μαζί τους. Αὐτοί ἀπό τόν φόβο τους βγῆκαν στό βουνό καί κατέβαιναν ἀργά τήν νύχτα στό χωριό γιά νά προμηθευτοῦν τροφές γιά τήν συντήρησή τους. Αὐτό διήρκησε ἀρκετές ἡμέρες, μέχρι πού οἱ γονεῖς καί οἱ γυναῖκες τους πῆγαν ἀγανακτισμένοι στόν π. Σοφιανό καί τοῦ παραπονέθηκαν γιά τήν κατάστασή τους καί τήν ἀπειλή τοῦ φόνου πού βίωναν οἱ δικοί τους ἀπό τόν Τσορανίδη. Τότε ὁ π. Σοφιανός μέ τήν φώτιση πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, πῆγε καί βρῆκε τόν Τσορανίδη καί τοῦ εἶπε: «Θέλω νά σοῦ ζητήσω μία χάρη καί θέλω νά μοῦ ὑποσχεθῆς στόν λόγο τῆς τιμῆς σου ὅτι θά μοῦ τήν κάνης, ὅποια καί νά εἶναι αὐτή». Αὐτός ὅμως ζητοῦσε νά μάθη ποιά θά εἶναι αὐτή ἡ χάρη πρίν τήν κάνη. Ὁ π. Σοφιανός ἐπέμενε νά τοῦ ὑποσχεθῆ πρῶτα ὅτι θά ὑποσχεθῆ νά τοῦ κάνη τήν χάρη καί μετά θά τοῦ πῆ τό ζητούμενο. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν ἁγιότητα τοῦ π. Σοφιανοῦ, ὁ Τσορανίδης ὑποχώρησε καί εἶπε ὅτι θά τηρήση τήν ὑπόσχεσή του. Τότε ὁ π. Σοφιανός τοῦ εἶπε νά συγχωρήση αὐτούς πού ἤθελε νά ἐκδικηθῆ καί ἔτσι ἔληξε ἀναίμακτα τό θέμα πού εἶχε δημιουργηθῆ μεταξύ τοῦ ἐξαγριωμένου Τσορανίδη καί τῶν λιπόψυχων συγχωριανῶν του. Ὁ Τσορανίδης ἄν καί λυπήθηκε, ὡστόσο κράτησε τήν ὑπόσχεσή του, ἀπό σεβασμό πρός τόν π. Σοφιανό.
Κάποτε ἦρθαν στόν π. Σοφιανό τρία ἀδέλφια πού τούς εἶχε βαφτίσει ὁ ἴδιος, ἦταν ἀνάδοχός τους καί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἱερέας – πατέρας τους πού ὑπηρετοῦσε στό χωριό ἄφησε κληρονομιά γιά τόν π. Σοφιανό –σπίτι καί χωράφια– καί τόν παρακαλοῦσαν νά φροντίση γιά τήν περιουσία πού τοῦ ἄφησε ὁ πατέρας τους. Ὁ π. Σοφιανός τούς ζήτησε νά ἀφήσουν ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν περιουσία στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί τά ὑπόλοιπα νά τά μοιραστοῦν μεταξύ τους.
Ὁ π. Σοφιανός εἶχε λείψανα Ἁγίων καί μέ αὐτά ἔκανε παρακλήσεις στόν Θεό γιά νά βρέξη. Τηροῦσε ὅλες τίς νηστεῖες καί τίς ἀργίες καί ἐργαζόταν κανονικά τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.
Ἦταν εὐχάριστος καί καλωσυνᾶτος ἄνθρωπος. Σέ συζητήσεις, σέ τυχόν συστάσεις ἤ παρατηρήσεις πού ἔκανε, δεχόταν καί τίς ἀντιδράσεις χωρίς κακία ἤ παρεξήγηση.
Ἀπό τήν γιαγιά μας Σοφία, νύφη τοῦ ἀείμνηστου π. Σοφιανοῦ, ἀκούσαμε τό παρακάτω συμβάν: Κάποια φορά ὁ π. Σοφιανός κουρασμένος καθώς ἦταν ἀπό τίς ἐργασίες στό χωράφι ἀποκοιμήθηκε˙ καί ὅταν ξύπνησε αἰσθάνθηκε ὅτι κάτι ὑπῆρχε ἀνάμεσα στά πόδια του καί τήν κοιλιά του. Τότε ξεκούμπωσε τό παντελόνι του καί εἶδε ἕνα φίδι μεγάλο. Τοῦ λέει ἀτάραχος: «Εὐλογημένο, φύγε ἀπό ἐδῶ», καί ἐκεῖνο σάν νά ἦταν λογικό ὄν ἀπομακρύνθηκε, χωρίς νά τόν τσιμπήση καί ὁ πατήρ δέν τό κυνήγησε γιά νά τό σκοτώση.
Ἡ γιαγιά μας Σοφία ἦταν ἀγράμματη. Ὡστόσο εἶχε πολλά ἀκούσματα ἀπό τόν πεθερό της π. Σοφιανό, ὁ ὁποῖος τόν ἐλεύθερο χρόνο του τῆς διάβαζε βίους Ἁγίων καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε ὅτι καί στήν θάλασσα κοντά νά καθήσης, ὅσο νερό σέ ἀναλογεῖ νά πάρης, τό παραπανίσιο εἶναι περιττός κόπος. Σέ ὅλες τίς πράξεις τῆς ζωῆς του τηροῦσε τό «πᾶν μέτρον ἄριστον». Ἦταν νηστευτής καί ἐγκρατής, μάλιστα καί τά ἐγγόνια του τά νήστευε μετά τόν ἀπογαλακτισμό τους.
Ἔλεγε ἐπίσης:
«Ἀπό αὐτά πού δίνεις, δέν λιγοστεύουν, γιατί ὁ Θεός τά περισσεύει πολλαπλά».
«Αὐτό πού δίνεις νά μήν τό πῆς, γιά νά λάβης μισθό ἀπό τόν Θεό».
«Ὅποιος θέλει τό κακό σου σέ κάνει καί γελᾶς, ἐνῶ ὅποιος θέλει τό καλό σου σέ κάνει καί κλαῖς».
Στίς χῆρες πού μεγάλωναν ὀρφανά ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε, νά μήν στενοχωριοῦνται πού δέν μποροῦν νά κάνουν ἐλεημοσύνες, γιατί γι᾿ αὐτές τό μεγάλωμα τῶν ὀρφανῶν ἦταν σάν νά χτίζης Ἐκκλησία.
Πολύ καιρό πρίν τήν κοίμησή του, ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε στήν νύφη του Σοφία, νά μήν ξεχάση μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του νά κάνη ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.
Ἀφοῦ ἐκοιμήθη εἰρηνικά ὁ π. Σοφιανός τό ἔτος 1915, τό σῶμα του ἔμεινε στήν γῆ θαμμένο ἐπί ἑπτά ἔτη. Ὁ λόγος ἦταν διότι στόν Πόντο τότε ὑπῆρχαν δυσκολίες, ἄλλοι ἔφευγαν καί δέν εὕρισκαν εὔκολα ἱερέα γιά νά κάνη τήν ἀνακομιδή. Ὁ γυιός του Μιχάλης εἶχε πεθάνει καί ὁ π. Σοφιανός συχνά ἐμφανιζόταν στόν ὕπνο τῆς γιαγιᾶς Σοφίας καί τῆς ἔλεγε: «Αὐτό πού σοῦ εἶπα δέν τό ἔκανες», καί ἐννοοῦσε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τῆς ἔλεγε: «Ἐσεῖς θά φύγετε, θά πᾶτε στήν Ἑλλάδα καί ἐμένα θά μέ ἀφήσετε ἐδῶ;». Ὁ π. Σοφιανός γνώριζε ἀπό ἐκεῖ ψηλά τόν ξερριζωμό τῶν Ποντίων καί δέν ἤθελε νά μείνουν ἐκεῖ τά λείψανά του. Καί ἐνῶ ἡ γιαγιά Σοφία ἔβλεπε ὅλο καί πιό συχνά στόν ὕπνο της τόν π. Σοφιανό, συγχωριανοί πιστοί γέροντες ἔβλεπαν συχνά ἕνα φῶς, κάτι σάν ἕνα μικρό φωτεινό ἄστρο πάνω ἀπό τόν τάφο του. Ὁ κόσμος ἀναστατώθηκε καί ἀνησυχοῦσε γιά τό τί ἄραγε σήμαινε ἡ ἐμφάνιση τοῦ φωτός. Κι αὐτό στάθηκε ἐπί πλέον ἀφορμή γι᾿ αὐτήν νά ἐντείνη τίς προσπάθειές της νά βρῆ ἱερέα καί νά κάνη τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.
Κατά τήν ἀνασκαφή τοῦ τάφου οἱ παρόντες ἀνέπνεαν μία εὐχάριστη εὐωδία, ἡ ὁποία γινόταν ὅλο καί πιό ἔντονη ὅσο πλησίαζαν πρός τό σημεῖο πού βρέθηκε τό δεξί του χέρι ἀναλλοίωτο πού κρατοῦσε τόν Σταυρό. Οἱ παρευρισκόμενοι στήν ἀνασκαφή, ἀνέπνευσαν τήν εὐωδία καί εἶδαν τό δεξί χέρι ἄφθορο, γι᾿ αὐτό ἔλεγαν ὅτι σίγουρα ἁγίασε. Ἡ γιαγιά τά ἔφερε στήν Ἑλλάδα ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό. Τά λείψανα τοῦ π. Σοφιανοῦ ἦταν καί εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο ἔχομε στήν οἰκογένειά μας. Σήμερα βρίσκονται στό πατρικό μας, ὅπου ὁ ἀδελφός μου Χρῆστος τά φυλάγει σέ λειψανοθήκη τοποθετημένη στό εἰκονοστάσιο καί ἀνάβει τήν κανδήλα συνεχῶς.
Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν.
https://enromiosini.gr/arthrografia/23askites-mesa-ston-kosmo13/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου