06 Απριλίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Παπα–Παναῆς Θεοδωρακόπουλος 3ο Μερος

 Ἦταν «πλάτανος εὐσκιόφυλλος (ὁ παπα–Παναῆς), πού δρόσιζε καί ξεκούραζε ὅσους κατέφευγαν στήν σκιά του˙ στό Ἐξομολογητήριό του καί τίς δεήσεις του» (Κούρκουλας). 

Ἔζησε στήν πιό δύσκολη καί ταραγμένη ἐποχή, ἀναφέρει ὁ Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος˙ δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι, Μικρασιατική καταστροφή, ἐμφύλιος σπαραγμός˙ ἔνοιωσε τήν ἀγριότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τόν πόνο τους, τά πάθη καί τήν δυστυχία τους… Ἐγνώρισε πολύ καλά ὅτι ἡ μόνη καταφυγή, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά μᾶς βγάζη ἀπό τά ἀδιέξοδα καί νά μᾶς δώση τήν σωτηρία εἶναι ὁ Χριστός, Αὐτός πού εἶναι «Ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ὁ Χριστός ἀληθινά παρηγορεῖ, φωτίζει καί ἀναπαύει τίς ταλαιπωρημένες ψυχές πού καταφεύγουν σ᾿ Αὐτόν. Γι᾿ αὐτό ὁ παπα–Παναῆς, ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, ὡς πρεσβευτής Του, καλοῦσε πειστικά   τούς πιστούς καί τούς ἀπίστους νά καταλλαγοῦν μαζί Του. Καί ἦταν πειστικός, γιατί αὐτός πρῶτος καί περισσότερο ἀπό πολλούς εἶχε δοκιμάσει τίς θλίψεις τῶν κακουχιῶν καί τίς ἀντιμετώπιζε μέ πίστη στόν Θεό καί ἀποδείχθηκε γενναῖος καί γνήσιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄξιος ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ.  

Ὡς ἱερέας εἶχε τήν θεϊκή χάρη πού τόν ἐνίσχυε, καί κατώρθωνε μέσα στίς δυσκολίες νά ἔχη «Τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τήν πάντα νῦν ὑπερέχουσαν» (Φιλιπ. δ΄, 7) καί τήν «Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Εἶχε γευθῆ καί εἶχε γνωρίσει καί ἀπό τήν ἐπιμελῆ  μελέτη τῆς Γραφῆς καί ἐκ πείρας ὅτι «Χρηστός (=καλωσυνάτος καί περιποιητικός) ὁ Κύριος». Γι᾿ αὐτό καί πολύ ἀγαποῦσε τόν Χριστό, πού «πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Γι᾿ αὐτό καί ἔγινε κατάλληλος πρεσβευτής τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί θεοπειθής μεσίτης τῶν ἐνοριτῶν του πρός τόν Θεό. 

Τόν παπα–Παναῆ τόν ἔθελγε ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ! Ἐπυρπολεῖτο ὅταν λειτουργοῦσε! Ξεχνοῦσε πώς πατοῦσε στήν γῆ˙ βρισκόταν στόν Οὐρανό.  Τοῦτο ἦταν τό ἐντρύφημά του. Μέ τήν καρδιά του λειτουργοῦσε, ὅσο πιό συχνά μποροῦσε -βέβαια τό σαρανταλείτουργο τῶν Χριστουγέννων δέν τό παρέλειπε– καί εἴτε ἡ κεντρική Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου  Γεωργίου, εἴτε παρεκκλήσια, γινόταν γι᾿ αὐτόν παράδεισος. Τό «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά σου, Κύριε, ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» καί τό «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν», ἦταν βιώματά του. Αὐτά τά βιώματα τά διατηροῦσε πάντοτε. Δέν ξεθώριαζε μέ τόν χρόνο ἡ εὐλάβειά του καί ὁ λατρευτικός πόθος του. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ συγχωριανός του π. Νικόλαος Μήλας, πρωτοπρεσβύτερος  στήν Πάτρα, πού ἀπό μικρός τόν βοηθοῦσε εἴτε στό Ἱερό, εἴτε στό ψαλτικό, ὁ παπα–Παναῆς ἀνεβαίνοντας τήν ἐξωτερική σκάλα τῆς Ἐκκλησίας ἔκανε τόν σταυρό του, λέγοντας «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καί ὅταν εἰσερχόταν στόν ναό ἔκανε  τίς μετάνοιές του μέ εὐλάβεια, λέγων τό «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου, προσκυνήσω πρός ναόν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου»˙ ὅταν ἔφθανε στό Ἱερό Βῆμα, γεμᾶτος δέος καί κατάνυξη, προσκυνοῦσε τήν Ἁγία  Τράπεζα. Ποτέ δέν τόν πλησίασε ἡ ἀνευλαβής ἐξοικείωση πρός τά Ἅγια.  

Κατά τήν θεία Λειτουργία ἦταν λιτός, σεμνός,  ἤρεμος, ἱεροπρεπής σέ κάθε κίνησή του, στίς εὐχές κατανυκτικός, χωρίς κορῶνες στίς «ἐκφωνήσεις» καί στήν ψαλμωδία. Ἁπλός στήν ὅλη του συμπεριφορά, ἀκόμα καί στήν ἱερατική του ἀμφίεση – δύο στολές εἶχε ἁπλές καί καθαρές, μία χειμερινή καί μία θερινή. Τίς εὐχές τίς πρόφερε ὄχι μηχανικά καί ἀπρόσεκτα, ἀλλά μέ συγκεντρωμένο τόν νοῦ καί ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του. Στήν θεία Λειτουργία συμμετεῖχε μέ ὅλο του τό εἶναι «ἐν καρδίᾳ συντετριμμένῃ καί πνεύματι ταπεινώσεως». Ἡ εὐλάβειά του ἐντυπωσίαζε τά παιδιά, πού ὑπηρετοῦσαν στό Ἱερό, καί τηροῦσαν καί αὐτά ἡσυχία εὐλαβική καί εἶχαν τάξη καί ἱεροπρέπεια. Ἄν τυχόν κανένα παιδί μιλοῦσε, τοῦ ἔλεγε σύντομα κι ἐπιτακτικά: «Μή κραίνεις, μή κραίνης» (=Μή μιλᾶς). 

Κατά τήν θεία Λειτουργία, χωρίς καμμία ἐπιτήδευση, ἀνέβαζε στόν Οὐρανό τούς ἐκκλησιαζομένους. Χαίρονταν καί χόρταιναν τήν λατρεία οἱ χωρικοί ἐνορῖτες του. Χόρταιναν καί τό κήρυγμά του. Τό «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον» δέν τό ἔψαλλαν μηχανικά, δέν τό ἄκουαν παθητικά, ἀλλά τό ζοῦσαν καί τό ἀπολάμβαναν! Γι᾿ αὐτό μαζευόταν ὅλο τό χωριό στήν Ἐκκλησία τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές. Ἡ Κυριακή ἦταν  πανηγύρι γιά τό χωριό. Τόν ἐκκλησιασμό τόν αἰσθάνονταν οἱ Καλουσιῶτες ὡς ἀνάγκη τῆς ψυχῆς   τους. Ἦταν ἡ ψυχαγωγία τους.  

Γιά τήν λατρεία τοῦ παπα–Παναῆ, γράφει ὁ συγγενής του π. Ἀθανάσιος Γιαννακόπουλος, πρωτοπρεσβύτερος στήν Πάτρα: «Τά ἅγια καί ἱερά, τά ἀνείπωτα συναισθήματα τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς χειροτονίας του, ὄχι μόνο δέν ἐλαττώθηκαν μέ τήν πάροδο τῆς ἱερατικῆς του ζωῆς, ἀλλά ἀντίθετα αὔξαναν καί πολλαπλασιάζονταν ὁλοένα καί περισσότερο». Ἐπίσης κατά μαρτυρίες ἐνοριτῶν του «μετέδιδε στούς πιστούς βαθύτατα αἰσθήματα δέους καί συγκινήσεως» κατά τήν λατρεία. 

Ἔγραφε ἡ συγχωριανή του Ἑλένη Γκότση–Θεοδωρακοπούλου: «Ὁ καλός Γέροντας εἶχε τήν ἱκανότητα νά φέρνη τόν κόσμο (=τόν λαό) κοντά στήν Ἐκκλησία». Τά παιδιά τοῦ χωριοῦ ἀγαποῦσαν τόν παπα–Παναῆ, ἀγαποῦσαν καί τό ψαλτικό. Τά ἀγαποῦσε κι ὁ παπα–Παναῆς σάν παιδιά του καί τά φιλοτιμοῦσε νά διαβάζουν μέ σειρά καί τάξη τούς Ψαλμούς σ᾿ Ἑσπερινό καί Ὄρθρο. Ὅλα εἶχαν μάθει ἀπό στήθους (ἀπ᾿ ἔξω) τόν μεγάλο προοιμιακό Ψαλμό τόν 103ο τοῦ Ἑσπερινοῦ καί ὅλο τόν Ἑξάψαλμο τοῦ Ὄρθρου! Τώρα οἱ Καλουσιῶτες εἶναι κάτοχοι αὐτῶν τῶν Ψαλμῶν. 

Κάθε Κυριακή καί κατά τίς ἑορτές ἐκήρυττε ὁ ὀλιγογράμματος, ἀλλά σοφός, ὑπέροχος μέσ᾿ στήν ἁπλότητά του ὁμιλητής. «Ἐξ εἰλικρινείας –χωρίς νά θέλη καθόλου νά ἐντυπωσιάση– ὡς ἐκ Θεοῦ καί κατενώπιον Θεοῦ», μέ μοναδικό σκοπό τήν δόξα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν ἀκροατῶν του.  Ὅταν μιλοῦσε τούς συνήρπαζε καί τούς ἐκέρδιζε, ὅπως μαρτυρεῖ ἕνας ἐνορίτης του. Ἄρχοντας στό κήρυγμα, κάτοχος τοῦ θέματος, παραστατικός, κατανοητός. Ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματός του καρποφοροῦσε καταφανῶς στήν ἐνορία τοῦ Καλουσίου, γιατί εἶχε ζωτική δύναμη. Αὐτός πρῶτος ἀφομοίωνε τίς θεῖες ἀλήθειες καί ἔτσι μποροῦσε νά τίς   μεταδίδη μέ ζωντάνια. 

Εἶχε πολύ πνευματικό περιεχόμενο, ἀλλά καί ἔμφυτο τό χάρισμα νά ὁμιλῆ ὡραῖα καί νά συναρπάζη τούς ἀκροατές του. Δέν εἶχε λόγο ἐπιτηδευμένο, ἀλλά ἁπλό, ὅμως ζωντανό, οἰκεῖο καί τρυφερό. Μέ σοβαρότητα, σαφήνεια καί πειστικότητα ἀνέλυε τό Εὐαγγέλιο, ὥστε νά τό καταλαβαίνουν καί νά τό κάνουν ζωή τους οἱ πιστοί. «Ἐκεῖνο πού αἰχμαλώτιζε ὅλους, ἦταν καί ἡ σεμνότητά του ὡς κήρυκα, ἡ εὐγένεια καί ἡ γλυκύτητά του καί πρό πάντων τό βαθύ φιλάνθρωπο αἴσθημα πού μετέδιδε κάθε λόγος του», γράφει ἕνας ἀπό τούς πιστούς τῆς ἐνορίας του. 

Φρόντιζε καί γιά τήν τάξη τοῦ ἐκκλησιάσματος˙ γεμάτη ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε ἡσυχία καί εὐπρέπεια. Ὅταν κοινωνοῦσαν –καί δέν ἦταν λίγοι αὐτοί πού κάθε φορά ἑτοιμασμένοι κοινωνοῦσαν– ἔμπαιναν στήν σειρά καί ἥσυχα κι εὐλαβικά μεταλάβαιναν. Στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας πάλι, ἔπαιρναν τό ἀντίδωρο μπαίνοντας σέ σειρά, πρῶτα οἱ γέροι, ἔπειτα οἱ νεώτεροι, μετά οἱ γυναῖκες καί στό τέλος τά παιδιά, ἐνῶ συγχρόνως ἔψαλλαν οἱ ψάλτες. 

Στό Καλούσι τούς «κεκοιμημένους» δέν τούς ξεχνοῦσαν μετά τό τριετές μνημόσυνο. Ὁ παπα–Παναῆς θέσπισε κάθε χρόνο νά τελῆται μνημόσυνο κατά τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου κάθε θανόντος. Καί στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τά κόλλυβα προσφερόταν καί κολατσιό, τυρί, ψωμί καί κρασί. Ἐκεῖ τότε, ἄν τό ἐπέτρεπε ὁ καιρός, ὁ παπα–Παναῆς ἔλεγε τά πρός ἀνάμνηση καί τιμή τῶν κεκοιμημένων γιά τούς ὁποίους εἶχε γίνει τό μνημόσυνο. Συγχρόνως ἐπρόσθετε τά οἰκοδομητικά του. 

Τοῦ δόθηκε καί τό «ὀφίκκιο» τοῦ Πνευματικοῦ. Κατά τήν ἐξομολόγηση ἦταν ἠρεμώτατος. Ἄκουγε τόν ἐξομολογούμενο˙ δέν ἀπαντοῦσε ἀμέσως˙ σκεπτόταν, τί φάρμακο κατάλληλο νά δώση. Εὐγενής, ἀλλά καί αὐστηρός, ἐκεῖ πού ἔβλεπε ἀναισθησία καί ἀμετανοησία. Σ᾿ αὐτούς πού ἐπέμεναν στό θέλημά  τους καί δέν ἔπαιρναν τήν συμβουλή του, ἔλεγε˙ «Ταχιά (=σύντομα στό μέλλον) θά μέ θυμηθῆς˙ θά δῆς  πόσο ἔξω ἔχεις πέσει (=πόσο ἔχεις ἀστοχήσει, πόσο μεγάλο λάθος ἔκανες)». Παρακινοῦσε σέ ἀγῶνα, στό νά ἀποκτήση ὁ ἐξομολογούμενος πνευματικά πλούτη. Ἐνθάρρυνε· «Θά πᾶς στόν Παράδεισο, ἅμα ἀγωνιστῆς». 

«Τό μάτι του ἔκοβε», καί διέκρινε τό ποιόν καί τήν κατάσταση τοῦ ἐξομολογουμένου καί πρίν ἀρχίση ἡ ἐξομολόγηση. Ἦταν πολύ ἐπιεικής καί συμπαθητικά ἔδιδε μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ τίς κατάλληλες παρηγορητικές θεραπευτικές καί ἐνισχυτικές συμβουλές στό τέλος. Μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἐξομολογοῦσε. Λίγες ἡμέρες πρό τῆς ἐκδημίας του, εἶχε δεχθῆ πρός ἐξομολόγηση καί τόν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Νικόδημο, ὅπως ὁ ἴδιος τό ἀνέφερε κατά  τόν ἐπικήδειο λόγο του. Κατ᾿ ἀρχήν, ὅλοι οἱ Καλουσιῶτες ἐξομολογοῦντο σ᾿ αὐτόν. Θά μποροῦσε νά ἐπαναλάβη τό τοῦ Παύλου˙ «Νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. η΄, 31). Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἠθική ποιότης τῶν Καλουσιωτῶν ἦταν καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀνωτέρας τάξεως. Γράφει ὁ ἐνορίτης του Ἀνδρέας Μητρόπουλος, Ἰατρός ρευματολόγος: «Πολυτάλαντος Λευΐτης …, μέ τήν ἔμφυτη σοφία του καί τήν συνεχῆ μελέτη τῶν Γραφῶν…, μέ μία σπάνια ψυχαναλυτική δεινότητα, μποροῦσε (ὡς Πνευματικός) νά μπαίνη στά   ἄδυτα τῆς ψυχῆς, νά προσεγγίζη τόν παραστρατημένο ἄνθρωπο… Δέν τόν ἔδιωχνε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά τοῦ ἔδινε τό χέρι, δέν τόν λιθοβολοῦσε, ἀλλά τόν ἔστεργε, δέν τόν ντρόπιαζε, ἀλλά τόν ἐνεθάρρυνε…, ἤθελε τήν λύτρωσή του, προσδοκοῦσε τήν μετάνοιά του, ἤθελε νά θεραπεύση τήν ἄρρωστη ψυχή του, νά σηκώση τόν ἁμαρτωλό ἀπό τήν πτώση του. Φαίνεται μάλιστα ὅτι εἶχε τόν τρόπο νά φέρνη τόν ἁμαρτωλό στά λογικά του, ὥστε νά μισῆ τήν ἁμαρτία καί νά μετανοῆ». Ὅπως στήν συνέχεια γράφει ὁ Ἀ. Μητρόπουλος: «Ὅποιος εἶχε κουβεντιάσει ἐξομολογητικά μαζί του, ἔφευγε μονολογώντας˙ “μωρέ, πόσο χαμηλά εἶχα πέσει. Τί εὐτυχία εἶναι νά εἶσαι ἄ ν θ ρ ω π ο ς καί νά κοιτᾶς ψηλά”». Γράφει καί μία ἐνορίτισσά του: «Ὅποιος γνώρισε τό Καλούσι, δέν θά δῆ “πεπτωκότας, θά δῆ ὄρθιους, καταξιωμένους, πετυχημένους, χαρούμενους, ἀτσαλάκωτους” (Καλουσιῶτες)· χαρούμενους, ὅπως τούς ἤθελε ὁ παππούλης». Τηροῦν τήν συμβουλή πού τούς ἔδινε συχνά: «Πρόσεχε, ἀδελφέ μου, μή πέσης καί λερωθῆς». 

Τό ἐπιμελήθηκε τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ καί ἀναδείχθηκε σπουδαῖος ἐξομολόγος, στόν ὁποῖον κατέφευγαν καί ἀπό τά γύρω χωριά καί ἀπό τήν Πάτρα καί ἀπό πιό μακριά. «Ἡ ἀγάπη του, ἡ ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική μελέτη του, ἡ ἐμπειρική γνώση τῶν μυστικῶν τῆς ψυχῆς, ἡ βαθειά του πίστη καί ἡ ἁγία ζωή του, τόν ἀνέδειξαν μοναδικό Πνευματικό πατέρα». Πλήθη ἔρχονταν νά ἐξομολογηθοῦν, ἰδίως Σαρανταήμερα καί Τεσσαρακοστές καί μεταξύ αὐτῶν Ἐπίσκοποι καί Ἐκπαιδευτικοί καί Στρατιωτικοί καί Πανεπιστημιακοί… Παρά ταῦτα ἔμενε ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν τιμή πού τοῦ ἀπέδιδαν, ἔμενε ὁ ἁπλοῦς  καί ταπεινός. «Μόχθησε, συνδέθηκε μέ ὅλα τά πρόσωπα τοῦ χωριοῦ…, ἀγωνίζεται γιά τήν καταξίωση τοῦ καθ᾿ ἑνός, ὑπηρετεῖ, συμπάσχει, συγχαίρει». Ἦταν ὁ καλός Πνευματικός ποιμένας. Ἄξιος Λειτουργός, ἄξιος ἐξομολόγος, θαυμαστός σύμβουλος, πού παντοῦ καί πάντοτε εὐκαίρως–ἀκαίρως ἔλεγε τόν φωτισμένο του λόγο. Γνώριζε «Πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι» (Α΄ Τιμόθ. γ΄, 15), ὡς  φρόνιμος καί πιστός οἰκονόμος!  

Ὁ Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος γράφει: «Κατά τήν συναναστροφή καί ἐπικοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους πού τόν πλησίαζαν, ἐφήρμοζε τήν μαιευτική   τέχνη, ὅπου προσπαθοῦσε νά βγάλη ἀπό μέσα του ὁ κάθε προβληματισμένος τό βάσανό του. Κι ἀπό ἐκεῖ ἄρχιζε τό διορθωτικό καί ἐπουλωτικό ἔργο. Αὐτό συνέβαινε, γιατί δέν ὑποτιμοῦσε οἱονδήποτε συνομιλητή καί οἱεσδήποτε ἀντιλήψεις του. Ποτέ δέν ἄρχιζε τήν συνομιλία προκατειλημμένος, ἀλλά ἕτοιμος ν᾿ ἀντιμετωπίση τίς βαρύτερες καταστάσεις. Καί συχνά γινόταν τό πραγματικό θαῦμα τῆς πλήρης  μεταστροφῆς τοῦ συνομιλητῆ του. 

»Παρ᾿ ὅτι βεβαρημένος ἀπό νεφρική ἀνεπάρκεια, πνευμονική ἀνεπάρκεια, κτηθεῖσα στήν Μικρασία, καί πλῆθος ἄλλων ἀσθενειῶν πού κατά καιρούς τόν ἐπισκέπτονταν, ποτέ δέν ἀρνήθηκε προσφορά ὑπηρεσιῶν του σέ κανέναν. 

»Ἀπ᾿ τό κρεββάτι του ἔδινε συμβουλές, ἐξομολογοῦσε, παρ᾿ ὅτι ὁ πυρετός τόν βασάνιζε, καί σηκωνόταν τήν ὥρα τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς, ἔβαζε τό πετραχήλι του καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν». 

Ὡς ἱερέας τοῦ χωριοῦ, εἶχε τήν ὑποχρέωση νά γίνεται καί γιατρός σ᾿ ὅσους κατέφευγαν καί τοῦ ζητοῦσαν στίς ἀρρώστειες τους θεραπεία, καθ᾿ ὅσον ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε γιατρός καί φαρμακεῖο, ἀλλά οὔτε καί τρόπος γιά ταχεῖα μετάβαση σέ ἰατρικό κέντρο. Κάθε τόσο τόν ἐνοχλοῦσαν, ἀκόμη καί σέ περασμένες  μεταμεσονύκτιες ὧρες, χτυπώντας τό παράθυρο τοῦ δωματίου του, γιά νά διαβάση εὐχή ὑπέρ ὑγείας σέ ἔκτακτες περιπτώσεις σοβαρῶν περιστατικῶν. Καί ὁ παπα–Παναῆς διάβαζε μέ πίστη τίς εὐχές καί τούς κατευόδωνε, λέγοντάς τους ὅτι θά περάση ἡ ἀρρώστεια. Καί πραγματικά, τήν ἄλλη ἡμέρα γίνονταν   καλά οἱ πάσχοντες. Σέ ἀσθενεῖς πού ὁ ἴδιος ἐπισκεπτόταν, μετά τήν εὐχή τούς ἐνθάρρυνε˙ «Ταχιά (=αὔριο) θἆσαι καλά, παιδί μου». Ἔτσι ἀποδείκνυε ὁ παπα–Παναῆς τό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου˙ «Οὐδέν ἴσον εὐχῆς, οὐδέν πίστεως δυνατώτερον». Ὁ ἀνηψιός του Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος πού ἦταν πάντα  κοντά του, βεβαιώνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄρρωστοι γίνονταν καλά μέ τήν εὐχή τοῦ θείου του˙ ἀκόμη καί οἱ ἐπικίνδυνες παρωτίτιδες (παραμαγοῦλες). Ἔγραφε μέ   στυλό στό πάσχον σημεῖο τό σῆμα               

  ΙΣ      ΧΡ           

  ΝΙ      ΚΑ 

γιά παρωτίτιδα ἤ ἄλλα οἰδήματα καί                                             ἀκολουθοῦσε ἡ ἴαση πάντοτε. 

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/24-askites-mesa-ston/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου