Xράτς, χράτς! Σχημάτισε μέ μανία τό χί
καί διέγραψε στό μικρό της ἡ μερολόγιο
τίς μέρες πού πέρασαν. Ἄρχισε νά μετρᾶ:
Μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις, πέντε μέρες ἔμειναν ἀκόμη. Καί μετά… διακοπές!
Καθισμένη στό γραφεῖο της ἡ Νίκη, ἔβγαλε
ἀπό τή χαρά της ἕνα ξεφωνητό.
Μά ἀμέσως σηκώθηκε, γιατί κάτι θυμήθηκε.
Προχώρησε πρός τή ντουλάπα της. Ἀπό μέρες τώρα τήν ἀπασχολοῦσε τό τί θά φοροῦσε τό Πάσχα. Θά πήγαιναν οἰκογενειακῶς στή θεία Ἰωάννα στό νησί. Θά συναντιοῦνταν ὅλα τά ξαδέρφια μαζί καί ἤθελε νά
φορέσει τό καινούργιο γαλάζιο της φόρεμα
–δῶρο τῆς νονᾶς της. Τό κοίταξε κρεμασμένο στήν ἀνοιχτή ντουλάπα της μέ κρυφό καμάρι. Μαζί μέ τό καινούργιο ἀκριβό ρολόι
στό χέρι –δῶρο τῆς μαμᾶς– θά ἦταν τό κάτι
ἄλλο!
Ἐνθουσιάστηκε ἡ Νίκη. Ἤθελε ὅλος ὁ κόσμος νά μάθει τή χαρά της. Μά ἡ σκέψη της
ἔτρεξε στή φίλη της, τή Λαμπρινή. Χρονιάρες μέρες πλησίαζαν καί ἔπρεπε νά τῆς κάνει
ἐπίσκεψη.
Ἡ Λαμπρινή ἦταν ἕνα δωδεκάχρονο κορίτσι, πού ἐδῶ καί τρία χρόνια μετακινοῦνταν
μόνο μέ τό ἀναπηρικό καροτσάκι της, λόγω
κάποιας ἀσθένειας στά πόδια, πού σταδιακά
ἐπιδεινωνόταν. Ἦταν ὀρφανή καί ἀπό τούς
δυό γονεῖς της καί ἔμενε στό ἵδρυμα.
Ἡ Νίκη –συνομήλική της– πήγαινε ποῦ καί
ποῦ νά τῆς κάνει παρέα. Ἐκείνη τή φορά θά
εἶχε πολλά νέα νά τῆς πεῖ.
Σέ λίγο, πράγματι, βρισκόταν κοντά της.
– Γειά σου, Λαμπρινή! τή χαιρέτησε ἐγκάρδια. Καί ἀμέσως πῆρε φόρα: Ἦρθα νά σέ δῶ, γιατί φεύγουμε σέ λίγες μέρες γιά τό νησί! Θά πᾶμε διακοπές στή θεία Ἰωάννα, θά συναντηθοῦμε ὅλα τά ξαδέρφια καί θά βγοῦμε μαζί βόλτα, εἶπε μονοκοπανιᾶς, χωρίς νά σταματήσει. Εἶπε κι ἄλλα ἡ Νίκη. Ὥς καί γιά τό γαλάζιο φόρεμα, τό δῶρο τῆς νονᾶς της, εἶπε. Καί κατέληξε:
– Σέ πέντε μέρες, Λαμπρινή, φεύγουμε! Θά εἶναι τρέλα!
Στήλωσε πάνω της ἡ Λαμπρινή τά μεγάλα ἐκφραστικά της μάτια καί ψιθύρισε:
– Φεύγεις… Κι ἐμένα …ποιός θά μέ πάει βόλτα; – ... Σάστισε ἡ Νίκη. Δέν εἶχε τί νά ἀπαντήσει. Αὐτό δέν τό περίμενε. Τότε κατάλαβε τό λάθος της. Μιλοῦσε μόνο γιά τόν ἑαυτό της, χωρίς νά σκέφτεται καθόλου τήν κατάσταση τῆς Λαμπρινῆς καί τήν πλήγωσε.
Πῆρε τό ἀδύναμο χεράκι τῆς ἄρρωστής της καί τό ἔσφιξε γιά λίγο μέσα στό δικό της. Ἄνοιξε ξανά τήν παλάμη της καί τό ἄφησε, χωρίς νά πεῖ λέξη. Θά ᾿θελε νά ἐπανορθώσει, μά ἔνιωθε ἀμήχανα. Εἶπε λοιπόν ὅτι βιαζόταν, χαιρέτησε στά γρήγορα, πρόσθεσε πώς θά ξαναρχόταν καί ἀπομακρύνθηκε ἄκομψα.
* * *
Βράδιασε. Ἡ Νίκη ἔκανε τήν προσευχή της καί ξάπλωσε. Μά ποῦ νά τήν πάρει ὁ ὕπνος… Οἱ σκέψεις δέν τήν ἄφηναν σέ ἡσυχία. Τό γαλάζιο φόρεμα, τό ταξίδι… Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Λαμπρινή, πού γιόρταζε τό Πάσχα, μόνη της στό καροτσάκι… Ἔμεινε ξάγρυπνη ἀρκετή ὥρα νά στριφογυρνᾶ στό κρεβάτι της. Τό μεσημέρι, ὅταν γύρισε ἀπό τό Σχολεῖο ἡ Νίκη, κάτι συζήτησε μέ τή μητέρα της. Ἐκείνη τήν ἄκουγε συγκινημένη. Οἱ δυό τους κάτι συμφώνησαν μαζί. Καί τό ἀπογευματάκι ἡ Νίκη βρισκόταν καί πάλι μέ τή φίλη της.
–Λαμπρινή, σέ στενοχώρησα χθές. Μόνο τόν ἑαυτό μου σκεφτόμουν. Ὅμως, τώρα ἄλλαξαν τά πράγματα. Δέ θά φύγουμε ἀμέσως γιά διακοπές, ἀλλά θά καθυστερήσουμε λίγο. Καί εἶπε ἡ μητέρα μου νά ἔρθεις γιά λίγες μέρες στό σπίτι μας! Ἔτσι, θά πᾶμε μαζί στήν Ἐκκλησία στίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας! Καί βόλτα θά βγοῦμε μαζί! εἶπε τονίζοντας τίς λέξεις της καί κοιτώντας την στά μάτια. Μά ἡ Λαμπρινή τήν κοιτοῦσε σάν χαμένη.
–Πῶς εἶπες; Ἐσύ χθές δέν ἤσουν χαρούμενη πού…
–Μά δέ σοῦ εἶπα πώς ἄλλαξε τό πρόγραμμα; τῆς εἶπε αἰνιγματικά ἡ Νίκη. Θά μείνουμε μαζί καί εἶμαι χαρούμενη γι᾿ αὐτό!
Δάκρυσε ἡ Λαμπρινή. Τά ἐξήγησε ὅλα. Ἡ Νίκη ἔκανε τή θυσία, γιά νά μείνει κοντά της! Ἡ ἴδια τώρα τί μποροῦ σε νά κάνει, γιά νά τῆς τό ἀνταποδώσει; Αὐθόρμητα σήκωσε τά ἀδύναμα χεράκια της, ἔβγαλε τό γαλάζιο κοκαλάκι ἀπό τά μαλλιά της καί τό ἔδωσε στή Νί κη.
–Πάρτο, εἶπε. Νομίζω πώς ταιριάζει μέ τό γαλάζιο φόρεμα πού μοῦ ἔλεγες… Σοῦ τό δίνω. Ἐγώ ἔχω κάποιο ἄλλο νά φορέσω.
Ἦταν ἡ σειρά τῆς Νίκης νά δακρύσει. Πῆρε τό ὄμορφο κοκαλάκι στά χέρια της καί τό περιεργάστηκε. Στ᾿ ἀλήθεια, ἦταν ὅ,τι πιό ὡραῖο εἶχε ἡ Λαμπρινή!
–Λαμπρινή, σ᾿ εὐχαριστῶ, εἶπε εἰλικρινά. Ἔχεις μιά χρυσή καρδιά. Μέ κάνεις νά σκέφτομαι πιό ἀνθρώπινα.
* * *
Τίς ἑπόμενες μέρες ἕνα ἀναπηρικό καροτσάκι κυλοῦσε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τῆς Νίκης. Ἡ ὀρφανή καί ἄρρωστη Λαμπρινή περνοῦσε ὑπέροχα μέσα στή ζεστασιά τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελφοσύνης. Καί ἡ φίλη της, ἡ Νίκη, ζοῦσε τήν πιό ὄμορφη Μεγάλη Ἑβδομάδα της, χωρίς νά μετράει τίς μέρες γιά νά πάει στό νησί. Γιατί εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι τή μεγαλύτερη χαρά τή δίνει ἡ θυσία γιά τόν ἄλλο! Νεφέλη
ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ 710
– Γειά σου, Λαμπρινή! τή χαιρέτησε ἐγκάρδια. Καί ἀμέσως πῆρε φόρα: Ἦρθα νά σέ δῶ, γιατί φεύγουμε σέ λίγες μέρες γιά τό νησί! Θά πᾶμε διακοπές στή θεία Ἰωάννα, θά συναντηθοῦμε ὅλα τά ξαδέρφια καί θά βγοῦμε μαζί βόλτα, εἶπε μονοκοπανιᾶς, χωρίς νά σταματήσει. Εἶπε κι ἄλλα ἡ Νίκη. Ὥς καί γιά τό γαλάζιο φόρεμα, τό δῶρο τῆς νονᾶς της, εἶπε. Καί κατέληξε:
– Σέ πέντε μέρες, Λαμπρινή, φεύγουμε! Θά εἶναι τρέλα!
Στήλωσε πάνω της ἡ Λαμπρινή τά μεγάλα ἐκφραστικά της μάτια καί ψιθύρισε:
– Φεύγεις… Κι ἐμένα …ποιός θά μέ πάει βόλτα; – ... Σάστισε ἡ Νίκη. Δέν εἶχε τί νά ἀπαντήσει. Αὐτό δέν τό περίμενε. Τότε κατάλαβε τό λάθος της. Μιλοῦσε μόνο γιά τόν ἑαυτό της, χωρίς νά σκέφτεται καθόλου τήν κατάσταση τῆς Λαμπρινῆς καί τήν πλήγωσε.
Πῆρε τό ἀδύναμο χεράκι τῆς ἄρρωστής της καί τό ἔσφιξε γιά λίγο μέσα στό δικό της. Ἄνοιξε ξανά τήν παλάμη της καί τό ἄφησε, χωρίς νά πεῖ λέξη. Θά ᾿θελε νά ἐπανορθώσει, μά ἔνιωθε ἀμήχανα. Εἶπε λοιπόν ὅτι βιαζόταν, χαιρέτησε στά γρήγορα, πρόσθεσε πώς θά ξαναρχόταν καί ἀπομακρύνθηκε ἄκομψα.
* * *
Βράδιασε. Ἡ Νίκη ἔκανε τήν προσευχή της καί ξάπλωσε. Μά ποῦ νά τήν πάρει ὁ ὕπνος… Οἱ σκέψεις δέν τήν ἄφηναν σέ ἡσυχία. Τό γαλάζιο φόρεμα, τό ταξίδι… Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ Λαμπρινή, πού γιόρταζε τό Πάσχα, μόνη της στό καροτσάκι… Ἔμεινε ξάγρυπνη ἀρκετή ὥρα νά στριφογυρνᾶ στό κρεβάτι της. Τό μεσημέρι, ὅταν γύρισε ἀπό τό Σχολεῖο ἡ Νίκη, κάτι συζήτησε μέ τή μητέρα της. Ἐκείνη τήν ἄκουγε συγκινημένη. Οἱ δυό τους κάτι συμφώνησαν μαζί. Καί τό ἀπογευματάκι ἡ Νίκη βρισκόταν καί πάλι μέ τή φίλη της.
–Λαμπρινή, σέ στενοχώρησα χθές. Μόνο τόν ἑαυτό μου σκεφτόμουν. Ὅμως, τώρα ἄλλαξαν τά πράγματα. Δέ θά φύγουμε ἀμέσως γιά διακοπές, ἀλλά θά καθυστερήσουμε λίγο. Καί εἶπε ἡ μητέρα μου νά ἔρθεις γιά λίγες μέρες στό σπίτι μας! Ἔτσι, θά πᾶμε μαζί στήν Ἐκκλησία στίς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας! Καί βόλτα θά βγοῦμε μαζί! εἶπε τονίζοντας τίς λέξεις της καί κοιτώντας την στά μάτια. Μά ἡ Λαμπρινή τήν κοιτοῦσε σάν χαμένη.
–Πῶς εἶπες; Ἐσύ χθές δέν ἤσουν χαρούμενη πού…
–Μά δέ σοῦ εἶπα πώς ἄλλαξε τό πρόγραμμα; τῆς εἶπε αἰνιγματικά ἡ Νίκη. Θά μείνουμε μαζί καί εἶμαι χαρούμενη γι᾿ αὐτό!
Δάκρυσε ἡ Λαμπρινή. Τά ἐξήγησε ὅλα. Ἡ Νίκη ἔκανε τή θυσία, γιά νά μείνει κοντά της! Ἡ ἴδια τώρα τί μποροῦ σε νά κάνει, γιά νά τῆς τό ἀνταποδώσει; Αὐθόρμητα σήκωσε τά ἀδύναμα χεράκια της, ἔβγαλε τό γαλάζιο κοκαλάκι ἀπό τά μαλλιά της καί τό ἔδωσε στή Νί κη.
–Πάρτο, εἶπε. Νομίζω πώς ταιριάζει μέ τό γαλάζιο φόρεμα πού μοῦ ἔλεγες… Σοῦ τό δίνω. Ἐγώ ἔχω κάποιο ἄλλο νά φορέσω.
Ἦταν ἡ σειρά τῆς Νίκης νά δακρύσει. Πῆρε τό ὄμορφο κοκαλάκι στά χέρια της καί τό περιεργάστηκε. Στ᾿ ἀλήθεια, ἦταν ὅ,τι πιό ὡραῖο εἶχε ἡ Λαμπρινή!
–Λαμπρινή, σ᾿ εὐχαριστῶ, εἶπε εἰλικρινά. Ἔχεις μιά χρυσή καρδιά. Μέ κάνεις νά σκέφτομαι πιό ἀνθρώπινα.
* * *
Τίς ἑπόμενες μέρες ἕνα ἀναπηρικό καροτσάκι κυλοῦσε στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τῆς Νίκης. Ἡ ὀρφανή καί ἄρρωστη Λαμπρινή περνοῦσε ὑπέροχα μέσα στή ζεστασιά τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀδελφοσύνης. Καί ἡ φίλη της, ἡ Νίκη, ζοῦσε τήν πιό ὄμορφη Μεγάλη Ἑβδομάδα της, χωρίς νά μετράει τίς μέρες γιά νά πάει στό νησί. Γιατί εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι τή μεγαλύτερη χαρά τή δίνει ἡ θυσία γιά τόν ἄλλο! Νεφέλη
ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ 710
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου