19 Απριλίου, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΤΜΟΥ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕΡΟΣ 7ο

 
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Στο μοναχοϊεραποστολικό του όραμα, που στηριζόταν στην σύζευξη της προσευχής με την κοινωνική δράση και προσφορά, η έννοια της ιεραποστολής, πέρα από την προσφορά του ευαγγελικού λόγου, περιελάμβανε και την κάλυψη των σωματικών, ψυχικών και πνευματικών αναγκών των ανθρώπων. Η ιεραποστολή δεν νοούνταν πάντα ως προσφορά και γνωριμία του ανθρώπου με τον άγνωστο σ’ αυτούς λόγο του Ευαγγελίου. Ήταν και στήριξη της πίστης των ήδη βαπτισμένων χριστιανών και η προσπάθεια αυτή, για τον άγιο Αμφιλόχιο ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την προσπάθεια για την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας τους. Αυτή η αντίληψη για την ιεραποστολή καθιστούσε το όραμά του για τον μοναχισμό πλήρως εναρμονισμένο όχι μόνο με τις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής του αλλά και πολλών δεκαετιών αργότερα, και προσέθετε μία επιπλέον διάσταση στο μοναχοϊεραποστολικό του όραμα. Η ιεραποστολή δεν ήταν μόνο η μετάδοση του λόγου του Θεού σε αβάπτιστους ή ήδη βαπτισμένους χριστιανούς. Ήταν επιπλέον, αν όχι πρωτίστως, αποκατάσταση της ψυχικής και ταυτόχρονα και της σωματικής υγείας των πιστών κι αυτό συνιστούσε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της κοινωνικής δράσης και προσφοράς του και φανέρωνε την προορατικότητα του ανδρός357. «… Πόθος του ήταν να κτίζη μοναστήρια “ψυχής ιατρεία” στα οποία να καταφεύγουν οι κάθε είδους ψυχικά τραυματισμένοι, να είναι πραγματικά νοσοκομεία-πανδοχεία, όπου οι πληγωμένοι να λαμβάνουν τα σχετικά φάρμακα, να νοσηλεύονται όσον καιρόν απαιτούν οι ανάγκες του καθενός και υγιείς να αποδίδωνται στην κοινωνία!… πόσον ψηλά θα εστέκοντο τα μοναστήρια αν εξεπλήρωναν τον ωραίον αυτόν οραματισμόν…, του μιμητού του καλού Σαμαρείτου…» 358 . Ο χαρακτήρας και οι προϋποθέσεις του κοινωνικού του έργου Η προσφορά προς τον ελάχιστο αδελφό αποτελούσε στάση ζωής για τον άγιο της Πάτμου και μία διαρκή έκφραση της ποιμαντικής του φροντίδας, απ’ όποιο εκκλησιαστικό μετερίζι κι αν υπηρέτησε˙ «… Αν δεν είχε ξένο στο τραπέζι, το φαγητό δεν κατέβαινε…[…]…Ο φτωχός Ευαγγελισμός φιλοξενούσε κάθε μέρα τους περαστικούς… Πίστευε πως η φιλοξενία είναι πατροπαράδοτη αρετή και έχει πολλή παρρησία στον Θεό και μισθό εκατονταπλάσιο. Ορθόδοξοι, προτεστάντες, καθολικοί, Ρώσσοι, Γάλλοι, Γερμανοί, στου Αμφιλοχίου την πόρτα εύρισκαν πατρική θαλπωρή…[…]…Ποτέ δεν πονοκεφαλούσε για τα υλικά αγαθά. Πάντα πίστευε στην ευλογία των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων… Παρά την ανέχεια, ο Γέροντας κράτησε την φιλοξενία και τα δοσίματα πολύ ψηλά. Δεν κοίταζε ποτέ τι έχουμε, αλλά τι θα δώσουμε…» 359 . Η προσφορά του, που πήγαζε από την αγαπώσα καρδία του, είχε κυρίως χαρακτήρα ευκαιριακό, αλλά ταυτόχρονα και θυσιαστικό. Ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των καιρών, προσέφερε στο μέγιστο των δυνατοτήτων του είτε υλικά είτε πνευματικά, ακόμα κι αν στερούνταν ο ίδιος ή το μοναστήρι  του360 (Εκτός από τα περιστατικά που αναφέρονται ότι ακόμα και στα χρόνια της μεγάλης πείνας, όχι μόνο πρόσφερε την μερίδα του κι έμενε ο ίδιος νηστικός, αλλά παρότρυνε και τις μοναχές στην ελεημοσύνη, όσο κι αν στερούνταν και υπέφερε και το μοναστήρι τους, αναφέρεται και το γεγονός ότι στα ίδια εκείνα χρόνια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, που διακονούσε στην Παναγία την Διασώζουσα, προτίμησε με το πρόσφορο, που προόριζε για τη Θεία Λειτουργία, να ταΐσει έναν μισοπεθαμένο που κειτόταν στην πόρτα του ναού: «... – Και η ζωή είναι μυστήριο. Καλύτερα να του δώσουμε το πρόσφορο, μήπως και συνέλθη, κι ας μη λειτουργήσουμε…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.48.). Δεν υπολόγισε ποτέ κόπους, κούραση ή οποιαδήποτε άλλα εμπόδια361 , στην προσπάθειά του να ελαφρώσει το φορτίο του διπλανού του362 («… Για ανθρώπους που άλλοι πατέρες της Μονής έλεγαν πως δεν είναι άξιοι ούτε το κατώφλι του μοναστηριού να πατούνε, ο πτωχός Γέροντας έδινε τα πάντα, μέχρι σκανδαλισμού…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.32. ), ανεξάρτητα από το αν η στήριξη και η συμπαράστασή του απευθυνόταν προσωπικά σε κάποιον μεμονωμένο συνάνθρωπό του ή στόχευε στη συνδρομή των επιτακτικών αναγκών πλήθους αναξιοπαθούντων και κατατρεγμένων. Κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξαν ιστορικές συγκυρίες και καταστάσεις που, εξαιτίας των ιδιαίτερα αυξημένων αναγκών, η δράση του στον τομέα της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς υπήρξε πιο έντονη και καθοριστικής σημασίας για τον λαό της Δωδεκανήσου 363 .Ακολουθώντας στο θέμα αυτό το παράδειγμα αγιασμένων μορφών του παρελθόντος, όταν «…οι αμέριμνοι και ολοκληρωτικά αφιερωμένοι στην άσκηση και την προσευχή μοναχοί…» κλήθηκαν «…να συμμετάσχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι διά της ευποιΐας και φιλανθρωπίας…» 364 , δραστηριοποιήθηκε, κινητοποιώντας ταυτόχρονα κι άλλους 365 ( «… Είχε την ικανότητα να διαισθάνεται την δυνατότητα που έχει ο άλλος και να τον ενεργοποιή, άλλον στην μελέτη, άλλον στο κήρυγμα, άλλον στην άσκηση. Εκείνος, ωστόσο, έμενε στην κλήση του: μοναχός, ιερομόναχος...ήταν μια γεννήτρια, που έδινε κίνηση σε όλους εμάς…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.74.) , για την αντιμετώπιση κοινωνικών, εθνικών, πνευματικών και εκκλησιαστικών προβλημάτων˙ «... αν και ήτανε μοναχός και ζούσε εκτός του κόσμου, ήτανε και εντός του κόσμου. Τα προβλήματα της εποχής του – εκκλησιαστικά, πνευματικά, εθνικά, κοινωνικά – δεν τον άφηναν αδιάφορο. Πέραν από τις γονυκλισίες και τις ασίγητες δοξολογίες και ικεσίες, έτεινε χείρα βοηθείας παντού και πάντοτε. Μάλιστα πολλές φορές έβαλε σε κίνδυνο και αυτήν την ζωή του και των ακολούθων του. Η εποχή του σ’ όλους τους τομείς ήτανε δύσκολη. Κοσμογονική μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε…»366 Ωστόσο, το βαθύτερο κίνητρο αυτής της άοκνης και πολύπλευρης κοινωνικής δράσης του δεν εντοπίζεται μόνο στην γνήσια και κατά Θεόν αγάπη του για τον άνθρωπο. Πηγάζει και από την αγάπη του για τον μοναχισμό. Βλέποντας την παρακμή του μοναχισμού και αντιλαμβανόμενος την αναγκαιότητα της αναδιοργανώσεως του μοναστικού βίου, επιδιώκει να πραγματώσει, «…τη σύζευξη δράσεως και προσευχής, πράξεως και θεωρίας…» 367,σύμφωνα με τους κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου, με σκοπό να αποκαταστήσει στη συνείδηση του κόσμου  το κύρος και την αξία του μοναχισμού και των εκπροσώπων του. Έγραφε χαρακτηριστικά τον Δεκέμβρη του 1960: «…Τώρα τα λόγια των ιεροκηρύκων και των πολιτικών είναι σαν να ρίχνουν νέφτι στη φωτιά. Ο πτωχός και αμόρφωτος λαός εγκατελείφθη και τώρα δεν ακούει, θέλει έργα και ζωή χριστιανικής αγάπης, θέλει να συμπάσχωμε ως αδελφοί. Μόνο με την αγάπη προς αυτούς, με έργα φιλανθρωπίας θα επαναφέρωμε τους αδελφούς μας κοντά στον Χριστόν. Και γι’ αυτό πρέπει έστω και αργά να σχηματίσωμε την μερίδα την χριστιανικήν των εξεγερθέντων, να βοηθήσουμε με έργα και λόγια τα αδέλφια μας που τόσον πάσχουν σωματικά και πνευματικά… Ο Θεός να βοηθήση τους πιστούς και την Εκκλησία Του την Αγία…» 368 . Αν και τον βλέπουμε να συνδράμει και να προσφέρει με όποιον τρόπο δύναται και μπορεί, μέσα από οργανωμένα ιδρύματα, όπως το Ορφανοτροφείο της Ρόδου, το Ίδρυμα «Άγιος Νεκτάριος» στα Χανιά ή την «Γερβάσειο Στέγη Θηλέων» στην Κάλυμνο, μπορούμε να πούμε, ότι ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η προσφορά του έφερε ευκαιριακό χαρακτήρα. Καθώς η εμπλοκή του σε κάθε ένα απ’ αυτά υπήρξε άλλοτε αποτέλεσμα προσκλήσεως άλλων προσώπων369 κι άλλοτε ήταν απάντηση δική του στις ανάγκες της κοινωνίας ή των πνευματικών του παιδιών370, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η οργανωμένη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και προσφορά δεν υπήρξε ποτέ για τον ίδιο αυτοσκοπός και δεν άφησε τέτοια παρακαταθήκη στους μαθητές ή τις μοναχές του371(Τέτοια παρακαταθήκη δεν άφησε ούτε και στον φίλο του Φιλόθεο Ζερβάκο: «…στο τέλος του Ιουνίου του ’58 μου άφησε παραγγελιά να δώσω στον Γέροντα της Λογγοβάρδας:  - Να πης στον Γέροντά  σου να  σταματίση να  γυρίζη στον κόσμο, γιατί θα πεθάνη και δεν θα υπάρχη άνθρωπος να τον διαδεχθή…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.181.   ).  Αντίθετα, «… δυσκολεύτηκε πολύ να συγκατατεθεί τότε στο αίτημα του Έλληνος διοικητού, διότι απείχε από το μοναχικό ιδεώδες το οποίο είχε οραματισθεί…» 372 . Στόχος και μέριμνά του ήταν η διατήρηση του μοναστικού χαρακτήρα του κοινωνικού έργου του. Για τον ίδιο ήταν αδιανόητο ένα μοναστήρι ή ένας μοναχός να μην ασκεί την ελεημοσύνη και ταυτόχρονα το ίδιο απορριπτέα ήταν και η οποιαδήποτε κοινωνική προσφορά και δράση στο όνομα του Χριστού, αλλά στην ουσία ξεκομμένη από Αυτόν. Έλεγε χαρακτηριστικά: «…Δεν νοείται μοναστήρι...που να μην εξασκή την ελεημοσύνη στους αναξιοπαθούντας, την λατρεία, τον λόγο του Κυρίου και την εξομολόγηση. Πρώτα θα τους δίνουμε τα ανθρώπινα κι έπειτα θα τους ομιλούμε για τον Χριστό…» και «…Η υπερβολή στα φιλανθρωπικά ιδρύματα στεγνώνει τον επίσκοπο πνευματικά κι ο επίσκοπος δουλεύει μέσα στην Εκκλησία σαν κουφάρι. Είναι και η φιλανθρωπία έργο της Εκκλησίας, αλλά περισσότερο απ’ όλα η πνευματική βοήθεια προς τους ανθρώπους. Την φιλανθρωπία μπορεί να την βρουν και αλλού, αλλά την σωτηρία μόνον στην  Εκκλησία. Αλλοίμονο αν η Εκκλησία παρουσιάζεται στον κόσμο σαν φιλανθρωπικό ίδρυμα κι όχι ως ταμείον της Χάριτος του Θεού…» 373 . Χωρίς να απορρίπτει κανέναν τρόπο διακονίας και κανένα δρόμο σωτηρίας, η καταξίωση κάθε μορφής κοινωνικού έργου, περνούσε πάντα, για τον ίδιο, μέσα από την βαθύτερη σύνδεση με τον Χριστό και την Εκκλησία Του, για να οδηγήσει τελικά στον μοναχισμό. Με λόγο προφητικό374(Η αδελφότητα της «Ζωής», μετά από έντονες και επίπονες εσωτερικές διεργασίες, διασπάστηκε το 1960 με την ίδρυση της Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ») θα έλεγε κανείς, «…Τα χρόνια που διακονούσε στην Ζωή ως πνευματικός, δειλά-δειλά έλεγε στον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα: - Καλά είναι που εργάζεσθε μέσα στον κόσμο, αλλά, όταν παρέρχεται η ηλικία, καλόν είναι να έχετε ένα μοναστήρι, να ενδύεσθε το μοναχικό τριβώνιο και, με τις ευχές της Εκκλησίας και τις ακολουθίες, να καταξιώνεται η αφιέρωσή σας. Αν δεν καταλήγετε στον μοναχισμό, χίλια κομμάτια θα γίνετε…» 375 . Ενώ, χαρακτηριστικά, η «μητερούλα»376 της Κρήτης, Μαρία Κουφάκη τελείωσε τον βίο της ως μοναχή Αμφιλοχία377, όπως και πλήθος άλλων πνευματικών του παιδιών378(Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που διαμείφθηκε μεταξύ του αγίου και του μοναχού Γρηγορίου, όταν ο τελευταίος είχε απευθυνθεί στον γέροντα μετά από έντονη διαφωνία του με συμμοναστή του, σχετικά με το μέλλον του ησυχαστηρίου στο Κουβάρι: «… -Τι θέλετε το Κουβάρι, μοναστήρι ή ιεραποστολικό κέντρο; Γιατί βλέπω αδελφούς να το σημαιοστολίζουνε και να το πανηγυρίζουνε “κέντρο ιεραποστολής”. Ποιοι όμως θα μείνουν πίσω να βαστάν τα μπόσικα, για να τα βρίσκουν οι “ιεραπόστολοι” έτοιμα;… Ο Γέρων δάκρυσε. – Μοναστήρι θα γίνη, παιδί μου. Αυτό είναι η βάση των πάντων…», Γρηγορίου, Πνευματική Συμπόρευσις, σ.181. ) . Γίνεται έτσι κατανοητή η λεπτή ισορροπία που προσπαθούσε να διατηρήσει ο άγιος μεταξύ μοναχισμού και κοινωνικής δράσης. Εξαιτίας των μεγάλων αναγκών που δημιούργησαν τα γεγονότα των αρχών του 20ου αιώνα και της αγάπης του για τον άνθρωπο, ανέλαβε έντονη και επίπονη κοινωνική εργασία «…μέχρι βαθειάς θυσίας, αλλά πάντα όντας εραστής και εργάτης της μονοτρόπου ζωής…» 379 κι αυτή ήταν και η έγνοια του και η φροντίδα του για τις μοναχές του, που διακονούσαν στο Ορφανοτροφείο της Ρόδου ή όπου αλλού. «…Το ότι ο Γέροντας δεν ήθελε την άσκηση της ιεραποστολής μέσα από κάποιο ίδρυμα ή οικία, φαίνεται από την αγωνία του τα τελευταία χρόνια να συνάξη τις μοναχές από την Ρόδο στο μοναστήρι του. Πολλές φορές μου είπε: –Γρηγόριε, κάναμε κοινωνικές λειτουργούς, καλές δασκάλες, αλλά μοναχές ταπεινές δεν κάναμε. Θα πεθάνουν σιγά-σιγά όλες στην Ρόδο, χωρίς να ζήσουν στο μοναστήρι. Το μοναστήρι με τις ακολουθίες, την συνεχή προσευχή και την ησυχία, είναι η κολυμβήθρα που μας αναγεννά όλους, και αμαρτωλούς και δικαίους…» 380 Θεωρούσε ότι «…η Εκκλησία χωρίς μοναχισμό είναι αδύναμη σαν ένα στρατό χωρίς ευζωνικό σώμα…» 381 αλλά κι ένας μοναχισμός που σε καιρούς ειρήνης και ελευθερίας, ασκεί κοινωνική δράση, είναι επίφοβο να αλλοτριωθεί και να χάσει τον ησυχαστικό του χαρακτήρα, καθώς «…το έργο του μοναχού είναι κυρίως η λατρεία του Θεού και όχι η κοινωνική δράση…» 382. Σε επιστολή του προς τον π. Παύλο Νικηταρά διατυπώνει τον προβληματισμό του και την αγωνία του, για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον «Ευαγγελισμό» λόγω της διακονίας των μοναχών στη Ρόδο και της μακρόχρονης απουσίας της ηγουμένης από το κοινόβιο, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει και την θέση του για τον θεσμό του μοναχισμού: «…είναι ανάγκη να συσκεφθούμε για την πορεία της αδελφότητος, πώς θα περιφρουρηθεί εν τη δράση ο μοναχισμός; Διότι μόνο ο αληθής μοναχισμός θα παραμείνει εν τη Εκκλησία, όλα τα άλλα συστήματα θα εκφυλιστούν και συν τω χρόνω θα εξαφανισθούν προ της μεγάλης αντιστάσεως του ψευδοπολιτισμού. Εγώ θέλω να δράσει ο μοναχισμός επί της βάσεως της Ελληνορθοδόξου Εκκλησίας μας, συμφώνως προς τας γνώμας του Μ. Βασιλείου, Ιω. Χρυσοστόμου και Μ. Αθανασίου˙ κάθε άλλη βάση είναι εφήμερος και παροδική…»383 . Ακλόνητη πεποίθησή του είναι ότι η αποστολή του μοναχισμού συνίσταται στο να προσφέρει στον κόσμο την κατά το δυνατόν φανέρωση του Θεού στη ζωή του˙ «…Ο λαϊκός δεν πλησιάζει τον μοναχό, για να δη αν διακονή τον ανήμπορο, αλλά αν πέτυχε την μέθεξη με τον Θεό, ώστε να προσπαθήση και αυτός κάτι να κάνη για την δική του σωτηρία. Τον μοναχό τον θέλει ο κόσμος φως στο σκοτάδι που περπατεί, ανάπαυση, λιμάνι εύδιο, ψυχικό αναρρωτήριο και όχι φιλανθρωπικό ίδρυμα… Τα ιδρύματα… δεν μας καταξιώνουν μπροστά στον Θεό˙ μόνον καλύπτουν την πνευματική μας γύμνια μπροστά στους ανθρώπους. Η προσευχή και η άσκηση κάνουν τον μοναχό αστέρι, αυγερινό, που φωτίζει τον άνθρωπο στο πνευματικό σκοτάδι που ψηλαφά κάθε μέρα…» 384

-61-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου