Οι εν λόγω διεκδικήσεις, παρά το γεγονός ότι διαπνέονταν από υπερβολική φιλοδοξία και εξέφραζαν ασυμβίβαστες προς την έως τότε παράδοση τάσεις για υποκατάσταση της βυζαντινής αρχής και εξουσίας δεν προσομοίαζαν στις ανάλογες μέχρι τότε επιδιώξεις των Βουλγάρων ή των Σέρβων να ενταχθούν στο βυζαντινό σύστημα εκκλησιαστικής πολιτικής εξουσίας για να σφετερισθούν την ηγεσία του. Απηχούσαν και θεωρητικές αρχές αντλημένες από τις βυζαντινές αντιλήψεις περί της θέσης και του ρόλου του Αυτοκράτορα και του Πατριαρχείου στην ορθόδοξη οικουμένη, όπως είχαν καλλιεργηθεί στη μακρά διάρκεια του βίου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Ταρνανίδης (2006: 131) συνοψίζει επ΄ αυτού ιδιαίτερα εύστοχα «στην ουσία, η περί Τρίτης Ρώμης θεωρία αποτελούσε μια μετατοπισμένη και σε μεγάλο βαθμό εκσλαβισμένη έκφραση των βυζαντινών αντιλήψεων γύρω από την πρωτοκαθεδρία και το κύρος της βυζαντινής πρωτεύουσας, στην οποία είχε την έδρα του τόσο ο πολιτικός όσο και ο εκκλησιαστικός ηγέτης του ανόθευτου χριστιανικού κόσμου». Η έκπτωση της Κωνσταντινούπολης από το imperium της Ορθοδοξίας, δικαίωνε και νομιμοποιούσε την αντικατάσταση της Νέας Ρώμης από την Τρίτη, αυτή της Μόσχας, ως θεματοφύλακα της καθαρότητας της ορθόδοξης πίστης δεδομένου και του γεγονότος ότι αποτελούσε τη μόνη ελεύθερη, απόρθητη από τους αλλόθρησκους πρωτεύουσα του Ορθόδοξου κόσμου. Άλλωστε, ο μετά την Άλωση γάμος του τσάρου Ιβάν του Γ΄ με τη Σοφία Παλαιολογίνα, την ανιψιά του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, θα μπορούσε να εκληφθεί ως συμβολικός δείκτης του νόμιμου και μοναδικού δικαιώματος των Ρώσων κοσμικών ηγετών στη βυζαντινή κληρονομιά55.
Ωστόσο, οι ιδεολογικές διεκδικήσεις της ρωσικής πολιτικής ηγεσίας για νόμιμη διαδοχή και ιστορικά ορθή του Βυζαντίου προσέκρουαν σε μια δομική διαφορά της Μόσχας τόσο με την Πρεσβύτερη όσο και με τη Νέα Ρώμη. Ενώ αυτές εξέφραζαν τον απόλυτο συνδυασμό πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, η Μόσχα διέθετε, μεν, πολιτική αρχή υστερούσε, όμως, ως προς την εκκλησιαστική λόγω της ατελούς Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της, η οποία αν και είχε κατακτήσει τη διοικητική αυτοτέλειά της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξακολουθούσε να υπάγεται εκκλησιαστικά στην κανονική δικαιοδοσία του. Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι, ως η μοναδική αναπτυσσόμενη και ισχυροποιούμενη χριστιανική ηγεμονία που «κατά παραχώρηση του Θεού» εξαιρέθηκε της υποδούλωσής της στους άπιστους Τούρκους δικαιούταν να προβάλλει πολιτικές διεκδικήσεις διαδόχου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σίγουρα δεν πληρούσε τις καθιερωμένες εκκλησιαστικές προϋποθέσεις και τα αναγκαία θεσμικά κριτήρια για τη θεμελίωση της πολιτικής θεολογίας της αυτοκρατορικής ιδέας56. Η μοναδική αρχή που θα μπορούσε να μεταβιβάσει στη ρωσική πλευρά αμφότερες τις εξουσίες, την πολιτική και την εκκλησιαστική, για τη νομιμοποίηση της διαδοχής της παρέμενε ο Πατριάρχης, ως άμεσος κληρονόμος των υπολειμμάτων της απόλυτης, διττής βυζαντινής εξουσίας57.
Τις παραπάνω θεσμικές σταθερές δεν αμφισβήτησε η πολιτική εξουσία της Ρωσίας στα τέλη του 16ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι οι Μοσχοβίτες ηγεμόνες είχαν μπει ήδη στη διαδικασία της οικοδόμησης μιας εθνικής Αυτοκρατορίας, διαπνεόμενοι ευρύτατα από πρότυπα και ιδέες της Δυτικής Αναγέννησης ελάχιστα επηρεαζόμενα από αποκαλυπτικές θεωρίες58. Η συναίσθηση των ισχυρών δεσμών που, σε πείσμα της οδυνηρής ρήξης του 1448-1453, ένωναν τη Ρωσία και τη μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ο αδιάπτωτος σεβασμός στην παράδοση, όπως είχε διαμορφωθεί και παγιωθεί στην Ανατολή, ήταν βαθιά εδραιωμένα στη συνείδηση του ρωσικού λαού. Το γνώριζαν και τo ελάμβαναν σοβαρά υπόψη τους και οι φιλόδοξοι ηγέτες που κατηύθυναν την πολιτική τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, παρά τις ανταγωνιστικές διεκδικήσεις της πολιτικής εξουσίας της Ρωσίας –υποστασιοποιημένης στο πρόσωπο του πανίσχυρου πολιτικά Τσάρου Ιβάν του Δ΄- για τη ρωσική διαδοχή στην εξουσία της Ορθόδοξης Ανατολής δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση ο κρίσιμος και αδιαπραγμάτευτος θεσμικός ρόλος του Οικουμενικού Θρόνου στην υλοποίησή της, ως του φυσικού και νόμιμου φορέα της κανονικής εκχώρησής της μέσω της επίσημης στέψης του Τσάρου σε Αυτοκράτορα και της προαγωγής της Ρωσικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο. Βάσει των παραπάνω η συμπεριφορά της ρωσικής αυλής, υπό την πρωτεργασία του μυστικού συμβούλου και αντιβασιλιά Μπορίς Γκουντουνώφ, παρότι απαιτητική και σκληρή απέναντι στη Μητέρα Εκκλησία, ήταν πάντα σύννομη με τις αρχές της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης, στην οποία ούτε παρενέβη ούτε απαξίωσε με αυθαιρεσίες ή παρεκτροπές που θα μπορούσαν να διαταράξουν το κλίμα της κανονικής διαδοχής –τουλάχιστον, φανερές. Μια προσεκτική ματιά, πέρα από τους εξαναγκασμούς που επέβαλαν έμμεσα στο Πατριαρχείο, οι όποιες αυταρχικές και εκβιαστικές ενέργειές της για τη θετική έκβαση των επιδιώξεών της, δείχνει την άλλη όψη του ζητήματος. Είναι αποδεκτό από το Πατριαρχείο Μόσχας πως η κανονικότητα και το κύρος τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής εξουσίας στην, κατά τα άλλα, ελεύθερη και ισχυρή χώρα της Ρωσίας, εξαρτάτο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Από αυτό, κατά συνέπεια, έπρεπε υποχρεωτικά και να εκπορευθούν στην πράξη59, όπως και έγινε το 1589, με τη χειροτονία του τότε μητροπολίτη Ιώβ σε «Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών και των Υπερβορείων μερών» εκ μέρους του Προκαθημένου του Οικουμενικού Θρόνου και την αναγνώρισή του τέσσερα χρόνια αργότερα από τα υπόλοιπα Πατριαρχεία της Ανατολής60.
Η αναγόρευση του Ιώβ σε Πατριάρχη, συναριθμούμενο με τους υπόλοιπους τέσσερις, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, και μετέχοντα στην αξία τους και η αναγωγή της Εκκλησίας της Μόσχας σε μία εκ των πέντε ορθόδοξων πατριαρχικών εδρών, σηματοδότησαν την παλινόρθωση της «πενταρχίας» Πατριαρχών. Συμβόλου κατά τη νομοθεσία του Ιουστινιανού των πέντε αισθήσεων της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, η οποία είχε συρρικνωθεί σε «τετραρχία» μετά την αποστασία του επισκόπου της Ρώμης61. Προπαντός, όμως, επέδειξαν την αταλάντευτη πίστη και την αδιασάλευτη πεποίθηση των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι σήμερα, ότι το δικαίωμα της αναγνώρισης του Αυτοκέφαλου μιας Εκκλησίας και της ανύψωσής της σε Πατριαρχείο ανήκει, κατά παράδοση, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Όσο ισχύει η παράδοση αυτή θα εξακολουθεί να ανήκει σ’ αυτό62.
-34-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου