Χρόνια λειτουργὸς τοῦ Θεοῦ ὁ παπα Στυλιανὸς
δόξαζε τὸν Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη κλήση ποὺ τοῦ ᾿καμε
ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἱερέας Του καὶ νὰ διακονεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἐνοριτῶν του στὸν Ἱερὸ
Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πάτρας.
Οἱ μέρες καὶ οἱ μῆνες κυλοῦσαν ἤρεμα καὶ οἱ ἐνορίτες τὸν ἀγαποῦσαν κάθε μέρα καὶ πιὸ πολύ.
Ἦταν ἤρεμος, γλυκὺς καὶ ἐξυπηρετικὸς σὲ ὅλους.
Τοὺς ἀγάπη σε κι αὐτὸς πολύ. Γι’ αὐτὸ σὰν νὰ ταράχτηκε κάπως, ὅταν τοῦ τηλεφώνησαν ἀπὸ τὴ Μητρόπολη ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Μητροπολίτης. Φοβήθηκε μήπως τὸν μεταθέσουν σὲ ἄλλη ἐνορία.
Ὅταν μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτη, ἐκεῖνος τὸν δέχτηκε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ τοῦ εἶπε: –Παιδί μου, παπα Στυλιανέ, σὲ κάλεσα γιὰ νὰ σοῦ ἀναθέσω μιὰ σπουδαία καὶ ἱερὴ ἀποστολή.
Ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὶς Φυλακὲς τῶν Πατρῶν ἀπεβίωσε, σκέφθηκα νὰ ἀναθέσω γιὰ ἕνα διάστημα τὴ λεπτὴ καὶ σπουδαία αὐτὴ ἀποστολὴ σὲ σένα.
–Ὅ,τι πεῖτε, Σεβασμιώτατε! Μὲ τὴν εὐχή σας.
–Θὰ πηγαίνεις κάθε Σάββατο, θὰ λειτουργεῖς, θὰ τοὺς ἐξηγεῖς τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ τέλος μετὰ ἀπὸ σχετικὴ παρακίνησή σου θὰ ἐξομολογεῖς ὅσους θέλουν καὶ τὸ μεσημέρι θὰ ἔρχεσαι στὸ σπίτι σου.
–Εὐχαριστῶ πολύ, Σεβασμιώτατε! Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σας!
Ἕνας νέος τομέας δράσεως ἄρχιζε γιὰ τὸν παπα Στυλιανό. Κάθε Σάββατο πρωὶ λειτουργοῦσε στὸ Ναὸ τῶν Φυλακῶν, ὅπου λειτουργοῦνταν ὅσοι κρατούμενοι ἤθελαν.
Μερικοὶ κοινωνοῦσαν καὶ στὸ τέλος μὲ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ θερμὰ λόγια τοὺς ἔκανε κήρυγμα πάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Τελειώνοντας καλοῦσε ὅσους ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, γιὰ νὰ ξαλαφρώσει ἡ ψυχή τους ἀπὸ ὁτιδήποτε τοὺς βάραινε.
- Θὰ σᾶς περιμένω στὸ Ναὸ μέχρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι, ἔλεγε.
Αὐτὸ γινόταν κάθε Σάββατο. Κάποιες φορὲς ἀντὶ γιὰ Ἐξομολόγηση, ἔκανε συγκέντρωση σὲ ὅσους ἤθελαν καὶ τοὺς ἀνέλυε βασικὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τῆς
Ὀρθόδοξης Λατρείας.
Σιγά-σιγὰ τὸν ἀγάπησαν οἱ φυλακισμένοι καὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν πατέρα καὶ τοῦ ξανοίγονταν. Τοῦ ἔλεγαν πολλὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς τους.
Πόσο πονοῦσε μὲ ὁρισμένα ποὺ ἄκουγε ὁ παπα Στυλιανός! Ἀλλὰ καὶ πόσο πρόσεχε! Καὶ οἱ δεσμοφύλακες διακριτικὰ ἀλλὰ ἄγρυπνα εἶχαν πάντοτε τὰ βλέμματά τους σ’ ἐκεῖνον γιὰ νὰ τὸν προστατεύουν.
Κάποια μέρα, μόλις τελείωσε τὴν Ἐξομολόγηση ἑνὸς ποὺ ἦταν τελευταῖος στὴ σειρά, τοῦ εἶπε αὐτός:
–Παπᾶ μου, σήμερα ἀνακουφίστηκα! Σ’ εὐχαριστῶ! Μοῦ πῆρες τὸ βάρος ποὺ εἶχα στὴν καρδιά μου! Νιώθω ἐλεύθε ρος, κι ἂς εἶμαι κλεισμένος μέσα. Σ’ εὐχαριστῶ, παπᾶ!
–Τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστεῖς καὶ πρόσεχε στὸ ἑξῆς, Πέτρο! Ὅμως, πρὶν προλάβει νὰ κλείσει τὴν ἐξώθυρα τοῦ Ναοῦ, ἔφτασε τρέχοντας καὶ ἀγχωμένος κάποιος ἄλλος.
–Ἔλα, παιδί μου! Πῶς σὲ λένε;
–Λευτέρη, πάτερ.
–Κάθισε νὰ τὰ ποῦμε, Λευτέρη. Ἠρέμησε. Πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
–Γιὰ ἕνα χρέος, παπᾶ μου.
–Συνηθισμένο παράπτωμα. Μεγάλο χρέος;
–Διακόσια εὐρώ, πάτερ.
–Ἀδύνατον! Γιὰ ἕνα διακοσάρικο φυλακή! Κάποιο λάθος θά ᾿γινε! Πῶς ἔγινε αὐτό;
–Δὲν ξέρω, πάτερ μου, πῶς ἔμπλεξα ἔτσι! Μοῦ ᾿παν δυό τρεῖς στὸ κελλὶ ὅτι μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Δὲν ἔχω λεφτὰ γιὰ δικηγόρους. Δὲν ὑπάρχει βοήθεια ἀπὸ πουθενά.
–Γιὰ ἡσύχασε, Λευτέρη μου. Πᾶμε στὰ Γραφεῖα νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα σου.
Πηγαίνοντας σκεφτόταν: Στὴ φυλακὴ γιὰ 200 εὐρώ! Γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ ποσό! Καὶ ὅμως ἦταν ἀλήθεια! Στὸ Γραφεῖο τῶν Φυλακῶν τοῦ εἶπαν ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ποσὸ βρισκόταν στὴ φυλακή τους ὁ κ. Ἐλευθέριος Π.... Ἀμέσως, χωρὶς πολλὴ σκέψη ἄνοιξε τὴν τσάντα του, ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του καὶ πλήρωσε τὸ χρέος τοῦ Λευτέρη, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε καὶ
φίλησε τὰ χέρια τοῦ ἱερέα δακρυσμένος. Μετὰ τὴ σχετικὴ διαδικασία θὰ ἔπαιρνε τὸ ἐξιτήριο. Ὁ παπα Στυλιανὸς τὸν χαιρέτισε πρόσχαρος, χαιρέτισε καὶ τοὺς ὑπαλλήλους τῆς φυλακῆς καὶ μπῆκε στὸ αὐτοκίνητό του καὶ κίνησε γιὰ τὴν Πάτρα. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ναό του, πῆγε κατ’ εὐθείαν στὸ προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, προσκύνησε καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο μὲ ἁπλότητα:
–Ἅγιέ μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ τέλεσα καὶ σήμερα τὴν ἀποστολή μου στὶς Φυλακές. Εἶδες ἀκόμη ἀπ’ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ εἶσαι ὅτι μὲ τὰ 200 εὐρὼ ποὺ ἔδωσα ἐλευθερώθηκε ἕνας πάμφτωχος φυλακισμένος. Αὐτὰ τὰ 200 ὅμως εὐρὼ τὰ εἶχα μαζεμένα καὶ τὰ φύλαγα γιὰ νὰ ξοφλήσω ἕνα γραμμάτιό μου ποὺ λήγει τὴ Δευτέρα... Προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Ναοῦ, ὅπου τὸν περίμενε ἕνας καλὸς ἐνορίτης, ὁ γερο Παναγῆς ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ χαρά.
–Τί ἔχουμε, γερο Παναγῆ;
–Εὐχάριστα! Εὐχάριστα, παππούλη μου! Μ’ ἔστειλαν τὰ δύο ἐγγόνια μου, ποὺ ἐργάζονται αὐτὴ τὴν ὥρα, νὰ μᾶς βγάλεις δυὸ στεφανοχάρτια. Παντρεύονται μὲ τὸ καλό! Θὰ κάνουν σωστό, ἐκκλησιαστικὸ Γάμο, μὲ τὶς Εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σταύρωσε καὶ τὰ στεφανοχάρτια καὶ εὐλόγα τὰ παιδάκια νά ᾿ναι καλοστέριωτες οἱ οἰκογένειες ποὺ θὰ κάνουν σ’ αὐτὴ τὴν τρελὴ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε.
Ὅταν ἑτοιμάσθηκαν τὰ στεφανοχάρτια κι εὐχήθηκε ὁ παπα Στυλιανὸς μὲ τὴν καρδιά του νά ᾿χουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ οἱ μελλόνυμφοι, σηκώθηκε ὁ γερο Παναγῆς κι ἄφησε ἕνα φακελάκι στὸ γραφεῖο λέγοντας:
–Παπᾶ μου, μὲ συμπαθᾶς. Αὐτὸ γιὰ τὰ καλορίζικα τῶν ἐγγονῶν μου.
–Τί λές, γερο Παναγῆ; Ἐσὺ τὸ κάνεις αὐτό; Δὲν μὲ ξέρεις δὰ ποιὸς εἶμαι;
–Σὲ ξέρω καὶ σὲ καλοξέρω! Ξέρω καὶ τί τρύπες βουλώνεις ἐκεῖ στὶς Φυλακὲς ποὺ πηγαίνεις. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ πιάσουν τόπο. Ἔλα, ἠρέμησε!
Ὅταν ἔφυγε ὁ γερο Παναγῆς, ὁ ἱερέας ἄνοιξε τὸν φάκελο καὶ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Δύο καινούργια ἑκατοστάρικα ἦταν μέσα γι’ αὐτόν.
Πῆγε φεύγοντας ἀμέσως στὸ προσκυνητάρι καὶ προσκύνησε τὸν θαυματουργὸ ἅγιο Νικόλαο λέγοντας: Τόσο γρήγορα, Ἅγιε! Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου, πολύ!
Σ᾿ εὐχαριστῶ!
''Ο ΣΩΤΗΡ'' 2165
Οἱ μέρες καὶ οἱ μῆνες κυλοῦσαν ἤρεμα καὶ οἱ ἐνορίτες τὸν ἀγαποῦσαν κάθε μέρα καὶ πιὸ πολύ.
Ἦταν ἤρεμος, γλυκὺς καὶ ἐξυπηρετικὸς σὲ ὅλους.
Τοὺς ἀγάπη σε κι αὐτὸς πολύ. Γι’ αὐτὸ σὰν νὰ ταράχτηκε κάπως, ὅταν τοῦ τηλεφώνησαν ἀπὸ τὴ Μητρόπολη ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Μητροπολίτης. Φοβήθηκε μήπως τὸν μεταθέσουν σὲ ἄλλη ἐνορία.
Ὅταν μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτη, ἐκεῖνος τὸν δέχτηκε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ τοῦ εἶπε: –Παιδί μου, παπα Στυλιανέ, σὲ κάλεσα γιὰ νὰ σοῦ ἀναθέσω μιὰ σπουδαία καὶ ἱερὴ ἀποστολή.
Ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὶς Φυλακὲς τῶν Πατρῶν ἀπεβίωσε, σκέφθηκα νὰ ἀναθέσω γιὰ ἕνα διάστημα τὴ λεπτὴ καὶ σπουδαία αὐτὴ ἀποστολὴ σὲ σένα.
–Ὅ,τι πεῖτε, Σεβασμιώτατε! Μὲ τὴν εὐχή σας.
–Θὰ πηγαίνεις κάθε Σάββατο, θὰ λειτουργεῖς, θὰ τοὺς ἐξηγεῖς τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ τέλος μετὰ ἀπὸ σχετικὴ παρακίνησή σου θὰ ἐξομολογεῖς ὅσους θέλουν καὶ τὸ μεσημέρι θὰ ἔρχεσαι στὸ σπίτι σου.
–Εὐχαριστῶ πολύ, Σεβασμιώτατε! Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σας!
Ἕνας νέος τομέας δράσεως ἄρχιζε γιὰ τὸν παπα Στυλιανό. Κάθε Σάββατο πρωὶ λειτουργοῦσε στὸ Ναὸ τῶν Φυλακῶν, ὅπου λειτουργοῦνταν ὅσοι κρατούμενοι ἤθελαν.
Μερικοὶ κοινωνοῦσαν καὶ στὸ τέλος μὲ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ θερμὰ λόγια τοὺς ἔκανε κήρυγμα πάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Τελειώνοντας καλοῦσε ὅσους ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, γιὰ νὰ ξαλαφρώσει ἡ ψυχή τους ἀπὸ ὁτιδήποτε τοὺς βάραινε.
- Θὰ σᾶς περιμένω στὸ Ναὸ μέχρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι, ἔλεγε.
Αὐτὸ γινόταν κάθε Σάββατο. Κάποιες φορὲς ἀντὶ γιὰ Ἐξομολόγηση, ἔκανε συγκέντρωση σὲ ὅσους ἤθελαν καὶ τοὺς ἀνέλυε βασικὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τῆς
Ὀρθόδοξης Λατρείας.
Σιγά-σιγὰ τὸν ἀγάπησαν οἱ φυλακισμένοι καὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν πατέρα καὶ τοῦ ξανοίγονταν. Τοῦ ἔλεγαν πολλὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς τους.
Πόσο πονοῦσε μὲ ὁρισμένα ποὺ ἄκουγε ὁ παπα Στυλιανός! Ἀλλὰ καὶ πόσο πρόσεχε! Καὶ οἱ δεσμοφύλακες διακριτικὰ ἀλλὰ ἄγρυπνα εἶχαν πάντοτε τὰ βλέμματά τους σ’ ἐκεῖνον γιὰ νὰ τὸν προστατεύουν.
Κάποια μέρα, μόλις τελείωσε τὴν Ἐξομολόγηση ἑνὸς ποὺ ἦταν τελευταῖος στὴ σειρά, τοῦ εἶπε αὐτός:
–Παπᾶ μου, σήμερα ἀνακουφίστηκα! Σ’ εὐχαριστῶ! Μοῦ πῆρες τὸ βάρος ποὺ εἶχα στὴν καρδιά μου! Νιώθω ἐλεύθε ρος, κι ἂς εἶμαι κλεισμένος μέσα. Σ’ εὐχαριστῶ, παπᾶ!
–Τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστεῖς καὶ πρόσεχε στὸ ἑξῆς, Πέτρο! Ὅμως, πρὶν προλάβει νὰ κλείσει τὴν ἐξώθυρα τοῦ Ναοῦ, ἔφτασε τρέχοντας καὶ ἀγχωμένος κάποιος ἄλλος.
–Ἔλα, παιδί μου! Πῶς σὲ λένε;
–Λευτέρη, πάτερ.
–Κάθισε νὰ τὰ ποῦμε, Λευτέρη. Ἠρέμησε. Πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
–Γιὰ ἕνα χρέος, παπᾶ μου.
–Συνηθισμένο παράπτωμα. Μεγάλο χρέος;
–Διακόσια εὐρώ, πάτερ.
–Ἀδύνατον! Γιὰ ἕνα διακοσάρικο φυλακή! Κάποιο λάθος θά ᾿γινε! Πῶς ἔγινε αὐτό;
–Δὲν ξέρω, πάτερ μου, πῶς ἔμπλεξα ἔτσι! Μοῦ ᾿παν δυό τρεῖς στὸ κελλὶ ὅτι μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Δὲν ἔχω λεφτὰ γιὰ δικηγόρους. Δὲν ὑπάρχει βοήθεια ἀπὸ πουθενά.
–Γιὰ ἡσύχασε, Λευτέρη μου. Πᾶμε στὰ Γραφεῖα νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα σου.
Πηγαίνοντας σκεφτόταν: Στὴ φυλακὴ γιὰ 200 εὐρώ! Γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ ποσό! Καὶ ὅμως ἦταν ἀλήθεια! Στὸ Γραφεῖο τῶν Φυλακῶν τοῦ εἶπαν ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ποσὸ βρισκόταν στὴ φυλακή τους ὁ κ. Ἐλευθέριος Π.... Ἀμέσως, χωρὶς πολλὴ σκέψη ἄνοιξε τὴν τσάντα του, ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του καὶ πλήρωσε τὸ χρέος τοῦ Λευτέρη, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε καὶ
φίλησε τὰ χέρια τοῦ ἱερέα δακρυσμένος. Μετὰ τὴ σχετικὴ διαδικασία θὰ ἔπαιρνε τὸ ἐξιτήριο. Ὁ παπα Στυλιανὸς τὸν χαιρέτισε πρόσχαρος, χαιρέτισε καὶ τοὺς ὑπαλλήλους τῆς φυλακῆς καὶ μπῆκε στὸ αὐτοκίνητό του καὶ κίνησε γιὰ τὴν Πάτρα. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ναό του, πῆγε κατ’ εὐθείαν στὸ προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, προσκύνησε καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο μὲ ἁπλότητα:
–Ἅγιέ μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοήθησες καὶ τέλεσα καὶ σήμερα τὴν ἀποστολή μου στὶς Φυλακές. Εἶδες ἀκόμη ἀπ’ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ εἶσαι ὅτι μὲ τὰ 200 εὐρὼ ποὺ ἔδωσα ἐλευθερώθηκε ἕνας πάμφτωχος φυλακισμένος. Αὐτὰ τὰ 200 ὅμως εὐρὼ τὰ εἶχα μαζεμένα καὶ τὰ φύλαγα γιὰ νὰ ξοφλήσω ἕνα γραμμάτιό μου ποὺ λήγει τὴ Δευτέρα... Προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Ναοῦ, ὅπου τὸν περίμενε ἕνας καλὸς ἐνορίτης, ὁ γερο Παναγῆς ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ χαρά.
–Τί ἔχουμε, γερο Παναγῆ;
–Εὐχάριστα! Εὐχάριστα, παππούλη μου! Μ’ ἔστειλαν τὰ δύο ἐγγόνια μου, ποὺ ἐργάζονται αὐτὴ τὴν ὥρα, νὰ μᾶς βγάλεις δυὸ στεφανοχάρτια. Παντρεύονται μὲ τὸ καλό! Θὰ κάνουν σωστό, ἐκκλησιαστικὸ Γάμο, μὲ τὶς Εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σταύρωσε καὶ τὰ στεφανοχάρτια καὶ εὐλόγα τὰ παιδάκια νά ᾿ναι καλοστέριωτες οἱ οἰκογένειες ποὺ θὰ κάνουν σ’ αὐτὴ τὴν τρελὴ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε.
Ὅταν ἑτοιμάσθηκαν τὰ στεφανοχάρτια κι εὐχήθηκε ὁ παπα Στυλιανὸς μὲ τὴν καρδιά του νά ᾿χουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ οἱ μελλόνυμφοι, σηκώθηκε ὁ γερο Παναγῆς κι ἄφησε ἕνα φακελάκι στὸ γραφεῖο λέγοντας:
–Παπᾶ μου, μὲ συμπαθᾶς. Αὐτὸ γιὰ τὰ καλορίζικα τῶν ἐγγονῶν μου.
–Τί λές, γερο Παναγῆ; Ἐσὺ τὸ κάνεις αὐτό; Δὲν μὲ ξέρεις δὰ ποιὸς εἶμαι;
–Σὲ ξέρω καὶ σὲ καλοξέρω! Ξέρω καὶ τί τρύπες βουλώνεις ἐκεῖ στὶς Φυλακὲς ποὺ πηγαίνεις. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ πιάσουν τόπο. Ἔλα, ἠρέμησε!
Ὅταν ἔφυγε ὁ γερο Παναγῆς, ὁ ἱερέας ἄνοιξε τὸν φάκελο καὶ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Δύο καινούργια ἑκατοστάρικα ἦταν μέσα γι’ αὐτόν.
Πῆγε φεύγοντας ἀμέσως στὸ προσκυνητάρι καὶ προσκύνησε τὸν θαυματουργὸ ἅγιο Νικόλαο λέγοντας: Τόσο γρήγορα, Ἅγιε! Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου, πολύ!
Σ᾿ εὐχαριστῶ!
''Ο ΣΩΤΗΡ'' 2165
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου