Ἀρχιμ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ Πρωτοσυγκέλου Ἱ.Μ. Καρπάθου & Κάσου, Θεολόγου Md
Ἡ τήρηση καὶ βίωση ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλου τοῦ κόσμου, τῆς μίας καὶ ὀρθῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας, προσδιορίζει τὸν ὅρο «καθολικότητα» τῆς Ἐκκλησίας(δηλαδη ολοι οι χριστιανοι οι ορθοδοξοι πιστεύουν κα ζουν το ιδιο πραγμα). Καὶ αὐτὸ τὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας ἀντλεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώθηκε καὶ θυσιάστηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ διαδίδεται σὲ ὅλους μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἑνώνει ὅλους τούς πιστούς. Μὲ τὴ συμμετοχὴ στὸ μυστήριο αὐτὸ διασφαλίζεται ἡ ἐσωτερικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη(με την μεταληψη του Σωματος και του Αιματος του Χριστου ολοι οι ορθοδοξοι ειναι ενωμενοι μαζι). Συνεπῶς ἡ καθολικότητα ἑστιάζεται πρωτίστως στὴν ἐσωτερική, πνευματικὴ πληρότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται στὴ γῆ ὡς εὐχαριστιακὴ πραγματικότητα, ἀφοῦ θεία Εὐχαριστία καὶ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ1 .
Εὐχαριστία δὲν εἶναι κάποιο ἀπὸ τὰ μυστήρια ἢ μία ἀκολουθία, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἐκπλήρωση τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλη της τὴ δύναμη, ἁγιότητα καὶ πληρότητα.
Σχέση Ἐκκλησίας-Εὐχαριστίας
Στὶς πηγὲς δὲν συναντᾶμε ὁρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε καὶ θεωρητικὴ περιγραφή. Ἀπὸ τὰ 80 περίπου χωρία στὰ ὁποῖα ὑπάρχει ὁ ὅρος «ἐκκλησία» στήν Κ.Δ., τὰ 57 τουλάχιστον ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους τὴν Ἐκκλησία ὡς σύναξη σὲ ὁρισμένο τόπο (Εκκλησια ειναι η συγκεντρωση των πιστων σε ενα τοπο) . Περιγράφεται ὡς συγκεκριμένη ἐν τόπῳ πραγματικότητα. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἐκκλησία ὁρισμένης πόλης χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο σὲ ἑνικὸ ἀριθμό. Ἐνῶ ὅταν ἀναφέρεται σὲ γεωγραφικὲς περιοχὲς εὐρύτερες τῆς πόλης, χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο σὲ πληθυντικὸ ἀριθμό2.
Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας ταυτιζόταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ σύναξη τῆς θείας Εὐχαριστίας. Σχετικὲς εἶναι οἱ ἀκόλουθες μαρτυρίες. Στὶς ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου, ποὺ εἶναι τὰ ἀρχαιότερα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ὅρος «ἐκκλησία» χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία. Ὄχι ὁποιαδήποτε μορφή της, ἀλλὰ στὴ σύναξή της γιὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία (πρβλ. Α΄ Κορ. Κεφ. 11). Ὁ Παῦλος ἀναφέρεται στὶς εὐχαριστιακὲς συνάξεις τῶν Κορινθίων, τὶς ὁποῖες ταυτίζει μὲ τὴν «ἐκκλησία»: «συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ ἀκούω σχίσματα ἐν ὑμῖν ὑπάρχειν...»3. Τό «συνέρχεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ» γιὰ τὸν Παῦλο σημαίνει τὸ συνέρχεσθαι ὡς ἐκκλησία. Στὴν πατερικὴ γραμματεία ὁ ὅρος «σύναξις» δήλωνε τὴ Θ. Εὐχαριστία. Στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ὡς «ἐκκλησία» θεωρεῖται ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν πιστῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὸ πλήρωμα τῶν «συνερχομένων...ἐν ἐκκλησίᾳ», προκειμένου νὰ γευθοῦν καὶ νὰ μετάσχουν τῆς πληρότητας τοῦ Χριστοῦ. Η Εκκλησια ειναι η συναξη των πιστων για να κοινωνησουν. Ἐπίσης στὸν Ἀπ. Παῦλο ἡ φράση «κατ’ οἶκον ἐκκλησία», κατὰ τὴν κρατοῦσα ἄποψη, δήλωνε τὴ σύναξη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τελέσουν τὴν Εὐχαριστία ( πρβλ. Πράξ. 2,46). Δὲν νοεῖται ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» στὴν περίπτωση αὐτή, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ συνείδηση ὅτι ἐκκλησία καὶ εὐχαριστιακὴ σύναξη ταυτίζονται. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐπίσης ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ὅλη ἡ ἐκκλησία» ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο4. Τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη στὸν οἶκο τοῦ Γαΐου ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει σύναξη «ὅλης τῆς ἐκκλησίας». Αὐτὸ εἶναι προάγγελος τοῦ ὅρου «καθολικὴ ἐκκλησία» ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ συναντᾶμε στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Σημερα επικρατησε ο ορος καθολικη εκκλησια ,πιο παλια αντι να λεμε καθολικη εκκλησια λεγανε οι χριστιανοι ''η ολη εκκλησια''
«Ἡ εὐχαριστία εἶναι ἡ “καθολικὴ ἐκκλησία” par excellence, ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι “σύναξις ἐπὶ τὸ αὐτὸ” ὅλης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, δηλ. τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ τῆς “οὔσης” ἢ “παροικούσης” σὲ ὁρισμένο τόπο»5.
Στα μοναστηρια ο κεντρικος ναος λεγεται καθολικό γιατι μαζευονται ολοι οι μοναχοι εκει για να κοινωνησουν.
Ἔνδειξη τοῦ πόσο ἡ ἔννοια τῆς «καθολικῆς ἐκκλησίας» συνδέεται βαθειὰ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη ὅλης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας στὴ συνείδηση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «καθολικὸ» στὶς ἱερὲς μονές, ἡ ὁποία κατὰ ἀρχαιότατη παράδοση δὲν σημαίνει ἄλλο ἀπὸ τὸν ναό, στὸν ὁποῖο συνάγονται οἱ μοναχοὶ γιὰ νὰ τελέσουν τὴν εὐχαριστία. Ὅ,τι συνέβαινε σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες μεταφέρθηκε καὶ στὶς μονές. Ἡ Ἐκκλησία γίνεται «καθολικὴ» ὅταν συνάγεται στό «καθολικό» της.
Ο Χριστος ανηκει στην κοινοτητα της Εκκλησιας, αρα η Εκκλησια δεν ειναι μια ανθρωπινη συγκεντρωση ,εχει μεσα της και τον Χριστο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μία ἀνθρώπινη κοινότητα. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀνήκει στὴν κοινότητα αὐτή. Εἶναι ἡ κεφαλή της. Ὁ Χριστὸς δέν εἶναι ὑπεράνω ἢ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Πιστοι ειναι οσοι ενσωματωθηκαν στον Χριστο. Δεν ειναι ακολουθοι ή οπαδοι του Χριστου. Ζει μεσα τους ο Χριστος. Πιστοὶ δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν ἢ ὑπακούουν στὶς ἐντολές Του. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐνσωματώθηκαν σ’ Αὐτόν, ζοῦν ἐν Αὐτῷ ἢ μᾶλλον Αὐτὸς ὁ ἴδιος μυστηριωδῶς κατοικεῖ σ’ αὐτούς. Ἡ ενοτητα της εκκλησιας φαινεται στο βαπτισμα και στην θεια ευχαριστια. Η Ἐκκλησία εἶναι κοινότητα μυστηριακὴ καὶ ἡ ἑνότητά της πραγματοποιεῖται μὲ τὰ μυστήρια, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Καὶ σὰν σῶμα Χριστοῦ εἶναι μία ἡ Ἐκκλησία ἐφόσον ἕνα εἶναι τὸ σῶμα Του. Ὁ Χριστὸς οὐδέποτε διαιρεῖται. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀποκαταστάθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ δημιουργία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἐγκαινιάστηκε ἕνα ἐντελῶς νέο καθεστὼς ὕπαρξης. Ἕνα καθολικὸ καθεστὼς σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ καθεστὼς τοῦ κατακερματισμοῦ ποὺ ἐπέφερε ἡ πτώση.
Η Εκκλησια ενωνει δεν χωριζει, ενωνει τους πιστους με τον Χριστο. Τὸ κύριο λειτούργημα τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο εἶναι νὰ συγκεντρώνει τὰ χωρισμένα καὶ σκορπισμένα ἄτομα καὶ νὰ τὰ ἐνσωματώνει μέσα σὲ μία ὀργανικὴ καὶ ζωντανὴ ἑνότητα ἐν Χριστῷ. Στην Θεια Ευχαριστια φαινεται η ενοτητα της Εκκλησιας. Τίποτα δὲν ἐκφράζει καὶ πραγματώνει τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας τόσο ὅσο ἡ Θ. Εὐχαριστία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένη στὴν ἴδια πίστη καὶ κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἑνότητα αὐτὴ συνιστᾶ αἵρεση καὶ ἀπειλεῖ τὴν ἑνότητα. Κορυφαία ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Εὐχαριστία.Οι αιρετικοι δεν κοινωνουσαν μαζι με τους ορθοδοξους. Ὅταν οἱ ἀρχαῖες σύνοδοι κήρυτταν κάποιον αἱρετικό, τὸν ἀπέκοπταν ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Ἀκόμα καὶ ἂν ἐπιτυγχανόταν ἑνότητα στὴν πίστη, σὲ τίποτα δὲν ὠφελοῦσε ἂν δὲν κατέληγε στὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία.
-167-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου