Η Αγιάσος, μια κωμόπολη της Λέσβου, ήταν γνωστή και με την επίσημη ονομασία της ως «Αγία Σιών». Το όνομα αυτό προέκυψε από το περίφημο Προσκύνημα της Παναγίας.
Η οικοδόμηση του ναού της Θεοτόκου έλαβε χώρα τον 12ο αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, το 1170 χτίστηκε η εκκλησία και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα απέκτησε μοναστηριακή μορφή και μεγάλη θρησκευτική αίγλη. Εν συνεχεία, κατά τον 18ο αιώνα ο αγροτικός οικισμός αλλάζει μορφή, επεκτείνεται και η ευρύτερη περιοχή παίρνει το όνομα Αγιάσος. Η σημερινή εκκλησία χτίστηκε το 1814 και η οριστική διάλυση της μονής επέρχεται στις αρχές του 19ου αιώνα.
«Στην Αγιάσο υπήρχε ή παράδοση, αιώνες τώρα, ότι μέσα στο πάχος αυτής της εικόνας ήταν κρυμμένη ή παλαιά εικόνα του Αγάθωνα και πού ήταν και αυτή, κατά την παράδοση, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Όμως η παράδοση έλεγε, και κάτι άλλο: ότι θα πέθαινε αυτός πού θα τολμούσε να ξηλώσει, να ανοίξει κατά κάποιο τρόπο ή για οποιοδήποτε λόγο, το πίσω μέρος της εικόνας74. Κατά το έτος 1938 ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου αποφάσισε να ερευνήσει και να λύσει το πρόβλημα αυτό. Με τη σύμφωνη γνώμη του δραστήριου τότε Αρχιερατικού Επιτρόπου Πρωτοπρεσβυτέρου Εμμανουήλ Μυτιληναίου, και τη συναίνεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναού, αποφάσισε να ερευνήσει την εικόνα παρουσία και άλλων μαρτύρων. Ή έρευνα έγινε στο γραφείο του ναού. Ήταν παρόντες ο Μητροπολίτης, ο τότε Πρωτοσύγκελος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Σισανίου και Σιατίστης, ο Αρχιερατικός Επίτροπος Εμμ. Μυτιληναίος, ο Ρώσος τεχνίτης Βασίλειος Ραχτσέβσκυ, ειδικός συντηρητής εικόνων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, πού για τον σκοπό αυτό κάλεσε στη Μυτιλήνη ο Μητροπολίτης, παρίσταντο επίσης και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναού»75.
Σύμφωνα με την βιβλική παράδοση ο ιερομόναχος Αγάθωνας ο Εφέσιος, κατά τους χρόνους της εικονομαχίας, μετέφερε από τα Ιεροσόλυμα στη Λέσβο την περίφημη Βυζαντινή εικόνα της Θεοτόκου προκειμένου να την διασώσει. Ο Αγαθων υπηρετούσε στα Ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορας Λέοντος του Α’ του Ισαύρου (775-780), ο όποιος υπήρξε εικονομάχος. Επειδή περιέπεσε στη δυσμένεια του Βασιλέως, λόγω των αντιθέτων φρονημάτων του, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στα μέρη της Παλαιστίνης, όπου το φρόνημα των Χριστιανών ήτο εικονόφιλο. Έμεινε εκεί δώδεκα χρόνια και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του κινήματος των εικονομάχων. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, πού είχε αγωνισθεί για την επαναφορά των Αγίων εικόνων εξορίστηκε στη Λέσβο και ότι στο νησί αυτό επικρατούσε φρόνημα εικονόφιλο, αναχώρησε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στη Λέσβο, έχοντας μαζί του μια αρχαία βυζαντινή εικόνα της Παναγίας, διαστάσεων 0,56X0,62 που απεικόνιζε τη Θεοτόκο σε προτομή, να βαστάζει στους κόλπους της τον Ιησού Χριστόν. Ή εικόνα είχε την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Αγία Σιών».76Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αγάθων ο Έφέσιος, εκτός της περίφημης βυζαντινής εικόνας, έφερε και άλλα ιερά κειμήλια όπως ήταν ένας μικρός αργυρός σταυρός με τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 5ου αιώνα και λείψανα του Αγίου Διονυσίου, προφανώς για να έλθει σε επαφή με την εξόριστη Βασίλισσα και μετά την καταστολή του εικονομαχικού κινήματος να μπορέσει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ο ασκητής Αγάθων, φοβούμενος τις επιδρομές των πειρατών, προσχώρησε στο εσωτερικό του νησιού και έφθασε κοντά στα βουνά της Αγιάσου, όπου διάλεξε μια δασώδη και έρημη περιοχή. Σε αυτό το απόκρυφο μέρος διαφύλαξε την ιερή εικόνα και τα υπόλοιπα κειμήλια με την δέουσα ευλάβεια77. Η αγιότητα και η ταπεινοφροσύνη του Αγάθωνα συνεπήρε πλήθος κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Ο λόγος που τον προσέγγιζαν δεν ήταν μόνο για να ακούσουν τα σοφά λόγια του αλλά πολύ περισσότερο για να τους ικανοποιήσει την επιθυμία να προσκυνήσουν την περιβόητη εικόνα της Παναγίας. Πολλοί, μάλιστα, απ’ αυτούς που τον επισκέφθηκαν δεν άργησαν να πάνε για πάντα κοντά του και να ακολουθήσουν την ασκητική ζωή. Με απόλυτη προσήλωση και ευλάβεια έχτισαν εκεί ένα μοναστήρι. Στο μοναστήρι αυτό, κατόπιν επιθυμίας του, θάφτηκε το σκήνωμα του. 78
Μετά τον θάνατο του ασκητή Αγάθωνα οι σύντροφοι του εξακολούθησαν να μένουν στο μοναστήρι και να κρύβουν και να φυλάγουν την εικόνα της Παναγίας και τα αλλά Ιερά κειμήλια με μεγάλη προσοχή και μόνο σε έμπιστους και πολύ γνωστούς για τα εικονόφιλα αισθήματα τους Χριστιανούς να τα δείχνουν και να επιτρέπουν να τα ασπάζονται. Και αυτό γινότανε μέχρι το έτος 842 πού νίκησαν οι φίλοι των ιερών εικόνων και έγινε η λεγόμενη αναστήλωση τους, δηλαδή τότε πού ξαναμπήκανε οι εικόνες στους ναούς79. Από όλα τα μέρη του νησιού άρχισαν οι Χριστιανοί με πόθο θερμό να ανεβαίνουν στο μοναστήρι του Αγάθωνα, για να προσκυνήσουν το Τίμιο ξύλο και την εικόνα της Παναγίας. Τόση ήταν η προσέλευση του κόσμου όχι μόνο από τη Μυτιλήνη, αλλά και από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, ώστε γρήγορα αναγκάστηκαν να χτίσουν μεγάλο ναό, ώστε να εξυπηρετεί τις χιλιάδες των προσκυνητών, πού ερχότανε με πεζοπορία ή με τα ζώα τους στη Μεγαλόχαρη. Ερχότανε κάθε ένας με τον πόνο του, πολλές φορές φέρνοντας άρρωστους συγγενείς, με αφάνταστα μεγάλο κόπο. Η βαθιά πίστη, οι προσευχές των προσκυνητών καρποφορούσαν. Θαύματα πολλά και μεγάλα αναφέρονται στην ιστορία του Προσκυνήματος και πολλά απ’ αυτά έχουν σαν αιώνιους μάρτυρες τα αναθήματα (τα τάματα), πού βρίσκονται σήμερα στο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας και πού προέρχονται όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά και από Μωαμεθανούς, πού πάνω στον πόνο τους κατέφευγαν στην Παναγία. Έτσι η ακτινοβολία του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας γινόταν πανελλήνια όχι μόνο στο χώρο της σημερινής Ελλάδος, αλλά και σ’ όλον τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, από την οποία ερχότανε καράβια γεμάτα με προσκυνητές 80.
-52-

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου