πολύ. Στηριζόμενος σέ ἕνα χοντρό ξύλο, σάν μπαστούνι, προσευχόταν μέχρι τήν αὐγή. Κι ὅταν τίς ὧρες ἐκεῖνες ἀποκαμωμένο τόν βύθιζε ὁ ὕπνος, ἡ μητέρα μας ἄκουγε μεγάλο θόρυβο στό δωμάτιό του, κάτι σάν σεισμό καί σφύριγμα δυνατοῦ ἀέρα, ἡ πόρτα του ἔτριζε, τά ἔπιπλα μετακινιόταν πέραδῶθε, ἐνῶ μία ἀδύναμη φωνή καλοῦσε «βοήθεια!». Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/23askites-mesa-kosmo-101/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου