22 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηροςΜερος Β΄τελευταιο




Αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές καί μᾶς τό διηγήθηκε ἡ μητέρα μας ἀργότερα, ὅταν πιά ἤμασταν μεγάλα παιδιά. Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Σπυρίδων πολεμοῦσε μέ τόν διάβολο πλέον, ἀφοῦ εἶχε νικήσει τά πάθη του.

Οἱ συγχωριανοί του τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σέβονταν. Ὅταν πήγαινε στήν Ἐκκλησία ἤ στήν δουλειά, ὅλοι τους τόν ἔδειχναν μέ τό δάκτυλό τους. «Νά, ὁ ἅγιος Σπῦρος!», ἔλεγαν καί σταματοῦσαν γιά νά τόν χαιρετήσουν. Κι ἐκεῖνος τούς ἀνταπέδιδε τόν χαιρετισμό μέ καλωσύνη, λέγοντάς τους πώς «Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Προσεύχεσθε γιά νά ἔχετε φώτιση!». Ἀρκετοί συγχωριανοί καί συγχωριανές τοῦ ζητοῦσαν τήν συμβουλή του σέ διάφορα θέματα κι ἐκεῖνος μέ καλωσύνη τούς συμβούλευε.

Ὅσο ὁ θεῖος μας γερνοῦσε, χαιρόταν νά μᾶς ἔχη κοντά του καί νά μᾶς κατηχῆ. «Ἡ νηστεία, μᾶς ἔλεγε, ἐξαϋλώνει τόν ἄνθρωπο, καθαρίζει τό μυαλό ἀπό τίς προσωπικές μας στενοχώριες καί ἐντάσεις καί μᾶς φέρνει κοντά στόν Θεό. Νηστεία καί ἐξομολόγηση πᾶνε μαζί, πρίν λάβωμε τήν θεία Κοινωνία».

Ὁ ἴδιος νήστευε καί ἐξομολογιόταν πολύ τακτικά καί κοινωνοῦσε μέ φόβο Θεοῦ. Πίστευε ὅτι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι φάρμακο τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς κάθε Χριστιανοῦ.

Στό πρόσωπό του ἦταν ζωγραφισμένη ἡ καλωσύνη, ἡ πραότητα, ἡ θεία Χάρη. Χαιρόμασταν κι ἐμεῖς, ἡ οἰκογένειά του, ἀλλά καί ὅλο τό χωριό νά τόν κοιτᾶμε καί νά τόν ἔχωμε κοντά μας. Πάντα ὑπομονετικός, χωρίς κακίες ἤ ἄλλες ἐξάρσεις. Ἀναρωτιόμασταν, πῶς μπορεῖ νά μήν θυμώνη ποτέ καί γιά τίποτα!

Μᾶς δίδασκε γιά τήν μεγάλη σημασία τῆς ἀγάπης. «Νά ἀγαπᾶμε ἀλλήλους, εἶπε ὁ Χριστός. Μά πιό πολύ πρέπει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας! Αὐτό μᾶς μειώνει τόν ἐγωϊσμό, μᾶς κάνει ἀνεκτικούς στόν πλησίον μας καί μᾶς ἀνυψώνει πνευματικά. Τό νά ἀγαπᾶμε μόνο αὐτούς πού μᾶς ἀγαποῦν, εἶναι εὔκολο καί εὐχάριστο. Πρέπει νά ἀγαπᾶμε τά ζῶα, τά δέντρα καί ὅλη τήν κτίση, γιατί εἶναι δημιουργία τοῦ Θεοῦ».

Ἡ μητέρα μας πίστευε πώς ὁ θεῖος μας Σπῦρος ἔβλεπε θεϊκές ὀπτασίες, ἀλλά δέν ἤθελε νά συζητᾶ γι᾿ αὐτό. Μιλοῦσε συχνά γιά θεῖες ἐμπειρίες Ἁγίων, πού εἶχαν ἁρπαχτῆ καί ὁδηγηθῆ ὡς τόν τρίτο οὐρανό καί εἶδαν πράγματα πού ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά συλλάβη τήν ὀμορφιά τους. Κάθε φορά πού μιλοῦσε γι᾿ αὐτά, τό πρόσωπό του ἔλαμπε μέ ἕνα παράξενο φῶς. Ὑποψιαζόμασταν ὅτι κι ἐκεῖνος εἶχε δικές του παρόμοιες ἐμπειρίες, ποτέ ὅμως δέν θέλησε νά μᾶς τίς ἀποκαλύψη.

«Τί εἶναι Θεός;», τόν ρώτησα μία ἡμέρα. Μέ κοίταξε μέ τό ἤρεμο βλέμμα του καί εἶπε: «Εἶναι τό ἄκτιστο, τό ἀνέσπερο Φῶς, ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος. Παντοδύναμος καί Ἀόρατος. Πανταχοῦ παρών! Χωρίς Ἀρχή καί χωρίς Τέλος! Διάβαζε, παιδί μου, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, τό Ψαλτήρι, τούς βίους τῶν Ἁγίων καί τίς Προσευχές καί θά καταλάβης!».

Ὅταν εἶχε μερικά κέρματα δέν τά ξόδευε. Τά ἔρριχνε σ᾿ ἕνα κουτί. Ὅταν ὕστερα ἀπό καιρό συγκέντρωνε ἕνα μικρό ποσό, 100‒200 δρχ., τά ἔδινε σέ πολύ φτωχές οἰκογένειες, πού γνώριζε πώς εἶχαν ἀνάγκη.

Μία ἡμέρα μέ φώναξε καί μέ ρώτησε ἄν ἤξερα πῶς βρέθηκε στό τραπέζι τοῦ δωματίου του ἕνα εἶδος βαμβάκι. Τό εἶδα καί ἀπόρησα κι ἐγώ. Ἦταν διαστάσεων 5х5 πόντους περίπου, μέ ἀποτυπωμένη τήν μορφή τῆς Παναγίας, νά κρατᾶ τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της. Ἀκριβῶς ὅπως στίς εἰκόνες τῶν τέμπλων, χωρίς ὅμως χρώματα. Τό βαμβάκι αὐτό ὅταν τό ἄγγιζες ἐλαφρά, διαλυόταν. Τό βάλαμε προσεκτικά σέ ἕνα κουτάκι στό εἰκονοστάσι. Κάπου‒κάπου πήγαινα καί τό κοίταζα. Παρέμεινε τό ἴδιο. Κι ἐγώ ἀπέφευγα νά τό ἀγγίξω, γιά νά μήν διαλυθῆ. Λίγο ἀργότερα ἔφυγα γιά τήν Αὐστραλία. Ἔκτοτε δέν ἔμαθα τί ἀπέγινε τό βαμβάκι μέ τό ἀποτύπωμα τῆς Παναγίας μέ τό θεῖο Βρέφος.

Ἐκκλησιαζόταν κάθε φορά πού ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ καλοῦσε σέ Ἑσπερινό ἤ θεία Λειτουργία. Στεκόταν στό ἴδιο θρονί μέσα στό ἀναλόγιο, στά ἀριστερά τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη, ἀκίνητος, ὁλόρθος, ἀπόκοσμος, ἄλλοτε σιγοψάλλοντας καί ἄλλοτε προσευχόμενος. Μιλοῦσε μόνο ὅταν ὁ ψάλτης ζητοῦσε τήν συμβουλή του σέ θέματα τυπικῆς διάταξης τῶν Ἀκολουθιῶν, πού κατεῖχε ἄριστα.

Ὁ ἀείμνηστος ἱερέας π. Νικόλαος, στό τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, ἀντί ἀντιδώρου, τοῦ προσέφερε ἕνα μέρος ἀπό τό πρόσφορο πού ἔβγαζε τίς μερίδες, ἕνα μέρος τοῦ ὁποίου ἔτρωγε ἐντός τοῦ ναοῦ καί τό ὑπόλοιπο τό ἔπαιρνε στό σπίτι καί τό ἔτρωγε μέ πολλή προσοχή καί σεβασμό.

Μιλοῦσε λίγο καί χαμηλόφωνα. Κι ἡ φωνή του ἔδειχνε συγκατάβαση, εἶχε τόνο φιλικό, πατρικό, συμβουλευτικό.

Ἔχοντάς τον σάν ὑπόδειγμα ἤμουν κι ἐγώ ἀπό μικρός μέσα στήν Ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσα ἀνελλιπῶς ὅλους τούς Ἑσπερινούς καί μέ εὐχαριστοῦσε νά τόν ἀκούω νά ψάλλη. Τοῦ ὀφείλω μάλιστα εὐγνωμοσύνη, γιατί ἀπό μικρό μέ εἰσήγαγε στήν ψαλτική τέχνη, μαθαίνοντάς μου τούς ἤχους μέ βάση τά Ἀναστάσιμα Ἀπολυτίκιά τους.

Ἡ συστηματική μελέτη τῶν θεόπνευστων βιβλίων καί ἡ ψαλτική του ἐνασχόληση τόν ἐξοικείωσαν μέ τήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, τήν ἀκραιφνῆ καθαρεύουσα, ἔτσι ὥστε νά τήν κατανοῆ παρά τήν ἐλλειπῆ φοίτησή του σέ σχολεῖα.

Ἐνθυμοῦμαι, ὄντας μαθητής τῆς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ, πῶς κατάφερε νά ἀντιπαρατεθῆ καί νά ἀποστομώση ἑλληνικῆς καταγωγῆς χιλιαστή τῆς Αὐστραλίας, πού εἶχε ἔλθει σκόπιμα στό Γεννάδι προκειμένου νά προσηλυτίση καί τόν θεῖο καί ὅλη τήν οἰκογένειά μας. Ἀνέτρεπε μέ πατερική ἐμβρίθεια καί δεινότητα τά ἐπιχειρήματα τοῦ χιλιαστῆ, χωρίς ἐκεῖνος νά μπορῆ νά ἀντιλέξη.

Σέ μία ἄλλη περίπτωση, ἐπιστρέφοντας μαζί ἀπό ἕναν Ἑσπερινό καί συζητώντας, τοῦ εἶπα μία ἐκκλησιαστική ρήση λανθασμένα. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα μοῦ ζήτησε νά τήν ἐπαναλάβω καί μοῦ τήν διόρθωσε, δίνοντας σέ μένα τό γυμνασιόπαιδο ἕνα δυνατό μάθημα ἀρχαιογνωσίας.

Δέν εἶχε τίς ἀνέσεις γιά ἀτομική καθαριότητα καί δέν γνωρίζω ἄν εἶχε λούσει ποτέ τό σῶμα του. Καί ὅμως, ἀνέδιδε ἁγιαστική καθαρότητα καί εὐωδία.

Σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν ἀδελφό του Μηνᾶ, μέ ἡμερομηνία 10 Μαρτίου 1931, ὅπου ἀφηγεῖται τόν θάνατο τοῦ πατέρα τους, τοῦ γράφει: «Ὁ πατέρας, Μηνᾶ, ἦταν εὔσπλαχνος στούς πτωχούς, στούς ξένους καί ἡμεῖς πρέπει γιά τήν ψυχήν του νά δίνωμεν στούς πτωχούς, διότι αὐτό χρειάζεται τώρα ὁ πατέρας καί νά τόν μνημονεύωμεν. Λοιπόν, ἀγαπητέ ἀδελφέ, ἄς ἔχωμεν ὑπομονήν καί ἄς δεώμαστε τόν Θεόν νά ἀναπαύση τήν ψυχήν του εἰς τόπον ἀνέσε- ως…».

Σέ παρόμοια ἐπιστολή, ὅπου ἀναγγέλλει τόν θάνατον τῆς μητέρας του Χριστίνας στίς 23 Ἰουνίου 1953, γράφει: «Ἀπέθανεν, Μηνᾶ, ἔτσι ἥσυχα‒ἥσυχα. Ὅσοι ἦρθαν καί εἶδαν τό λείψανον ἐθαύμαζον τήν εὐμορφίαν πού εἶχε τό πρόσωπόν της καί ὅλον τό σῶμα της καί τό ἐδιηγοῦντο. Ἦταν ὡσάν λαμπρόν, φωτεινόν. Ὅλοι λέγουν πώς ἦτον καλή γυναῖκα, δέν ἐμάλωνε μέ κανέναν, δέν ἔκαμεν τίποτες κακά. Εἶχεν εἰς τήν ζωήν της ἀκούσει ἀπό τό στόμα μου πολλά διηγήματα θρησκευτικά καί εἶχε πάντα τόν θεῖον φόβον εἰς τήν καρδίαν της. Δέν κλαίω, Μηνᾶ, τόσον τόν θάνατόν της, ὅσον κλαίω τούς πόνους της πού ἐτράβηξε μέχρι θανάτου…».

Ὁ ἀείμνηστός μου θεῖος σ᾿ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του ὑπῆρξε ὁ κοσμοκαλόγηρος τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς πραότητας, τῆς ταπείνωσης, τῆς ἐλεημοσύνης. Μία ζωή ὁσιακή, ἁγιαστική, μέ τόν Χριστό καί γιά τόν Χριστό!

Ὁ Σπυρίδων δέν εἶχε σοβαρές ἀρρώστειες στήν ζωή του. Μόνο στήν ἡλικία τῶν 76 χρόνων ἔπαθε κάτι σάν γεροντική ἄνοια, ὅμως γιά λίγο καιρό, γιατί γρήγορα ἦρθε τό τέλος.

Ἡ μητέρα μου τοῦ ἔδινε λίγη σούπα, νερό ἤ γάλα. Τήν κοιτοῦσε, τήν γνώριζε καί τῆς ἔλεγε: «Σέ ἔστειλε ὁ Θεός νά μέ προσέχης τώρα πού εἶμαι ἀνήμπορος! Εἶσαι καλή, Εἰρήνη, θά πᾶς στόν Παράδεισο!».

Δύο ἑβδομάδες πρίν κοιμηθῆ, ἔπεσε σέ κῶμα, χωρίς νά ἔχη πάθει ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Τό μάθαμε κι ἐγώ κι ἡ ἀδελφή μου Χριστίνα πού ζούσαμε μέ τίς οἰκογένειές μας στήν Αὐστραλία ἀπό τήν μητέρα μας καί εἴχαμε πολύ λυπηθῆ πού ὁ ἀγαπημένος μας θεῖος ἦταν στά τελευταῖα του καί βρισκόμασταν μακριά του. Τόν περιποιόταν ἡ μητέρα μας καί ἡ ξαδέλφη μας Τσαμπίκα. Μάλιστα, τοῦ ἔψαλλαν τροπάρια καί ψαλμούς ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Κι ἐνῶ ἦταν σέ κῶμα, στό ἄκουσμα τῆς ψαλμωδίας χαμογελοῦσε εὐχαριστημένος!

Κοιμήθηκε εἰρηνικά χωρίς πόνους, στίς 11 Νοεμβρίου τοῦ 1974.

Σαράντα ἡμέρες μετά τήν κοίμησή του, ὁ θεῖος μας Μανώλης Μηνέττος ἐπισκέφτηκε τήν μητέρα μας καί τῆς εἶπε: «Εἰρήνη, εἶδα χθές τήν νύχτα σέ ὄνειρο τόν ἀδελφό μας Σπῦρο. Μοῦ εἶπε ὅτι κάθε βράδυ θυμιάζεις τό κρεββάτι του, κλαῖς καί παραπονιέσαι πού ἔφυγε καί σέ ἄφησε. “Πές τῆς Εἰρήνης”, εἶπε, “νά μήν τό κάνη αὐτό πιά, γιατί μέ στενοχωρεῖ πολύ”».

Ἡ μητέρα μας ἔμεινε ἄφωνη! Κανείς δέν ἤξερε ὅτι θυμιάζει κάθε βράδυ τό δωμάτιο τοῦ ἀποθαμένου ἀδελφοῦ της Σπύρου καί κλαίει μιλώντας του. Αὐτό γινόταν μέ κλεισμένες πόρτες, ἀργά τό βράδυ πρίν κοιμηθῆ.

Ἡ πεθερά μου Δέσποινα Μηλιοῦ, πού πέθανε σέ ἡλικία 100 χρονῶν καί ὡς νεωκόρος πρόσφερε τίς ὑπηρεσίες της στούς Ἱερούς Ναούς τοῦ Γενναδίου, μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: «Κάθε φορά πού ἄναβα τά καντήλια στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας (εἶναι τό κοιμητήριο τοῦ Γενναδιοῦ) ἄναβα καί τό καντήλι στόν τάφο τοῦ ἀναγνώστη Σπύρου. Ἀρκετές φορές παρατήρησα νά μέ τυλίγη μία ἐξαίσια μυρωδιά πού ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο του καί ὅταν ἔφευγα ἡ μυρωδιά μέ ἀκολουθοῦσε καί ἐρχόταν πίσω ἀπό τόν ὦμο μου μέχρι πού ἔφθανα στό σπίτι μου».

Ἀπό τά θεῖα σκηνώματα, ὅπου ἀναπαύεται ἡ ἁγία ψυχή του, ἄς πρεσβεύη καί γιά μᾶς καί τά παιδιά μας, γιά τήν Πατρίδα μας καί γιά τήν Ἐκκλησία μας!

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

1. Ὁ βίος γράφτηκε ἀπό τόν ἀνηψιό του Κωνσταντῖνο Μηνέττο.

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/23askites-mesa-kosmo-101/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου