Ο Ι. Βαλασόπουλος, ως υπουργός της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, μερικούς μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία της κυβέρνησης Δ. Βούλγαρη στις 9 Φεβρουαρίου 1874, είχε μια έντονη φιλοεκκλησιαστική δραστηριότητα. Εξαπέλυσε υπηρεσιακή εγκύκλιο στους δημοδιδασκάλους (24 Μαΐου 1874) αλλά και μια άλλη προς τους νομάρχας και επάρχους (17 Ιουνίου 1874) με θέμα τον εκκλησιασμό των μαθητών των σχολείων της χώρας, τονίζοντας τη σπουδαία σημασία του εκκλησιασμού, αφού ως παράδειγμα ανέφερε τη θρησκευτικότητα της προηγούμενης γενιάς, που ήταν αποτέλεσμα του τακτικού εκκλησιασμού. Φυσικά παρόμοιες εγκύκλιοι είχαν υπάρξει στο παρελθόν από πολιτικά πρόσωπα του 19ου αιώνα, ως μέλη κυβερνήσεων που υποστηρίζονταν από τμήματα του λαού, τα οποία είχαν αυξημένη ευαισθησία σε ζητήματα που αφορούσαν στη θρησκευτική αγωγή των νεαρών μαθητών. Την εξαπόλυση των δύο εγκυκλίων του αρμοδίου υπουργού για την πιστή εφαρμογή του σχολικού εκκλησιασμού ακολούθησε η κατάθεση στη Βουλή ενός νομοσχεδίου για την ανάθεση της διδασκαλίας στα δημοτικά σχολεία του κράτους στους ιερείς. Για αυτό το λόγο κατέθεσε στη Βουλή στις 17 Νοεμβρίου 1874 το σχετικό νομοσχέδιο «Περί εφημερίων και δημοδιδασκάλων». Μέσα από αυτό φαίνεται καθαρά η διάθεση του υπουργού να λυθεί οριστικά το ζήτημα της μισθοδοσίας του ιερού κλήρου της Ελλαδικής Εκκλησίας, ενώ θα βελτιωνόταν σημαντικά το θέαμα της άσχημης κατάστασης των δημοτικών σχολείων, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του πως θα περιόριζε έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανάμειξη των δημοδιδασκάλων στα πολιτικά πράγματα του τόπου, αφού ο κλήρος θα ελεγχόταν πολύ εύκολα μέσω των ιεραρχών, που θα τους απαγόρευαν αυστηρά κάθε πολιτική ανάμειξη. Μέσα σε αυτό εισηγείτο τον διπλασιασμό του φόρου των μονών, καθώς και την εισαγωγή του κρατικού μονοπωλίου του κεριού, ενώ τα έσοδα από την πώλησή του, θα πήγαιναν αποκλειστικά για τις ανάγκες της δημοτικής εκπαίδευσης. Η διαπαιδαγώγηση αυτή σύμφωνα με τον υπουργό ήταν απαραίτητο να γίνεται από τους ιερείς, αφού με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε καλύτερα την ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, αφού θεωρούσε, ότι η ανάπτυξη των γραμμάτων των ευρωπαϊκών λαών στις επιστήμες οφείλετο κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη συμβολή του ιερατείου. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο βρήκε αντίθετα τα μέλη του εν Αθήναις Διδασκαλικού Συλλόγου, όμως οι αντιδράσεις αυτές δεν απέτρεψαν τον Ι. Βαλασόπουλο να το καταθέσει στη Βουλή με ημ. 17 Νοεμβρίου 1874, χωρίς να συζητηθεί ποτέ, αφού κατηγορήθηκε για την ανάμειξή του στο γνωστό σκάνδαλο μαζί με τον υπουργό Β. Νικολόπουλο, που ανάγκασαν σε παραίτηση την όγδοη και τελευταία κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη στις 27 Απριλίου 187542 .
Ο Βασίλειος Νικολόπουλος (1817-1887), δικαστικός και πολιτικός, είχε καταγωγή από την Καρύταινα. Ήταν ο πρώτος που έλαβε διδακτορικό δίπλωμα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγινε δικαστικός φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του εφέτη, ενώ διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης. Από το 1856 εισήλθε στον πολιτικό στίβο. Σύναψε γάμο το έτος 1860 με την κόρη του πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη, ο οποίος προσπάθησε με πλείστους τρόπους να τον προωθήσει βάζοντας τον υπουργό το έτος 1862 των Εκκλησιαστικών, αφού ειδικά για εκείνη την περίπτωση διχοτομήθηκε το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως προς χάριν του. Έγινε υπουργός τέσσερις φορές. Στην τελευταία φορά συνέβησαν τα «Στηλιτικά», ενώ το έτος 1875 ξέσπασε το τεραστίων διαστάσεων για την εποχή πολιτικο-εκκλησιαστικό σκάνδαλο,γνωστό ως «Σιμωνιακά». Προφυλακίστηκε στη και συνέχεια καταδικάστηκε, από το ειδικό δικαστήριο σε φυλάκιση δέκα μηνών. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε παραπομή ενός υπουργού σε ειδικό δικαστήριο και καταδικάστηκε.
Αργότερα (δώδεκα χρόνια ύστερα από την καταδίκη του) το 1887, οι Αρκάδες τον έστειλαν με την ψήφο τους ξανά στη Βουλή. Λίγους όμως μήνες μετά την εκλογή του απεβίωσε43 .
H αποκάλυψη αυτού του σκανδάλου και η στάση της διοικούσας Εκκλησίας απέναντι στους σιμωνιακούς αρχιερείς, μαζί με τις συνοδικές δικαστικές παλινωδίες που ακολούθησαν προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση του Απ. Μακράκη αλλά και του περιβάλλοντός του. Ο αρχιμ. Ιερόθεος Μητρόπουλος θεώρησε υπεύθυνο τον μητροπ. Αθηνών Προκόπιο για την υποτονική στάση του ώστε έπαυσε το μνημόσυνό του, ως συναυτουργού του κανονικού εγκλήματος, όπως και οι υπόλοιποι ακόλουθοι της σχολής του Απ. Μακράκη, οι οποίοι μόλις έμαθαν πως η απόφαση του δικαστηρίου στάλθηκε από το αρμόδιο υπουργείο στην Ιερα Συνοδο για να «ενεργήση περαιτέρω ό,τι οι κανόνες της Εκκλησίας διακελεύονται».
Η Ι.Σ. όμως αποφάσισε στη συνεδρία αυτής με ημ. 19 Απριλίου 1876 «ότι δεν θεωρεί την πράξιν σιμωνίαν» και αποφάσισε να επιβάλλει σε αυτούς «τριετή αργίαν από πάσης ιεροπραξίας μετά στερήσεως πάντων των δικαιωμάτων» και όπως «εκλέξωσι τόπον διαμονής εκτός των επαρχιών αυτών και εκτός των Αθηνών»44
Στη συγκεκριμένη περίοδο χρέη βασιλικού επιτρόπου στην Ι.Σ. είχε αναλάβει ο έγκριτος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Νικόλαος Δαμαλάς, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1842 με καταγωγή από τη νήσο Χίο. Σπούδασε τα ιερά γράμματα σε Αθήνα, Γερμανία και Αγγλία, αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ερλάγγης της Γερμανίας. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις 13 Ιανουαρίου 1868 όπου διορίσθηκε το ίδιο έτος έκτακτος καθηγητής ως τον Αύγουστο του 1872, οπότε έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Δίδαξε το μάθημα της Εισαγωγής και Ερμηνείας Καινής Διαθήκης, ενώ διετέλεσε το έτος 1876 βασιλικός επίτροπος την κρίσιμη εκείνη περίοδο του σκανδάλου, αρνούμενος να υπογράψει τα πρακτικά της Ι.Σ. και με αυτόν τον τρόπο να νομιμοποιήσει την απαράδεκτη στάση της. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1892 .
Η αντίδραση αυτή του βασιλικού επιτρόπου αντικατόπτριζε τα αισθήματα κλήρου και λαού, για την απαράδεκτη επιείκεια που έδειξαν οι συνοδικοί ιεράρχες σε ένα τέτοιου μεγέθους σκάνδαλο, επιβάλλοντας τέτοιες ποινές στους αποδεδειγμένα σιμωνιακούς αρχιερείς. Η κοινή γνώμη θεώρησε ως υπεύθυνο συγκαλύψεως όλης αυτής της παρανομίας τον μητροπ. Αθηνών Προκόπιο Α´.
Ο λαϊκός ιεροκήρυκας Απ. Μακράκης και η ομάδα του, εξαπέλυσαν σφοδροτάτη επίθεση κατά της χαλαρής αντίδρασης των υπολοίπων ιεραρχών, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο είχαν ουσιαστικό σκοπό τη συγκάλυψη της υπόθεσης αυτής. Έτσι στις 18 Νοεμβρίου 1877 η Ι.Σ. μη μπορώντας να πράξει αλλιώς αναγκάστηκε να ανοίξει ξανά την υπόθεση με επαναληπτική συνοδική συνεδρίαση, προκειμένου να κριθούν ξανά, αφού με αυτόν τον τρόπο δέχθηκε επί της ουσίας τις αποφάσεις του πολιτικού δικαστηρίου κατά των εμπλεκομένων υπουργών για την υπόθεση της δωροδοκίας από τους σιμωνιακούς αρχιερείς, χωρίς όμως αυτοί να καθαιρεθούν46 .
Η απόφαση υπ᾽ αρ. 18 του ειδικού δικαστηρίου διαβιβάσθηκε από το αρμόδιο υπουργείο στην Ι.Σ. για να «ενεργήση περαιτέρω ό,τι οι κανόνες της Εκκλησίας διακελεύονται». Η Ι.Σ. αποφάσισε πως δεν υπάρχει σιμωνία στη συνεδρία με ημ. 19 Απριλίου 1876 και τους επέβαλε αργία τριών ετών και στέρηση όλων των δικαιωμάτων τους, και όπως «εκλέξωσι τόπον διαμονής εκτός των επαρχιών αυτών και εκτός των Αθηνών». Μετά από οκτώ μήνες το υπουργείο απαίτησε να ανοίξει ξανά την υπόθεση. Κατά τη συνεδρίαση με ημ. 4 Δεκεμβρίου μειοψηφούντος του Φωκίδος Δαυΐδ αποφάσισε πως δεν μπορεί να επανέλθει «εις το δεδικασμένον». Στη συνεδρίαση της Ι.Σ. με ημ. 19 Οκτωβρίου 1877 αναγκάσθηκε μειοψηφούντος του μητροπ. Προκοπίου να επανέλθει επί του θέματος αφού με έγγραφο με ημ. 11 Οκτωβρίου 1877 το υπουργείο ενημέρωνε την Ι.Σ. πως στις 17 Σεπτεμβρίου 1877 το υπουργικό συμβούλιο ακύρωσε την απόφαση της Ι.Σ. με ημ. 19 Απριλίου 1876. Ο Φωκίδος Δαυΐδ σύμφωνα με οδηγίες συμβούλευσε τους εμπλεκόμενους ιεράρχες να παραιτηθούν άμεσα από το θρόνο, πράγμα που έγινε στη συνεδρίαση της Ι.Σ. όπου διαβάστηκαν οι παραιτήσεις αυτών «οικεία βουλή και προαιρέσει […] προς κατάπαυσιν των από τινος υφισταμένων μεταξύ Εκκλησίας και πολιτείας σκανδάλων». Οι παραιτήσεις των τριών αρχιεπισκόπων έγιναν δεκτές με Β.Δ. με ημ. 2 Ιανουαρίου 1878. Τότε οι οπαδοί του Απ. Μακράκη εναντιώθηκαν στον μητροπ. Αθηνών για την τροπή της υποθέσεως αφού τον θεωρούσαν ως συνυπεύθυνο. Οι κληρικοί που ήταν δίπλα στον Απ. Μακράκη, Ιερόθεος Μητρόπουλος, Ευσέβιος Ματθόπουλος, Ηλίας Βλαχόπουλος, Γερβάσιος Κωνσταντινίδης, Θεόκλητος Ιωαννίδης, Νήφων Δημόπουλος κ.ά. υπέβαλαν μήνυση κατά του μητροπ. Αθηνών Προκοπίου Α´ επειδή «καταγινώσκουσιν αυτού κατεγνωσμένην παρά των Αποστολικών και Συνοδικών κανόνων αίρεσιν σιμωνίας». Η Ι.Σ. απέρριψε αυτήν την καταγγελία, επειδή δεν ευσταθούσε47 .
-29-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου