Οι κληρικοί που ακολουθούσαν τον Απ. Μακράκη ήταν πολλοί και αξιόλογοι. Ένας από τους κυριώτερους ήταν ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, ο οποίος γεννήθηκε το 1839 ή 1840 στα Τρεσταινά της Γορτυνίας. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν από τα παλληκάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, του Πανουργιά και του Πλαπούτα. Τη μητέρα του την έλεγαν Αικατερίνη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Πέτρος. Έγινε μοναχός στο Μέγα Σπήλαιο, όπου μαθήτευσε κοντά στον ιερομόναχο Ιγνάτιο Λαμπρόπουλο. Στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Ριζάρειο και έπειτα στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Το έτος 1868 χειροτονήθηκε διάκονος. Εκείνη την εποχή γνώρισε τον λαϊκό κήρυκα Απ. Μακράκη, όπου μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια στενή συνεργασία. Όταν το 1876 ο λαϊκός ιεροκήρυκας ίδρυσε τη Σχολή του Λόγου στάθηκε δίπλα του μαζί με τον ανηψιό του ιερομόναχο Ευσέβιο Ματθόπουλο και τον Ηλία Βλαχόπουλο επίσης ιερομόναχο. Από την ημέρα της χειροτονίας του μέχρι την ημέρα της εξορίας του το έτος 1879 δεν σταμάτησε καθόλου το κήρυγμα, τόσο στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία ενώ δεν έπαψε να αγωνίζεται για την κάθαρση της Εκκλησίας. Οι αγώνες του κατά των σιμωνιακών ιεραρχών τον οδήγησαν στην εξορία αρχικά στη Μονή Παναχράντου στην Άνδρο, όπου εκεί είχε εξορισθεί και ο μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος ή Παπουλάκος. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Πάρο στη Μονή Λογγοβάρδας. Η εξορία κράτησε τρία χρόνια επειδή αναθεωρήθηκε η δίκη. Μετά το τέλος της εξορίας συνέχισε τη συγγραφή και το κήρυγμα έως το 1892 οπότε εκλέγεται επίσκ. για την αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας μετά από εισήγηση του Χαρ. Τρικούπη. Ο Ιερόθεος, έφυγε από την κίνηση του Απ. Μακράκη εξαιτίας των γεγονότων που ακολούθησαν μαζί με πολλούς άλλους. Στη συνέχεια συνεργάζεται πολύ στενά με τον Κωνσταντίνο Διαλησμά, ιδρυτή το έτος 1887 του περιοδικού και του συλλόγου «Ανάπλασις», αποφεύγοντας και αυτός τις ακρότητες και τις αιρετικές δοξασίες του διδασκάλου τους Απ. Μακράκη, αλλά χωρίς να αφήσουν το έντονο πάθος και τον παλμό που τους κατείχε.
Στις 3 Ιανουαρίου 1893 ο Ιερόθεος εγκαθίσταται στην αρχιεπισκοπή Πατρών όπου διέπρεψε48 . Ένας άλλος δραστήριος κληρικός ήταν και ο ανηψιός του Ιεροθέου, ο Βασίλειος Ματθόπουλος μετέπειτα μοναχός Ευσέβιος, ο οποίος γεννήθηκε στην Τρεσταινά της Γορτυνίας τον Ιανουάριο του 1849. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ο πατέρας του Δημήτριος τον οδήγησε στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όπου έγινε μαθητής του Ιγνατίου Λαμπροπούλου. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών έγινε μοναχός. Εκείνη τη χρονική περίοδο στην Αθήνα είχε εγκατασταθεί από την Κωνσταντινούπολη ο Απ. Μακράκης σε μια περιοχή όπου το κήρυγμα ήταν σχεδόν ἀγνωστο. Αμέσως άρχισε τα δημόσια κηρύγματά του στην πλατεία Ομονοίας, τα οποία προσέλκυαν πλήθος κόσμου. Τόσο μεγάλη ήταν η απήχηση στον κόσμο ώστε η είδηση αυτή έφθασε μέχρι την ιερά μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος μαζί με τον Ευσέβιο ζήτησαν από τον Ιερόθεο Μητρόπουλο πληροφορίες για τον Απ. Μακράκη. Ο Ιερόθεος ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών εκείνη την περίοδο έμενε στην Αθήνα και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τον Μακράκη και αποκόμισε άριστη εντύπωση για εκείνον. Μετά από λίγο γνωρίζει τον Απ. Μακράκη ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος στην Πάτρα δηλώνοντας στον Ευσέβιο, γυρίζοντας πίσω στο Μεγάλο Σπήλαιο, πως ο Απ. Μακράκης ήταν ένας χριστιανός φιλόσοφος.
Το έτος 1868 ο Απ. Μακράκης επισκέφθηκε τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και γνώρισε από κοντά τον Ευσέβιο. Ένα χρόνο αργότερα ο Ιγνάτιος απεβίωσε. Ο Ευσέβιος σε ηλικία εικοσιενός έτους χειροτονήθηκε διάκονος, όπου το έτος 1872 αποφάσισε να έλθει στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ήλθε σε επαφή με τον μητροπ. Αθηνών Θεόφιλο και ζήτησε την άδειά του για να αρχίσει το κήρυγμα. Τελικά ο Αθηνών Θεόφιλος του επέτρεψε να γίνει ιεροκήρυκας. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή ενώ στις 8 Αυγούστου 1876 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος49 . Στην πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους είχε την ευκαιρία να συνδεθεί πολύ στενά με έναν άλλο φλογερό ιεροκήρυκα, τον Απ. Μακράκη, ο οποίος συνεργαζόταν μαζί με τον θείο του αρχιμ. Ιερόθεο Μητρόπουλο, ο οποίος ήταν διευθυντής του θρησκευτικού εντύπου «Λόγος». Το Σεπτέμβριο του 1876 ο Απ. Μακράκης ίδρυσε τη «Σχολή του Λόγου».
Το 1875 η Ελλαδική Εκκλησία συγκλονίζεται από το μεγάλο σκάνδαλο των σιμωνιακών. Ο ίδιος (ο Μακρακης) μαζί με τους συνεργάτες του κληρικούς της «Σχολής του Λόγου» τους στιγμάτισαν με άρθρα τους στις εφ. «Λόγος» και «Ειρήνη».
Οι επιθέσεις αυτές κατά προκαθημένου της Ι.Σ. και των μελών της δεν ήταν στιγμιαία αλλά συνεχής, ενώ επεκτάθηκε κατά των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και της κυβέρνησης Κουμουνδούρου, ώστε ανάγκασε τον πρωθυπουργό να τον χαρακτηρίσει αναρχικό από το βήμα της Βουλής50 . Αυτή η συγκυρία είχε ως αποτέλεσμα να αναδείξει τον Απ. Μακράκη ως υπερασπιστή της αλήθειας και της πίστεως και αυτό τον οδήγησε χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια λυσσαλέα επίθεση εναντίον κάθε πολιτικού άνδρα τον οποίο έβλεπε ως εχθρό του.
Οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Ν. Δαμαλάς, Ζήκος Ρώσης και Α.Δ. Κυριακός προσπάθησαν να περάσουν την άποψή τους στην Ι.Σ. της περιόδου 1877-1878, πως ο Απ. Μακράκης ήταν αιρετικός και έπρεπε να καταδικαστεί. Όμως δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν αφού ο Φωκίδος Δαυΐδ δεν δεχόταν να γίνει κάτι τέτοιο. Την επομένη χρονιά στη νέα σύνθεση της Ι.Σ. γίνεται συνοδικό μέλος ο αρχιεπ. Μαντινείας Θεόκλητος, ο οποίος στο παρελθόν είχε μπει και αυτός στο στόχαστρο του Απ. Μακράκη και των οπαδών του. Ο Καλαβρύτων Ευθύμιος, συνοδικός και αυτός, ενημέρωσε προφορικά τον Κ. Οικονόμο και όπως ο Π. Νταλιάνης γράφει: «Εν τη νέα Συνόδω, τη επιμόνω ενεργεία των ανωτέρων καθηγητών, και τη συνδαυλία του γραμματέως Δαμασκηνού προυτάθη, και συνεζητήθη αν ο Μακράκης δια τα εαυτού φρονήματα, και ιδίω δια το τρισύνθετον πρέπει να κηρυχθή συνοδικώς αιρετικός ο μητροπολίτης Προκόπιος και ο Μαντινείας Θεόκλητος ήθελον και επεθύμουν τούτο, εγώ δε αντέστην, και επέμενα εις τα αποφασισθέντα εν τη προτέρα Συνόδω και το ζήτημα έμενεν αναποφάσιστον. Αίφνης το εσπέρας με επισκέπτεται εις των υπασπιστών του βασιλέως και μοι λέγει ότι ο βασιλεύς απορεί πως υπερμαχείτε υπέρ του Μακράκη, όστις ενεργεί να καταβιβάση αυτόν από του Θρόνου, και αναβή αυτός. Εταράχθην εις το άκουσμα τούτο, μη ειδώς τι συμβαίνει. Αλλά μη θελήσας να δυσαρεστήσω τον βασιλέα, ενέδωκα εις την αποκήρυξιν του Μακράκη ως αιρετικού, και εις την επομένην συνεδρίασιν απεκηρύχθη παμψηφεί συνοδικώς δι᾽ εγκυκλίου»51 .
Την εμπλοκή όλων των παραπάνω προσώπων φαίνεται πως γνώριζαν οι οπαδοί του Μακράκη. Με εγκύκλιό της η Ι.Σ. στις 21 Δεκεμβρίου 1878 καταδίκασε την «σπείρα ανθρώπων», τους «ετεροδιδασκάλους» και την «παρασυναγωγή», η οποία δρα ως μυστική οργάνωση. Η εγκύκλιος αυτή διαβάστηκε για τρεις συνεχόμενες Κυριακές στους ιερούς ναούς52 . Στις 9 Φεβρουαρίου 1879 έγινε η δίκη των κληρικών οπαδών του Απ. Μακράκη. Αυτοί ήταν ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, ο Ηλίας Βλαχόπουλος, ο Ευσέβιος Ματθόπουλος, και οι ιεροδιάκονοι Γερβάσιος Κωνσταντινίδης, Θεόκλητος Ιωαννίδης, Νήφων Δημόπουλος και Νείλος Νικολαΐδης. Οι κατηγορούμενοι κληρικοί δεν δέχθηκαν πως ήταν αιρετικοί αλλά όμως οι συνοδικοί δικαστές τούς κήρυξαν ενόχους και τους εξόρισαν, τον μεν Ηλία Βλαχόπουλο σε δέκα χρόνια εξορία, ενώ τους υπολοίπους σε οκταετή. Τον αρχιμ. Ιερόθεο Μητρόπουλο στην αρχή αποφάσισαν να τον εξορίσουν στο μοναστήρι του αγίου Διονυσίου Στροφάδων, ενώ στη συνέχεια τον μετέφεραν στο μοναστήρι της Άνδρου, ενώ στη μονή Στροφάδων πήγαν τον Ηλία Βλαχόπουλο. Επειδή η δράση του Ιεροθέου Μητρόπουλου στη νήσο Άνδρο «ενοχλούσε», τον έστειλαν μετά από πρόταση του οικείου επισκόπου στην ιερά μονή Λογγοβάρδας στη νήσο Πάρο.
Ο Ευσέβιος Ματθόπουλος στάλθηκε κατ᾽ αρχάς στη μονή Αγάθωνος στη Φθιώτιδα, ενώ αργότερα τον έστειλαν στο μοναστήρι της Παλαιοκαστρίσσης στη νήσο Κέρκυρα. Ο ιερέας Σπυρίδωνας Γιαννουλέας εξορίστηκε στην απομακρυσμένη νήσο Ανάφη53 .
Η εξορία των κληρικών αυτών δεν κράτησε για αρκετό χρονικό διάστημα, αφού όλοι γνώριζαν ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους αυτοί οδηγήθηκαν στην εξορία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Βουλή ασχολήθηκε με τους κληρικούς αυτούς που βρίσκονταν στην εξορία. Το Μάιο του 1882 έγινε συζήτηση επί του θέματος ενώ οι βουλευτές Σ. Πετιμεζάς, Αθ. Πετιμεζάς, Στεφανίδης, Γρυπάρης, Παλαμίδης, Ψύλλας, Δουνίζας και οι αδελφοί Ιακωβάτοι ζήτησαν από το σώμα να ακυρωθεί το συγκεκριμένο Β.Δ., αφού δεν υποστηρίζονταν από κανένα νόμο, και ήταν αντίθετη από το 20ο και 7ο άρθρα του Συντάγματος. Η διακονία των κληρικών στους τόπους εξορίας τους, έκανε τους κατοίκους των τοπικών κοινωνιών να στέλνουν στην κυβέρνηση διαμαρτυρίες υπογεγραμμένες από χιλιάδες πολίτες ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση Κουμουνδούρου να πάρει θέση και να λήξει αυτή η περιπέτειά τους.54
Το μεγάλο αυτό σκάνδαλο είχε μια ακόμα τραγική συνέπεια αφού μειώθηκε τόσο πολύ το κύρος της Εκκλησίας στα μάτια του ανώτατου άρχοντος του κράτους, ώστε να αποστασιοποιηθεί σταδιακά από την Εκκλησία αλλά και από την γραμμή των πολιτικών του τόπου, στρεφόμενος στο εξής μόνο στο διεθνές συμφέρον του κράτους. Ας μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ήταν προτεστάντης στο δόγμα, και η ύπαρξη ενός σκανδάλου εκκλησιαστικού και πολιτικού αυτού του μεγέθους, τον απελευθέρωσε από τις ομολογιακές δεσμεύσεις του χριστιανικού κόσμου και έπραττε αυτό που συνέφερε το βασίλειό του. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία θα πρέπει να ανιχνευθούν οι άριστες σχέσεις που είχε στο εσωτερικό με τους ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και της επίσκεψής του το Μάιο του 1875 στη Ρώμη μαζί με τη βασίλισσα Όλγα και της συνάντησής τους με τον Πάπα Πίο Θ´, οκτώ χρόνια μετά την αναγνώρισή του το 1867 από την Αγία Έδρα. Η επίσκεψη αυτή συνδέθηκε από τους Γάλλους διπλωμάτες με την εγκαθίδρυση στην πρωτεύουσα της Ελλάδος του ρωμαιοκαθολικού αρχιεπ. Ιωάννη Μαραγκού για τη διαποίμανση ντόπιων και ξένων ρωμαιοκαθολικών.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε αρνητικά συναισθήματα και καχυποψία σε εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους. Η κυβέρνηση της Αθήνας τελικά αρνήθηκε την εγκατάσταση ρωμαιοκαθολικού επισκόπου στην Αθήνα επειδή αυτό δεν προβλεπόταν στο Πρωτοκολλο του Λονδίνου του 1830 για την ίδρυση του ελληνικού κράτους55 .
-32-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου