Στὸ αἰγαιοπελαγίτικο νησί. Ἐκεῖ τοῦ ἦρθε
ὁ διορισμός, στὸ γυμνάσιο ποὺ συνένωνε καὶ λυκειακὲς τάξεις. Κι αὐτός,
νέος, χωρὶς ἄλλες ὑποχρεώσεις, μὲ χαρὰ τὴ
δέχθηκε τὴν τοποθέτησή του.
Καὶ πράγματι, ἄλλη ζωὴ ἐκεῖ. Ὀρεινὸ τὸ
χωριό, λίγοι κάτοικοι, ἁπλοὶ ἄνθρωποι, καλοσυνάτοι, φιλόξενοι πολύ. Καὶ τὸ σχολεῖο,
ὡραῖο κτήριο, νεόδμητο, στὴν κορυφὴ ἑνὸς
λόφου, νὰ δεσπόζει πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ σπίτια
τοῦ χωριοῦ. Πέρα μακριὰ τὸ ἀπέραντο γαλάζιο τῆς θάλασσας νὰ σμίγει μὲ τὸ γλαυκὸ
τοῦ οὐρανοῦ. Ὀνειρεμένος τόπος!
Τὴν ἀπολάμβανε τὴ ζωή του στὰ μέρη
ἐκεῖνα. Κι ὅταν εἶχε ἐλεύθερο χρόνο, γυρνοῦσε στοὺς στενοὺς δρομίσκους καὶ τὰ
γραφικὰ μονοπάτια ποὺ ἕνωναν τοὺς διάφορους οἰκισμοὺς τοῦ χωριοῦ ἢ ὁδηγοῦσαν
σὲ ἄλλα πλησιόχωρα χωριά. Συχνὰ στὶς μοναχικὲς ὁδοιπορίες του συναντοῦσε ὄμορφα ξωκκλήσια, ὅλα ἀνοιχτά, νὰ περιμένουν
τὸ διαβάτη ποὺ θὰ ἔμπαινε μέσα ν’ ἀνάψει
ἕνα κερί, νὰ κάνει ἕνα σταυρό.
Ἕνα ξωκκλήσι τό ’χε ξεχωρίσει. Παλαιό,
παμπάλαιο, μὲ μεράκι φτιαγμένο. Πέτρα πελεκητή, μὲ δίριχτη στέγη. Στὸν Τίμιο Πρόδρομο ἦταν ἀφιερωμένο, τὸ γιόρταζαν στὸ
γενέθλιό του, 24 Ἰουνίου.
Κι ἔκαναν μεγάλο πανηγύρι στὴ μνήμη του. Τὸν τιμοῦσαν τὸν Τίμιο Πρόδρομο οἱ χωριανοί. Λέγαν μάλιστα καὶ πὼς ἡ εἰκόνα του, αὐτὴ τοῦ τέμπλου, ἦταν θαυματουργή. Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε πάει γιὰ πρώτη φορά, τὸ ἀγάπησε πολὺ τὸ ἐκκλησιδάκι ἐκεῖνο. Καὶ πάντα τό ’χε στὸ νοῦ του, πότε θὰ τοῦ ξανα- δινόταν εὐκαιρία νὰ ξαναπάει...
Περνοῦσε ὁ καιρός. Τὸ σχολικὸ ἔτος κόντευε νὰ τελειώσει. Ὅπου νά ’ναι, πλησίαζε καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου. Τότε ἦταν ποὺ ἕνα θέμα σοβαρὸ παρουσιάστηκε στὴ ζωή του. Δίλημμα σφιχτὸ στὴ συνείδησή του. Κι ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ἔπαιρνε, ἡ ἐπιλογὴ ποὺ θὰ ἔκανε, θὰ σηματοδοτοῦσε τὸ μέλλον του.
–Θὰ πάω στὸν ἁϊΓιάννη, εἶπε. Θὰ τὸν παρακαλέσω, αὐτὸς νὰ μοῦ δείξει τί νὰ κάνω. Ἦταν νωρὶς τὸ ἀπόγευμα, ὅταν ξεκίνησε νὰ πάει. Ἀπόσταση ὣς τρία τέταρτα μὲ τὰ πόδια. Ἄφησε κάπου τὸν κεντρικὸ δρόμο καὶ πῆρε δεξιὰ τὸ μονοπάτι. Δὲν προχώρησε πολύ, ὅταν μιὰ γερόντισσα ἀπό ’να σπίτι τὸν κάλεσε νὰ τὸν κεράσει. Πέρασε μέσα, κι ἐκεῖ – ποῦ νὰ τελειώσει τὶς ἱστορίες ἡ γερόντισσα – ἡ ὥρα πέρασε. Πῆρε νὰ σουρουπώνει.
–Τώρα, γερόντισσα, πρέπει νὰ φύγω. Θέλω νὰ πάω στὸν ἁϊΓιάννη. Τί λές, θὰ βρῶ ἀνοιχτά;
–Παιδί μου, τώρα ποὺ ξεκαλοκαιριάζει κι ἔρχεται κόσμος στὸ νησί, τὴν κλειδώνουμε τὴν πόρτα. Μὴν ἀνησυχεῖς ὅμως. Τὸ κλειδὶ θὰ τὸ βρεῖς στὸ περβάζι τοῦ βορινοῦ παραθύρου. Ἐκεῖ τὸ βάζουμε. Χαιρέτησε κι ἔφυγε. Ὅταν ἔφτασε, εἶχε ἤδη νυχτώσει. Σήκωσε τὸ χέρι του καὶ μὲ τὰ δάχτυλα ψαχούλεψε τὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ γερόντισσα. Κλειδὶ δὲν ὑπῆρχε. Πῆγε καὶ στὰ ἄλλα παράθυρα. Τίποτε. Στενοχωρέθηκε.
–Ἅγιε Γιάννη Πρόδρομε, ἐγὼ ἦρθα στὴ χάρη σου, ξέρεις γιατί. Κάνε μου αὐτὴ τὴ χάρη, δῶσε νὰ μπορέσω νὰ μπῶ στὸ ναό σου, νὰ προσευχηθῶ... Σκοτάδι βαθύ, ἡσυχία μεγάλη γύρω του. Μόνο κάποιες ριπὲς τοῦ ἀνέμου πέρα ἀπ’ τὸ πέλαο ἔκαναν τὰ κυπαρίσσια ἐκεῖ τριγύρω νὰ σειοῦνται καὶ νὰ βουΐζουν μ’ ἕνα μυστηριώδη ἦχο. Ἄρχισε νὰ ἀπογοητεύεται.
–Ἅγιε Γιάννη, κάνε μου τὴ χάρη...
Δίπλα ἦταν ἕνα εἰκόνισμα. Πῆγε ὣς ἐκεῖ καὶ στὸ περβάζι του βρῆκε ἕνα ἀπόκερο καὶ σπίρτα. Ἄναψε τὸ κερί. Καὶ κρατώντας το ἀναμμένο, πῆρε νὰ βαδίζει ἀργά, ἔτσι, ἀπὸ ἀμηχανία, γύρω ἀπ’ τὸ ναΐσκο. Βάδιζε, καὶ κάποτε σταματοῦσε κι ἔμενε νὰ ἀποθαυμάζει τὸ μεγαλεῖο τῆς νυχτερινῆς σιωπῆς. Μόνο κάτι τσομπανόσκυλα ἀκούγονταν ἀπὸ μακριὰ ν’ ἀλυχτοῦν. Καὶ κάποια στιγμή – πῶς τοῦ ἦρθε; ἔτσι πάλι, ἀπὸ ἀμηχανία – κλώτσησε μιὰ πέ- τρα. Μήπως ἦταν ἡ μοναδικὴ ἐκεῖ, στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ; Ἐκείνη κατρακύλησε καί... ἄ! Ἂν εἶναι δυνατόν! Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του. Γυάλισε τὸ μέταλλο στὴ λάμψη τῆς μικρῆς φλογίτσας. Ἦταν τὸ κλειδί! Ὦ Θέ μου, τὸ κλειδί! Ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Τό ’βαλε στὴν κλειδωνιά. Ἔτριξε ἡ ξύλινη πόρτα στὸ ἄνοιγμα. Μπῆκε μέσα. Δέος καὶ κατάνυξη. Κάτι σὰ ρίγος τὸν διαπέρασε. Ἄναψε τὰ κεριὰ τοῦ πολυελαίου. Τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου. Φῶς γλυκὸ ἁπλώθηκε στὸ ναΐσκο, ἱλαρό. Προσκύνησε τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἔφτασε καὶ μπροστὰ στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Μιὰ μαυρισμένη μορφὴ ἀπ’ τὸν καιρό, ἄγρια κάπως, γεμάτη χάρη καὶ παρρησία. Στὰ χέρια του κρατοῦσε κι ἕνα πιάτο μὲ τὸ κεφάλι του. Κάτω ἀπ’ τὸ προσκυνητάρι καὶ μιὰ ποδιὰ ὑφαντή, γεμάτη ἀπὸ τάματα, ἀνάγλυφα πάνω σὲ μέταλλο, μὲ παραστάσεις χεριῶν, ποδιῶν, μικρῶν παιδιῶν, ἢ ἀκόμα καὶ ζώων, ταπεινὰ ἀναθήματα ὅλα τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καὶ πιστευτήρια τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος.
–Ἅγιε μου Γιάννη, Τίμιε Πρόδρομε, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ’κανες αὐτὴ τὴ χάρη. Καὶ σὲ παρακαλῶ... Τώρα εἶχε μπροστά του ὅλη τὴ νύχτα νὰ προσευχηθεῖ...
❁ ❁ ❁
Ἀπὸ τότε, κάθε φορὰ ποὺ ἀνατρέχει μὲ τὸ νοῦ του στὸ γεγονός, δὲν μπορεῖ νὰ ξεχάσει τὴν ἔκπληξή του στὴ θέα τοῦ κλειδιοῦ. Καὶ τώρα εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζει καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι ὅπως τότε τοῦ ἄνοιξε ἡ θύρα τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ μιὰ ἄλλη, μεγαλύτερη θύρα ἐπρόκειτο ν’ ἀνοίξει στὴ ζωή του μετὰ ἀπὸ τὴ νυχτερινὴ ἐκείνη προσευχὴ στὸν Τίμιο Πρόδρομο. ΟΣΩΤΗΡ2069
Κι ἔκαναν μεγάλο πανηγύρι στὴ μνήμη του. Τὸν τιμοῦσαν τὸν Τίμιο Πρόδρομο οἱ χωριανοί. Λέγαν μάλιστα καὶ πὼς ἡ εἰκόνα του, αὐτὴ τοῦ τέμπλου, ἦταν θαυματουργή. Ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε πάει γιὰ πρώτη φορά, τὸ ἀγάπησε πολὺ τὸ ἐκκλησιδάκι ἐκεῖνο. Καὶ πάντα τό ’χε στὸ νοῦ του, πότε θὰ τοῦ ξανα- δινόταν εὐκαιρία νὰ ξαναπάει...
Περνοῦσε ὁ καιρός. Τὸ σχολικὸ ἔτος κόντευε νὰ τελειώσει. Ὅπου νά ’ναι, πλησίαζε καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου. Τότε ἦταν ποὺ ἕνα θέμα σοβαρὸ παρουσιάστηκε στὴ ζωή του. Δίλημμα σφιχτὸ στὴ συνείδησή του. Κι ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ἔπαιρνε, ἡ ἐπιλογὴ ποὺ θὰ ἔκανε, θὰ σηματοδοτοῦσε τὸ μέλλον του.
–Θὰ πάω στὸν ἁϊΓιάννη, εἶπε. Θὰ τὸν παρακαλέσω, αὐτὸς νὰ μοῦ δείξει τί νὰ κάνω. Ἦταν νωρὶς τὸ ἀπόγευμα, ὅταν ξεκίνησε νὰ πάει. Ἀπόσταση ὣς τρία τέταρτα μὲ τὰ πόδια. Ἄφησε κάπου τὸν κεντρικὸ δρόμο καὶ πῆρε δεξιὰ τὸ μονοπάτι. Δὲν προχώρησε πολύ, ὅταν μιὰ γερόντισσα ἀπό ’να σπίτι τὸν κάλεσε νὰ τὸν κεράσει. Πέρασε μέσα, κι ἐκεῖ – ποῦ νὰ τελειώσει τὶς ἱστορίες ἡ γερόντισσα – ἡ ὥρα πέρασε. Πῆρε νὰ σουρουπώνει.
–Τώρα, γερόντισσα, πρέπει νὰ φύγω. Θέλω νὰ πάω στὸν ἁϊΓιάννη. Τί λές, θὰ βρῶ ἀνοιχτά;
–Παιδί μου, τώρα ποὺ ξεκαλοκαιριάζει κι ἔρχεται κόσμος στὸ νησί, τὴν κλειδώνουμε τὴν πόρτα. Μὴν ἀνησυχεῖς ὅμως. Τὸ κλειδὶ θὰ τὸ βρεῖς στὸ περβάζι τοῦ βορινοῦ παραθύρου. Ἐκεῖ τὸ βάζουμε. Χαιρέτησε κι ἔφυγε. Ὅταν ἔφτασε, εἶχε ἤδη νυχτώσει. Σήκωσε τὸ χέρι του καὶ μὲ τὰ δάχτυλα ψαχούλεψε τὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ γερόντισσα. Κλειδὶ δὲν ὑπῆρχε. Πῆγε καὶ στὰ ἄλλα παράθυρα. Τίποτε. Στενοχωρέθηκε.
–Ἅγιε Γιάννη Πρόδρομε, ἐγὼ ἦρθα στὴ χάρη σου, ξέρεις γιατί. Κάνε μου αὐτὴ τὴ χάρη, δῶσε νὰ μπορέσω νὰ μπῶ στὸ ναό σου, νὰ προσευχηθῶ... Σκοτάδι βαθύ, ἡσυχία μεγάλη γύρω του. Μόνο κάποιες ριπὲς τοῦ ἀνέμου πέρα ἀπ’ τὸ πέλαο ἔκαναν τὰ κυπαρίσσια ἐκεῖ τριγύρω νὰ σειοῦνται καὶ νὰ βουΐζουν μ’ ἕνα μυστηριώδη ἦχο. Ἄρχισε νὰ ἀπογοητεύεται.
–Ἅγιε Γιάννη, κάνε μου τὴ χάρη...
Δίπλα ἦταν ἕνα εἰκόνισμα. Πῆγε ὣς ἐκεῖ καὶ στὸ περβάζι του βρῆκε ἕνα ἀπόκερο καὶ σπίρτα. Ἄναψε τὸ κερί. Καὶ κρατώντας το ἀναμμένο, πῆρε νὰ βαδίζει ἀργά, ἔτσι, ἀπὸ ἀμηχανία, γύρω ἀπ’ τὸ ναΐσκο. Βάδιζε, καὶ κάποτε σταματοῦσε κι ἔμενε νὰ ἀποθαυμάζει τὸ μεγαλεῖο τῆς νυχτερινῆς σιωπῆς. Μόνο κάτι τσομπανόσκυλα ἀκούγονταν ἀπὸ μακριὰ ν’ ἀλυχτοῦν. Καὶ κάποια στιγμή – πῶς τοῦ ἦρθε; ἔτσι πάλι, ἀπὸ ἀμηχανία – κλώτσησε μιὰ πέ- τρα. Μήπως ἦταν ἡ μοναδικὴ ἐκεῖ, στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ; Ἐκείνη κατρακύλησε καί... ἄ! Ἂν εἶναι δυνατόν! Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του. Γυάλισε τὸ μέταλλο στὴ λάμψη τῆς μικρῆς φλογίτσας. Ἦταν τὸ κλειδί! Ὦ Θέ μου, τὸ κλειδί! Ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Τό ’βαλε στὴν κλειδωνιά. Ἔτριξε ἡ ξύλινη πόρτα στὸ ἄνοιγμα. Μπῆκε μέσα. Δέος καὶ κατάνυξη. Κάτι σὰ ρίγος τὸν διαπέρασε. Ἄναψε τὰ κεριὰ τοῦ πολυελαίου. Τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου. Φῶς γλυκὸ ἁπλώθηκε στὸ ναΐσκο, ἱλαρό. Προσκύνησε τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἔφτασε καὶ μπροστὰ στὸν Τίμιο Πρόδρομο. Μιὰ μαυρισμένη μορφὴ ἀπ’ τὸν καιρό, ἄγρια κάπως, γεμάτη χάρη καὶ παρρησία. Στὰ χέρια του κρατοῦσε κι ἕνα πιάτο μὲ τὸ κεφάλι του. Κάτω ἀπ’ τὸ προσκυνητάρι καὶ μιὰ ποδιὰ ὑφαντή, γεμάτη ἀπὸ τάματα, ἀνάγλυφα πάνω σὲ μέταλλο, μὲ παραστάσεις χεριῶν, ποδιῶν, μικρῶν παιδιῶν, ἢ ἀκόμα καὶ ζώων, ταπεινὰ ἀναθήματα ὅλα τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καὶ πιστευτήρια τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος.
–Ἅγιε μου Γιάννη, Τίμιε Πρόδρομε, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μοῦ ’κανες αὐτὴ τὴ χάρη. Καὶ σὲ παρακαλῶ... Τώρα εἶχε μπροστά του ὅλη τὴ νύχτα νὰ προσευχηθεῖ...
❁ ❁ ❁
Ἀπὸ τότε, κάθε φορὰ ποὺ ἀνατρέχει μὲ τὸ νοῦ του στὸ γεγονός, δὲν μπορεῖ νὰ ξεχάσει τὴν ἔκπληξή του στὴ θέα τοῦ κλειδιοῦ. Καὶ τώρα εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίζει καὶ κάτι ἀκόμα: ὅτι ὅπως τότε τοῦ ἄνοιξε ἡ θύρα τῆς ἐκκλησιᾶς, καὶ μιὰ ἄλλη, μεγαλύτερη θύρα ἐπρόκειτο ν’ ἀνοίξει στὴ ζωή του μετὰ ἀπὸ τὴ νυχτερινὴ ἐκείνη προσευχὴ στὸν Τίμιο Πρόδρομο. ΟΣΩΤΗΡ2069
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου