Ο κυρ-Γιώργης ἀσχολεῖται μὲ γεωργικὲς ἐργασίες. Τὰ χωράφια του, καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχει ἀνομβρία, κατορθώνει μὲ
τὴ γεώτρηση ποὺ ἔκαμε νὰ τὰ ἔχει ὅλα ποτιστικά. Ἄλλοτε σπέρνει σιτάρι, ἄλλοτε καλαμπόκι. Χαίρεται, ὅταν ἔρχεται ὁ καιρὸς
τῆς σοδειᾶς καὶ γεμίζουν οἱ ἀποθῆκες του.
Οἱ ἔμποροι ἀπὸ τὴν ἄνοιξη ἀκόμη τὸν καπαρώνουν, γιατὶ προσέχει καλὰ τὴν ποιότητα τῆς παραγωγῆς του.
Εἶναι καλὸς οἰκογενειάρχης καὶ πολὺ ἐργατικός. Ἔχει ὅμως μιὰ πολὺ κακὴ συνήθεια.
Λίγο νὰ πάει κάτι στραβὰ ἐκεῖ ποὺ ἐργάζεται ἢ κάποιος νὰ τὸν θίξει μὲ κάποιο λόγο,
θυμώνει, κοκκινίζει καὶ ξεστομίζει βαριὲς βρισιὲς καὶ μάλιστα βλασφημάει καὶ τὰ θεῖα!
Ἕνα πρωινὸ πῆγε νὰ βάλει μπρὸς τὸ τρακτέρ του γιὰ νὰ πάει νὰ ὀργώσει, ἡ μηχανή του ὅμως ἄναβε λίγο καὶ ξανάσβηνε. Προσπάθησε πολλὲς φορὲς χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Πάνω στὰ νεῦρα του ἄρχισε νὰ κλωτσάει τὶς ρόδες τοῦ τρακτὲρ καὶ νὰ βλασφημάει χυδαῖα τὰ θεῖα.
Στὸ διπλανὸ σπίτι μένει ἡ κ. Γλυκερία. Εἶναι ἄνθρωπος θεοφοβούμενος. Μαζὶ μὲ ἄλλες κυρίες τῆς Ἐκκλησίας ἐπισκέπτονται ἀσθενεῖς, βοηθοῦν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας, παρακολουθοῦν κηρύγματα καὶ ὁμιλίες. Καὶ ἄλλες φορὲς τὸν ἄκουσε νὰ βρίζει καὶ μάλιστα τὰ θεῖα, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ξεπέρασε κάθε ὅριο. Ἀναγκάστηκε νὰ κλείσει τ’ ἀφτιά της γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκούει. «Δὲν μπορεῖ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση», εἶπε μέσα της, «μ’ αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο ἄνθρωπο». Ἄρχισε νὰ προσεύχεται θερμὰ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ κόψει αὐτὴ τὴν κακὴ συνήθεια. Σκέπτεται ἀκόμη μὲ πρώτη εὐκαιρία νὰ τοῦ προμηθεύσει σχετικὰ ἔντυπα καὶ νὰ τοῦ πεῖ καὶ κάτι γι’ αὐτὸ τὸ θέμα.
Ὁ κυρ-Γιώργης τὴν ἐκτιμᾶ πολύ, καθὼς καὶ τὸν καλὸ σύζυγό της. Χρόνια γειτόνοι στὸ χωριὸ καὶ ποτὲ δὲν ἀντάλλαξαν βαριὰ λέξη. Πάντοτε ἀλληλοεξυπηρετοῦνται. Μιὰ μέρα ποὺ ὁ καιρὸς ἦταν βροχερός, ἡ κ. Γλυκερία σκέφθηκε νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πολλὲς φορὲς ἔπιναν μαζὶ τὸν καφέ τους. Ὁ ἀδελφός της ἀσχολεῖται μὲ τὰ μελίσσια καὶ τῆς ἔχει φέρει μέλι μαζὶ μὲ κηρήθρα. Κόβει ἕνα κομμάτι, τὸ συσκευάζει καλὰ σ’ ἕνα βαζάκι, γιὰ νὰ τὸ δοκιμάσουν κι αὐτοί.
–Κυρ-Γιώργη, ὁ ἀδελφός μου μὲ τὰ μελίσσια του φέτος πῆγε πολὺ καλά. Εἶχε καλὴ ἀνθοφορία καὶ ἔχει μαζέψει πολὺ καὶ καλὸ μέλι. Σᾶς ἔφερα λίγη κηρήθρα ἀπ’ αὐτὴ ποὺ μοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσετε.
Εὐχαριστήθηκαν πολὺ αὐτὸς καὶ ἡ σύζυγός του. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἦρθε ὁ δίσκος μὲ τοὺς καφέδες καὶ ἄρχισε ἡ συζήτηση.
–Καὶ σὲ μᾶς φέτος τὰ χωράφια ἔδωσαν καλὴ σοδειά. Εἴχαμε βρεῖ αὐτὴ τὴ φορὰ καλὸ σπόρο. Βοήθησε ἀκόμη καὶ τὸ συχνὸ πότισμα ἀπὸ τὸ ἄφθονο νερὸ τῆς γεώτρησης, καθὼς καὶ ὁ καλὸς καιρός.
–Νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό, κυρ-Γιώργη, γιατὶ ὄχι μόνο μᾶς ἀνέχεται παρὰ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ μᾶς εὐλογεῖ μὲ ἁπλοχεριὰ ὁ Μεγαλοδύναμος!
–Ἔτσι εἶναι, κυρία Γλυκερία. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεσαι, κάποιο καλὸ λόγο ἔχεις νὰ μᾶς πεῖς.
–Κυρ-Γιώργη, αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, δὲν εἶναι δικά μου λόγια. Τὰ ἀκούω στὶς ὁμιλίες ποὺ πηγαίνω καὶ τὰ διαβάζω σὲ καλὰ βιβλία ποὺ προμηθεύομαι ἀπὸ ἐκεῖ. Ἔφερα καὶ σὲ σᾶς κάνα-δυὸ μικρὰ φυλλάδια. Νὰ τὰ διαβάσετε, ὅταν βρεῖτε λίγη εὐκαιρία.
–Ποῦ νὰ βρεῖ κανεὶς χρόνο; ἀπάντησε κουνώντας τὸ κεφάλι του ὁ κυρ- Γιώργης.
Τὰ πῆρε στὰ χέρια του. Τὸ ἕνα ἔγραφε γιὰ τὴ βλαφημία, τὸ ἄλλο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό.
–Αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα. Ξέρεις ὅτι ἡ γυναίκα μου δὲν χάνει ποτὲ ἐκκλησία. Ἐγὼ τὶς μεγάλες γιορτὲς μόνο. Γιὰ τὴ βλασφημία τί νὰ πῶ, ἔγινε κακὴ συνή- θεια.
–Ὅλες οἱ κακὲς συνήθειες, ἐὰν θέλουμε, μποροῦν νὰ κοποῦν. Νὰ σοῦ πῶ, κυρ-Γιώργη, κάτι ποὺ ἄκουσα σὲ μιὰ ὁμιλία ἀπὸ ἕνα θεολόγο. Μᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ βλασφημεῖ τὰ θεῖα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πετροβολᾶ τὸν οὐρανό. Ἡ πέτρα ὅμως θὰ ξαναγυρίσει πίσω καὶ θὰ πέσει στὸ κεφάλι του ἢ γύρω ἀπ’ αὐτόν.
–Δηλαδὴ τί ἐννοεῖς;
–Μᾶς τὸ ἐξήγησε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μακρόθυμος καὶ φιλεύσπλαχνος καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Παραχωρεῖ ὅμως μερικὲς φορὲς γιὰ τὴ βαριὰ ἁμαρτία τῆς βλασφημίας ποὺ κάνει, νὰ πάθει κάτι κακὸ αὐτὸς ἢ τὰ παιδιά του, προκειμένου νὰ καταλάβει τὸ λάθος του καὶ νὰ μετανοήσει. «Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Καὶ ἄλλα πολλὰ μᾶς εἶπε.
–Πές τα, Γλυκερία μου, ἐπεμβαίνει ἡ σύζυγός του. Τοῦ τὰ λέω καὶ γώ, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀκούει. Ἔχουμε παιδιά, ἔχουμε ἐγγόνια. Προχθὲς ἔγινε θηρίο
ἀνήμερο καὶ δὲν ἤξερε τί ἔλεγε, ἐπειδὴ δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ τρακτέρ.
–Νὰ μὲ συγχωρέστε, βρίζω χωρὶς νὰ τὸ θέλω.
–Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅλους μας, κυρ-Γιώργη, γιατί ὅλοι φταῖμε σὲ κάτι, εἶπε ἡ πιστὴ Γλυκερία.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της, συνέχισε τὴ θερμὴ προσευχή της. Ὁ κυρ- Γιώργης σκέπτεται καὶ ξανασκέπτεται τὸ λόγο ποὺ τοῦ εἶπε ἡ καλὴ γειτόνισσά τους: «Αὐτὸς ποὺ βρίζει τὰ θεῖα πετρο- βολᾶ τὸν οὐρανό, καὶ ἡ πέτρα θὰ πέσει στὸ κεφάλι του ἢ γύρω ἀπ’ αὐτόν».
Διάβασε καὶ τὸ σχετικὸ φυλλάδιο. Πῆρε ριζικὴ ἀπόφαση καὶ ἀπὸ ’κείνη τὴν ἡμέρα σταμάτησε νὰ βλασφημάει. Κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ δοξάζουν τὸν Θεὸ στὸ σπίτι καὶ ἡ κυρία Γλυκερία γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸν κυρ-Γιώργη.
Ο ΣΩΤΗΡ 2038
Ἕνα πρωινὸ πῆγε νὰ βάλει μπρὸς τὸ τρακτέρ του γιὰ νὰ πάει νὰ ὀργώσει, ἡ μηχανή του ὅμως ἄναβε λίγο καὶ ξανάσβηνε. Προσπάθησε πολλὲς φορὲς χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Πάνω στὰ νεῦρα του ἄρχισε νὰ κλωτσάει τὶς ρόδες τοῦ τρακτὲρ καὶ νὰ βλασφημάει χυδαῖα τὰ θεῖα.
Στὸ διπλανὸ σπίτι μένει ἡ κ. Γλυκερία. Εἶναι ἄνθρωπος θεοφοβούμενος. Μαζὶ μὲ ἄλλες κυρίες τῆς Ἐκκλησίας ἐπισκέπτονται ἀσθενεῖς, βοηθοῦν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας, παρακολουθοῦν κηρύγματα καὶ ὁμιλίες. Καὶ ἄλλες φορὲς τὸν ἄκουσε νὰ βρίζει καὶ μάλιστα τὰ θεῖα, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ξεπέρασε κάθε ὅριο. Ἀναγκάστηκε νὰ κλείσει τ’ ἀφτιά της γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκούει. «Δὲν μπορεῖ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση», εἶπε μέσα της, «μ’ αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο ἄνθρωπο». Ἄρχισε νὰ προσεύχεται θερμὰ καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ κόψει αὐτὴ τὴν κακὴ συνήθεια. Σκέπτεται ἀκόμη μὲ πρώτη εὐκαιρία νὰ τοῦ προμηθεύσει σχετικὰ ἔντυπα καὶ νὰ τοῦ πεῖ καὶ κάτι γι’ αὐτὸ τὸ θέμα.
Ὁ κυρ-Γιώργης τὴν ἐκτιμᾶ πολύ, καθὼς καὶ τὸν καλὸ σύζυγό της. Χρόνια γειτόνοι στὸ χωριὸ καὶ ποτὲ δὲν ἀντάλλαξαν βαριὰ λέξη. Πάντοτε ἀλληλοεξυπηρετοῦνται. Μιὰ μέρα ποὺ ὁ καιρὸς ἦταν βροχερός, ἡ κ. Γλυκερία σκέφθηκε νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πολλὲς φορὲς ἔπιναν μαζὶ τὸν καφέ τους. Ὁ ἀδελφός της ἀσχολεῖται μὲ τὰ μελίσσια καὶ τῆς ἔχει φέρει μέλι μαζὶ μὲ κηρήθρα. Κόβει ἕνα κομμάτι, τὸ συσκευάζει καλὰ σ’ ἕνα βαζάκι, γιὰ νὰ τὸ δοκιμάσουν κι αὐτοί.
–Κυρ-Γιώργη, ὁ ἀδελφός μου μὲ τὰ μελίσσια του φέτος πῆγε πολὺ καλά. Εἶχε καλὴ ἀνθοφορία καὶ ἔχει μαζέψει πολὺ καὶ καλὸ μέλι. Σᾶς ἔφερα λίγη κηρήθρα ἀπ’ αὐτὴ ποὺ μοῦ ἔδωσε, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσετε.
Εὐχαριστήθηκαν πολὺ αὐτὸς καὶ ἡ σύζυγός του. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἦρθε ὁ δίσκος μὲ τοὺς καφέδες καὶ ἄρχισε ἡ συζήτηση.
–Καὶ σὲ μᾶς φέτος τὰ χωράφια ἔδωσαν καλὴ σοδειά. Εἴχαμε βρεῖ αὐτὴ τὴ φορὰ καλὸ σπόρο. Βοήθησε ἀκόμη καὶ τὸ συχνὸ πότισμα ἀπὸ τὸ ἄφθονο νερὸ τῆς γεώτρησης, καθὼς καὶ ὁ καλὸς καιρός.
–Νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό, κυρ-Γιώργη, γιατὶ ὄχι μόνο μᾶς ἀνέχεται παρὰ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ μᾶς εὐλογεῖ μὲ ἁπλοχεριὰ ὁ Μεγαλοδύναμος!
–Ἔτσι εἶναι, κυρία Γλυκερία. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεσαι, κάποιο καλὸ λόγο ἔχεις νὰ μᾶς πεῖς.
–Κυρ-Γιώργη, αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, δὲν εἶναι δικά μου λόγια. Τὰ ἀκούω στὶς ὁμιλίες ποὺ πηγαίνω καὶ τὰ διαβάζω σὲ καλὰ βιβλία ποὺ προμηθεύομαι ἀπὸ ἐκεῖ. Ἔφερα καὶ σὲ σᾶς κάνα-δυὸ μικρὰ φυλλάδια. Νὰ τὰ διαβάσετε, ὅταν βρεῖτε λίγη εὐκαιρία.
–Ποῦ νὰ βρεῖ κανεὶς χρόνο; ἀπάντησε κουνώντας τὸ κεφάλι του ὁ κυρ- Γιώργης.
Τὰ πῆρε στὰ χέρια του. Τὸ ἕνα ἔγραφε γιὰ τὴ βλαφημία, τὸ ἄλλο γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό.
–Αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα. Ξέρεις ὅτι ἡ γυναίκα μου δὲν χάνει ποτὲ ἐκκλησία. Ἐγὼ τὶς μεγάλες γιορτὲς μόνο. Γιὰ τὴ βλασφημία τί νὰ πῶ, ἔγινε κακὴ συνή- θεια.
–Ὅλες οἱ κακὲς συνήθειες, ἐὰν θέλουμε, μποροῦν νὰ κοποῦν. Νὰ σοῦ πῶ, κυρ-Γιώργη, κάτι ποὺ ἄκουσα σὲ μιὰ ὁμιλία ἀπὸ ἕνα θεολόγο. Μᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ βλασφημεῖ τὰ θεῖα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πετροβολᾶ τὸν οὐρανό. Ἡ πέτρα ὅμως θὰ ξαναγυρίσει πίσω καὶ θὰ πέσει στὸ κεφάλι του ἢ γύρω ἀπ’ αὐτόν.
–Δηλαδὴ τί ἐννοεῖς;
–Μᾶς τὸ ἐξήγησε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μακρόθυμος καὶ φιλεύσπλαχνος καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Παραχωρεῖ ὅμως μερικὲς φορὲς γιὰ τὴ βαριὰ ἁμαρτία τῆς βλασφημίας ποὺ κάνει, νὰ πάθει κάτι κακὸ αὐτὸς ἢ τὰ παιδιά του, προκειμένου νὰ καταλάβει τὸ λάθος του καὶ νὰ μετανοήσει. «Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Καὶ ἄλλα πολλὰ μᾶς εἶπε.
–Πές τα, Γλυκερία μου, ἐπεμβαίνει ἡ σύζυγός του. Τοῦ τὰ λέω καὶ γώ, ἀλλὰ δὲν μὲ ἀκούει. Ἔχουμε παιδιά, ἔχουμε ἐγγόνια. Προχθὲς ἔγινε θηρίο
ἀνήμερο καὶ δὲν ἤξερε τί ἔλεγε, ἐπειδὴ δὲν ἔπαιρνε μπρὸς τὸ τρακτέρ.
–Νὰ μὲ συγχωρέστε, βρίζω χωρὶς νὰ τὸ θέλω.
–Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς συγχωρέσει ὅλους μας, κυρ-Γιώργη, γιατί ὅλοι φταῖμε σὲ κάτι, εἶπε ἡ πιστὴ Γλυκερία.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της, συνέχισε τὴ θερμὴ προσευχή της. Ὁ κυρ- Γιώργης σκέπτεται καὶ ξανασκέπτεται τὸ λόγο ποὺ τοῦ εἶπε ἡ καλὴ γειτόνισσά τους: «Αὐτὸς ποὺ βρίζει τὰ θεῖα πετρο- βολᾶ τὸν οὐρανό, καὶ ἡ πέτρα θὰ πέσει στὸ κεφάλι του ἢ γύρω ἀπ’ αὐτόν».
Διάβασε καὶ τὸ σχετικὸ φυλλάδιο. Πῆρε ριζικὴ ἀπόφαση καὶ ἀπὸ ’κείνη τὴν ἡμέρα σταμάτησε νὰ βλασφημάει. Κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ δοξάζουν τὸν Θεὸ στὸ σπίτι καὶ ἡ κυρία Γλυκερία γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸν κυρ-Γιώργη.
Ο ΣΩΤΗΡ 2038
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου