π.Παύλου Παπαδόπουλου
Ήρθε τις προάλλες μια μάνα με δύο μικρά παιδάκια στο ναό. Την είχα βοηθήσει οικονομικά και το καλοκαίρι. Ήρθε από την Ξάνθη. Τα ελληνικά της σπαστά. Το ντύσιμό της φτωχικό. Το πρόσωπό της γεμάτο παράπονο. Τα μαλλιά της πιασμένα βιαστικά προς τα πάνω, αλλοπρόσαλλα, ατημέλητα. Δεν ήταν χριστιανή. Μουσουλμάνα ήταν. Ήρθε στη Νάουσα για να δουλέψει στα χωράφια, στα ροδάκινα.
Καθόταν λοιπόν και τις προάλλες έξω από το ναό. Τελείωσα την ομιλία στο πνευματικό κέντρο της ενορίας και μετά ανέβηκα στο γραφείο για κάποια ραντεβού. Ο νεωκόρος μου την υπέδειξε. “Πάτερ σας περιμένει τουλάχιστον μισή ώρα…”. Πήγα προς το μέρος της. Τα παιδάκια της είχανε ξεπαγιάσει. Το πιο μικρό έκλαιγε. Το κρατούσε στην αγκαλιά της. Το άλλο με έβλεπε στα μάτια. Η μυτούλα του έτρεχε. Στο χεράκι του κρατούσε κάτι σαν παιχνίδι.
“Πάτερ βοήθησέ με να φύγω στην Ξάνθη, ο σπιτονοικοκύρης μας πέταξε στο δρόμο…”.
Άρχισε να κλαίει. Και ήταν αυτό το κλάμα, κλάμα ενός ανθρώπου χωρίς ελπίδα, χωρίς τίποτα, χωρίς κάποιο στήριγμα. Μόνη της. Αυτή και τα παιδιά της. “Θεέ μου, τί σταυρός είναι αυτός…” σκέφτηκα. Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Πήγα για λίγο να μπω στη θέση της και πήγα να τρελαθώ. Τι φοβερό βίωμα; να μην έχει κανέναν; να σε πετάνε στο δρόμο και να μην έχει που να πας;
Καθώς την κοιτούσα συγκλονισμένος προσπαθώντας να επεξεργαστώ μέσα μου την κατάστασή της, άνοιξε και πάλι το στόμα της.
“Πάτερ χθες κοιμηθήκαμε έξω…κανείς δεν μας βοηθά, δώσε μου κάτι να φάμε και τα εισιτήρια για την Ξάνθη...για μένα και για το μεγάλο, το μικρό δεν θα πληρώσει”.
Την ρώτησα ποιους έχει στην Ξάνθη. Δεν ήθελα να μείνω στο γεγονός ότι κοιμήθηκαν έξω. Ήθελα ο νους μου να το αφήσει πίσω του αυτό. Δεν θα το άντεχα να το σκεφτώ κι άλλο. Τόσο δειλός είμαι, τόσο ψευτοευαίσθητος.
“Στην Ξάνθη είναι η μάνα μου, έχει σπίτι…”, μου είπε.
“Ο άνδρας σου που είναι”; την ρώτησα. “Ο άνδρας μου με παράτησε το καλοκαίρι, όταν ήρθαμε εδώ...με χτυπούσε, έφυγε για κάποιο νησί”.
Την έδωσα ότι μπορούσα από το φιλόπτωχο του ναού. Μου φίλησε το χέρι. Και τα δυο παιδάκια με κοιτούσαν πλέον παράξενα. Το πιο μεγάλο έπαιζε με το ζωστικό μου. Το πιο μικρό σα να κουράστηκε από το κλάμα και σιώπησε.
“Δεν θα με ξαναδείς πάτερ…”είπε, και έφυγε.
Πόσος πόνος Θεέ μου; Πόση εγκατάλειψη; Πόσο κουράγιο να έχει αυτή η γυναίκα; Μόνη της με δυο μικρά παιδιά. Η ηλικία της κάπου στα 25 χρονών. Τα χέρια της ήταν δουλεμένα, τα μάτια της δακρυσμένα. Είχε αυτή την ομορφιά του ανθρώπου που έχει αποδεχθεί τον σταυρό του, το βάσανό του. Δεν τα είχε παρατήσει αλλά -το έβλεπες- είχε αποκάμει. Δεν βαστούσε άλλο η καρδιά της, τα χέρια της, τα πόδια της. Απόκαμε ως ύπαρξη.
Έφυγε και δεν θα την ξαναδώ. Μια μουσουλμάνα μάνα. Μια αλλόθρησκη από την Ξάνθη.
Αυτήν δεν θα την ξαναδώ. Θα ξαναδώ όμως πολλές γυναίκες που δεν έχουν προβλήματα σοβαρά, που είναι και χριστιανές ορθόδοξες και όμως πνίγονται μέσα σε μια κουταλιά νερού. Θα τις ξαναδώ και ασυναίσθητα καθώς θα ακούω τα δήθεν προβλήματά τους –που η γειτόνισσα την έβρεξε το μπαλκόνι, που το παιδί της δεν είναι άριστος μαθητής, που ο σύζυγός της δεν την πήγε ταξίδι τα Χριστούγεννα, που πέθανε το σκυλάκι της, που οι φίλες της την κοροϊδεύουν για τα μαλλιά της- θα έρχεται στο νου μου αυτή η γυναίκα που καλείται να μεγαλώσει δύο παιδιά χωρίς πατέρα, σχεδόν μέσα στην ζητιανιά, χωρίς καμία μέριμνα από κανέναν. Εγκαταλελειμμένη, κουρέλι ψυχικά, με μόνη δύναμη, αυτή την δύναμη που πηγάζει από την μητρότητα για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Αυτή η γυναίκα θα ήταν ευτυχισμένη με λίγο ψωμί και ένα μικρό δωμάτιο με λίγη θέρμανση. Εσύ για πές μου άνθρωπε, έχεις όλα τα καλά -κι αν δεν έχεις όλα τα καλά σίγουρα έχεις περισσότερα από αυτήν την γυναίκα- γιατί λοιπόν δυστυχείς;
Γιατί τολμάς και λες ότι “δεν είμαι καλά”;
Γιατί επικεντρώνεσαι μόνο σ’αυτά που ίσως δεν έχεις και δεν βλέπεις όλα αυτά που έχεις;
Γιατί είσαι αχάριστος;
Γιατί είσαι αγνώμων άνθρωπος; Δεν βλέπεις όλες τις δωρεές του Θεού; Δεν βλέπεις σε τι προνομιακή θέση βρίσκεσαι σε σχέση με άλλους; Πες λοιπόν “Δόξα τω Θεώ” και πάψε να γκρινιάζεις για χαζά πράγματα. Πες “Δόξα τω Θεώ” και πάψε να ζεις μέσα στην ανοησία της αγνωμοσύνης.
Μην μου λες ότι υποφέρεις ,επειδή εάν το σκεφτείς λίγο, θα δεις ότι υποφέρεις λόγω του ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, το κέντρο των άλλων. Υποφέρεις λόγω του εγωισμού σου. Δεν υποφέρεις επειδή δεν έχεις να φας, επειδή δεν έχεις που να κοιμηθείς, επειδή δεν έχεις να ταΐσεις τα μικρά σου παιδιά, επειδή καλείσαι να ζητιανέψεις για να ζεσταθείς.
Αυτήν την μουσουλμάνα δεν θα την ξαναδώ αν και θα ήθελα να την ξαναδώ καλύτερα χωρίς δάκρυά πόνου και απελπισίας στα μάτια της. Ανθρώπους όμως αχάριστους για τα τόσα καλά που έχουνε στην ζωή τους κι όμως συνεχώς γκρινιάζουν και μιζεριάζουν δεν θέλω να βλέπω. Κι όμως πολύ φοβάμαι ότι θα ξαναδώ και θα βλέπω μέχρι να πεθάνω…
Ήρθε τις προάλλες μια μάνα με δύο μικρά παιδάκια στο ναό. Την είχα βοηθήσει οικονομικά και το καλοκαίρι. Ήρθε από την Ξάνθη. Τα ελληνικά της σπαστά. Το ντύσιμό της φτωχικό. Το πρόσωπό της γεμάτο παράπονο. Τα μαλλιά της πιασμένα βιαστικά προς τα πάνω, αλλοπρόσαλλα, ατημέλητα. Δεν ήταν χριστιανή. Μουσουλμάνα ήταν. Ήρθε στη Νάουσα για να δουλέψει στα χωράφια, στα ροδάκινα.
Καθόταν λοιπόν και τις προάλλες έξω από το ναό. Τελείωσα την ομιλία στο πνευματικό κέντρο της ενορίας και μετά ανέβηκα στο γραφείο για κάποια ραντεβού. Ο νεωκόρος μου την υπέδειξε. “Πάτερ σας περιμένει τουλάχιστον μισή ώρα…”. Πήγα προς το μέρος της. Τα παιδάκια της είχανε ξεπαγιάσει. Το πιο μικρό έκλαιγε. Το κρατούσε στην αγκαλιά της. Το άλλο με έβλεπε στα μάτια. Η μυτούλα του έτρεχε. Στο χεράκι του κρατούσε κάτι σαν παιχνίδι.
“Πάτερ βοήθησέ με να φύγω στην Ξάνθη, ο σπιτονοικοκύρης μας πέταξε στο δρόμο…”.
Άρχισε να κλαίει. Και ήταν αυτό το κλάμα, κλάμα ενός ανθρώπου χωρίς ελπίδα, χωρίς τίποτα, χωρίς κάποιο στήριγμα. Μόνη της. Αυτή και τα παιδιά της. “Θεέ μου, τί σταυρός είναι αυτός…” σκέφτηκα. Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Πήγα για λίγο να μπω στη θέση της και πήγα να τρελαθώ. Τι φοβερό βίωμα; να μην έχει κανέναν; να σε πετάνε στο δρόμο και να μην έχει που να πας;
Καθώς την κοιτούσα συγκλονισμένος προσπαθώντας να επεξεργαστώ μέσα μου την κατάστασή της, άνοιξε και πάλι το στόμα της.
“Πάτερ χθες κοιμηθήκαμε έξω…κανείς δεν μας βοηθά, δώσε μου κάτι να φάμε και τα εισιτήρια για την Ξάνθη...για μένα και για το μεγάλο, το μικρό δεν θα πληρώσει”.
Την ρώτησα ποιους έχει στην Ξάνθη. Δεν ήθελα να μείνω στο γεγονός ότι κοιμήθηκαν έξω. Ήθελα ο νους μου να το αφήσει πίσω του αυτό. Δεν θα το άντεχα να το σκεφτώ κι άλλο. Τόσο δειλός είμαι, τόσο ψευτοευαίσθητος.
“Στην Ξάνθη είναι η μάνα μου, έχει σπίτι…”, μου είπε.
“Ο άνδρας σου που είναι”; την ρώτησα. “Ο άνδρας μου με παράτησε το καλοκαίρι, όταν ήρθαμε εδώ...με χτυπούσε, έφυγε για κάποιο νησί”.
Την έδωσα ότι μπορούσα από το φιλόπτωχο του ναού. Μου φίλησε το χέρι. Και τα δυο παιδάκια με κοιτούσαν πλέον παράξενα. Το πιο μεγάλο έπαιζε με το ζωστικό μου. Το πιο μικρό σα να κουράστηκε από το κλάμα και σιώπησε.
“Δεν θα με ξαναδείς πάτερ…”είπε, και έφυγε.
Πόσος πόνος Θεέ μου; Πόση εγκατάλειψη; Πόσο κουράγιο να έχει αυτή η γυναίκα; Μόνη της με δυο μικρά παιδιά. Η ηλικία της κάπου στα 25 χρονών. Τα χέρια της ήταν δουλεμένα, τα μάτια της δακρυσμένα. Είχε αυτή την ομορφιά του ανθρώπου που έχει αποδεχθεί τον σταυρό του, το βάσανό του. Δεν τα είχε παρατήσει αλλά -το έβλεπες- είχε αποκάμει. Δεν βαστούσε άλλο η καρδιά της, τα χέρια της, τα πόδια της. Απόκαμε ως ύπαρξη.
Έφυγε και δεν θα την ξαναδώ. Μια μουσουλμάνα μάνα. Μια αλλόθρησκη από την Ξάνθη.
Αυτήν δεν θα την ξαναδώ. Θα ξαναδώ όμως πολλές γυναίκες που δεν έχουν προβλήματα σοβαρά, που είναι και χριστιανές ορθόδοξες και όμως πνίγονται μέσα σε μια κουταλιά νερού. Θα τις ξαναδώ και ασυναίσθητα καθώς θα ακούω τα δήθεν προβλήματά τους –που η γειτόνισσα την έβρεξε το μπαλκόνι, που το παιδί της δεν είναι άριστος μαθητής, που ο σύζυγός της δεν την πήγε ταξίδι τα Χριστούγεννα, που πέθανε το σκυλάκι της, που οι φίλες της την κοροϊδεύουν για τα μαλλιά της- θα έρχεται στο νου μου αυτή η γυναίκα που καλείται να μεγαλώσει δύο παιδιά χωρίς πατέρα, σχεδόν μέσα στην ζητιανιά, χωρίς καμία μέριμνα από κανέναν. Εγκαταλελειμμένη, κουρέλι ψυχικά, με μόνη δύναμη, αυτή την δύναμη που πηγάζει από την μητρότητα για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Αυτή η γυναίκα θα ήταν ευτυχισμένη με λίγο ψωμί και ένα μικρό δωμάτιο με λίγη θέρμανση. Εσύ για πές μου άνθρωπε, έχεις όλα τα καλά -κι αν δεν έχεις όλα τα καλά σίγουρα έχεις περισσότερα από αυτήν την γυναίκα- γιατί λοιπόν δυστυχείς;
Γιατί τολμάς και λες ότι “δεν είμαι καλά”;
Γιατί επικεντρώνεσαι μόνο σ’αυτά που ίσως δεν έχεις και δεν βλέπεις όλα αυτά που έχεις;
Γιατί είσαι αχάριστος;
Γιατί είσαι αγνώμων άνθρωπος; Δεν βλέπεις όλες τις δωρεές του Θεού; Δεν βλέπεις σε τι προνομιακή θέση βρίσκεσαι σε σχέση με άλλους; Πες λοιπόν “Δόξα τω Θεώ” και πάψε να γκρινιάζεις για χαζά πράγματα. Πες “Δόξα τω Θεώ” και πάψε να ζεις μέσα στην ανοησία της αγνωμοσύνης.
Μην μου λες ότι υποφέρεις ,επειδή εάν το σκεφτείς λίγο, θα δεις ότι υποφέρεις λόγω του ότι δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, το κέντρο των άλλων. Υποφέρεις λόγω του εγωισμού σου. Δεν υποφέρεις επειδή δεν έχεις να φας, επειδή δεν έχεις που να κοιμηθείς, επειδή δεν έχεις να ταΐσεις τα μικρά σου παιδιά, επειδή καλείσαι να ζητιανέψεις για να ζεσταθείς.
Αυτήν την μουσουλμάνα δεν θα την ξαναδώ αν και θα ήθελα να την ξαναδώ καλύτερα χωρίς δάκρυά πόνου και απελπισίας στα μάτια της. Ανθρώπους όμως αχάριστους για τα τόσα καλά που έχουνε στην ζωή τους κι όμως συνεχώς γκρινιάζουν και μιζεριάζουν δεν θέλω να βλέπω. Κι όμως πολύ φοβάμαι ότι θα ξαναδώ και θα βλέπω μέχρι να πεθάνω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου