07 Απριλίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Παπα–Παναῆς Θεοδωρακόπουλος 4ο Μερος

 Ὁρισμένους ἀσθενεῖς πού εἶχαν ἰδιαίτερα προβλήματα ὑγείας καί οἰκονομικῆς ἀνέχειας, τούς συνόδευε μέχρι τό Νοσοκομεῖο Πατρῶν, ὅπου ἐκτελοῦσε κάποτε καί χρέη συνοδοῦ, καί τελικά τούς ἔσωζε.  

Οἱ εὐχές του καί ἡ πίστη πού μετέδιδε στούς ἐνορῖτες του βοηθοῦσαν καί στήν θεραπεία τῶν ζώων τους, ὅταν τά ἔπιανε κάποια νόσος. 

Ὁ Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος γράφει: «Τά κοπάδια τῶν ζώων πού ἀποδεκατίζονταν ἀπό διάφορες ἀσθένειες, ἀντιμετωπίζονταν μέ τήν πίστη τῶν κατοίκων καί τίς εὐχές πού διάβαζε ὁ παπα–Παναῆς ἀπό τό Εὐχολόγιο καί τόν Ἁγιασμό μέ τόν οποῖο τά ράντιζε. Ἡ ἐπιδημία ἔπαιρνε τέλος αἴσιο. Ἑτοιμοθάνατη κατσίκα πού ἔτρεφε τήν οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ του μέ γάλα, σώθηκε χάρη στήν παρέμβαση τοῦ Γέροντα, πού μέ τόν Σταυρό καί τό  θυμίαμα ἔκανε πάλι τό θαῦμα του˙ καί ἡ κατσίκα συνέχισε γιά χρόνια νά τρέφη τήν οἰκογένεια».  

Οἱ εὐχές του βοηθοῦσαν καί στήν γεωργία. Ἕνα παράδειγμα: Ἦταν Μάϊος καί ἡ περιοχή τους μαστιζόταν ἀπό μακρά ἀνομβρία. Ὁ παπα–Παναῆς κάλεσε τούς χωριανούς νά νηστέψουν τρεῖς ἡμέρες καί στό τέλος νά μαζευτοῦν ὅλοι καί νά κάνουν λιτανεία. Ὅταν ξεκίνησε ἡ λιτανεία, οὔτε σημάδι ἀπό  σύννεφο˙ ὅταν ἐπέστρεφαν, ἄρχισε μιά καλή–καλή   βροχή, πού χόρτασε τά χωράφια. 

Ὡς ἱερέας, πότιζε ἀνελλιπῶς τά πνευματικά χωράφια, τίς ψυχές τῶν ἐνοριτῶν του. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του δέν ὑπῆρχε ποτέ πνευματική ξηρασία.  Πραγματοποιήθηκε αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός˙ «Ὁ  πιστεύων εἰς ἐμέ… ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄, 38). Ὁ παπα–Πανα-ῆς πίστευε ἀκράδαντα στόν Χριστό! καί ἔτσι ἔγινε τό πνευματικό ποτάμι πού ἄρδευε τό χωριό.  

Μέ τό κήρυγμά του ἐνέπνεε τούς πιστούς νά ἔχουν πίστη «δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένην» (=πίστη πού ἀποδεικνύεται ζωντανή καί δραστική μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης), δηλαδή πίστη πού γίνεται ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πίστη πού γίνεται προσφορά μέ αὐταπάρνηση καί θυσία γιά τόν Θεό καί τούς πλησίον. Μέ τήν ἔμπνευση καί καθοδήγηση τοῦ παπα–Παναῆ, ἔκαναν οἱ χωριανοί τίς «Ἐξελάσεις» ἤ «Ξελάσεις», ὅπως τίς ἔλεγαν. Πήγαιναν καί ὄργωναν ἤ θέριζαν τά χωράφια ἤ τρυγοῦσαν τό ἀμπέλι κάποιων ἀνήμπορων καί ἀπέδιδαν τήν σοδειά στούς ἰδιοκτῆτες, χωρίς καμμία ἐπιβάρυνση. Σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, ἀνελάμβανε κάθε οἰκογένεια νά φέρνη ἀπό ἕνα φορτίο ξύλα σέ κάποιους ἀνήμπορους.  

Συγκινητικές ἦταν καί οἱ «Χάρες» σέ πολύ πτωχά νιόπαντρα ζευγάρια, στά ὁποῖα χάριζε κάθε οἰκογένεια τοῦ χωριοῦ ἀπό ἕνα πρόβατο ἤ κατσίκι γιά τήν δημιουργία ἑνός νέου καλοῦ κοπαδιοῦ, πού ἦταν ἡ ἀρχή μιᾶς καλῆς περιουσίας. Ἔλεγε ὁ παπα– Παναγῆς: «Ὁ Χριστός ζήτησε ἀγάπη, παιδιά μου, καί αὐτή τήν ἀγάπη δέν πρέπει νά Τοῦ τήν ἀρνηθοῦμε». Οἱ χωριανοί τόν ἄκουγαν καί ἐκτελοῦσαν ὅσα τούς ἔλεγε, ἀφοῦ μάλιστα τούς ἐνεθάρρυνε συχνά, λέγοντας: «Δῶσε, παιδί μου, καί ὁ Θεός θά σέ βοηθήση. Μπορεῖς νά κάνης τό καλό – κάνε το καί ὁ Θεός θά σέ βοηθήση. Μπορεῖς νά κάνης τό καλό; Κάνε το καί μή ζητᾶς ρέστα», ἀπαντοῦσε σ᾿ αὐτούς πού  διαμαρτύρονταν γιά τούς ἀχάριστους. 

Ἡ προσωπικότητα τοῦ παπα–Παναῆ ἦταν τέτοια, πού ἐνέπνεε τούς ἐνορῖτες του σέ ἔργα θαυμαστά. Καθιέρωσε τόν θεσμό τῆς «προσωπικῆς ἐργασίας»Χτυποῦσε ἡ καμπάνα καί οἱ ἄνδρες τοῦ χωριοῦ μαζεύονταν γιά τήν «προσωπική». Μέ μπροστάρηδες τόν παπα–Παναῆ καί τόν καλό του συνεργάτη ἐκλεκτό δάσκαλο Νικόλαο Σωτηρόπουλο ἔκαναν ὅλοι μαζί πολλά κοινωφελῆ ἔργα˙ Κοινοτικό γραφεῖο, μία ἐπί πλέον αἴθουσα τοῦ Σχολείου, ὑδρευτικά ἔργα, ἀγροτικούς δρόμους, ἀνακαινίσεις χαλασμένων  ἀπό τόν ἀνταρτοπόλεμο Ἐξωκκλησίων, δενδροφυτεύσεις πολλῶν κυπαρισσιῶν σέ ἄγονα ἐδάφη γιά  οἰκοδομική ξυλεία, δενδροφύτευση ἐλαιῶν σέ κάποιο χωράφι μακριά ἀπό τό χωριό τους σέ χαμηλό ὑψόμετρο πρός παραγωγή λαδιοῦ γιά τά κανδήλια τῆς Ἐκκλησίας τους καί τῶν παρεκκλησίων

Τίς Κυριακές μετά τήν Λειτουργία ἀνεκοίνωνε  τό πρόγραμμα τῆς ἑβδομάδος, ποιά ἡμέρα θά γινόταν «ἐξέλαση» ἤ «προσωπική». Οἱ χωριανοί πρόθυμοι ἀνταποκρίνονταν, σάν νά ἦταν μιά οἰκογένεια. 

Στόν καιρό τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς, κατώρθωσε μέ τήν σοφή διπλωματία του καί πρό παντός μέ τήν πίστη καί τήν ἀρετή του, νά ἀποτρέψη τούς  Γερμανούς ἀπό ἐμπρησμό τοῦ χωριοῦ ἤ ἐκτελέσεις  χωριανῶν. Παρόμοια, ἀπέτρεψε καί τούς ἀντάρτες νά φονεύσουν Καλουσιῶτες. Στό χωριό ὑπῆρχαν καί ἀριστεροί καί δεξιοί, ὅμως χωρίς μεταξύ τους ἀγριότητες – ὅπως ἀλλοῦ˙ ἐξημερωμένοι ἀπό τόν παπα–Παναῆ τηροῦσαν τήν θεία ἐντολή «Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 2). Σημειωτέον ὅτι ὁ παπα–Παναῆς δέν ἐλάμβανε κομματική θέση, οὔτε   καί ψήφιζε. 

Τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι τά χρόνια ἐκεῖνα τῆς φτώχειας, ἔπειθε τούς ἐνορῖτες του νά μήν ἀποφεύγουν τήν τεκνογονία, ὥστε νά μήν στεροῦνται καί τήν θεία Κοινωνία. Ἦταν ἀνυποχώρητος στήν ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας. «Θά κάνης ὅσα σοῦ δώση ὁ Θεός. Θά τά ζήση ὁ Θεός». Ἔτσι καί τό χωριό ἦταν γεμᾶτο παιδιά, τά ὁποῖα εὐλόγησε ὁ Θεός καί παρά τήν φτώχεια τους πρόκοψαν στήν ζωή τους. Πολλοί Καλουσιῶτες ἔγιναν ἐπιστήμονες ἐπιτυχημένοι, ἐπαγγελματίες καί ἄριστοι οἰκογενειάρχες, πού συνεχίζουν μέχρι σήμερα νά πορεύωνται μέ τίς ἀρχές  του. Γιά τήν προκοπή στόν βίο τους, πάλι ὁ παπα–Παναῆς συντελοῦσε μέ τό νά φροντίζη γιά ὑποτροφίες μαθητῶν καί φοιτητῶν καί μέ τό νά μεσιτεύη σέ κρατικές Ἀρχές ἤ σέ ἰδιωτικές ἐπιχειρήσεις πρός ἐπαγγελματική τακτοποίηση Καλουσιωτῶν νέων. 

Εἶχε μερικές φορές καί ἐκδηλώσεις προορατικοῦ χαρίσματος. Ἕνα παράδειγμα: Ἕνας γέρος βοσκός σέ ἀπομακρυσμένη στάνη, σοβαρά ἄρρωστος, εἰδοποίησε τόν παπα–Παναῆ νά ἔλθη στήν στάνη του νά τόν κοινωνήση. Δέν πῆγε ἀμέσως ἀλλά μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες. Στό παράπονο τοῦ ἀσθενοῦς γιά τήν ἀργοπορία, ἀπάντησε ὁ παπα–Παναῆς: «Δέν ἄργησα, μπαρμπα–Θανάση». Πῆγε στήν πιό κατάλληλη ὥρα, γιατί μέ τήν ἔντονη προσμονή τῶν Τιμίων Δώρων προετοιμαζόταν καλύτερα νά τά δεχθῆ καί ὄχι μέ ἐπιπολαιότητα, ἀλλά «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» νά κοινωνήση «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἔτσι τήν πιό κατάλληλη στιγμή πῆρε τό εἰσιτήριο τῆς αἰωνίου ζωῆς καί σέ λίγο ἀπογειώθηκε γιά τόν Οὐρανό. 

Ἄλλοτε ἐπισκέφθηκε ἕναν ἀπομονωμένο λεπρό καί τόν ἐξομολόγησε, τόν κοινώνησε καί τόν ἑτοίμασε νά ἀναχωρήση ἀναπαυμένος γιά τήν αἰώνια ζωή.  

«Ὁ Γέροντας πού εἶχε γευθῆ τόν ἀνθρώπινο πόνο, ὅσο λίγοι στήν γῆ, πίστευε ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη μαλακώνει καί ὀμορφαίνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου». Γι᾿ αὐτό καί ἦταν εἰδικός στό νά συμπονῆ καί νά παρηγορῆ τούς πονεμένους.  

«Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται ἡ περίπτωση ἑνός κοντοχωριανοῦ του Ἀρεοπαγίτου, πού ἦταν ἀπαρηγόρητος γιά τόν χαμό τοῦ παιδιοῦ του˙ δέν δεχόταν παρηγορία ἀπό κανέναν. Ὅταν ὅμως εἶδε τόν πονεμένο παπα–Παναῆ νά στέκεται δίπλα του, ἀναθάρρησε καί φώναξε «μονάχα αὐτός θά μέ παρηγορήση˙ δέν θέλω ἄλλον». Καί τοῦ ζήτησε νά μείνη στό σπίτι του στήν Ἀθήνα τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες. Κι ὁ παπᾶς καταδέχτηκε νά μείνη καί νά παρηγορῆ μέ τήν παρουσία του καί μόνο. Καί ἡ παρηγορία ἐπῆλθε!!!» (Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος). 

Πάλι ἀναφέρει ἄλλο περιστατικό, ὁ Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος: «Εὑρισκόμενος στό Νοσοκομεῖο Ν. Ι. Κ. Ε. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά ἐξετάσεις, παρηγόρησε τούς διπλανούς του πού ἔχαναν προσφιλῆ τους πρόσωπα. Τούς παρηγόρησε μέ τήν στάση του, τά λόγια του, τήν θερμή καλωσύνη του. Κυκλαδίτισσα ἀπό τότε κι ἑξῆς, συνέχισε νά τόν θεωρῆ πατέρα της, μετά τόν θάνατο τοῦ δικοῦ της πατέρα, καί ἐπικοινωνοῦσε μέ γράμματα μέχρι πού ἔκλεισε τά μάτια του». 

Στήν ἐνορία του ἐφάρμοζε τήν κατ᾿ οἶκον ποιμαντική. Πήγαινε σ᾿ ὅλα τά σπίτια τοῦ χωριοῦ. Πήγαινε στόν πόνο, στό πένθος, στήν ἀρρώστεια. «Μήν ὀλιγοπιστήσης, παιδί μου», «Λάθος γιατροῦ, σχέδιο Θεοῦ». (Δείγματα ἀπό τίς συμβουλές του). Τούς ἐπισκεπτόταν καί στίς χαρές. Στίς ἐπισκέψεις του πάντα ὑπῆρχε καί ἡ διδαχή. Οἱ ἐνορῖτες του θεωροῦσαν πολύ μεγάλη εὐλογία νά τόν βλέπουν στό σπίτι τους! Τοῦ ἔπαιρναν μ᾿ ὅλη τους τήν ἐμπιστοσύνη τήν γνώμη του˙ τόν ὑπάκουαν! 

Μέ τίς δοκιμασίες καί τήν ἰσχυρή του πίστη εἶχε γίνει βράχος στερεός, πάνω στόν ὁποῖο μποροῦσε κάθε ταλαιπωρημένος νά στηρίζεται γερά. «Παππούλη, σῶσε μας»˙ ἡ καθημερινή κραυγή ἀνθρώπων, πού οἱ ζάλες τῆς ζωῆς τούς περικύκλωναν. Καί ὁ παππούλης μέ τό πετραχήλι «ὑπό μάλης», ἔσπευδε νά σώση… Τά ὅπλα του, τό τριμμένο ἐκεῖνο πετραχήλι, τό Εὐχολόγιό του κι ἕνας ξύλινος Σταυρός Εὐλογίας, ὑπάρχουν ἀκόμα φυλαγμένα στό δωμάτιό του στό χωριό.   

«Ἦταν ριζωμένος στόν τόπο του καί στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων». Ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν κ. Κωνσταντῖνος, βλέποντας τήν εὐδοκίμηση τοῦ παπα–Παναῆ, τόν κάλεσε νά ἀφήση τό Καλούσι, γιά νά τόν τοποθετήση ἐφημέριο στόν λαμπρό Ναό Παντανάσσης Πατρῶν! Τότε ὁ παπα–Παναῆς τοῦ ἔδειξε ἕνα δένδρο, μία καρυδιά πού ἦταν φυτευμένη στήν αὐλή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί εἶπε: «Σεβασμιώτατε, ἄν ξερριζώσης αὐτό τό δένδρο καί τό μεταφυτέψης ἀλλοῦ, δέν θά εὐδοκιμήση, θά ξεραθῆ. Ἔτσι καί ἐγώ θά πάθω, ἄν ξερριζωθῶ ἀπό ἐδῶ καί μεταφυτευθῶ στήν Πάτρα. Ἄφησέ με ἐδῶ πού μέ φύτεψε τό χέρι τοῦ Θεοῦ». Ὁ Δεσπότης δέν ἐπέμεινε.  

Στό Καλούσι ἔμενε πάντοτε στό πατρικό του  σπίτι μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γιάννη, πού ἦταν δάσκαλος καί ὁ ὁποῖος, ὅταν παντρεύτηκε, ἐξακολούθησε νά μένη στήν ἴδια κατοικία. Ἡ σύζυγος τοῦ Γιάννη ἦταν σεμνή, φρόνιμη, πιστή, ἐργατική καί ἀκαταπόνητη, ὑπόδειγμα νοικοκυρωσύνης καί φιλοξενίας. Ὅσοι ἀπό μακρυά πήγαιναν νά ἐπισκεφθοῦν τόν παπα–Παναῆ γιά ἐξομολόγηση ἤ γιά ἐπίλυση προβλημάτων, εὕρισκαν καί στρωμένο τραπέζι. Δέν ἔφευγαν νηστικοί. Κάποτε, ὅταν ἔφθασε ὁδική ἀρτηρία καί στό χωριό τους, ἦλθε Κυριακή πρωΐ ἕνα λεωφορεῖο μέ 20 ἀνθρώπους νά ἐκκλησιαστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν. Γιά φαγητό τό μεσημέρι, ἀσφαλῶς κατέληξαν στόν παπα–Παναῆ. Ἡ Γιάνναινα (ἡ σύζυγος τοῦ Γιάννη), ἡ νύφη τοῦ παπα–Παναῆ, εἶχε ἑτοιμάσει σούπα μέ κρέας γιά δέκα ἀνθρώπους˙ πῶς νά φθάση γιά τριάντα; Καί ὅμως, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀνηψιός του ὁ κ. Σπήλιος, ὁ φιλόλογος, ἐχόρτασαν καί οἱ τριάντα, καί ἀπό τό κρέας πού εἶχε παρατεθῆ σέ πιατέλες στό τραπέζι, ἔμεινε καί περίσσευμα! Ἡ  εὐλογία τοῦ παπα–Παναῆ ἔκανε τό θαῦμα.

«Πολύπλευρο καί μακροχρόνιο τό ἱερό ἔργο του. Τό ἄσκησε μέ ἄνεση καί φυσικότητα. Συμμετεῖχε στόν πόνο καί στήν χαρά τῶν ἐνοριτῶν του. Σ᾿ αὐτόν κατέφευγαν οἱ πάντες γιά τά πάντα» (Κ. Κούρκουλας). Γενιές Καλουσιωτῶν πού πρόλαβαν τήν  εὐεργετική παρουσία του, μπολιάστηκαν ἀπό τόν μεστό λόγο του καί τό λαμπρό παράδειγμά του κι ἔγιναν ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. «Οἱ Καλουσιῶτες καί σήμερα, μετά ἀπό τόσα χρόνια ἀπό τήν ἐκδημία του, τόν κρατοῦν ζωντανό στήν μνήμη τους».   

Στά γεράματά του, ἀναγκαστικά, ἀκολούθησε τόν ἀδελφό του τόν δάσκαλο, πού μετακόμισε στήν Πάτρα καί ἐκεῖ μέ στοργή τόν Γέροντα φιλοξενοῦσε καί τόν γηροκομοῦσε ἡ οἰκογένειά του. Ἐκεῖ ἡ θεία Πρόνοια τοῦ ἐπεφύλασσε ἔργο πολύ καί σπουδαῖο, στό ὁποῖο διακόνησε μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Ἐξομολογοῦσε στήν Ἁγία Φωτεινή καί στό σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του. Καθημερινά πλήθη ἀνθρώπων ἔρχονταν στό πετραχήλι του νά πάρουν τήν λύτρωση, ἀλλά καί νά τόν συμβουλευθοῦν˙ Ἐπίσκοποι (Πατρῶν κ. Νικόδημος, ὅπως τό δήλωσε στόν ἐπικήδειο λόγο του), Αἰτωλοακαρνανίας κ. Θεόκλητος, Ὕδρας κ. Ἱερόθεος Τσαντίλης, ὡς λαϊκός καί κληρικός, Λευκάδος κ. Δωρόθεος Παλαδινός, Ἱεροκήρυκες Χριστόδουλος Φάσσος, Χριστόδουλος Παπαγιάννης, Γαβριήλ Ἀθανασιάδης, Ἰάκωβος Λιαρομάτης, ἄλλοι Ἱερεῖς, λαϊκοί ἐπίσημοι, Πανεπιστημιακοί καθηγητές, Ὑπουργοί (Μερτικόπουλος, Στράτος   κ.λπ.), Ἐκπαιδευτικοί, πολιτικοί, ἐπιστήμονες, Δικαστές κ.ἄ. Τόν ἐπισκέπτονταν γιά συζήτηση καί Βουλευτές καί δημοσιογράφοι γιά νά μάθουν τήν γνώμη του γιά ἐπίμαχα θέματα, μερικοί μάλιστα ἀντίθετοι, γιά νά τόν ἐρεθίσουν καί ἐκθέσουν, ἀλλά ἔκαναν λάθος, γιατί τούς ἀντιμετώπιζε εἰρηνικός, μέ τό χαμόγελο πάντοτε καί μέ σοφά θεοφώτιστα ἐπιχειρήματα.  

Οἱ συζητήσεις τους μποροῦσε καί δύο ὧρες νά κρατήσουν, χωρίς νά δυσανασχετήση μέ τούς συνομιλητές του. Τά ἐπιχειρήματά του ἦταν τέτοια, ὥστε στό τέλος, ὅσο λόγιοι κι ἄν ἦταν οἱ συνομιλητές του, παραδέχονταν τήν ἧττα τους, ἀλλά καί εἰρήνευαν καί τήν εἰρήνη τους αὐτή μετέφεραν καί στούς δικούς τους. Γίνονταν ὀπαδοί του! καί μάλιστα ἐπηρέαζαν καί ἄλλους. «Καί μετά ὁ ἕνας ὀπαδός του γινόταν δέκα, γινόταν ἑκατό», ὅπως ἀναφέρει γνωστός του, ὁ ὁποῖος συμπληρώνει: «Τήν γνώμη του   ζητοῦσαν κληρικοί καί μοναχοί, Ἐπίσκοποι καί Πνευματικοί ταγοί» (Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος). 

Τά πλήθη τῶν πιστῶν εἴτε τόν γνώριζαν προσωπικά, εἴτε δέν τόν γνώριζαν, βαθειά τόν σέβονταν. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἀνηψιός του Σπήλιος Θεοδωρακόπουλος, πού τόν συνόδευε στίς λίγες ἐξόδους του στήν πόλη, μία ἡμέρα κατά τήν πορεία τους ἀπό τά Ψηλά Ἁλώνια μέχρι τήν πλατεία Γεωργίου –διάστημα δύο περίπου χιλιομέτρων– προσῆλθαν καί  τοῦ ἀσπάστηκαν τό χέρι περί τά χίλια ἄτομα! Μέσα σ᾿ αὐτές καί ἄλλες τιμές, ὁ παπα–Παναῆς ἔμενε ταπεινός καί ἀνεπηρέαστος. Γιά τήν καθαρή καί ἔντιμη χηρεία του, τοῦ ἐδόθη ἀπό τόν Μητροπολίτη κ. Κωνσταντῖνο τό ὀφίκκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου˙ ἔτσι  εἶχε τό δικαίωμα νά φορᾶ Σταυρό καί ἐπανωκαλύμμαυχο, διακριτικά τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Τόν Σταυρό τόν φοροῦσε, τό ἐπανωκαλύμμαυχο ὄχι. Ὅταν ἕνα πνευματικοπαίδι του τοῦ ὑπέδειξε νά μήν κάνη αὐτή τήν παράλειψη, τοῦ ἀπάντησε: «Γιά κοίτα ἐκεῖ στίς εἰκόνες˙ αὐτό (τό ἐπανωκαλύμμαυχο) μόνο οἱ Ἅγιοι τό φορᾶνε˙ δέν εἶναι γιά μένα». 

Ὁ παπα–Παναῆς ἔχοντας πίστη ἀκράδαντη   στόν Χριστό καί ἀληθινή ταπείνωση, ἥλκυε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί πρόκοψε πολύ στήν κατά Χριστόν ζωή, στήν ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη. Κυριαρχοῦσε στήν ὕπαρξή του ὁ Χριστός. Μποροῦσε νά ἐπαναλάβη τό τοῦ ἀπ. Παύλου˙ «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός!». 

Ὁ παπα–Παναῆς δέν σταμάτησε τήν προσφορά του καί τήν βοήθειά του στούς ἀνθρώπους πού κατέφευγαν κοντά του μέχρι πού τόν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά Του. Ἐκοιμήθη εἰρηνικά, πλήρης ἡμερῶν καί πλήρης ἔργων θεαρέστων στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1987, στίς 2 τό μεσημέρι, Παρασκευή τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καί θάφτηκε στό Κοιμητήριο τοῦ Καλουσίου. 

Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν. 

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/24-askites-mesa-ston/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου