3.4 Η πορεία της Ρωσικής Εκκλησίας από τη διοικητική αυτοτέλεια στην πατριαρχική περιωπή
Η έκπτωση και υποβιβασμός του κύρους του Πατριαρχείου λόγω της στάσης του στο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, συνδυάστηκε με τη συνεχώς αυξανόμενη ισχυροποίηση του ρωσικού κράτους, που του επέτρεπε να αναπτύξει ηγετικές τάσεις στον χώρο της Ορθοδοξίας στο πλαίσιο ενός δυναμικά αναδυόμενου ιδιότυπου σοβινιστικού και θρησκευτικού φανατισμού. Παραταύτα δεν έκαμψαν στη συνείδηση του ρωσικού λαού -της εκκλησιαστικής και της πολιτικής ηγεσίας του συνυπολογιζομένων- τον σεβασμό στον Οικουμενικό Θρόνο και την πίστη στην ιερή κανονική παράδοση46. Υπό αυτό το πρίσμα, η αυθαίρετη εκλογή του Ιωνά ως Μητροπολίτη Μόσχας και Πάσης Ρωσίας έπρεπε να τύχει της αναγνώρισης του Πατριαρχείου προκειμένου να αποκτήσει η Ρωσική Εκκλησία και την de jure αυτοτέλειά της. Σ’ αυτή τη βάση ασκήθηκαν πολλαπλές και δυναμικές πιέσεις στον ηγεμόνα της Μόσχας Βασίλειο Βασίλιεβιτς προς την κατεύθυνση άρσης της αντικανονικότητας της «πραξικοπηματικής» ανάδειξης του Ιωνά στην κεφαλή της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίες υποχρέωσαν τον τελευταίο να απευθυνθεί το 1452 στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για να του ζητήσει την αναγνώριση της εκλογής του Μητροπολίτη. Κάτω από την πίεση του τετελεσμένου της ρωσικής εκκλησιαστικής ανταρσίας, και τον αντίκτυπο της ευρέως αποδεκτής μητροπολιτικής εκλογής από τη ρωσική κοινή γνώμη. Επιπλέον, η ιστορική συγκυρία κυρίως λόγω των πιέσεων και ευθέων απειλών που αντιμετώπιζε η Πόλη με τους Οθωμανούς προ των πυλών της, ανάγκασαν το Πατριαρχείο να δώσει τη συγκατάθεσή του. Έτσι, αναγνωρίστηκε η εκλογή του Ιωνά στον Μητροπολιτικό θρόνο της Ρωσικής Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο παρείχε και νομική κάλυψη, όσον αφορά τη διοικητική της αυτοτέλεια47, η οποία της εξασφάλιζε το κύρος και την αναπότρεπτη συνέχεια της. Η νομιμοποίηση του Αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας, που η αποδοχή του Ιωνά από πλευράς του Οικουμενικού Θρόνου συνεπαγόταν, δεν συνοδεύτηκε από την κανονική αναγνώριση των προηγηθέντων, με αποτέλεσμα το καθεστώς της Αυτοκεφαλίας της να παραμένει ατελές και ασύμβατο προς την καθιερωμένη παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας. Παρά ταύτα, αυτό και μόνον το γεγονός της αναγνώρισης του Μητροπολίτη συνέβαλε στη διατήρηση ομαλών σχέσεων με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μέχρι της επίσημης αναγωγής της Εκκλησίας της Ρωσίας το 1593 με τη συναίνεση όλων των Πατριαρχών της Ανατολής- σε Πατριαρχείο, το πέμπτο στην ιεραρχική τάξη μετά από αυτό των Ιεροσολύμων48. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη διοικητική αποδέσμευση της Ρωσικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο μέχρι την κατάκτηση της πατριαρχικής αξίας και περιωπής, ανώτατο ρυθμιστή των εκκλησιαστικών πραγμάτων αποτελούσε ο Τσάρος49. Η υποστασιοποίηση της ενδυνάμωσης του Ρωσικού κράτους και της πολιτικής ισχυροποίησης της Μόσχας στο πρόσωπό του, αλλά, κυρίως, η εξέχουσα θέση που κατείχε παραδοσιακά ο ηγεμόνας στη συνείδηση του Ρωσικού λαού τού έδιναν αυτοδίκαια το δικαίωμα της άσκησης απόλυτης εξουσίας επί του πολιτικού, του κοινωνικού, του πολιτισμικού και του θρησκευτικού βίου της χώρας του. Τόσο μάλιστα που στο συγκεκριμένο σημείο ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές του θεσμού της Ρωσικής Εκκλησίας να υποστηρίζουν ότι η αναγωγή της σε Πατριαρχείο «υπήρξε τέκνον της τσαρικής θελήσεως». Αυτή το γέννησε καθ’ ον χρόνο η ρωσική εκκλησιαστική ιεραρχία αρκούνταν στον ρόλο του «βωβού συμπράττοντος επί της σκηνής των εν Μόσχα δρωμένων», τα οποία κατηύθυνε ο Τσάρος με την ιδιότητα της κεφαλής ενός θεοκρατικά διαμορφωμένου καθεστώτος που τον αναγνώριζε ως ελέω Θεού μονάρχη50.
Οι συνθήκες καθ’ όλη τη διάρκεια της μογγολικής κατοχής της Ρωσίας για το Μοσχοβίτικο κράτος ήταν ευμενείς και σε συνδυασμό με την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ρώσων στο πλαίσιο ενός πολιτισμικού εθνικισμού ενδημούντος στον ανατολικοευρωπαϊκό χώρο συνέβαλαν στη σύνδεση της ανακήρυξης του Ρωσικού Πατριαρχείου με τη θεωρία της «Τρίτης Ρώμης» -ιδιοποιημένης από το Κράτος της Μόσχας. Συνέβαλε και η σύμπνοια με τον χαρακτήρα των Σλαβικών λαών, ο οποίος εδραζόταν στην ιδέα της ανωτερότητας και του προορισμού του έθνους στη βάση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών του και αντλούσε την ισχύ του από τη γοητεία της παράδοσης51. Η εν λόγω θεωρία, αρθρωμένη στην ιδέα της μετακίνησης του κέντρου της Ορθοδοξίας από την Κωνσταντινούπολη-Νέα Ρώμη, ως κληρονόμου της πρεσβυτέρας, στη Μόσχα, ως διαδόχου αυτής, έχει τις βάσεις της στον 14ο αιώνα, όταν, αυξανομένης της δύναμης και της αίγλης του Βουλγαρικού βασιλείου, εκδηλώθηκαν οι πρώτες τάσεις για τη μεταφορά της εικόνας και του συμβολισμού της Κωνσταντινούπολης ως ηγέτιδας δύναμης του Χριστιανισμού στους σλαβικούς λαούς52. Πήρε, όμως επίσημη μορφή στη Ρωσία στα μέσα του 15ου αιώνα ενισχυμένη από την πτώση της Νέας Ρώμης στα χέρια των Οθωμανών. Η Άλωση εκλήφθηκε ως θεόδοτη απόδειξη της έκπτωσης του Οικουμενικού Θρόνου από την ορθή πίστη και έκφραση της θείας δίκης για την αιρετική στάση, την οποία επέδειξε με την υπογραφή της ένωσης της Νέας Ρώμης με την Παλιά53. Η κατά θεία βούληση έκπτωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιτική ηγεσία των ανατολικών ορθοδόξων λαών και του Πατριαρχείου από την αρχηγία και την εποπτεία της ορθόδοξης οικουμένης, άφηνε ανοιχτό τον δρόμο για την ικανοποίηση των ανταγωνιστικών διεκδικήσεων του Ρωσικού κράτους. Οι αξιώσεις εδράζονταν στη δημιουργία μιας νέας εκκλησιαστικής πολιτικής εξουσίας ως αντικαταστάτη και διάδοχο της βυζαντινής –καθαρότερης και πιστότερης- πάντα κατά την άποψή τους, στην ορθόδοξη διδασκαλία και παράδοση54. Σταθερή στις παραπάνω αξιώσεις και διεκδικήσεις διατηρείτο η θεωρία περί Τρίτης Ρώμης.
-31-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου