14 Ιουλίου, 2020

Ἀδυνατεῖ ὁ Παντοδύναμος!


Μοιάζει ἀπίστευτο. Καὶ ὁπωσδήποτε θὰ τὸ θεωρούσαμε βλασφημία νὰ ποῦμε κάτι τέτοιο γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν παντοδύναμο Θεό μας. Ὅμως ἀκριβῶς ἡ λέξη αὐτὴ ὑπάρχει μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Μᾶς τὴν παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος, καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν ξεπεράσει ὁ ἀναγνώστης χωρὶς νὰ νιώσει μέσα του συγκλονισμό, ἂν βέβαια μελετᾶ μὲ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση πνευματικὴ τὴν Ἁγία Γραφή. Μιὰ λέξη στὴν ἀρνητική της μορφή: «Οὐκ ἠδύνατο»! Δὲν μποροῦσε! Δὲν μποροῦσε ὁ Χριστός; Τί δὲν μποροῦσε; Νὰ κάνει θαύματα δὲν μποροῦσε! Τὸ λέει καθαρὰ ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι...» (Μάρκ. ς΄ 5-6). Εἶχε πάει στὴν πατρίδα του, τὴ Ναζαρέτ, ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του. Κι ὅταν στὴ Συναγωγὴ τὸ Σάββατο τοὺς μίλησε, οἱ Ναζαρηνοὶ σκανδαλίστηκαν καὶ μὲ γογγυσμὸ καὶ ἀγανάκτηση ἄρχισαν νὰ κρυφομιλοῦν μεταξύ τους: «Ποῦ τὴ βρῆκε αὐτὸς τέτοια σοφία καὶ δύναμη νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα; Μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ δὲν ἦταν μαζί μας, μαραγκὸς ἄσημος, ἀπὸ ἄσημους γονεῖς καταγόμενος;». Ψιθύριζαν καὶ ἀπιστοῦσαν, δὲν εἶχαν καμιὰ διάθεση νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν ὡς ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸν Θεό. Τοὺς τὸ εἶπε ἐξάλλου καθαρὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ» (στίχ. 4). Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀρνοῦνται νὰ τιμήσουν ἕναν προφήτη παρὰ μόνο στὴν πατρίδα του. Καὶ ἐλυπεῖτο ὁ Χριστός μας γιὰ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους «καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (στίχ. 6). Ἔνιωθε ἔκπληξη μεγάλη, ἀπορία γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Καὶ τελικὰ «οὐκ ἠδύνατο», δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα, παρὰ μόνο σὲ λίγους ἀρρώστους ἔβαλε τὰ χέρια Του καὶ τοὺς θεράπευσε. «Οὐκ ἠδύνατο»! Φοβερό, συγκλονιστικό! Ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν πίστη, ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε... Βέβαια, πρέπει νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὴν ἔννοια τοῦ ρήματος. Ὄχι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ κάνει θαῦμα, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἀπιστία τους γινόταν ἐμπόδιο στὸ νὰ ἐνεργήσει ἐπάνω τους αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει πάντοτε μὲ τὸν παντοδύναμο Κύριο καὶ τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο: Προκειμένου ἡ πανσθενὴς Χάρις Του, ἡ δύναμη, ἡ θεϊκὴ ἐνέργεια νὰ ἔλθει στὸν ἄνθρωπο, νὰ σκηνώσει μέσα του καὶ νὰ ἐπιφέρει τὰ ἀγαθά της ἀποτελέσματα, χρειάζεται ἀπαραιτήτως ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του. Ἂν αὐτὸς ὁ παράγων δὲν ὑπάρξει, τότε ἡ Χάρις ἀδρανεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει. Καὶ ἀκριβῶς ἡ συνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ πίστη του. Πίστη στὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Πίστη στὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του. Πίστη ζωντανή, ζέουσα, φλογερή. Αὐτὴ εἶναι ἡ δική του συνέργεια. Τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ ρῆμα ποὺ χρησι- μοποιεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, μᾶς ὁδηγεῖ μὲ φυσικὸ τρόπο στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ κλειδὶ προκειμένου νὰ δοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας – μὲ ἄλλα λόγια τὸ θαῦμα – τὸ κατέχουμε ἐμεῖς καὶ ὄχι ὁ Θεός. Ἡ πίστη ἡ δική μας ξεκλειδώνει τοὺς κρουνοὺς τῆς Χάριτος, φέρνει τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἀπιστία μας τοὺς κλειδώνει, δένει τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τέτοια ἐξουσία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός: νὰ Τοῦ δένουμε ἢ νὰ Τοῦ λύνουμε τὰ χέρια, νὰ Τὸν ἀφήνουμε ἢ νὰ Τὸν ἐμποδίζουμε νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας. Πῶς νὰ μπεῖ ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας, ὅταν δὲν Τοῦ ἀφήνουμε περιθώρια; Πῶς νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδά μας, ὅταν ὅλα προσπαθοῦμε νὰ τὰ λύσουμε μὲ τὴ λογική μας καὶ τὶς δικές μας ἐνέργειες; Ἀσφάλειες ἀπὸ δῶ, ἐπενδύσεις ἀπὸ κεῖ, οἰκογενειακοὶ προγραμματισμοὶ ἀπ’ τὴν ἄλλη (δηλαδὴ «ἕνα παιδὶ καὶ πολὺ εἶναι»), ποῦ περιθώριο γιὰ τὸν Θεὸ μετά; Καὶ ἔπειτα παλεύουμε νὰ ξεπεράσουμε τὶς κρίσεις μας: οἰκονομικές, οἰκογενειακές, κοινωνικές, θεσμῶν, ἀξιῶν. Ἀδιέξοδα ἀπὸ παντοῦ. Σφίξιμο, πνίξιμο. Ἀπελπισία. Τί πίστη εἶχε ὁ κόσμος παλαιότερα! Γινόταν ξηρασία, ἀνομβρία ἐπὶ μῆνες, κι ἔλεγαν «θὰ κάνουμε λιτανεία». Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε καθορισθεῖ γιὰ τὴ λιτανεία, ἔβγαιναν οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τὰ σπίτια τους – ὁ ἥλιος νὰ καίει πάνω ἀπ’ τὰ κε- φάλια τους – κι ἔπαιρναν μαζί τους καὶ τὶς ὀμπρέλες! Πῶς μετὰ ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ βλέποντας τέτοια πίστη; Ἦταν δυνατόν; Μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ διαψευσθοῦν στὶς ἐλπίδες τους πρὸς αὐτόν; Δὲν θὰ ἦταν καθόλου ἀσέβεια νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ζωντανὴ αὐτὴ πίστη «ἐξανάγκαζε» τὸν Θεό. Πῶς ὄχι, μετὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέραμε; Ἂν στὰ ἀδιέξοδά μας, εἴτε προσωπικά, εἴτε οἰκογενειακά, εἴτε τοῦ ἔθνους μας, δὲν βλέπουμε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος δὲν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ξέχασε ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἡ δική μας ἀπιστία, δηλαδὴ ἡ μὴ ἀνάθεση τῆς ζωῆς μας στὸ Θεό, ἀλλὰ μόνο στὴ λογικὴ καὶ τὴν ἐπιστήμη μας, κλειδώνει τὴ δύναμή Του, τὴν ἐπενέργεια τῆς θείας Χάριτος, τὸ θαῦμα στὴ ζωή μας. Ὁ Κύριος εἶναι παντοδύναμος. Τὸ θέμα εἶναι μὲ μᾶς. Θὰ Τοῦ παραχωρήσουμε ἄραγε τὸ δικαίωμα νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας; Θὰ Τοῦ τὴν ἀναθέσουμε μὲ τέλεια ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα στὴν ἀγαθή Του πρόνοια; Τότε θὰ δοῦμε θαύματα. Ἀπανωτὰ θαύματα στὴ ζωή μας.ΟΣΩΤΗΡ2071

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου