21 Οκτωβρίου, 2019

«Γιατί τὸν ἔφερες μαζί σου;»


Μάνα, θὰ καθυστερήσω ἀπόψε νὰ ἐπιστρέψω σπίτι. Μὴν ἀνησυχήσεις. Ἔχει πανσέληνο καὶ θὰ πᾶμε μιὰ παρέα στὸν Ὑμηττὸ νὰ χαροῦμε τὸ φεγγάρι...  
Ἀρκετὲς φορὲς μὲ αὐτὴ τὴ δικαιολογία ὁ Γιῶργος καθησυχάζει τὴ μητέρα του γιὰ τὴ  μεταμεσονύκτια ἐπιστροφή του στὸ σπίτι. 
Ἄλλοτε στὸν Ὑμηττό, ἄλλοτε σὲ ἄλλο βουνὸ τοῦ λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς πηγαίνει μὲ τὴν παρέα του νυχτερινὸ περίπατο. 
Ἡ κυρία Παναγιώτα δὲν πείθεται μὲ αὐτὰ ποὺ τῆς λέει ὁ γυιός της. Διαισθάνεται ὅτι κάτι ἄλλο συμβαίνει. 
Βλέπει μάλιστα τελευταῖα καὶ κάποια ἀλλαγὴ στὴ συμπεριφορὰ τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της. 
Ξέρει νὰ τὸν ψυχολογεῖ καὶ νὰ διαβάζει τὸν ψυχικό του κόσμο. 
 Καὶ ὁ Γιῶργος της μέχρι τώρα τῆς ξανοίγεται καὶ ξεδιπλώνεται μπροστὰ στὴ μητρική της στοργή. Δὲν τῆς κρύβει, λέει, τίποτα. 
 Ἔχουν περάσει μερικοὶ μῆνες ἀπὸ τότε ποὺ πῆρε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ στρατοῦ. 
 Χαίρεται ποὺ τὸν ἔχει τώρα κοντά της. 
 Ὅμως ὁ Γιῶργος της δὲν εἶναι ὁ παλιὸς  Γιῶργος. Μετὰ τὸ στρατὸ ζεῖ σ’ ἕνα δικό του κόσμο. Τὰ περιοδικὰ καὶ βιβλία ποὺ φέρνει στὸ σπίτι, ἡ μουσικὴ ποὺ ἀκούει, οἱ τηλεφωνικὲς ἐπικοινωνίες του, οἱ βραδινὲς καθυστερήσεις τὴ βάζουν σὲ πολλὲς ἀνησυχίες. 
 Μιὰ μέρα ποὺ ἔλειπε μπῆκε στὸ δωμάτιό του γιὰ νὰ τὸ συμμαζέψει. 
Ἀφίσσες στὸν τοῖχο μὲ μορφὲς ἄγριες σὲ ἔξαλλη ἐμφάνιση, δίσκοι μὲ μουσικὴ ἀπὸ συγκροτήματα τραγουδιστῶν παράξενα. Περιοδικὰ καὶ βιβλία μὲ περιεχόμενο περίεργο. Σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ διαβάζει: «Αὐστραλιανὸ γκροὺπ μὲ τὸ ὄνομα ‘‘ὑψηλὴ τάση’’. Μεταφυτεύθηκε στὴν Ἀγγλία καὶ πῆρε τὸ ὄνομα ‘‘Ἀντίχριστος, θάνατος στὸ ΧΡΙΣΤΟ!’’». Ἕνα ἄλλο περιοδικὸ τὸ βρῆκε κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ γράφει γιὰ ἕνα συγκρότημα τραγουδιστῶν ποὺ ὀνομάζονται «βασιλιάδες στὴν ὑπηρεσία τοῦ σατανᾶ». 
 Ὅταν τὸ ξεφύλλισε, τρόμαξε περισσότερο. 
Σὲ ἄλλο βιβλίο εἶδε διάφορα σχήματα μὲ ἐπεξηγήσεις. 
«Ἡ κεφαλὴ τοῦ τράγου συμβολίζει τὸν σατανᾶ. Τὸ ἑξάκτινο ἀστέρι μὲ τὰ δυὸ ἐφαπτόμενα ἰσοσκελὴ τρίγωνα, συνήθως ἕνα μαῦρο καὶ τὸ ἄλλο ἄσπρο, συμβολίζει τὴ λευκὴ καὶ μαύρη μαγεία. 
Τὸ πεντάκτινο ἀστέρι μὲ τὶς δυὸ γωνίες πρὸς τὰ κάτω συμβολίζει τὸ διάβολο μὲ ἀνοιχτὰ χέρια καὶ πόδια.  
Τὸ ὀκτάκτινο ἀστέρι συμβολίζει τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀταξία καὶ ἀντικαθιστᾶ τὴν ἁρμονία μὲ τὴ σύγχυση». 
Ἔλα, Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, φώναξε, καὶ ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται. 
Στὸ δωμάτιο τοῦ παιδιοῦ μου τέτοια περιοδικὰ καὶ βιβλία, τέτοιες μουσικές;! 
Ἔσχισε ἀρκετὰ καὶ ἦταν ἀποφασισμένη νὰ τὰ κάψει ὅλα, ἀλλὰ τελευταία στιγμὴ ἄφησε μερικά. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Γιῶργος, βρῆκε μιὰ κατάλληλη ὥρα ἡ μητέρα του καὶ μὲ πολλὴ καλωσύνη πιάσανε οἱ δυό τους συζήτηση. 
 –Παιδί μου, πῆγα νὰ συγυρίσω τὸ δωμάτιό σου καὶ ἔκλαψα. 
 –Γιατί, καλή μου μητέρα; Νομίζεις ὅτι ὁ γυιός σου δὲν σὲ ἀγαπάει; 
 –Δὲν ἔχω παράπονο, παιδί μου, ἀπ’ αὐτό. Μοῦ τρώει ὅμως τὰ σπλάχνα μου ἡ ἀγωνία γιὰ τὶς μουσικὲς ποὺ ἀκοῦς, τὰ περιοδικὰ καὶ βιβλία ποὺ διαβάζεις. Δὲν σοῦ τὸ κρύβω ὅτι ἔσχισα μερικά. Ἀκόμα ἀνησυχῶ τὶς νύχτες ποὺ ἀπουσιάζεις. Τὸ ξέρεις καλὰ ὅτι μέχρι ποὺ νὰ ἐπιστρέψεις δὲν μπορῶ νὰ κλείσω μάτι. 
 –Μὴν ἀνησυχεῖς, μητέρα. Εἴμαστε μιὰ παρέα ποὺ γνωριστήκαμε στὸ στρατὸ καὶ πηγαίνουμε σ’ ἕνα βουνὸ ἐδῶ στὸ λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς, ὅταν ὑπάρχει πανσέληνος. Μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἕνας μᾶς λέει καλὰ πράγματα. Ἐπικαλεῖται καὶ διάφορα πνεύματα... 
 –Στάσου, παιδί μου. Μὴν προχωρεῖς. Μήπως εἶναι σατανιστής; 
 –Καὶ τί πειράζει, μητέρα; πνεύματα εἶναι καὶ αὐτά... Νὰ σοῦ πῶ τώρα καὶ γιατί ἔβγαλα τὸ σταυρουδάκι ποὺ μοῦ ἔβαλες στὸ λαιμό, ὅταν πῆγα στὸ στρατὸ καὶ μὲ ρωτοῦσες μιὰ μέρα γιατί δὲν τὸ φορῶ. Σὲ μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς νυχτερινὲς συναντήσεις μᾶς εἶπε ὁ μεγαλύτερος τῆς παρέας ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ φέρουμε ἐπάνω μας φυλαχτὰ ἁγίων καὶ σταυρό, γιὰ νὰ χαιρόμαστε καλύτερα αὐτὲς τὶς συναντήσεις μας. 
 Ὅταν τ’ ἄκουσε ἡ κυρία Παναγιώτα, τὴν ἔπιασε κρύος ἱδρώτας. 
Ὁ Γιῶργος της νὰ βγάλει τὸ σταυρὸ ἀπὸ πάνω του! Μέχρι τώρα νόμιζε ὅτι τὸν εἶχε χάσει. 
Προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ ξαναβάλει τὸ σταυρὸ στὸ λαιμό του, ἀλλὰ μὲ διάφορες δικαιολογίες ἀπέφευγε. 
 Τώρα πλέον ἐπαληθεύτηκαν ὅλοι οἱ φόβοι της. Μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ καλοῦ της Πνευματικοῦ ἄρχισε νὰ θωρακίζει τὸ παιδί της μὲ πιὸ θερμὲς προσευχές
Βρέθηκε κάποτε καὶ στὸ προσκύνημα τοῦ Ταξιάρχη στὸ Μανταμάδο τῆς Μυτιλήνης. 
Ἔχει μέσα της ἀκόμη νωπὴ τὴν εἰκόνα τὴν ἀνάγλυφη τοῦ Ταξιάρχη, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ αἷμα αὐτῶν ποὺ ἐσφάγησαν στὸ Μοναστήρι. 
Τὸν παρακαλεῖ καὶ τὸν ἱκετεύει γιὰ τὸ μονάκριβο παιδί της, νὰ τὸ ξεμπλέξει ἀπὸ τὴ θανατηφόρα παρέα του. 
 –Μητέρα, ἀπόψε θὰ καθυστερήσω νὰ ἐπιστρέψω, μὴν ἀνησυχεῖς. Θὰ πᾶμε ὅλη ἡ συντροφιά μας βραδινὸ περίπατο, νὰ χαροῦμε τὴ φεγγαρόλουστη νύχτα. 
 Σὰν ἔκλεισε τὴν πόρτα ὁ Γιῶργος, ἡ κυρία Παναγιώτα ἄναψε τὸ κανδηλάκι της καὶ μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ σπιτιοῦ της ἄρχισε νὰ χτυπάει τὴν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ. 
Παρακαλεῖ ἰδιαίτερα τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, τὸν Ταξιάρχη, νὰ προστατεύει τὸ βλαστάρι της. «Ὅπου ἐπισκιάσει ἡ χάρις σου, Ἀρχάγγελε, ἐκεῖθεν τοῦ διαβόλου διώκεται ἡ δύναμις. οὐ φέ- ρει γὰρ τῷ φωτί σου προσμένειν ὁ πεσὼν Ἑωσφόρος». 
Τὸ ἐπανέλαβε πολλὲς φορὲς μαζὶ μὲ ἄλλες προσευχές της. 
 Ὁ Γιῶργος ἀνηφορίζει στὸν καθορισμένο λόφο ποὺ εἶχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τὰ μέλη τῆς παρέας νὰ συναντηθοῦν. Ἡσυχία καὶ ἠρεμία βασιλεύει παντοῦ. Σὲ κάποια στιγμή, καθὼς πλησιάζει τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν ἤδη συγκεντρωμένοι, ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχηγοῦ νὰ τὸν διώχνει. «Φύγε, φύγε... Γιατί τὸν ἔφερες αὐτὸν μαζί σου;... Φύγε… φύγε... δὲν σὲ θέλω...» Προσπάθησε νὰ καταλάβει ὁ Γιῶργος γιατί τοῦ μιλάει ἔτσι. 
Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀρχηγοῦ ἀναγκάστηκε νὰ φύγει, κατέβηκε ἀπὸ τὸ λόφο, πῆρε τὸ αὐτοκίνητό του καὶ ἐπέστρεψε νωρὶς στὸ σπίτι. 
–Καλῶς τὸ Γιῶργο μου, καὶ τὸν ἀγκαλιάζει ἡ μανούλα του. Κάτσε νὰ φᾶς παιδί μου. Πρὶν καλά-καλὰ βάλει τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα του, ἄρχισε τὶς ἐρωτήσεις. 
 –Μητέρα, τί ἔκανες τὴν ὥρα ποὺ ἔλειπα; 
 –Γιατί, παιδί μου, μὲ ρωτᾶς; 
 Προσπάθησε ὁ Γιῶργος νὰ τῆς ἐξηγήσει... Τὸ καὶ τὸ ἔγινε, τῆς εἶπε. 
Ἡ κυρία Πα- ναγιώτα ἀμέσως κατάλαβε πολλά. Χωρὶς περιστροφὲς τοῦ εἶπε γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους καὶ γιὰ τὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, τὸν Ταξιάρχη. 
Κατόπιν μὲ συγκίνηση τοῦ περιέγραψε τὶς προσευχὲς καὶ τὶς παρακλήσεις ποὺ κάνει πρὸς τοὺς ἀγγέλους καὶ μάλιστα στὸν Ταξιάρχη νὰ τὸν προστατεύει ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ σατανᾶ. 
Τὸν προβλημάτισαν ὅλα αὐτά. Εἶχε δίκαιο ἡ μητέρα του. Τώρα κατάλαβε ποῦ εἶχε μπλέξει. Ἄρχισε ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα νὰ καταλαβαίνει ὅτι πρέπει νὰ ξεκόψει ἀπὸ τὴν παρέα του. 
 Γονάτισε ἡ πιστὴ γυναίκα ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ δακρυσμένη εὐχαρίστησε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της τὸν Ταξιάρχη γιὰ τὴ θαυμαστή του ἐπέμβαση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ της…ΟΣΩΤΗΡ2054

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου