19 Νοεμβρίου, 2024

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΩΝ

 Η ίδια εφ. σε επόμενο φύλλο δημοσίευσε το παζάρι που έγινε για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας της Μεσσηνίας. «[...] Και ταύτα μεν τα δια την Επισκοπήν Μεσσηνίας εξαχθέντα από της ενεργηθείσης ανακρίσεως περιστατικά καθ’ όσον αφορά το μέχρι της εγκρίσεως στάδιον της ανακρίσεως. Αλλ’ εκτός τούτων και οι μάρτυρες Κωνστ. Φιλοσοφόπουλος και Γ. Μπουκλάκος καταθέτουσιν, ο μεν πρώτος, ότι αυτός ούτος ο Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας Αργυριάδης είπεν αυτώ εν Μεσσηνία, ότε επισκεφθείς αυτόν του έκαμε λόγον περί της χειροτονίας του Τερζοπούλου, «ότι και ημείς εδώσαμεν, αλλ’εκείνου (εννοών τον Καλλίνικον) του επήραν πολλά·» (όρα κατάθεσιν Κ. Φιλοσοφόπουλου) ο δε Γ. Μπουκλάκος, ότι προς αυτόν διαμένοντα το παρελθόν έτος εν Λουτρακίω, ένθα διέμενεν και ο Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας, ο δήμαρχος Θουρίας Π. Περρωτής είπεν προς λύσιν απορίας του τινός πως εκεί παρέμενεν άνθρωπός τις άγνωστος, μη μεταχειριζόμενος λύτρα, ότι ως είπεν αυτώ ο Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας κατ’ιδίαν, ο άνθρωπος ούτος απεστάλη εξ Αθηνών από τον Ευθύμιον Σταυρόπουλον προς τον Αρχιερέα, ίνα τον παρακαλέση να μετριάση την κατά του Σταυροπούλου αγανάκτησίν του, διότι εναντίον της θελήσεώς του και της εντολής του ο ρηθείς Σταυρόπουλος εξεποίησε τέσσαρας μετοχάς της Εθνικής Τραπέζης, ας τω είχε δώσει να ενεχυριάση δια να προσπορισθή χρήματα δια τον Αρχιερέα, τα οποία ως είπεν αυτώ, έμελλον να χρησιμεύσωσι δια δώρα προς τους υπουργούς κατά τον χρόνον τας χειροτονίας του. Τα δε γεγονότα ταύτα συνδυαζόμενα με τα υπό των λοιπών μαρτύρων κατατιθέμενα εξηγούσι τα λαβόντα χώραν και κατά την Επισκοπήν ταύτην»197 .  

«[...] Επί των επισκοπικών δωροδοκιών. Αρχιεπισκοπή Πατρών (συνέχεια εκ του πρηγουμένου φύλλου) Οι δια την Επισκοπήν ταύτην προταθέντες υποψήφιοι ήσαν οι Σωκράτης Κολιάτσος Αρχιμανδρίτης, Χριστόφορος Σταματιάδης ιεροκήρυξ και Αβέρκιος Λαμπίρης Αρχιμανδρίτης· ο πρώτος τούτων, ο Σωκράτης Κολιάτσος, ουδεμοί απαντάται καθ’ όλον το ευρύ στάδιον της προκειμένης αναρίσεως, ουδ’ επίσκεψίς του τις προς τον υπουργόν βεβαιούται· δια τούτο και ο εισαγγελεύς των Πλημμελειοδικών εν τη εκθέσει του προς τον εισαγ. των εφετών αναφέρει «ότι περί του υποψηφίου Σωκράτους Κολιάτσου  ουδέν εκ των  ανακρίσεως εξάγεται» και ο εισαγγελεύς των εφετων εν τη προς την Βουλήν ..... εκθέσει του ότι «ο Σωκράτης Κολιάτσος δεν φαίνεται ότι έλαβε μέρος ενεργόν». Ο δεύτερος τούτων, ο Χριστόφορος Σταματιάδης, καίτοι εγνωσμένης πενίας δεν φαίνεται αφεθείς ελεύθερος· επανειλημμέναι, κατά τον μάρτυρα Γεννάδιον Δημητριάδην και άλλους, εγένετο αυτώ προτάσεις υπό του Δ. Οικονομοπούλου περί καταβολής τριών χιλιάδων δραχμών, αλλ’ ότι αυτός δεν ενέδωκεν εις τας προτάσεις ταύτας· επιτυχών υποψήφιος ην ο Αβέρκιος Λαμπίρης, πλην και τούτου η εκλογή δεν φαίνεται αμιγής. Πενέστατος ων ο Αβέρκιος και βλέπων τα διενεργούμενα παρ’άλλων προς επιτυχίαν διά χρηματικών προσφορών, εφαίνετο απηλπισμένος· μετάβας δε παρά τω στενοτάτω φίλω του Αναστασίω Γούδη, ανεκοίνωσε την ανησυχίαν του ταύτην, ειπών ότι ο μεν Τερζόπουλος προσέφερε δέκα χιλιάδας δραχμάς εις τον Νικολόπουλον, αλλ’ ήτο κίνδυνος να μη επιτύχη, διότι απήτει και ο υπουργός της Παιδείας Ιωάννης Βαλασσόπουλος, και ότι βραδύτερον ηναγκάσθη να προσφέρη και εις τον Βαλασσόπουλον ίσον ποσόν ο ρηθείς Τερζόπουλος, ως το είπεν ο Οικονομόπουλος, ίνα εξασφαλισθή· ο δε Στ. Αργυριάδης καίτοι προστατευόμενος υπό του Μητροπολίτου, προσένεγκε δεκαπέντε χιλιάδας δραχμών. Αλλ’ ενώ τοιούτος φόβος επεσκίαζε τον ρηθέντα Αβέρκιον, και περί τούτον είχεν εκφρασθή εις τον Αναστάσιον Γούδαν, προσελθών παρ’αυτώ ημέραν τινά τω είπε: «επειδή επείσθην ότι είναι αδύνατον να προτιμηθώ δια των προσόντων μου, κατέφυγον εις τον φίλον Θεμιστοκλή Μαλικόπουλον και εδανείσθην παρ’αυτού εκατόν χαρτονομίσματα των 100 δραχ. , άπερ έδωκα τω Ανθίμω Αντωνοπούλω, ηγουμένω της Μονής Αιγίνης, όστις παραχρήμα ενεχείρισεν αυτά τω υπουργώ Βαλασσοπούλω, παρόντος και του μεσίτου Π. Οικονομοπούλου, ως δώρον δήθεν γενόμενον παρ’αυτού υπέρ εμού». Ότι δε το γεγονός τούτο της δια του Ανθίμου Αντωνοπούλου προσφοράς των δέκα χιλιάδων φράγκων του Αβερκίου εις τον υπουργόν Βαλασσόπουλον είναι αληθέστατον βεβαιούται εκ τε της καταθέσεως του μάρτυρος Π. Κωνσταντινίδου, προς ον αυτός ο Άνθιμος Αντωνόπουλος είπεν ότι αυτός ιδίαις χερσίν ενεχείρισεν εις τον υπουργόν Βαλασσόπουλον εν τη οικία του τας δέκα χιλιάδας φράγκα, λαβών την υπόσχεσιν του υπουργού ότι θα προκαλέση επ’ονόματι του Αβερκίου την έγκρισιν· εκ της ανακρισεως του Θεμιστοκλέους Μαλικοπούλου, όστις καταθέτει ότι την 19 Ιουνίου 1874 έδωκε τας ανωτέρω δέκα χιλιάδας φράγκα εις τον Αβέρκιον ενώ το υπέρ αυτού διάταγμα εξεδόθη την 1 Αυγούστου, και εκ των καταθέσεων των μαρτύρων Αριστ. Βαλέστα, Π. Παππαρρηγοπούλου και Κ. Κολοκοτρώνη, προς τον τελευταίον των οποίων καταφυγών ο Άνθιμος Αντωνόπουλος, ότε προσεκλήθη υπό του εισαγγελέως να εξετασθή σχετικώς προς τα επισκοπικά, εζήτησε την εξής συμβουλήν: «αν τις διέτρεχεε κίνδυνον να καταδιωχθή ομολογών ενώπιον της ανακρίσεως, ότι εκόμισε τω υπουργώ Βαλασσοπούλω χρηματικόν ποσόν εις μετρητά, αντάλλαγμα της χάριτος, ης εις κληρικός έτυχε γενόμενος Επίσκοπος»«198

Η εφ. «Ειρήνη» που πρωτοστάτησε στη δημοσιοποίηση του σκανδάλου συνέχιζε τις πολύστηλες αναλύσεις περί καθάρσεως, και ζητούσε να δικαστούν οι δύο πρώην  υπουργοί μαζί με τους συγκατηγορούμενούς τους «ψευδοεπισκόπους» τόσο από τους νόμους του κράτους αλλά και από τις ποινές που θα επιβάλλουν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όπως ορίζουν οι θείοι και ιεροί κανόνες της Εκκλησίας. Επισημαίνει στη συνέχεια πως η Εκκλησία διοικούνταν εκείνη την εποχή από τους ανθρώπους που δεν φοβούνταν το Θεό. Η ατιμωρησία των αρχιερέων είναι ένα προνόμιο, σύμφωνα με τον συντάκτη ο οποίος αναφέρει, πως οι θείοι και ιεροί κανόνες αντικαταστάθηκαν από τις αυθαιρεσίες και τις τυραννικές διαθέσεις των λεγόμενων δεσποτάδων. 

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν και ο υπόλοιπος κλήρος «καθ' ην εμορφώθη χαμερπής και δουλόφρων τυφλώς και δειλός υπείκων εις την θέλησιν του Δεσπότη την άνομον», χωρίς ουσιαστικά να φοβάται πλέον το Θεό και το θείο νόμο. Οι αυθαιρεσίες αυτές οδήγησαν σε μία κατάσταση που επέτρεψε να συμβούν τέτοια φαινόμενα, ενώ τονίζει πως «το πολιτικό δικαστήριο θα δικάσει μόνο το ένα μέρος της υποθέσεως αφήνοντας έξω αυτό το τμήμα που αφορά τη σιμωνία»199 . 

Στο επόμενο φύλλο η ίδια εφ. δημοσίευσε ολόκληρο πολύστηλο άρθρο αναλύοντας το ζήτημα της δίκης των δύο πρώην υπουργών και των συνενόχων τους αρχιερέων από τη σκοπιά των συμφερόντων του ελληνικού έθνους200 . 

Από την άλλη μεριά η εφ. «Ελλάς» που υποστήριζε την αθωότητα των δύο πολιτικών ανδρών, έγραφε για ένα πολιτικό κυκεώνα που μάστιζε τη χώρα. Σχολιάζοντας για το πόρισμα της Βουλής που οδήγησε τους δύο πολιτικούς στο ειδικό δικαστήριο δέχεται μόνο τη στενή ερμηνεία του νόμου η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο, μιλώντας για αοριστίες στη φρασεολογία του Συντάγματος και επιμένοντας πως έπρεπε να ερωτηθούν νομολόγοι για την ερμηνεία των άρθρων 80 και 81. Η απόφαση να ερωτηθεί  μόνο ένας νομικός ο Μαυρομαράς ο οποίος ήταν φιλικά προσκείμενος στην συγκεκριμένη κυβέρνηση δημιουργεί για την εφ. ερωτηματικά. Αφού αναφέρει ονόματα ειδικών επιστημόνων τονίζει πως όλοι εκείνοι (Πετσάλης, ο υφηγητής Φλογαΐτης, Τυπάλδος) επιμένουν πως η υπόθεση έπρεπε να δικαστεί από ένα κοινό δικαστήριο. Η ίδια αρνείται το αδίκημα της δωροδοκίας201 . Σε επόμενο φύλλο της η εφ. παραθέτει ένα απόσπασμα από την εφ. «Φωνή» της νήσου Κέρκυρας που αναφέρει πως διαβάζοντας κάποιος τα δημοσιεύματα των αθηναϊκών εφ. για τις καταθέσεις στην επιτροπή της Βουλής χρειάζεται «ιώβειος υπομονή όπως ανέχθη τις τοσαύτας μωρολογίας και τοσαύτας ασυναρτήτους, αντιθέτους και όλως περιττάς αφηγήσεις των μαρτύρων [...] άπαντες σχεδόν επαναλάμβανον ότι ήκουσαν παρ'άλλων». Η ίδια εφ. αντιλαμβάνεται την ύπαρξη κακοστημένης σταυροφορίας εναντίον των δύο πολιτικών ανδρών202 .

-114-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου