Εχοντας πλέον ἡ ὑπερευλογημένη
Θεοτόκος βεβαιωθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν
χαιρετισμὸ τῆς Ἐλισάβετ ὅτι αὐτὴ εἶναι «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου» της, ὅπως
τῆς εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἄφησε τὴν
ἁγνὴ ψυχή της νὰ ἐκσπάσει σὲ ὕμνο καὶ
δοξολογία στὸν Θεό.
Εἶπαν ὅτι ὁ ὕμνος
αὐτὸς μοιάζει μὲ τὴν ὠδὴ τῆς Μαριάμ,
ἀδελφῆς τοῦ Μωυσῆ, τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε στὸν Θεὸ μὲ ὅλες τὶς Ἰσραηλίτισσες,
μόλις διέβησαν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα,ψάλλοντας «ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως
γὰρ δεδόξασται...» (Ἐξ. ιε΄ [15] 21).
Ἄλλοι
συνέκριναν τὴν ὠδὴ τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν
ὠδὴ τῆς Ἄννας, ποὺ ἀνέπεμψε στὸν Θεὸ
μετὰ τὴ γέννηση τοῦ υἱοῦ της προφήτου
Σαμουήλ (Α΄ Βασ. β΄ 1-10).
Καμία ὅμως σύγκριση τῆς ὠδῆς τῆς
Θεοτόκου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὶς πιὸ
πάνω ὠδές.
Ἡ Παρθένος Μαριάμ, τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἐπισκιάσει ἡ «δύναμις τοῦ
ὑψίστου», ἐμπνέεται ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπὸ
τὸ Πανάγιον Πνεῦμα καὶ προφητεύει.
Καὶ
ὅπως «πρὸ Ἰωάννου Ἐλισάβετ προφητεύει», ἔτσι καὶ ἐδῶ πρὸ τῆς γεννήσεως
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἡ Μαρία προφητεύει.
Καὶ ὅπως ἡ ἁμαρτία ἄρχισε ἀπὸ τὴν
γυναίκα «καὶ μετὰ τοῦτο ἔφθασεν ἐπὶ τὸν
ἄνδρα», ἔτσι καὶ «τὰ ἀγαθὰ» ἄρχισαν ἀπὸ
τὶς γυναῖκες, γιὰ νὰ παρακινηθοῦν οἱ γυναῖκες καὶ νὰ προθυμοποιηθοῦν στὸ νὰ
μιμηθοῦν «τοὺς βίους τῶν μακαρίων τούτων» γυναικῶν1.
Ὅτι δὲ εἶναι «προφῆτις ἡ
Μαρία», κανεὶς δὲν ἀντιλέγει, σημειώνει ὁ
Μ. Βασίλειος, ὅταν θυμηθεῖ τὰ λόγια ποὺ
εἶπε «προφητικῶς».
Διότι τί λέγει; Ἀπὸ
τώρα θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεὲς
τῶν πιστῶν2.
Ἐξάλλου ἡ ὠδὴ τῆς Θεοτόκου, ὅπως
γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας
ὁ Θαυματουργός, εἶναι «ὠδὴ» κατ’ ἐξοχὴν
λαμπρά, γεμάτη ἀπὸ λόγια «εὐχαριστίας
καὶ εὐωδίας καὶ θεολογίας».
Τὰ λόγια αὐτὰ
«τῷ Θεῷ ἀνατίθησιν· μετὰ τῶν ἀρχαίων τὰ νέα καταγγέλλουσα· μετὰ τῶν ἀπ’
αἰῶνος τὰ ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων κηρύττουσα, καὶ ἐν βραχεῖ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιωσαμένη (=ἐπαναλαμβάνουσα κε-
φαλαιωδῶς, συνοπτικά) τοῦ Χριστοῦ τὰ
μυστήρια»3.
«Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον»,ἀνεφώνησε ἡ Παρθένος Μαρία (Λουκ.
α΄ 46).
Ἀνυμνεῖ καὶ δοξάζει ἡ ψυχή μου τὸ
μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου.
Ἔχοντας ἤδη πληροφορηθεῖ ἀκόμη σαφέστερα γιὰ τὸ μέγα
μυστήριο στὸ ὁποῖο εἶχε κληθεῖ νὰ διακονήσει, «δοξολογεῖ τὸν Θεόν, ἐκείνῳ ἐπιγράφουσα τὸ θαῦμα, οὐχ ἑαυτῇ», ἀποδίδοντας τὸ θαῦμα σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὄχι στὸν
ἑαυτό της.
Ἐκεῖνος, λέγει, «ἐπέβλεψε» σὲ
μένα τὴν ταπεινή, δὲν σήκωσα ἐγὼ τὰ μάτια μου πρὸς Ἐκεῖνον. «Ἐκεῖνος μὲ ἠλέησε, οὐκ ἐγὼ αὐτὸν ἐζήτησα»4.
Ἐπειδή, λέγει ἡ ἀειπάρθενος Κόρη τῆς
Ναζαρέτ, ἔχω ἀξιωθεῖ μιᾶς τόσο «μεγάλης καὶ θαυμασίας χάριτος ἀπὸ Θεοῦ»,
εὐλόγως «μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον».
Διότι «ὅσον ὑπηρετοῦμαι» μὲ μεγάλο
θαῦμα καὶ κατόρθωμα, κατὰ τόσον ὀφείλω πρώτη νὰ δοξάζω Ἐκεῖνον ποὺ ἐργάζεται εἰς ἐμὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα5.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος διδάσκει ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία «ἐμεγάλυνε τὸν Κύριον μὲ
τρία πράγματα».
α) Ἡ Θεοτόκος σ’ ὅλη της τὴ ζωὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν περίοδο ποὺ ἔμεινε στὰ «ἅγια
τῶν ἁγίων» ἐμεγάλυνε τὸν Κύριο «μὲ νοήματα μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ἄξια τῆς τοῦ
Θεοῦ μεγαλειότητος (...) ὡσὰν ἕνας ἀσώματος ἄγγελος (...) μόνη καὶ μόνον τὸν Κύριον μεγαλύνουσα, καὶ μόνη παρὰ μόνου
τοῦ Κυρίου μεγαλυνομένη· μόνη καὶ μόνου τοῦ Κυρίου ἐρῶσα καὶ μόνη παρὰ
μόνου τοῦ Κυρίου ἐρωμένη».
Διότι, ὅπως
ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἡ Θεοτόκος μέσα εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων
ἔζησε «ἰσάγγελον καὶ θεοειδῆ ζωήν»6.
β) Ἡ Παρθένος ἐμεγάλυνε τὸν Κύριο μὲ
λόγια ὑψηλά, ποὺ ἁρμόζουν στὴ θεία μεγαλειότητα, «διότι ὅλη της ἡ ζωὴ δὲν ἦταν
ἄλλο παρὰ μία δοξολογία Θεοῦ· καὶ εἰς τὸ
στόμα της δὲν εὑρίσκετο ἄλλο εἰμὴ τὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ ὑπερύψωσις καὶ ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ.
Ἡ φωνὴ καὶ ὁ λόγος της ἦταν πάντοτε ἐν μεγαλοπρεπείᾳ, κατ’ ἐξοχὴν δὲ καὶ
μάλιστα μὲ τὰ λόγια τῆς ὠδῆς ταύτης ἐμεγάλυνεν ἡ Παρθένος τὸν Κύριον»7.
γ) Ἡ Παρθένος ἐμεγάλυνε τὸν Κύριον
«μὲ ἔργα μεγάλα, μὲ ἔργα ὑψηλὰ καὶ μὲ
ἔργα τῆς θείας μεγαλειότητος ἄξια».
Μὲ
τὴν ἰσάγγελη ζωὴ ποὺ ἔζησε στὰ ἅγια τῶν
ἁγίων, ἀλλὰ «καὶ μὲ τὴν ἄκραν καὶ ὑπερφυσικὴν αὐτῆς καθαρότητα» ἀξιώθηκε
μόνον αὐτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες νὰ γίνει
Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ μόνη, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἐστάθη μεθόριον Κτίστου καὶ κτίσεως. Καὶ τὸν μὲν Θεὸν ἐποίησεν υἱὸν
ἀνθρώπου, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἐποίησεν
υἱοὺς Θεοῦ, τοὺς δὲ Ἀγγέλους ἀπέδειξεν
ἀτρέπτους εἰς τὸ κακὸν καὶ μειζόνων χαρισμάτων αὐτοὺς ἠξίωσε», διότι «διὰ τῆς
Θεοτόκου ἐκ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως» «οἱ ἄγγελοι ἔλαβον τὴν
ἀτρεψίαν» καὶ «ἐγένοντο πρὸς τὸ κακὸν
ἀκίνητοι»8.
Ἐπαναλαμβάνοντας λοιπὸν καὶ μεῖς τὸ
«μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ἔχουμε χρέος ὄχι μόνο νὰ τὸ ψάλλουμε,
ἀλλὰ καὶ νὰ μεγαλύνουμε τὸν Κύριο καὶ
Σωτήρα μας μὲ ὕμνους δοξολογητικοὺς
καὶ μὲ ἔργα ἅγια καὶ θεάρεστα. Ὅταν οἱ
πιστοὶ δεικνύουμε «βίον ἄριστον», μεγαλύνεται ὁ Θεός, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὄχι διότι προσλαμβάνει κάτι
εἰς μέγεθος, ἀλλὰ διότι δεικνύεται διὰ τῶν
πιστῶν του μέγας σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν9. Μεγαλύνουμε ὅμως τὸν Κύριο
καὶ μὲ τὸ νὰ δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες τοῦ βίου μας καὶ ἀντιμετωπίζοντάς
τες μὲ μεγαλοψυχία καὶ φρόνημα γενναῖο.
Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: Μεγαλύνει τὸν
Κύριο καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ γενναία ψυχὴ καὶ
γενναία μεγαλοφροσύνη ὑπομένει τοὺς
πειρασμοὺς ποὺ τοῦ συμβαίνουν χάριν
τῆς εὐσεβείας.
Ὅπως ἐπίσης καὶ ἐκεῖνος
ποὺ μὲ ὑψηλὴ διάνοια καὶ βαθύτατες σκέψεις μελετᾶ στοχαστικὰ καὶ μὲ προσοχὴ
τὰ μεγαλεῖα τῆς κτίσεως, γιὰ νὰ ἀναλογισθεῖ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ὡραιότητα
τῶν κτισμάτων τὸν Δημιουργό10.
Ἂς μεγαλύνουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸν
Κύριο καὶ ἂς μὴν τὸν «σμικρύνωμεν» μὲ
τὴν κακία ποὺ ὑπάρχει στὴν ψυχή μας11.
1. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγ-
γέλιον Ὁμ. 8, ΒΕΠΕΣ 15, 24 [30-34].
2. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν,
κεφ. 8 PG 30, 477B.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παναγίας Θεοτό-
κου, Λόγ. β΄, PG 10, 1165C.
4. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ἑρμη-
νεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, κεφ. 1, PG
123, 709C.
5. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, ὅ.π., ΒΕΠΕΣ 15, 24-25.
6. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος
Χαρίτων, σελ. 195.
7. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ὅ.π.,
σελ. 196.
8. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ὅ.π.,
σελ. 196-197. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τὸ
Ἅγιον Πάσχα, PG 36,624· Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκ-
δοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, Β΄ 17.
9. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλμ. 103,
PG 55, 646.
10. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς Ψαλμ. 33, 3, PG 29,
357A.
11. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Ἐκλογαί εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν,
PG 17, 321C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου