04 Μαΐου, 2024

Ομιλιες του Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου Αποστόλου Μερος 7ο

στ. Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας 

Η Εκκλησία είναι το Σώμα, μέλη της οι πιστοί και κεφαλή της είναι ο Χριστός. Η βασική αυτή διδασκαλία της Καινής Διαθήκης επαναλαμβάνεται με πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως έχουμε ήδη εντοπίσει, σε πολλές ομιλίες, χωρίς να παραλείπεται η ιδιοπροσωπία των μελών της: 101 «Όσοι βαπτίζονται εις το όνομα του Χριστού, ονομάζονται πλέον Χριστιανοί. Όσοι πιστεύουν στο Χριστό, όσοι εμπιστεύονται τον εαυτό τους και αγωνίζονται να τον μιμηθούν, ανήκουν πλέον στο άγιο γένος.102 Αυτό δε σημαίνει ότι καταργείται το γένος άπ’ όπου προέρχονται, Δεν παύει να ισχύει η καταγωγή τους και οι γονείς τους. Τονίζεται όμως η υπέρβαση όλων των διαφορών από το άγιο γένος, που είναι γέννημα του Αγίου Πνεύματος». 103 Για την Θεολογική σκέψη του μακαριστού επισκόπου η ενότητα των μελών της Εκκλησίας όχι μόνον δεν σημαίνει απώλεια της ιδιαιτερότητας του κάθε πιστού ή του πολιτισμού της κάθε κοινότητας, αλλά αντιθέτως αποτελεί αποδοχή της διαφορετικότητας ως συνεκτικού στοιχείου: «…ενότητα δεν σημαίνει ομοιομορφία και πολιτιστική ισοπέδωση. Μέσα στην ίδια την κοινωνία οι άνθρωποι διακρίνονται  για τα ποικίλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τις κλίσεις τους, το επάγγελμά τους, τις προσωπικές προτιμήσεις τους, τις λεπτομέρειες της ζωής τους…»104 . Η ενότητα όλων των μελών της Εκκλησίας ζώντων και κεκοιμημένων εξασφαλιζεται από τη σχέση τους με τον Χριστό και το κοσμοσωτήριο έργο του που μνημονεύουμε στη θεία ευχαριστία:105 «το θείο προσλαμβάνει το ανθρώπινο, όπου συναντώνται οι άγγελοι του ουρανού με τους Αγίους, τους μάρτυρες, τους κεκοιμημένους και με όλους τους πιστούς και ολάκερη την πλάση». 106 Αξιοσημείωτο είναι το λογοπαίγνιο που κάνει ο Ιεράρχης με τη λέξη χώρος Εκκλησία, το σύνθετο ρήμα συγ-χωρώ και τη συγχώρηση που καθίσταται δυνατή μέσα στην Εκκλησία, γιατί είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος: «Στον χώρο της Εκκλησίας χωρούν οι μετανιωμένοι αμαρτωλοί και οι συγχωρούντες στον ίδιο χώρο με τους μετανιωμένους και οι αγαπώντες. Πάντοτε βέβαια με τη λυτρωτική και πληρωτική παρουσία του Θεού Πατέρα του Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος και τις πρεσβείες της Θεοτόκου Μαρίας και πάντων των αγίων». 107 Η ενότητα των μελών της Εκκλησίας απορρέει από την ενότητα του αδιαίρετου τριαδικού Θεού, κατά την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. 108 Αυτή την βεβαίότητα ο Επίσκοπος μεταφέρει στο εκκλησίασμα μέσα από τις ομιλίες του με τις οποίες τονίζει πως: «σε όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας μας αναφερόμαστε και στηρίζουμε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του αγίου πνεύματος στην ενότητα της τρισυπόστατης θεότητας». 109 Με την παραπάνω θέση δικαιολογείται το γεγονός πως ο Επίσκοπος κατανοεί πως μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας κανείς δεν βιώνει την αίσθηση της εγκατάλειψης, γιατί «όσοι ζουν το μυστήριο του  σταυρωμένου και αναστημένου Χριστού είναι ζωντανά μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας που λέγεται Εκκλησία και δεν μένουν μόνοι» 110 γιατί όσοι κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστῷ γινόμενοι». 111 

ζ. Η οικουμενική διάσταση της Εκκλησίας 

Η οντολογία της Εκκλησίας, δεν επιτρέπει κανενός είδους περιορισμό ή εξαίρεση για κανέναν. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ο περιορισμός του Χριστού σε εθνότητες αποτελεί μορφή έκπτωσης. 112 Η εντολή του Χριστού προς τους μαθητές ήταν να μεταφέρουν το μήνυμα του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη έως την άκρη της γης και να τους καταστήσουν μέλη του Σώματός του με το βάπτισμα. 113 Και ο κατ’ εξοχήν Απόστολος των εθνών διακήρυξε ότι το ευαγγέλιο της σωτηρίας απευθύνεται αδιακρίτως γένους ή φύλου σε όλους. 114 Στα κείμενα που εξετάζουμε, ο Επίσκοπος μακριά από κάθε είδους εθνοφυλετισμό115 ή κοινωνικό αποκλεισμό διδάσκει πως στην Εκκλησία «δεν χωρούν γκέτο, διακρίσεις και κοινωνικοί αποκλεισμοί.» γιατί με το Άγιο Πνεύμα που συγκροτεί την Εκκλησία «…δεν ισοπεδώνονται οι ιδιαιτερότητες των πολιτισμών μήτε τα χαρακτηριστικά του καθενός λαού. Αυτά διατηρούνται σαν μια θαυμαστή ποικιλία χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος». 116 Η παραμονή του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία εδράζεται στην ελεύθερη επιλογή του να δημιουργήσει σχέση κοινωνίας με τον συνάνθρωπο και τον Θεό. Η Εκκλησία δικαιολογεί την ταυτότητά της όσο αυτή ανοίγεται προς τον κόσμο και τα έθνη. 117 Ο ομιλητής με ένα εύστροφο λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λέξεις «οίκος»,«οικουμένη», «οικείος», «οικειότητα», «κάτοικος», «συγκάτοικος» και με παραστατικό τρόπο ερμηνεύει τον οικουμενικό ορίζοντα της Εκκλησίας: «Μέσα σε αυτόν τον Οίκο, όπου δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος από την οικουμένη, δηλαδή την κατοικούμενη γη, εκείνο που επικρατεί είναι η οικειότητα. Ο Θεός γίνεται οικείος με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος γίνεται συγκάτοικος με τον Θεό και με όλους τους ανθρώπους. Γιατί ο Θεός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση ανεξαιρέτως. Και τη λευκή και τη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη και τον άνδρα και τη γυναίκα και τους πλουσίους και τους φτωχούς, για να τους λυτρώσει από τη φθορά και τη διαφθορά, τη σήψη και τον θάνατο». 118 Ο επίσκοπος, χωρίς να αναιρεί τις πάσης φύσεως ιδιαιτερότητες κάθε λαού, υπογραμμίζει ότι «οι χριστιανοί έχουν και αυτοί τη δική τους φυλετική, εθνική και πολιτιστική καταγωγή», 119 αλλά τελικά «…εκείνο που μετρά είναι η εκ Πνεύματος αγίου γέννα». 120 Είναι φανερό πώς με αυτές τις θέσεις, στηλιτεύεται ο εθνοφυλετισμός και η μισαλλοδοξία σε μία εποχή προβλημάτων με τους γείτονες της ακριτικής αυτής Επαρχίας. 121 Επίσης υπενθυμίζοντας στους ακροατές του και τον καταλυτικό ρόλο του βαπτίσματος ανακεφαλαιώνει για την οικουμενική διάσταση των Χριστιανών, πάνω στη βάση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος : «Ο λαός του Θεού γίνεται οικουμενικός, γίνεται παγκόσμιος. Δεν παύει να ανήκει στο έθνος του, δεν παύει να υπερασπίζεται την πατρίδα του, δεν παύει να διαφυλάττει την πολιτιστική του ιδιαιτερότητα. Όμως δεν καλλιεργεί τον εθνοφυλετισμό, την ξενοφοβία, τις μισαλλοδοξίες, τις διαιρέσεις, τις εχθρότητες», 122 για να καταλήξει σε άλλο σημείο πως «η μάννα των χριστιανών είναι η Εκκλησία, είναι όλο το ευχαριστιακό σώμα, που μέσα του χωρούν όλοι οι πιστοί ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή», 123 διότι «μετά την ημέρα της Πεντηκοστής η Εκκλησία πλέον είναι κατοικία όλων». 124 Και αυτό συμβαίνει, διότι αυτή την ενότητα την βιώνουν όλοι οι πιστοί, όπως στη συνέχεια αναλύεται: «η πνευματική εμπειρία όλων των ευλαβών χριστιανών από οποιοδήποτε πολιτιστικό περιβάλλον και αν προέρχονται είναι μια. Μέσα στο σταυρωμένο και αναστημένο Σώμα του Χριστού μας, την Εκκλησία, είμαστε συμφιλιωμένοι. Εμπιστευόμαστε τον Ιησού που άπλωσε τις παλάμες του πάνω στον Σταυρό για να ενώσει…». 125 Η οικουμενικότητα συνεπώς γίνεται κατανοητή πάνω στη βάση της οικειότητας των πιστών μεταξύ τους και με τον Θεό Δημιουργό, που πραγματοποιείται μέσα στον οίκο του Θεού με την τέλεση της θείας ευχαριστίας, γιατί μέσα στην Εκκλησία-ναό, όπου συνέρχεται η ευχαριστιακή κοινότηταΕκκλησία. Και όπως ήδη έχει αναφερθεί «δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος από την Οικουμένη, δηλαδή την κατοικούμενη γη, εκείνο που επικρατεί είναι οι οικειότητα. Ο Θεός γίνεται οικείος με τον άνθρωπο και ο άνθρωπος γίνεται συγκάτοικος με τον Θεό και με όλους τους ανθρώπους».126

-44-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου