20 Απριλίου, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΤΜΟΥ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΜΕΡΟΣ 1ο

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΑΡΩΜΑ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ 

Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που γνώρισαν τον άγιο Αμφιλόχιο, έζησαν μαζί του και τον συναναστράφηκαν, τον περιγράφουν ως άντρα ψηλό και ευθυτενή, αρχοντικό στην όψη και στους τρόπους386, ιλαρό και ακτινοβόλο στη μορφή, γλυκύ στην εκφορά του λόγου387. Ταυτόχρονα όμως και εξαιρετικά ευαίσθητης και ευάλωτης κράσης, γεγονός που συντέλεσε ώστε, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, να ταλαιπωρείται από ασθένειες 388( Χρόνια υπέφερε από σακχαρώδη διαβήτη και ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε καρδιολογικά προβλήματα, βλ.: Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ. 75. Η μοναχή Φιλαρέτη σε προσωπική συνομιλία μαζί μας, την 1η Αυγούστου του 2019, στην Ι. Μ. Ευαγγελισμού στην Πάτμο, έκανε λόγο και για λεύκωμα και για ανοιχτές πληγές στα πόδια του, που του προκαλούσαν φρικτούς πόνους.  ) ˙ «… κάθε χρόνο τον επισκέπτετο η γρίπη…» 389 και η επίσκεψή της τον χειμώνα του 1969-1970 έμελε να είναι αυτή που θα συντελούσε στην μετάβασή του στην αιωνιότητα. 

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του και τα γεγονότα προ του τέλους 

Καθώς πλησιάζει την ηλικία των ογδοντα αποσύρεται, όλο και πιο συχνά, πότε στο Κουβάρι και πότε στον Ευαγγελισμό, για περισυλλογή και αυτοεξέταση προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την εκδημία του. Σε ιδιόγραφη επιστολή του που χρονολογείται από τον Μάιο του 1955, δεκαπέντε χρόνια πριν την κοίμησή του, σημειώνει: «… στο ασκητήριόν μου παραμένω και εξετάζω τον εαυτόν μου, αν είμαι έτοιμος, για να πετάξω εκεί, όπου κάθε θνητός είναι υποχρεωμένος να κατευθυνθή…» 390. Βιώνει το δίλημμα μεταξύ της επιθυμίας του να πορευθεί προς τον Χριστό αλλά και της αγάπης του προς τα παιδιά του, που τον υποχρεώνει να παραμείνει κοντά τους ως στήριγμα πνευματικό 391 . Οι συμβουλές και οι προτροπές του, για την κατάκτηση της αγιότητας, αρχίζουν να αποκτούν άλλη βαρύτητα. Σχεδόν δύο χρόνια προ του τέλους του, είναι βέβαιος ότι αυτό επίκειται σύντομα 392(«… Δύο χρόνια προ της κοιμήσεως του, την Μεγάλη Παρασκευή του 1968 ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου της Μονής του Ευαγγελισμού τον βλέπει μία αδελφή να προσεύχεται με κατάνυξη. Τα δάκρυά του τρέχουν ποταμιδόν… εις την επίμονη ερώτησή της απαντά: “Σήμερον που είναι και επίσημη μέρα θα σας πω ένα μυστικό. Είχα πληροφορία ότι θα αναχωρήσω γρήγορα. Λυπούμαι που θα σας αφήσω παιδιά μου. Γι’ αυτό εύκολα κλαίω…”…», Ο Γέροντάς μας, σ.97.  ) και στο διάστημα που μεσολαβεί, με κάθε πρόσφορο τρόπο, προετοιμάζει τα πνευματικά του παιδιά, τους μοναχούς και τις μοναχές, που είχε υπό την πνευματική του ευθύνη και ένιωθε οικείους του393( «… Έδωσε σε όλους τις συμβουλές που ο καθένας είχε ανάγκη. Είχε το προορατικό χάρισμα…», Π. Νικηταρά, Ο Γέροντας, σ.81.  ) . Τον Μάιο του 1968 μεταβαίνει στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις και φιλοξενείται για δύο μήνες, σε πνευματικά του παιδιά που σπουδάζουν εκεί394( Πρόκειται για τους Γρηγόριο Ζουμή, μετέπειτα ηγούμενο της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους και τον συμφοιτητή του Γαβριήλ Γιουβρή, Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.73. ) . Σύντομα οι νεαροί διαπιστώνουν ότι οι πραγματικοί  λόγοι  της  άφιξής του στο κλεινόν άστυ δεν  ήταν ιατρικοί αλλά πνευματικοί˙ ο αποχαιρετισμός  προσφιλών του προσώπων και η αίτηση συγγνώμης: «... Όπου πηγαίναμε στο τέλος έβαζε εδαφιαία μετάνοια, λέγοντας: -Και αν σε κάτι σας λύπησα και δεν το κατάλαβα, να με συγχωρέσετε, γιατί εγώ πρέπει να ετοιμάζωμαι για το ουράνιο ταξίδι…» 395(Ο μακαριστος Γρηγορίος Δοχειαριτης στο βιβλιο , Πνευματική Συμπόρευσις, σ.77-78,  αναφέρει με θαυμασμό πως ο σχεδόν ογδοντάχρονος τότε γέροντας, υπεβλήθη σε τέτοια ταλαιπωρία και ταξίδεψε μέχρι την Αίγινα και το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, του οποίου υπήρξε κτήτορας και ιδρυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την ηγουμένη: «...Άγιος είναι αυτός, που, όχι μόνον δίνει άφεση, αλλά διασχίζει πελάγη και διανύει μακρούς δρόμους, για να ζητήση συγγνώμη και όταν μάλιστα δεν φταίει…»  ). Αν και η κατάσταση της υγείας ήταν βεβαρυμμένη, δέχεται πλήθος κόσμου, στο προσωρινό κατάλυμά του στην πρωτεύουσα και δεν διώχνει ποτέ κανέναν. Τον επόμενο χρόνο, το Πάσχα του 1969, δίνει «… το πρώτο δυνατό αποχαιρετιστήριο μήνυμα…» 396. Μετά το πέρας της ακολουθίας, ανεβαίνει στο σύνθρονο και αποχαιρετά με τον αναστάσιμο ασπασμό του «Χριστός Ανέστη» ένα-ένα τα πνευματικά του παιδιά: «… Ασπάζεται συγκινημένος για πρώτη φορά όλες τις μοναχές στο κεφάλι… “- Τούτο το φίλημα δεν είναι καλό. Προμηνύει τον δικό μας υστερινό χαιρετισμό”…» 397(Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.79. ). Στην εκπνοή του καλοκαιριού, του ίδιου χρόνου, υπό την σκιά του αγαπημένου του πεύκου, διατυπώνει προφητικά και με επισημότητα την βεβαιότητά της εκδημίας του: «… -Αδελφοί μου και αδελφές μου, εγώ αυτόν τον χρόνο θα φύγω…» 398 . Το βράδυ, πριν την αγρυπνία των Θεοφανείων του 1970, εκφράζει την επιθυμία του στην νεαρή τότε μοναχή Χριστονύμφη και σημερινή ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού, να τελέσει την κούρα της σε μεγαλόσχημη, στην διάρκεια της νυχτερινής ακολουθίας. Η πρότασή του αιφνιδιάζει και βρίσκει απροετοίμαστη την αδελφότητα. Η νεαρή δόκιμη του μεταφέρει την αντιπρόταση της ηγουμένης Ευστοχίας, για τέλεση της κουράς της το προσεχές Πάσχα, για να λάβει ως απάντηση ότι ο ίδιος δεν θα είναι μαζί τους τότε, αλλά θα κάνει Πάσχα στον ουρανό399 . Ακολουθεί η σύντομη ασθένεια. Την ημέρα εορτασμού της μνήμης του αγίου Χριστοδούλου, στις 16 Μαρτίου 1970, εκδηλώνει τα πρώτα συμπτώματα μιας ελαφριάς μορφής γρίπης 400 , η οποία τάχιστα εξελίσσεται σε πνευμονία401 και σταδιακά τον καταβάλλει. Οι δυνάμεις του εξασθενούν και τον εγκαταλείπουν   μέρα με την ημέρα. Στο πανηγύρι του Ευαγγελισμού συμμετέχει στην Θεία Λειτουργία, παρακολουθώντας από το κελί του, στον πύργο της Μονής. Αγωνιζόμενος μέχρι την τελευταία του στιγμή, αρνείται να προσφέρει ανάπαυση στο σώμα του και με δυσκολία δέχτηκε να καταλύσει τη νηστεία της μεγάλης τεσσαρακοστής, πίνοντας λίγο γάλα. Την Δ΄ Κυριακή των νηστειών μετέχει στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μεταλαμβάνει. Έπειτα από την προηγιασμένη Θεία Λειτουργία της επόμενης Τετάρτης, καθηλώνεται402 «… στην στρωμνή της κακώσεως και οδύνης…» 403 . Το Σάββατο του Ακαθίστου λαμβάνει την Θεία Κοινωνία στο κελί του και οι παρευρισκόμενοι γίνονται μάρτυρες θαυμαστού γεγονότος: «... θείον φως περιέλαμψε το πρόσωπόν του και χάρις θεϊκή επλήρωσε τον Πύργον…» 404 . Η διαύγεια του πνεύματος και οι αισθήσεις του δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Μέχρι την τελευταία του πνοή προσευχόταν, συνομιλούσε, ευλογούσε, νουθετούσε, παρηγορούσε, δίδασκε405. Στον καθένα έδινε τις συμβουλές που χρειαζόταν αλλά η «... ευχή να εργασθούμε για την Εκκλησία και την Ελλάδα ήταν κοινή σε όλους… αγαπούσε την Εκκλησία και την Ελλάδα˙ με αυτές τις πτέρυγες πετούσε πάντοτε…» 406 . Ο πόθος των πνευματικών του παιδιών να παρατείνουν την φυσική του παρουσία κοντά τους, συμπυκνώνεται στις παρακλήσεις τους και τις προσπάθειες τους να γιορτάσουν μαζί του το τελευταίο Πάσχα. Στην επιμονή τους αναγκάζεται να τους κάνει κοινωνούς των μυστικών, θεϊκών αποκαλύψεων, που βίωνε: «... “Αφήστε με, καλά μου παιδιά, να φύγω, ήρθε η ώρα μου”. “Γιατί, Γέροντα,… δεν μένεις μαζί μας τούτο το Πάσχα;”… “Ευλογημένε Παύλε407, είδα την Παναγία και τον Θεολόγο προ ολίγου και τους παρεκάλεσα να μείνω κοντά στα παιδιά μου κι’ αυτό το Πάσχα, αλλά μου είπαν: Δεν γίνεται άλλο, ελήφθη η απόφασις˙ Πάσχα θα κάμης στους Ουρανούς μαζί μας. Κι’ αυτό το λέγω σαν εξομολόγηση, επειδή με βιάζεις, μη το ειπής σε άλλους”…» 408 . Ταυτόχρονα όμως, προσφέρει παρηγοριά και ελπίδα. Διαβεβαιώνει όλους, ότι και από τον ουρανό θα συνεχίσει να είναι μαζί τους και να τους συμπαραστέκεται με πατρική αγάπη409 . Αρχές της τελευταίας εβδομάδας της σαρακοστής παρουσιάζει επιδείνωση και αποστέλλονται ο διάκονος Γρηγόριος (Ζουμής) και ο π. Γαβριήλ (Γιουβρής) στην Κάλυμνο, προκειμένου να προσκομίσουν αίμα του αγίου, σε αιματολογικό εργαστήριο, για εξετάσεις ζαχάρου. Δυο μέρες αργότερα, την Πέμπτη, η παρασκευάστρια τους ενημέρωσε ότι το αίμα του ευωδίαζε410  

-65-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου