Ο πιστὸς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίζεται καὶ ἐντάσσεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐπιδιώκει τὴ βαθύτερη ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας τῆς Πίστεως, καθὼς καὶ τὴν ἐνεργὸ
συμμετοχὴ στὴ θεία Λατρεία.
Ἡ ἀνάγκη τῆς συμμετοχῆς του στὴ θεία Λατρεία δὲν ἐπιβάλλεται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ ἀναβλύζει ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του.
Συνειδητοποιεῖ ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν φιλανθρωπία μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει Αὐτός, ὁ παντέλειος καὶ πανάγιος Θεός.
Συναισθάνεται τὴ μηδαμινότητά του, συντρίβεται, κατανύσσεται καὶ προσπίπτει στὸ θρόνο τῆς Χάριτος γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός Του, ἰδιαιτέρως στὴ θεία Λατρεία.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους οἱ πιστοὶ διδάσκονταν νὰ συμμετέχουν πάντοτε στὴ θεία Λατρεία: «Διδάσκων δέ, ὦ ἐπίσκοπε, κέλευε καὶ παραίνει τῷ λαῷ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐνδελεχίζειν ὄρθρου καὶ ἑσπέρας ἑκάστης ἡμέρας καὶ μὴ ἀπολείπεσθαι τὸ σύνολον, ἀλλὰ
συνέρχεσθαι διηνεκῶς... Μάλιστα δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου καὶ ἐν τῇ τοῦ Κυρίου ἀναστασίμῳ τῇ κυριακῇ σπουδαιοτέρως ἀπαντᾶτε, αἶνον ἀναπέμποντες τῷ Θεῷ» (Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, Βιβλί ον Β΄, παρ. νθ΄, ΕΠΕ, Ἀποστολικοὶ Πα τέρες 1, σελ. 1668). Ἐδῶ προτρέπεται ὁ ἐπίσκοπος νὰ συμβουλεύει τοὺς πιστούς, ὥστε κάθε μέρα, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ μετέχουν στὴ Λατρεία καὶ νὰ μὴν ἀπουσιάζουν ποτέ. Ἰδιαιτέρως αὐτὸ νὰ γίνεται τὸ Σάββατο καὶ πολὺ περισσότερο τὴν Κυριακή.
Ἡ Εκκλησία, στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν αὐτὴ ἱερὴ ὥρα τῆς Λατρείας, καθόρισε νὰ γίνεται ἀνάμειξη τοῦ «τερπνοῦ τῆς μελῳδίας» μὲ τὴ θεία της διδασκαλία. Ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰώνων διαμορφώθηκαν οἱ διάφοροι ὕμνοι στὶς Ἀκολουθίες.
Σκοπὸς αὐτῆς τῆς μελωδίας εἶναι νὰ συντελεῖ στὴ συγκίνηση καὶ κατάνυξη τῶν πιστῶν μὲ τρόπο εὐχάριστο. Νὰ ἀνυψώνει προσευχητικὰ τὸ πνεῦμα τους πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ βιώνουν τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐκφράζονται μὲ τοὺς ὕμνους, «ἵνα τῷ ρυθμῷ τοῦ μέλους
ψυχαγωγούμενοι πάντες, μετὰ πολλῆς τῆς προθυμίας τοὺς ἱεροὺς ἀναπέμπωσιν αὐτῷ ὕμνους» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. μα΄ [41], PG 55, 156).
Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει πὼς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων δύσκολα
παιδαγωγεῖται στὴν ἀρετὴ καὶ ὅτι ἐξαιτίας τῆς τάσεως ποὺ ἔχουμε πρὸς τὴν ἡδονή, παραμελοῦμε πολὺ τὴ σωστὴ ζωή, τί κάνει; Ἔχει ἀναμείξει τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ μελωδία, μὲ τὴ διδασκαλία, ὥστε ἀσυναίσθητα νὰ δεχόμαστε τὴν ὠφέλεια τῶν λόγων μὲ τὴ θελκτικότητα τοῦ ἀκροάματος… Γι᾿ αὐτὸ ἐπινοήθηκαν γιὰ χάρη μας οἱ ἁρμονικὲς μελωδίες τῶν Ψαλμῶν, ὥστε ὅσοι εἶναι νέοι στὴν ἡλικία ἢ γενικὰ πνευματικὰ ἀνώριμοι, ἐξωτερικὰ νὰ φαίνονται ὅτι ψάλλουν, στὴν πραγματικότητα ὅμως νὰ ἐκπαιδεύουν σωστὰ τὶς ψυχές τους» (Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλ. α΄, PG 29, 212Β). Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅλοι οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ ὅτι ἡ ἐκλησιαστικὴ ψαλμωδία εἶναι πρώτιστα πνευματικὴ πράξη, εἶναι προσευχή. «Οὐ γὰρ ἀνθρώποις ψάλλομεν, ἀλλὰ τῷ Θεῷ» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. μα΄ [41], PG 55, 159). Γι᾿ αὐτὸ «δὲν ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ στόμα μόνο προφέρει τὰ λόγια τοῦ Ψαλμοῦ. Τὸν ὑμνολογοῦν ὅσοι ψάλλουν μὲ καθαρὴ καρδιά, ἔχουν ἁγία ζωή» (Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλ. κθ΄ [29] 3, PG 29, 312C).
Ἡ συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ Τὸν λατρεύουμε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ὥρα τῆς τελέσεως τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, μαζὶ καὶ τῆς παρουσίας τοῦ οὐρανίου Ἀγγελικοῦ κόσμου, κατανύσσει τὶς ψυχὲς καὶ καθένας ποὺ βρίσκεται ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ Ναὸ ὀφείλει νὰ εἶναι ἱεροπρεπής, εὐλαβής, σεμνὸς στὴν ἐνδυμασία καὶ στὶς ὅλες κινήσεις του στὸν ἱερὸ χῶρο. Νὰ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ Ναὸ μὲ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἀλλοίωση. Δὲν εἶναι ὅμως σπάνιες καὶ οἱ περιπτώσεις ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ἡ ψαλμωδία με τατρέπεται σὲ προσωπικὴ φωνητικὴ μουσικὴ ἐπίδειξη. Περιττὸ νὰ σημειωθεῖ ὅτι σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν σκοπὸ τῆς ψαλμωδίας. «Ἡ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γινομένη ψαλμῳδία παρά κλησίς ἐστι πρὸς Θεόν, δεομένων ἡμῶν ἵλεων ἔσεσθαι τὸ θεῖον ἡμῖν… τὸ δὲ βοᾶν καὶ κραυγάζειν, οὐ κατεσταλμένου ἤθους, ἀλλὰ θρασέος ἐστί...» (Γ. Ράλ λη καὶ Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1851, σελ. 478. Παρὰ Δημ. Γ. Τσάμῃ, Ψαλμωδία καὶ κατάνυξις, Θεσσαλονίκη 1990).
Ὅλοι μας εἶναι ἀνάγκη νὰ διαποτισθοῦμε περισσότερο μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Λατρεία. Ἂς μᾶς συνέχει ἡ πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρισκόμαστε στὸ Ναὸ κατὰ τὴ θεία Λατρεία. Πάντοτε μὲ σεμνότητα καὶ μέσα στὰ ὅρια τῆς ἱεροπρέπειας καὶ ἡ μουσικὴ τέχνη. Εἶναι μέσο πρὸς ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς θείας Λατρείας. Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ νὰ λατρεύουμε μὲ κατάνυξη, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» τὴν Παναγία Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
''ο σωτήρ''2165
Ἡ ἀνάγκη τῆς συμμετοχῆς του στὴ θεία Λατρεία δὲν ἐπιβάλλεται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ ἀναβλύζει ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του.
Συνειδητοποιεῖ ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν φιλανθρωπία μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει Αὐτός, ὁ παντέλειος καὶ πανάγιος Θεός.
Συναισθάνεται τὴ μηδαμινότητά του, συντρίβεται, κατανύσσεται καὶ προσπίπτει στὸ θρόνο τῆς Χάριτος γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός Του, ἰδιαιτέρως στὴ θεία Λατρεία.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους οἱ πιστοὶ διδάσκονταν νὰ συμμετέχουν πάντοτε στὴ θεία Λατρεία: «Διδάσκων δέ, ὦ ἐπίσκοπε, κέλευε καὶ παραίνει τῷ λαῷ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐνδελεχίζειν ὄρθρου καὶ ἑσπέρας ἑκάστης ἡμέρας καὶ μὴ ἀπολείπεσθαι τὸ σύνολον, ἀλλὰ
συνέρχεσθαι διηνεκῶς... Μάλιστα δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου καὶ ἐν τῇ τοῦ Κυρίου ἀναστασίμῳ τῇ κυριακῇ σπουδαιοτέρως ἀπαντᾶτε, αἶνον ἀναπέμποντες τῷ Θεῷ» (Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, Βιβλί ον Β΄, παρ. νθ΄, ΕΠΕ, Ἀποστολικοὶ Πα τέρες 1, σελ. 1668). Ἐδῶ προτρέπεται ὁ ἐπίσκοπος νὰ συμβουλεύει τοὺς πιστούς, ὥστε κάθε μέρα, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ μετέχουν στὴ Λατρεία καὶ νὰ μὴν ἀπουσιάζουν ποτέ. Ἰδιαιτέρως αὐτὸ νὰ γίνεται τὸ Σάββατο καὶ πολὺ περισσότερο τὴν Κυριακή.
Ἡ Εκκλησία, στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν αὐτὴ ἱερὴ ὥρα τῆς Λατρείας, καθόρισε νὰ γίνεται ἀνάμειξη τοῦ «τερπνοῦ τῆς μελῳδίας» μὲ τὴ θεία της διδασκαλία. Ἔτσι διὰ μέσου τῶν αἰώνων διαμορφώθηκαν οἱ διάφοροι ὕμνοι στὶς Ἀκολουθίες.
Σκοπὸς αὐτῆς τῆς μελωδίας εἶναι νὰ συντελεῖ στὴ συγκίνηση καὶ κατάνυξη τῶν πιστῶν μὲ τρόπο εὐχάριστο. Νὰ ἀνυψώνει προσευχητικὰ τὸ πνεῦμα τους πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ βιώνουν τὶς ἀλήθειες ποὺ ἐκφράζονται μὲ τοὺς ὕμνους, «ἵνα τῷ ρυθμῷ τοῦ μέλους
ψυχαγωγούμενοι πάντες, μετὰ πολλῆς τῆς προθυμίας τοὺς ἱεροὺς ἀναπέμπωσιν αὐτῷ ὕμνους» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. μα΄ [41], PG 55, 156).
Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει πὼς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων δύσκολα
παιδαγωγεῖται στὴν ἀρετὴ καὶ ὅτι ἐξαιτίας τῆς τάσεως ποὺ ἔχουμε πρὸς τὴν ἡδονή, παραμελοῦμε πολὺ τὴ σωστὴ ζωή, τί κάνει; Ἔχει ἀναμείξει τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ μελωδία, μὲ τὴ διδασκαλία, ὥστε ἀσυναίσθητα νὰ δεχόμαστε τὴν ὠφέλεια τῶν λόγων μὲ τὴ θελκτικότητα τοῦ ἀκροάματος… Γι᾿ αὐτὸ ἐπινοήθηκαν γιὰ χάρη μας οἱ ἁρμονικὲς μελωδίες τῶν Ψαλμῶν, ὥστε ὅσοι εἶναι νέοι στὴν ἡλικία ἢ γενικὰ πνευματικὰ ἀνώριμοι, ἐξωτερικὰ νὰ φαίνονται ὅτι ψάλλουν, στὴν πραγματικότητα ὅμως νὰ ἐκπαιδεύουν σωστὰ τὶς ψυχές τους» (Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλ. α΄, PG 29, 212Β). Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅλοι οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ ὅτι ἡ ἐκλησιαστικὴ ψαλμωδία εἶναι πρώτιστα πνευματικὴ πράξη, εἶναι προσευχή. «Οὐ γὰρ ἀνθρώποις ψάλλομεν, ἀλλὰ τῷ Θεῷ» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλ. μα΄ [41], PG 55, 159). Γι᾿ αὐτὸ «δὲν ὑμνολογεῖ τὸν Κύριο αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ στόμα μόνο προφέρει τὰ λόγια τοῦ Ψαλμοῦ. Τὸν ὑμνολογοῦν ὅσοι ψάλλουν μὲ καθαρὴ καρδιά, ἔχουν ἁγία ζωή» (Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλ. κθ΄ [29] 3, PG 29, 312C).
Ἡ συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ Τὸν λατρεύουμε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ὥρα τῆς τελέσεως τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, μαζὶ καὶ τῆς παρουσίας τοῦ οὐρανίου Ἀγγελικοῦ κόσμου, κατανύσσει τὶς ψυχὲς καὶ καθένας ποὺ βρίσκεται ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ Ναὸ ὀφείλει νὰ εἶναι ἱεροπρεπής, εὐλαβής, σεμνὸς στὴν ἐνδυμασία καὶ στὶς ὅλες κινήσεις του στὸν ἱερὸ χῶρο. Νὰ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ Ναὸ μὲ ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἀλλοίωση. Δὲν εἶναι ὅμως σπάνιες καὶ οἱ περιπτώσεις ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ἡ ψαλμωδία με τατρέπεται σὲ προσωπικὴ φωνητικὴ μουσικὴ ἐπίδειξη. Περιττὸ νὰ σημειωθεῖ ὅτι σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν σκοπὸ τῆς ψαλμωδίας. «Ἡ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γινομένη ψαλμῳδία παρά κλησίς ἐστι πρὸς Θεόν, δεομένων ἡμῶν ἵλεων ἔσεσθαι τὸ θεῖον ἡμῖν… τὸ δὲ βοᾶν καὶ κραυγάζειν, οὐ κατεσταλμένου ἤθους, ἀλλὰ θρασέος ἐστί...» (Γ. Ράλ λη καὶ Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1851, σελ. 478. Παρὰ Δημ. Γ. Τσάμῃ, Ψαλμωδία καὶ κατάνυξις, Θεσσαλονίκη 1990).
Ὅλοι μας εἶναι ἀνάγκη νὰ διαποτισθοῦμε περισσότερο μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Λατρεία. Ἂς μᾶς συνέχει ἡ πραγματικότητα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρισκόμαστε στὸ Ναὸ κατὰ τὴ θεία Λατρεία. Πάντοτε μὲ σεμνότητα καὶ μέσα στὰ ὅρια τῆς ἱεροπρέπειας καὶ ἡ μουσικὴ τέχνη. Εἶναι μέσο πρὸς ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς θείας Λατρείας. Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ νὰ λατρεύουμε μὲ κατάνυξη, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» τὴν Παναγία Τριάδα, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
''ο σωτήρ''2165
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου