«Σκεφθέν Επειδή κατά γενικήν και επί πάσης δίκης επικρατούσαν του δικαίου αρχήν, το επιλαμβανόμενον της εκδικάσεως ωρισμένης υποθέσεως δικαστήριου είναι και το αρμόδιον όπως κρίνη περί της ίδιας του αρμοδιότητος, μη καθιερουμένου επομένως του εναντίου εν τοις άρθροις 80 και 81 του συντάγματος, ουδόλως είναι υποχρεωτική δια το δικαστήριον κατά τούτο η περί εισαγωγής εις δίκην απόφασις της βουλής. Επειδή μη εκδοθέντος εισέτι ειδικού περί ευθύνης των υπουργών νόμου, ή του δικαστηρίου τούτου αρμοδιότης περιλαμβάνει κατά το άρθρον 81 του συντάγματος πάσαν και παντός νόμου αδιακρίτως παρά των υπουργών γενομένην παραβίασιν σχετιζομένην αμέσως προς την ενέργειαν των καθηκόντων των, εις την εκτελεστικήν δε της πολιτείας αρχήν κατά τας διατάξεις του εδ. γ΄, του περί επισκόπων νόμου του έτους 1852 και του άρθρου 30 του συντάγματος ανατεθείσης της δια του υπευθύνου των εκκλησιαστικών υπουργού εγκρίσεως του ενός εκ των παρά της της Ιεράς Συνόδου δια την συμπλήρωσιν επισκοπικής θέσεως προτεινομένων τριών υποψηφίων, η εις τον υπόδικον ήδη πρώην επί των εκκλησιαστικών υπουργόν αποδιδομένη κατηγορία, ότι εκ συστάσεως μετά του ετέρου εδωροδοκήθησαν κατά την έγκρισιν των εν τω κατηγορητηρίω αναφερομένων επισκόπων και παρέβησαν τα καθήκοντά των, τον εκτεθέντα χαρακτήρα φέρουσα ως περιέχουσα πράξιν, ην μόνον υπό την ιδιότητά του να ενεργήση ηδύνατο υπάγεται εις την αρμοδιότητα του δικαστηρίου τούτου. Επειδή υπό τον εν τω άρθρω 456 του ποινικού νόμου αναφερόμενον όρον «δημόσιοι υπάλληλοι» περιλαμβάνεται πας υπεύθυνος δημόσιος λειτουργός κλάδον τινά της δημοσίας λειτουργίας διαχειριζόμενος, τοιούτοι δε είναι και οι δυνάμει του συντάγματος υπεύθυνοι υπουργοί ως προς την ενάσκησιν της δια των οργανικών νόμων ενατιθεμένης εις αυτούς εξουσίας. Επειδή το δικαστήριον τούτο δεν είναι έκτακτον, αλλ’ εκ του προορισμού του ιδιάζουσαν προδήλως δικαιοδοσίαν ενασκεί, ισχυούσης δε και επί ταύτης κατά τας διατάξεις της ποινικής δικονομίας, οίτινες αναμφισβητήτως λαμβάνονται υπ’ όψιν οσάκις άλλως δεν διέταξε το σύνταγμα, της γενικής αρχής του να δικάζεται εις το σύνολον της πάσα αξιόποινος πράξις μη διασπωμένη ούτε ως προς τα μετασχόντα εις ταύτην πρόσωπα, ούτε ως προς τας ιδιαιτέρας περιστάσεις, οίτινες στενώς ως εκ της φύσεως των γεγονότων συνδέονται προς αυτήν ανυπόστατος είναι η του Ν. Πετρή ένστασις ειδικής αναρμοδιότητος επί τω λόγω ότι δεν ήτο υπουργός, αφ’ου ως συναίτιος εισήχθη, ως και η των Αρχιεπισκόπων Πατρών και Κεφαλληνίας η στηριζομένη εις το ότι απολαμβάνουσιν ιδιαζούσης άλλης δικαιοδοσίας, καθόσον και η τοιαύτη υποχωρεί εις το διά την κυρίαν πράξιν αρμόδιον, δεν είναι δε η πράξις η αποδιδομένη εις αυτούς ως δόντας τα παρά των υπουργών δεκτά γενόμενα κατά την κατηγορίαν δώρα, αυτοτελής και διακεκριμμένη από της των υπουργών, καθόσον της κατά τας διατάξεις του ποινικού νόμου τιμωρουμένης δωροδοξίας του δημοσίου υπαλλήλου προϋποθετούσης αναγκαίως και την παρά του ενδιαφερομένου εις την εκπλήρωσιν ή παράβασιν του καθήκοντος προσφοράν τούτων, όστις ως εκ της φύσεως αυτής των πραγμάτων είναι κατ’ ουσίαν συναίτιος εις αυτήν, τούτου δ’ ένεκα και ως εκ της ταυτότητος του προσβαλλομένου δια της δωροδοκίας δικαίου μίαν και την αυτήν αποτελούσης πράξιν, η εν διακεκριμέναις διατάξεσι του ποινικού νόμου υπό το αυτό κεφάλαιον διατύπωσις ότι ενός μεν μέρους ως προς τον τα δώρα δεχόμενον, του ετέρου δε ως προς τον προσφέροντα αυτά προκλήθη μόνον λόγω της εις εκάτερον τούτων επιβλητέας ποινής και της ως αυτοτελούς τιμωρίας της των δώρων προσφοράς άνευ της αποδοχής τούτων. Επειδή κατά το άρθρ. 81 του Συντάγματος, όπερ ορίζει οτι η μεν Βουλή κατηγορεί, το δε πληρωθέν δικαστήριον δικάζει, εις την βουλήν ως κατηγορητικήν αρχήν ετέθη ου μόνον η της κατηγορίας διατύπωσις, αλλά και η εκ ακροαστρίου υποστήριξις ταύτης, προκαλουμένου δε κατά τα εκτεθέντα του Ειδικού Δικαστηρίου να δικάση πάντως επ’ακροατηρίου την παρά της Βουλής διατυπωθείσαν κατηγορίαν, σαφώς εντεύθεν καταδείκνυται, ότι αποκλείεται και επ’ αυτών προσέτι των κακουργημάτων η εν Συμβουλίω παρ’ άλλης τινός αρχής εκτίμησις των συλλεχθεισών αποδείξεων προς τον σκοπόν παραπομπής, αν αποχρώσαι προκύπτουσιν ενδείξεις, παύσεως προς καιρόν, ή περί αποφάνσεως, ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν κατά τας της Ποιν. Δικονομίας διατάξεις, ώστε ου μόνον βούλευμα παραπομπής άλλο δεν απητείτο επί του προκειμένου, αλλά και αναγκαία απόρροια τούτων είνε ότι η Βουλή την εκτεθείσαν δυνάμει του Συντάγματος εξουσίαν περιβεβλημένη και εις την συλλογήν των προς υποστήριξιν της επί ακροατηρίου κατηγορίας κατά την κρίσιν της αναγκαίων αποδείξεων δύναται να προβή και εγκύρως επί ακροατηρίου να ποιήσηται χρήσιν τούτων. Επειδή το δικαστήριον τούτο κατά τα εν τη υπ’αριθ. 3 αποφάσει του εκτιθέμενα ειδικήν έχον αρμοδιότητα να δικάση μόνον και αποκλειστικώς επί ακροατηρίου το της ενοχής και αθωότητος ζήτημα και τα προς τούτο αμέσως σχετιζόμενα, παρεμπίπτοντα, τούτου δ’ ένεκα και εις την προδικασίαν να επέμβη μόνον καθόσον μέρος αυτής σχετίζεται προς την επί ακροατηρίου της κατηγορίας εκδίκασιν, αναρμόδιον είνε ν’αποφανθή αν κατά τύπους και αρμοδίως προέβη η Βουλή και εις την των υποδίκων προφυλάκισιν και άκυρον τούτου ένεκα να κηρύξη το περί ταύτης εκδοθέν ένταλμα, επίσης δ’ αναρμόδιον είνε προ της εξετάσεως της ουσίας σχετικώς προς την προφυλάκισιν ν’αποφανθή επί της προτάσεως αν η εν τω εντάλματι τούτω διατυπουμένη πράξις φέρη τα στοιχεία κακουργήματος·
Δια ταύτα
Απορρίπτει τας εν τω ιστορικώ και αιτιολογικώ αναφερομένας ενστάσεις, και διατάσσει την πρόοδον της συζητήσεως.
Επιβάλλει δε τα νόμιμα τέλη (Ταύτα ανέρχονται εις δραχ. 2,500) εις τους ενισταμένους Ιω. Βαλασσόπουλον, Β. Νικολόπουλον, Ν. Πετρήν και τοις Αρχιεπισκόποις Πατρών και Κεφαλληνίας, Αβερκίω Λαμπίρη και Σπ. Κομποθέκρα.
Εκρίθη και απεφασίσθη εν Αθήναις τη 4 Φεβρουαρίου 1876 και εδημοσιεύθη αυθημερόν.
Ο πρόεδρος του Ειδικού δικαστηρίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΒΑΛΒΗΣ Οι δικασταί Νικόλαος Ιωαννίδης, Ν. Ταταράκης, Χ. Παυλόπουλος, Η. Ι. Χατζηλιάκος, Αχ. Διογενείδης, Σπυρ. Βλάχος, Θεοδ. Βώκος, Π. Μενέλαος, Γ. Μαντζούφας, Ι. Καλογερόπουλος, Α. Γαιών, Γ. Παπαδόπουλος. Ο γραμματεύς Ε. Κομνηνός»227 .
Η εφ. "Ειρήνη" διαπιστώνει πως το σύνολο της εικόνας του ειδικού δικαστηρίου ήταν πολύ ευχάριστη και πολύ διδακτική και περιγράφει το εξής σκηνικό: "ο σεβαστός πρόεδρος του δικαστηρίου κάθεται στο κέντρο και γύρω τους συνολικά δώδεκα δικαστές. Πάνω στο κεφάλι του η εικόνα του Ιησού Χριστού και από κάτω οι φωτογραφίες των βασιλέων των Ελλήνων. Στο κέντρο βρίσκεται το Ευαγγέλιο και κάτω κάθονται οι κατηγορούμενοι με σκυμμένο το κεφάλι τους και υπό της συνειδήσεως ελεγχόμενους, θυμίζοντας σε όλους όπως η εφ. σχολιάζει τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Το ειδικό δικαστήριο για την εφ. "εγένετο κατά θείαν οικονομίαν προς έλεγχον της αφροσύνης των απίστων εκείνων και ασεβών των μη πιστευόντων την γενικήν κρίσιν, τον Παράδεισον και την Κόλασιν"228 . Η εφ. "Ελλάς" σε άρθρο της υπενθυμίζει στους αναγνώστες της πως όλα αυτά οφείλονται στην κακοήθεια των πολιτικών τους αντιπάλων, που ήθελαν να εξαντλήσουν τους δύο πολιτικούς άνδρες, έχοντας τώρα το έγκλημα πάρει τη μορφή του νόμου και χαρακτηρίζει τους κατηγορούμενους ως τα θύματα της υποθέσεως. Η εφ. ζητά να μεταφέρουν τους κατηγορούμενους μετά από κάθε συνεδρίαση του ειδικού δικαστηρίου στην αστυνομική διεύθυνση, και όχι στο στρατιωτικό νοσοκομείο, σχολιάζοντας πως αυτή η βάναυση συμπεριφορά των εισαγγελέων κατακρίθηκε και από τους εχθρούς των κατηγορουμένων229 .
Άλλη εφ. μας πληροφορεί επί της δικής πως κατέθεσαν ο αρχιεπ. Φθιώτιδος Καλλίνικος, ο τέως υπουργός Νικ. Παπαμιχαλόπουλος και ο βουλευτής Επιδαύρου Λιμηράς πρώην συνυπουργός τους, ο οποίος κράτησε ουδέτερη στάση. Όλοι αυτοί σύμφωνα με την εφ. έδωσαν ένα κύρος στις κατηγορίες, ενώ στη συνεδρίαση της 7-2-1876 εξετάστηκαν ως μάρτυρες: οι ιερείς Πανάρετος Κωνσταντινίδης και Νικόλαος Σακελλαριάδης, ο ιερομόναχος και διευθυντής της Ιερατικής Σχολής της Κέρκυρας και ο δικηγόρος Τρύφωνας Παπασωτηρίου. Ο πρώτος μάρτυρας είπε πως άκουσε πως έδωσαν χρήματα και άλλα δώρα, τα χρηματικά ποσά ήταν τουλάχιστον 10.000 δρχ ή φράγκα. Ο δεύτερος μάρτυρας κατέθεσε τα ίδια με πολλές λεπτομέρειες, ενώ ο τρίτος κατέθεσε πως για να προταθεί για τη θέση ως επισκόπου Γόρτυνος έμαθε από τον αρχιεπ. Αργολίδος τον οποίο είχε επισκεφθεί ο ίδιος, πως για να πετύχει τον διορισμό του ως επισκόπου Γόρτυνος, έπρεπε να δώσει 6.000 δρχ στον αρμόδιο υπουργό Βαλασσσόπουλο και 4.000 δρχ στον υπουργό Νικολόπουλο, τονίζοντας πως κανένας από τους συγγενείς των υπουργών δεν ζήτησε χρήματα. Ο τέταρτος από τους μάρτυρες είπε πως έμαθε ότι οι αρχιερείς Αργολίδος και Πατρών έδωσαν χρήματα σε συγγενείς των δύο κατηγορουμένων. Στις 6 Φεβρουαρίου 1876 εξετάστηκαν οι μάρτυρες Κωνσταντίνος Μανουσάκης συντάκτης της εφ. "Παλιγγενεσίας", ο Σωτήριος Γεωργακόπουλος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών, ο ιερομόναχος και ηγούμενος μονής στην Αίγινα Άνθιμος Αντωνόπουλος, και ο ιερομόναχος Διονύσιος Περσής ηγούμενος της μονής Ασωμάτων Πετράκη. Κάθε μάρτυρας επιβάρυνε τη θέση του Βαλασόπουλου και των κατηγορουμένων Περικλή Οικονομόπουλου και Δ. Χαριτάκη230
-128-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου