ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´
Στην κρίσιμη δεκαετία του 70 του 19ου αιώνα το Ελληνικό Βασίλειο έχει να αντιμετωπίσει ποικίλα ζητήματα που αφορούν τόσο το εσωτερικό της χώρας, όσο και στην ανασύνταξη του τρόπου άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή.
Μετά το τέλος της Κρητικής Επανάστασης (1866- 1869) το πολιτικό τοπίο συνταράσσεται από τα πολλά σκάνδαλα. Το «Λαυρεωτικό ζήτημα», τα στηλιτικά, τα σιμωνιακά, η κρίση του «Ανατολικού ζητήματος» (1875-1878), η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1877), η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), η Διάσκεψη του Βερολίνου (1880) καθώς και η Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης ένα χρόνο αργότερα είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να προσαρτά τη Θεσσαλία και την επαρχία της Άρτας. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας, η καθιέρωση της "αρχής της δεδηλωμένης" τον Αύγουστο του 1875, συνιστά μία μεγάλη εξέλιξη στην πολιτική ιστορία του τόπου, αφετηρία αλλαγών και προσπάθειας εξέλιξης του πολιτικού συστήματος της χώρας με πρωτεργάτη τον πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη56 . Ήδη από το 1870 ξεκινά η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και των εθνικισμών στην εποχή που στον ελληνικό κράτος η τάση για εθνική αφύπνιση περνά μέσα από μία νέα διαδικασία για τα ελληνικά δεδομένα διαφορετική από αυτήν της Δύσης. Για το νεοσύστατο κράτος η θρησκευτική του ταυτότητα ενσωματώνεται άμεσα στην εθνική του ταυτότητα σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου οι εξελίξεις στη γέννηση των Εθνών μέσα στα κράτη που ήδη υπάρχουν που όπως ο Σ. Καβαλιεράκης γράφει: «[...] ομογενοποιώντας συχνά με βίαιο τρόπο τοπικές ταυτότητες, θρησκευτικές ή προεθνικές κοινότητες. Στην περίπτωση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι "εθνικές" ιδέες εισβάλλουν με ένα δυναμικό τρόπο τη στιγμή κατά την οποία οι θρησκευτικές κοινότητες δείχνουν να θεσμοποιούνται στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας»57 .
Σε αυτή την κρίσιμη δεκαετία του ‘70 οι συγκρούσεις των εθνικών οραμάτων ανάμεσα σε λαούς στο έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί πλήρη σύγχυση, σχετικά με το αν αυτό συνιστά μόνο εκκλησιαστικό θέμα ή και πολιτικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 στο Οικουμενικο Πατριαρχειο η διαμάχη κληρικών και λαϊκών λόγω της Εθνοσυνέλευσης και της Σύνταξης των Κανονισμών είχε αφήσει ανοιχτές πληγές. Η Ρωσική πλευρά στήριζε την άποψη του Ο.Π.Κ. πως ένα τέτοιο καθαρά εκκλησιαστικό ζήτημα έπρεπε να λυθεί από το ίδιο. Αντίθετη άποψη είχε το λαϊκό στοιχείο το οποίο άλλαζε συνεχώς την τοποθέτησή του πάνω στο θέμα, και ανάλογα με τις πολιτικές τους επιδιώξεις.
Η εθνική αφύπνιση των Βούλγαρων ήταν πλέον γεγονός58 . Μετά την άλωση του Τυρνόβου προς το τέλος του 14ου αιώνα όλη η Βουλγαρία πέρασε από τον έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Ήδη από το έτος 1381 η μητρόπολη της Βιδύνης πηγαίνει εκ νέου στο Οικουμενικο Πατριαρχειο Μετά την άλωση του Τυρνόβου ο Πατριαρχης Ευθύμιος(1375-1402) εξορίστηκε μακριά από την έδρα του. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη η Βουλγαρία έμεινε ακέφαλη, αναγκάζοντας το Οικουμενικο Πατριαρχειο να τοποθετήσει τοποτηρητή σε αυτή τον μητροπ. Μαυροβλαχίας Ιερεμία, μέχρι την πιστοποίηση το 1415 του θανάτου του Πατρ. Ευθυμίου. Λίγο αργότερα υποβίβασε το Πατριαρχείο Βουλγαρίας που ήταν ήδη παρηκμασμένο σε απλή μητρόπολη και διόρισε μητροπολίτη. Αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα μιας νέας κατάστασης που είχε διαμορφωθεί με την επικράτηση των Οθωμανών. Η νέα αυτοκρατορία είχε οργανωθεί με βάση το θρήσκευμα και όχι την εθνικότητα (τα μιλλέτια). Το ένα από αυτά ήταν το μιλλέτι των Ρωμιών όπου θα κατατάσσονταν και οι Βούλγαροι μαζί με όλους τους Ορθόδοξους. Εάν εγκαταλείπονταν από το Οικουμενικο Πατριαρχειο κινδύνευαν να οδηγηθούν στον εξισλαμισμό, όπως έγινε με τον ελληνισμό της Μ. Ασίας. Έτσι, κατάφεραν να διατηρήσουν την δική τους θρησκεία και μέσω αυτής την εθνική τους συνείδηση59 Σε αυτή την περίοδο οι αρχιερείς στις βουλγαρικές περιοχές ήταν σχεδόν πάντα ελληνικής καταγωγής. Οι Ορθόδοξοι Βούλγαροι είχαν τα ίδια προβλήματα με τους υπόλοιπους όπως π.χ. βίαιοι εξισλαμισμοί, το παιδομάζωμα κ.α. Η κατάσταση στο μορφωτικό τους επίπεδο δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα. Η ανυπαρξία αστικής τάξης δεν βοήθησε στην ανάπτυξη της βουλγαρικής γραμματείας, αφού από τον 15ο αιώνα έως το τέλος του 18ου αιώνα υπάρχουν ελάχιστα έργα. Οι Βούλγαροι αντικατέστησαν τον μεσαιωνικό πατριωτισμό τους με την Ορθόδοξη συνείδηση. Η υποτονική ασχολία τους με τα γράμματα συνδέεται με την ανυπαρξία εμπορικών και αστικών κέντρων και την επιλογή τους να αναπτύξουν δραστηριότητες που είχαν ως βάση την κτηνοτροφία και τις αγροτικές καλλιέργειες. Η μορφωτική αφύπνιση συμπίπτει με την εθνική αφύπνιση του βουλγαρικού λαού. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η προσωπικότητα του μονάχου Παϊσίου Χιλανδαρινού, που έγραψε την «Ιστορία σλαβιανοβουλγαρική». Το έργο αυτό λειτούργησε ως το ευαγγέλιο της εθνικής τους αφύπνισης και διαδόθηκε ως χειρόγραφο με συνεχείς αντιγραφές. Ο στόχος του συγγραφέα φαίνεται στον πρόλογο του βιβλίου, τονίζοντας πως και αυτοί είχαν ένδοξο παρελθόν για το οποίο πρέπει να είναι περήφανοι, γράφοντας πως είναι αδικαιολόγητοι όσοι δεν δηλώνουν Βούλγαροι και γράφουν ή μιλούν Ελληνικά. Με την στάση του πέτυχε να ενισχύσει την αγάπη των συμπατριωτών του για την βουλγαρική συνείδηση και παιδεία60 .
Εκείνη την περίοδο το Κρητικό ζήτημα έφερε ξανά στο προσκήνιο την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανών οι οποίοι άρχισαν να υποδαυλίζουν τη διάθεση των Βουλγάρων για δική τους Εκκλησία. Ήδη από το 1820 ζητούσαν οι Βούλγαροι δικούς τους ιερείς και αρχιερείς. Το 1860 η κοινότητά τους στην Κωνσταντινούπολη ανακοίνωσε πως εκτελούσε με την άδεια του σουλτάνου τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Μετά από μία σειρά γεγονότων και την εμπλοκή ξένων δυνάμεων οι Οθωμανοί στις 11 Μαρτίου 1870 με ένα φιρμάνι ιδρύουν αρχικά σε δεκαεπτά μητροπόλεις μία αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία με έξαρχο ως επικεφαλή, που θα εξέλεγε σύνοδος.
Η ήττα των Ελλήνων στην Κρήτη και η βουλγαρική εξαρχία έκανε τους Έλληνες να στραφούν εναντίον των Ρώσων. Όπως εύστοχα ο D. Dakin γράφει: «Είχαν επιτέλους καταλάβει ότι η Ρωσία είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί τους Έλληνες προς όφελος των Σλάβων και κυρίως των Βουλγάρων»61 . Η στάση αυτή της εξαρχίας οδήγησε σε σχίσμα. Το φαινόμενο αυτό οδήγησε στην καταδίκη του εθνοφυλετισμού από την Πατριαρχική Σύνοδο του 1872 στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατρ. Άνθιμο ΣΤ'. Στον όρο της Συνόδου του 1872 διαβάζουμε: «Αποκηρύττομεν κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν, τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία, ως αντικείμενας τη διδασκαλία του Ευαγγελίου [...]». Η εθναρχούσα Εκκλησία είχε πλέον δεχθεί ένα ανεπανόρθωτο χτύπημα από τη δυναμική της εθνικής ιδεολογίας και το εθνικό κρατικό όραμα των λαών62
-35-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου