(18 Μαρτίου)
Οἱ ἅγιοι μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Εὐκαρπίων ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος, στὰ χρόνια τοῦ σκληροῦ διώκτη Διοκλητιανοῦ. Ἦταν καὶ οἱ
δύο προικισμένοι μὲ σωματικὸ σφρίγος καὶ ἀπαράμιλλη γενναιότητα, καὶ
πολλὴ ἐμπιστοσύνη ἐνέπνεαν γύρω
τους. Γι’ αὐτὸ ὁ Διοικητὴς τῆς Βιθυνίας
τοὺς εἶχε προσλάβει στὴν προσωπικὴ
φρουρὰ τῆς ἀσφαλείας του. Πολλὲς
φορὲς τοὺς ἀνέθετε εἰδικὲς ἀποστολὲς
γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Καὶ
αὐτοὶ ἀπόλυτα πειθαρχικοὶ σὲ κάθε
ἐντολὴ τοῦ κυρίου τους ἔτρεχαν μὲ
δίψα αἱμοβόρου θηρίου σὲ ἀναζήτηση
«τῶν ἀκάκων ἀρνίων» τοῦ Ναζωραίου. Καὶ ἀλίμονο σὲ ὅσους χριστιανοὺς
ἀντιστέκονταν στὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορα. Τοὺς ὑπέβαλλαν σὲ σκληρὰ
βασανιστήρια, στρεβλώσεις, μαστιγώσεις, θάνατο!...
Σὲ μιὰ τέτοια ἀποστολὴ ὁ Τρόφιμος
καὶ ὁ Εὐκαρπίων αἰχμαλωτίστηκαν στὸ
δίχτυ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ
διῶκτες του ἔγιναν φίλοι του, ὑπερασπιστὲς καὶ μάρτυρές του! Καθὼς δηλαδὴ ἔτρεχαν στὸ δρόμο πρὸς τὴ Νι-
κομήδεια γιὰ νὰ τιμωρήσουν χριστιανούς, ἕνα παράδοξο θέαμα τοὺς ἔκαμε
νὰ μειώσουν τὴν ταχύτητά τους. Εἶδαν
μπροστά τους μιὰ πύρινη νεφέλη ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐνῶ ταυ-
τόχρονα ἄκουσαν μιὰ βροντερὴ φωνὴ
ποὺ τοὺς ἄφησε ἄναυδους:
–Γιατί μὲ τέτοια αἱμοβόρα αἰσθήματα
καταδιώκετε τοὺς δικούς μου πιστούς;
Ἂς ξέρετε καλὰ πὼς οἱ δικοί μου δὲν
αἰχμαλωτίζονται καὶ δὲν ὑποκύπτουν
στὶς ἀπειλές σας!... Νομίζετε ὅτι τοὺς
κερδίζετε. Ὅμως ματαιοπονεῖτε... Ἂν
θέλετε νὰ σωθεῖτε, νὰ τοὺς μοιάσετε.
Συγκλονισμένοι ἔπεσαν κάτω καὶ οἱ
δύο ἀξιωματικοί, ἐνῶ ἡ φωνὴ ἀπὸ τὸν
οὐρανὸ συνέχισε νὰ τοὺς λέγει:
–Μετανοῆστε! Ἀλλάξτε φρονήματα
καὶ διαθέσεις καὶ γίνετε δικοί μου. Καὶ
τότε θὰ συγχωρηθοῦν οἱ μεγάλες σας
ἀδικίες καὶ ἁμαρτίες.
Ὑψώνοντας τὰ μάτια τους στὸν οὐρανὸ οἱ δύο διῶκτες εἶδαν ἕναν ἄνδρα
λευκοντυμένο καὶ γύρω του μάρτυρες.
Ἦταν γνώριμες μορφές. Ἦταν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πιστοὶ ποὺ τοὺς εἶχαν ὁδηγήσει οἱ ἴδιοι μὲ τὰ χέρια τους στὸ μαρτυ-
ρικὸ θάνατο...
Οἱ πέτρινες καρδιὲς τῶν δύο σκληρῶν φίλων ράγισαν. Δάκρυα μετανοίας κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια τους. Στεναγμοὶ συντριβῆς βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη τους, καὶ οἱ δύο διῶκτες ζήτησαν
ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση! Ἡ
ἀρχὴ τοῦ θαύματος τῆς ἐπιστροφῆς δύο ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ εἶχε συντελεσθεῖ.
Θαῦμα τόσο παράλληλο μὲ τὸ θαῦμα
τοῦ Παύλου στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό.
Σὲ λίγο οἱ δύο γενναῖοι ὑπασπιστὲς
Τρόφιμος καὶ Εὐκαρπίων ἔμπαιναν
στὴ φυλακὴ τῆς Νικομήδειας. Ὄχι γιὰ
νὰ τιμωρήσουν. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν χριστιανοὺς κρατουμένους.
Ἐκεῖ μπροστά τους συγκλονισμένοι
τοὺς ἐμπιστεύθηκαν ὅσα θαυμαστὰ
γεγονότα εἶχαν ζήσει πρὶν ἀπὸ λίγη
ὥρα. Ζήτησαν ἀπὸ τοὺς ἔγκλειστους
χριστιανοὺς νὰ κατηχηθοῦν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Καὶ ὅλα ἔγιναν ἐκεῖ μέσα
στὴ φυλακή! Ἁπλά, σύντομα καὶ δυνατά!...
Μὲ ἱερὸ ἀσυγκράτητο ἐνθουσιασμὸ
βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ οἱ δύο φίλοι – χριστιανοὶ τώρα – καὶ διαλαλοῦσαν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως ὅτι
ἕνα εἶναι τὸ σωτήριο ὄνομα, ὁ Ἰησοῦς.
Μόνον Αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σώζει καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους
ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φωτίζει τὸ νοῦ τους
μὲ φῶς ἀληθινό!
Οἱ εἰδωλολάτρες κάτοικοι τῆς πόλεως ξαφνιάστηκαν. Ἡ εἴδηση ἁπλώθηκε γρήγορα παντοῦ. Ἔφθασε μέχρι καὶ
στὸ Διοικητὴ τῆς Βιθυνίας: «Δύο ἔμπιστοί σου σωματοφύλακες σὲ πρόδωσαν. Ἔγιναν πιστοὶ Κυρίου».
Μάταια προσπάθησε ὁ Διοικητὴς
νὰ μεταπείσει τοὺς δύο ἐκλεκτούς του
ἔμπιστους φρουρούς.
–Ποιὰ μαγικὴ ραδιουργία σᾶς αἰχμαλώτισε καὶ σᾶς ἔκανε νὰ παραφρονήσετε πιστεύοντας σὲ μιὰ θρησκεία παράλογη;
Οἱ δύο φίλοι ἀτρόμητα ὁμολόγησαν:
–Τὸν Χριστὸ Τὸν γνωρίσαμε μὲ θαῦμα. Τὸν ἀγαπήσαμε καὶ Τὸν ἐπιλέξαμε
ἐλεύθερα καὶ Τὸν διαλαλοῦμε· εἶναι δικός μας Σωτήρας καὶ Σωτὴρ ὅλου τοῦ
κόσμου. Γιὰ χάρη του διάταξε ὅ,τι θέ-
λεις!...
Ἡ διαταγὴ ἦταν θάνατος καὶ μάλιστα ἀργὸς καὶ ἐπώδυνος θάνατος μὲ
τὸ μαρτύριο τοῦ τροχοῦ. Μὲ ἀγαλλίαση ψυχῆς δέχθηκαν καὶ οἱ δύο νὰ
προσδεθοῦν στὸ σιδερένιο τροχό. Καὶ
καθὼς τὰ τεράστια τροχισμένα ἄγκιστρα ξέσχιζαν τὶς σάρκες τους, οἱ ὑποψήφιοι αὐτοὶ ἅγιοι ἱκέτευαν τὸν Κύριο.
–Μᾶς ἀξίζουν, Κύριε, αὐτὰ τὰ μαρτύρια. Ἂς εἶναι τόσο σκληρά! Τέτοια
μᾶς ἀξίζουν, γιὰ νὰ ἐξαγνίσουμε αὐτὴ
τὴν ὥρα τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὶς ἀδικίες
ποὺ προξενήσαμε σὲ τόσο πολλοὺς
δικούς σου, Κύριε, πιστούς σου δούλους!
Ἡ προσευχή τους ὅλο δυνάμωνε. Καὶ
ἔφερνε ντροπὴ στὸν ἄρχοντά τους. Γι’
αὐτὸ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπισπευσθεῖ ὁ
θάνατός τους. Καὶ ἀπὸ τὸν τροχὸ νὰ
ὁδηγηθοῦν στὴν πυρά. Μιὰ ἀναμμένη τεράστια φωτιὰ στὴ μέση τῆς πόλεως ἀνέμενε τοὺς Μάρτυρες. Σὲ λίγο οἱ
πύρινες φλόγες εἶχαν τυλίξει τὰ βασανισμένα τους σώματα, ἐνῶ μέσα στὰ
νεανικά τους κορμιὰ ἔκαιγε μιὰ ἄλλη
ἄυλη τεράστια φλόγα ἀγάπης πρὸς
τὸν Θεό, ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ
ἄγγιζε τὸν οὐρανό!...
Δύο Μάρτυρες! Εὐκαρπίων καὶ Τρόφιμος! Δύο καιόμενες καρδιὲς ἀπὸ ἀγάπη τόσο δυνατὴ πρὸς τὸν Θεό!
Κάμε, Κύριε, καὶ στὶς δικές μας καρ-
διὲς ἡ φλόγα τῆς δικῆς σου ἀγάπης
νὰ κυριαρχεῖ. Καὶ ἐξαγνισμένη καὶ καθαρὴ νὰ φωτίζει καὶ νὰ θερμαίνει μὲ τὸ
δικό σου φῶς τὴν ἀποστατημένη κοινωνία μας! Ο ΣΩΤΗΡ2041
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου