31 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο . Π. Σοφιανός Τσαντσαρίδης 1/2

  ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


Ο π. Σοφιανός ἔζησε ἀπό τό 1850 ἕως τό 1915 στόν συνοικισμό Βαρτάντων τῆς περιοχῆς Ἀργυρουπόλεως (πόλη τοῦ νομοῦ Τραπεζούντας καί ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Χαλδίας, ἡ ὁποία Τουρκιστί ὀνομάζεται Κιμισχανᾶ ἤ Γκιουμούς χανέ καί εἶναι στόν νότιο Πόντο). Γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε μέσα σέ ἱερατική οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τό γενεαλογικό δέντρο ἀπό πατέρα ἀριθμοῦσε πρός τά πίσω 16 γενιές ἱερέων, μέ τόν ἴδιο νά ἀποτελῆ τόν 17ο. Οἱ χρόνοι ἦταν δύσκολοι γιά τήν ἐπιβίωση τῶν χριστιανῶν ἀνάμεσα σέ μουσουλμανικό στοιχεῖο, πού ἦταν μέν σέ γειτονικά χωριά, ἀλλά περιέβαλλε τήν χριστιανική κοινότητα. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ἀπό μικροαφορμές νά ἐπιτίθενται οἱ Τοῦρκοι στούς Χριστιανούς, νά ἁρπάζουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα καί νά τούς ἀφήνουν μέσα στήν φτώχεια.

Γιά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς ἐνορίας, ὕστερα ἀπό ληστρικές ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ὁ π. Σοφιανός ἐργαζόταν γιά νά τονώση τό ἠθικό τῶν ἀνθρώπων βοηθούμενος ἀπό τήν νύφη του Σοφία, σύζυγο τοῦ γυιοῦ του Μιχαήλ. Ἐκτός ἀπό τόν γυιό του Μιχαήλ εἶχε ἀκόμα τρεῖς θυγατέρες. Ὁ ἴδιος ἦταν πολύ ἐργατικός, χωρίς νά παραμελῆ τά ἱερατικά του καθήκοντα. Γι᾿ αὐτόν προεῖχε πρῶτα ἡ ὑπηρεσία στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί ἔπειτα, κατά τόν ἐλεύθερο χρόνο του, ἐργαζόταν στά κτήματα, τήν κτηνοτροφία καί τήν μελισσοκομία.

Ἀπό τούς καρπούς τῶν κτημάτων καί τόν τρύγο τῶν μελισσῶν ἔδινε ὡς εὐλογία σέ ἀνθρώπους, σέ οἰκογένειες, πού στεροῦνταν τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Τίς ἐλεημοσύνες δέν τίς ἔκανε ὁ ἴδιος, ἀλλά ἔστελνε κατά τίς βραδινές ὧρες τήν νύφη του. Ὅσες πάλι φορές χρειαζόταν νά συμβάλη καί ὁ ἴδιος προσωπικά, κατά τίς βραδινές ὧρες, ἄφηνε τίς εὐλογίες μπροστά στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν ἀνάγκη καί ἔφευγε. Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές ἀναρωτιοῦνταν ποιός νά εἶναι αὐτός ὁ νυχτερινός ἐπισκέπτης πού ἔρχεται νά ἀνακουφίση τήν ἀνέχειά τους. Κάποια φορά κρύφτηκαν καί συνέλαβαν τόν «δράστη» ἱερέα Σοφιανό. Ἀπό αὐτό ἀποκτοῦσε μεγαλύτερο κῦρος καί τόν σέβονταν περισσότερο οἱ Χριστιανοί, ἀκόμα καί οἱ Τοῦρκοι.

Οἱ ἀγαθοεργίες αὐτές τοῦ π. Σοφιανοῦ μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν ἅγιο Νικόλαο Ἐπίσκοπο Μύρων, ὅταν βοηθοῦσε τούς πιστούς. Ἔτσι φαίνεται ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς ἀγάπης, μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν προσβάλλεται ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου, πού δέχεται τήν βοήθεια, ἀλλά καί νά ἀποφεύγη τόν ἔπαινο τῶν εὐεργετημένων.

Γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀσφάλεια τοῦ χωριοῦ καί τῶν ἐνοριτῶν του ἔκανε προσευχές καί ἀγρυπνίες καί ὁ Θεός φύλαξε, ὥστε ποτέ οἱ Τοῦρκοι νά μήν βιοπραγήσουν στό χωριό τους. Ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι χωροφύλακες (τσανταρμάδες) στόν π. Σοφιανό: «Παπᾶ ἐφέντη, ἐρχόμαστε νύχτα νά ληστέψωμε τό χωριό σας καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά περάσωμε δύο καβαλλάρηδες λευκοφορεμένοι˙ μᾶς κυνηγοῦν. Ποιοί εἶναι αὐτοί;». Προφανῶς θά ἦταν οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ προστάτες τοῦ χωριοῦ, στά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἦταν ἀφιερωμένος ὁ Ναός τοῦ χωριοῦ Βαρτάντων.

Κάποια φορά ὁ βοσκός τοῦ χωριοῦ πῆγε στόν π. Σοφιανό τήν ὥρα πού ὄργωνε τό χωράφι του καί διαμαρτυρήθηκε, λέγοντάς του: «Ἐσύ, παπᾶ μου, ἔχεις καί καλλιεργεῖς, ἐνῶ ἐγώ δέν ἔχω τίποτα». Τότε ὁ π. Σοφιανός εἶπε στήν νύφη του νά ξεζέψη τά ζῶα ἀπό τόν ζυγό καί ἔδωσε τό χωράφι στόν βοσκό νά μήν διαμαρτύρεται, ἀλλά νά καλλιεργῆ αὐτός τό χωράφι. Ὁ βοσκός καλλιέργησε τό χωράφι γιά δύο χρονιές κι ὕστερα τό ἄφησε. Ὁ π. Σοφιανός τότε ἐπανέλαβε τήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ. Τότε ὁ βοσκός παρουσιάστηκε καί διαμαρτυρήθηκε ἔντονα γιά τήν ἐνέργεια αὐτή τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος ὑποχωρητικός καί συγκαταβατικός τοῦ ἔδωσε πάλι τό χωράφι μέ τήν σύσταση νά τό καλλιεργῆ. Ὅταν τρύγησε τά μελίσσια, ἔδωσε στήν νύφη του Σοφία ἕνα δοχεῖο μέλι νά τό πάη στό σπίτι τοῦ βοσκοῦ. Ἡ νύφη του διαμαρτυρήθηκε: «Αὐτός μᾶς συμπεριφέρεται τόσο ἄγρια καί νά τοῦ πάω καί μέλι;». Στήν ἐπιμονή τοῦ ἱερέα ὡστόσο ἔκανε ὑπακοή ἡ Σοφία καί πῆγε τό μέλι στόν δύστροπο βοσκό, ὁ ὁποῖος κατάλαβε τό λάθος του καί ζήτησε ἀργότερα συγγνώμη γιά τήν συμπεριφορά του.

Ὁ π. Σοφιανός ἐπισκεπτόταν τίς οἰκογένειες, ἰδιαιτέρως τήν πρώτη μέρα κάθε μῆνα γιά νά τούς ἁγιάση μέ τόν καθιερωμένο ἁγιασμό, πού ἔκανε κάθε ἀρχή μηνός. Κατά τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἐπισκέπτονταν τά σπίτια γιά νά φωτίση καί τούς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ἐκ παραδόσεως ἔρριχναν κάποια μεταλλικά νομίσματα στό χάλκινο ἀγγεῖο (παρχάτσι), τό ὁποῖο εἶχε ἁγιασμό καί τό χρησιμοποιοῦσε ὁ ἱερέας στίς ἐπισκέψεις τῶν σπιτιῶν. Ὅταν ἐπισκέπτωνταν κάποιο σπίτι φτωχικό ἤ χήρας, ἔβγαζε τά νομίσματα καί τά ἄφηνε ἐκεῖ ὡς εὐλογία.

Τήν ἐποχή ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς ἦταν λίγοι˙ ἔτσι καλοῦσαν τόν π. Σοφιανό νά ἐπισκεφθῆ τά γύρω χωριά τους γιά νά βαφτίση τά παιδιά πού ἔρχονταν στήν ζωή, καί νά κάνη καί εὐχέλαια, ἁγιασμούς κ.τ.λ. ἔχοντας μαζί του λείψανα ἁγίων.

Ἡ κοινωνική εὐαισθησία τοῦ π. Σοφιανοῦ τόν ὤθησε νά κατασκευάση ἕνα νερόμυλο, ἀπ᾿ τόν ὁποῖο δέν εἰσέπραττε ἁλεστικά ἀπό ἀνθρώπους, πού δυσκολεύονταν νά ἀντιμετωπίσουν τίς καθημερινές ἀνάγκες τους. Ἡ καλωσύνη του ἦταν πολλές φορές συγκινητική. Κάποια φορά πού ἔμεινε στό ἁλῶνι γιά νά τό φυλάη, πῆγε νύχτα μία γυναῖκα γιά νά κλέψη σιτάρι. Ὁ π. Σοφιανός ὄχι μόνο δέν τήν παρατήρησε γιά τήν πράξη τῆς κλοπῆς, ἀλλά ἀντίθετα τήν βοήθησε νά φορτωθῆ τό τσουβάλι στούς ὤμους της. Ἐπίσης ἔδινε εὐλογία ἀπό τά ζῶα πού διατηροῦσε, γαλακτοκομικά προϊόντα σέ χῆρες καί οἰκογένειες μέ μικρά παιδιά. Ἡ νύφη του Σοφία διατηροῦσε ἕνα μικρό παντοπωλεῖο γιά τά ἀπαραίτητα καθημερινῆς χρήσης, π.χ. ἁλάτι, ζάχαρη, ἐλιές, λάδι, σαπούνια, ὑφάσματα, κλωστές, βελόνες καί ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἄμεσα ἀπαραίτητο. Γιά τίς ὑπόλοιπες ἀγορές τους πήγαιναν στήν κωμόπολη Ἄρδασσα.

Κάποια συγχωριανή τῆς γιαγιᾶς Σοφίας  της νύφης τοῦ π. Σοφιανοῦ, ἀπό τό χωριό Βαρτάντων, η κυρια Παρθενα, σέ συζήτηση γιά τόν π. Σοφιανό,  διηγήθηκε ἕνα ἱστορικό γεγονός γιά τόν π. Σοφιανό. Στό χωριό κατέβαινε συχνά μία ἀρκούδα καί προξενοῦσε μεγάλες ζημιές στίς ἀγροτικές τους καλλιέργειες καί προξενοῦσε φόβο σέ ὅλους τούς κατοίκους. Τότε ἀποφάσισαν τά παλληκάρια τοῦ χωριοῦ νά στήσουν καρτέρι στήν ἀρκούδα καί νά τήν σκοτώσουν. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Τσορανίδης καί οἱ ἄλλοι ἔφτασαν στήν φωλιά τῆς ἀρκούδας. Ὁ Τσορανίδης ἔβαλε φωτιά ἔξω ἀπό τήν σπηλιά – φωλιά τῆς ἀρκούδας γιά νά ἀναγκαστῆ ἡ ἀρκούδα νά βγῆ ἀπό τήν φωλιά της. Ὅταν ὅμως βγῆκε ἡ ἀρκούδα, τῆς ἐπιτέθηκε ὁ Τσορανίδης μέ ἕνα μαχαίρι καί τήν τραυμάτισε θανάσιμα. Αὐτή ὅμως πρόλαβε καί τοῦ ἔβγαλε τό ἕνα του μάτι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι σκόρπισαν ἔντρομοι.

Κατόπιν τοῦ γεγονότος τῆς φυγῆς τῶν ὑπολοίπων, ὁ Τσορανίδης τούς ἔψαχνε γιά νά λογαριαστῆ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/arthrografia/23askites-mesa-ston-kosmo13/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου