29 Δεκεμβρίου, 2018

ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΕΥΡΩ - ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Χρόνια λειτουργὸς τοῦ Θεοῦ ὁ πα­πα ­ Στυλιανὸς δόξαζε τὸν Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη κλήση ποὺ τοῦ ᾿καμε ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἱερέας Του καὶ νὰ διακο­νεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἐνοριτῶν του στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Πάτρας. 
Οἱ μέρες καὶ οἱ μῆνες κυλοῦσαν ἤρεμα καὶ οἱ ἐνορίτες τὸν ἀγαποῦσαν κάθε μέ­ρα καὶ πιὸ πολύ. 
Ἦταν ἤρεμος, γλυκὺς καὶ ἐξυπηρετικὸς σὲ ὅλους. 
Τοὺς ἀγάπη­ σε κι αὐτὸς πολύ. Γι’ αὐτὸ σὰν νὰ ταράχτηκε κάπως, ὅταν τοῦ τηλεφώνησαν ἀπὸ τὴ Μητρό­πολη ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Μητροπολίτης. Φοβήθηκε μήπως τὸν μεταθέσουν σὲ ἄλλη ἐνορία. 
Ὅταν μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτη, ἐκεῖνος τὸν δέχτηκε μὲ πατρικὴ ἀγάπη καὶ τοῦ εἶπε: –Παιδί μου, παπα ­ Στυλιανέ, σὲ κάλε­σα γιὰ νὰ σοῦ ἀναθέσω μιὰ σπουδαία καὶ ἱερὴ ἀποστολή. 
Ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὶς Φυλακὲς τῶν Πατρῶν ἀπεβίωσε, σκέφθηκα νὰ ἀναθέσω γιὰ ἕνα διάστημα τὴ λεπτὴ καὶ σπουδαία αὐτὴ ἀποστολὴ σὲ σένα. 
–Ὅ,τι πεῖτε, Σεβασμιώτατε! Μὲ τὴν εὐχή σας. 
–Θὰ πηγαίνεις κάθε Σάββατο, θὰ λει­τουργεῖς, θὰ τοὺς ἐξηγεῖς τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ τέλος μετὰ ἀπὸ σχετικὴ παρακίνησή σου θὰ ἐξομολογεῖς ὅσους θέλουν καὶ τὸ μεσημέρι θὰ ἔρχεσαι στὸ σπίτι σου.
 –Εὐχαριστῶ πολύ, Σεβασμιώτατε! Νὰ ἔχω τὴν εὐχή σας! 

Ἕνας νέος τομέας δράσεως ἄρχιζε γιὰ τὸν παπα ­ Στυλιανό. Κάθε Σάββατο πρωὶ λειτουργοῦσε στὸ Ναὸ τῶν Φυλα­κῶν, ὅπου λειτουργοῦνταν ὅσοι κρατού­μενοι ἤθελαν. 
Μερικοὶ κοινωνοῦσαν καὶ στὸ τέλος μὲ ἁπλὰ ἀλλὰ πολὺ θερμὰ λό­για τοὺς ἔκανε κήρυγμα πάνω στὸ Εὐαγγέλιο. Τελειώνοντας καλοῦσε ὅσους ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν, γιὰ νὰ ξαλα­φρώσει ἡ ψυχή τους ἀπὸ ὁτιδήποτε τοὺς βάραινε. 
- Θὰ σᾶς περιμένω στὸ Ναὸ μέ­χρι τὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι, ἔλεγε. 
Αὐτὸ γινόταν κάθε Σάββατο. Κάποιες φορὲς ἀντὶ γιὰ Ἐξομολόγηση, ἔκανε συγκέν­τρωση σὲ ὅσους ἤθελαν καὶ τοὺς ἀνέλυε βασικὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τῆς 
Ὀρ­θόδοξης Λατρείας. 
Σιγά-­σιγὰ τὸν ἀγάπησαν οἱ φυλακισμέ­νοι καὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν πατέρα καὶ τοῦ ξανοίγονταν. Τοῦ ἔλεγαν πολλὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τὶς περιπέτειες τῆς ζω­ῆς τους. 
Πόσο πονοῦσε μὲ ὁρισμένα ποὺ ἄκουγε ὁ παπα ­ Στυλιανός! Ἀλλὰ καὶ πόσο πρόσεχε! Καὶ οἱ δεσμοφύλακες διακριτικὰ ἀλλὰ ἄγρυπνα εἶχαν πάντοτε τὰ βλέμματά τους σ’ ἐκεῖνον γιὰ νὰ τὸν προστατεύουν. 

Κάποια μέρα, μόλις τελείωσε τὴν Ἐξομολόγηση ἑνὸς ποὺ ἦταν τελευταῖος στὴ σειρά, τοῦ εἶπε αὐτός:
 –Παπᾶ μου, σήμερα ἀνακουφίστηκα! Σ’ εὐχαριστῶ! Μοῦ πῆρες τὸ βάρος ποὺ εἶχα στὴν καρδιά μου! Νιώθω ἐλεύθε­ ρος, κι ἂς εἶμαι κλεισμένος μέσα. Σ’ εὐχαριστῶ, παπᾶ!
 –Τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστεῖς καὶ πρόσεχε στὸ ἑξῆς, Πέτρο! Ὅμως, πρὶν προλάβει νὰ κλείσει τὴν ἐξώθυρα τοῦ Ναοῦ, ἔφτασε τρέχοντας καὶ ἀγχωμένος κάποιος ἄλλος.
 –Ἔλα, παιδί μου! Πῶς σὲ λένε; 
–Λευτέρη, πάτερ. 
–Κάθισε νὰ τὰ ποῦμε, Λευτέρη. Ἠρέμησε. Πῶς βρέθηκες ἐδῶ; 
–Γιὰ ἕνα χρέος, παπᾶ μου.
 –Συνηθισμένο παράπτωμα. Μεγάλο χρέος; 
–Διακόσια εὐρώ, πάτερ. 
–Ἀδύνατον! Γιὰ ἕνα διακοσάρικο φυ­λακή! Κάποιο λάθος θά ᾿γινε! Πῶς ἔγινε αὐτό;
 –Δὲν ξέρω, πάτερ μου, πῶς ἔμπλεξα ἔτσι! Μοῦ ᾿παν δυό ­ τρεῖς στὸ κελλὶ ὅτι μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ βοηθήσεις. Δὲν ἔχω λεφτὰ γιὰ δικηγόρους. Δὲν ὑπάρχει βοήθεια ἀπὸ πουθενά. 
–Γιὰ ἡσύχασε, Λευτέρη μου. Πᾶμε στὰ Γραφεῖα νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα σου. 
Πηγαίνοντας σκεφτόταν: Στὴ φυλακὴ γιὰ 200 εὐρώ! Γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ ποσό! Καὶ ὅμως ἦταν ἀλήθεια! Στὸ Γραφεῖο τῶν Φυλακῶν τοῦ εἶπαν ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ποσὸ βρισκόταν στὴ φυλακή τους ὁ κ. Ἐλευθέριος Π.... Ἀμέσως, χωρὶς πολλὴ σκέψη ἄνοιξε τὴν τσάντα του, ἔβγαλε τὸ πορτοφόλι του καὶ πλήρωσε τὸ χρέος τοῦ Λευτέρη, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε καὶ 
φί­λησε τὰ χέρια τοῦ ἱερέα δακρυσμένος. Μετὰ τὴ σχετικὴ διαδικασία θὰ ἔπαιρνε τὸ ἐξιτήριο. Ὁ παπα ­ Στυλιανὸς τὸν χαιρέτισε πρόσχαρος, χαιρέτισε καὶ τοὺς ὑπαλλή­λους τῆς φυλακῆς καὶ μπῆκε στὸ αὐτοκί­νητό του καὶ κίνησε γιὰ τὴν Πάτρα. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ναό του, πῆγε κατ’ εὐθείαν στὸ προσκυνητάρι μὲ τὴν εἰκό­να τοῦ ἁγίου Νικολάου, προσκύνησε καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο μὲ ἁπλότητα:
 –Ἅγιέ μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ βοή­θησες καὶ τέλεσα καὶ σήμερα τὴν ἀπο­στολή μου στὶς Φυλακές. Εἶδες ἀκόμη ἀπ’ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ εἶσαι ὅτι μὲ τὰ 200 εὐρὼ ποὺ ἔδωσα ἐλευθερώθηκε ἕνας πάμφτωχος φυλακισμένος. Αὐτὰ τὰ 200 ὅμως εὐρὼ τὰ εἶχα μαζεμένα καὶ τὰ φύ­λαγα γιὰ νὰ ξοφλήσω ἕνα γραμμάτιό μου ποὺ λήγει τὴ Δευτέρα... Προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ μπῆκε στὸ Γραφεῖο τοῦ Ναοῦ, ὅπου τὸν περίμενε ἕνας καλὸς ἐνορίτης, ὁ γερο ­ Παναγῆς ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ χαρά.
 –Τί ἔχουμε, γερο ­ Παναγῆ;
 –Εὐχάριστα! Εὐχάριστα, παππούλη μου! Μ’ ἔστειλαν τὰ δύο ἐγγόνια μου, ποὺ ἐργάζονται αὐτὴ τὴν ὥρα, νὰ μᾶς βγάλεις δυὸ στεφανοχάρτια. Παντρεύ­ονται μὲ τὸ καλό! Θὰ κάνουν σωστό, ἐκκλησιαστικὸ Γάμο, μὲ τὶς Εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Σταύρωσε καὶ τὰ στε­φανοχάρτια καὶ εὐλόγα τὰ παιδάκια νά ᾿ναι καλοστέριωτες οἱ οἰκογένειες ποὺ θὰ κάνουν σ’ αὐτὴ τὴν τρελὴ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε. 

Ὅταν ἑτοιμάσθηκαν τὰ στεφανοχάρ­τια κι εὐχήθηκε ὁ παπα ­ Στυλιανὸς μὲ τὴν καρδιά του νά ᾿χουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ οἱ μελλόνυμφοι, σηκώθηκε ὁ γερο Παναγῆς κι ἄφησε ἕνα φακελάκι στὸ γραφεῖο λέγοντας: 
–Παπᾶ μου, μὲ συμπαθᾶς. Αὐτὸ γιὰ τὰ καλορίζικα τῶν ἐγγονῶν μου. 
–Τί λές, γερο ­ Παναγῆ; Ἐσὺ τὸ κάνεις αὐτό; Δὲν μὲ ξέρεις δὰ ποιὸς εἶμαι;
 –Σὲ ξέρω καὶ σὲ καλοξέρω! Ξέρω καὶ τί τρύπες βουλώνεις ἐκεῖ στὶς Φυλακὲς ποὺ πηγαίνεις. Εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ­ πιάσουν τόπο. Ἔλα, ἠρέμησε!

 Ὅταν ἔφυγε ὁ γερο ­ Παναγῆς, ὁ ἱερέ­ας ἄνοιξε τὸν φάκελο καὶ δάκρυα κύλη­σαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Δύο καινούργια ἑκατοστάρικα ἦταν μέσα γι’ αὐτόν. 
Πῆγε φεύγοντας ἀμέσως στὸ προσκυνητάρι καὶ προσκύνησε τὸν θαυματουργὸ ἅγιο Νικόλαο λέγοντας: Τόσο γρήγορα, Ἅγιε! Σ’ εὐχαριστῶ, Ἅγιέ μου, πολύ!
 Σ᾿ εὐχα­ριστῶ! 
''Ο ΣΩΤΗΡ'' 2165

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου