15 Νοεμβρίου, 2020

Ο Γέρων Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης. Ὁ Ἀρχιμ. π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

Ὁ Γέρων Βησσαρίων Κορκολιάκος, ὁ Ἀγαθωνίτης, γεννήθηκε στὸ Πεταλίδι Μεσσηνίας τὸ ἔτος 1908, ὅπου ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρέας. Στὰ 18 του χρόνια πῆγε στὴν Καλαμάτα, ὅπου συνδέθηκε μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀποφάσισε νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ἔγινε Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Βησσαρίων. Ἔπειτα χειροτονήθηκε Διάκονος, Ἱερέας καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. Ἀνώτερες σπουδὲς του ἦταν τὸ Σχολαρχεῖο. Ὡστόσο ἡ συνεχὴς μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων, τῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν βιβλίων τοῦ ἀναλογίου εἶχαν κάνει τὸν π. Βησσαρίωνα ἄνθρωπο εὐρύτατα καὶ βαθύτατα μορφωμένο θεολογικά.

 Γεμάτος πνευματικὰ ἐφόδια τὸ ἔτος 1935, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ ἐπίσης Μεσσήνιου Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ, ὁ π. Βησσαρίων πῆγε στὴν Καρδίτσα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὸ ἔργο τῆς διακονίας τοῦ Κυρίου μας. Ἐκεῖ ἀσκήθηκε στὸ ἔργο τῆς φιλανθρωπίας καὶ μέσα σὲ αὐτὸ ἀνάλωσε ὁλόκληρη τὴ ζωή του σὲ σημεῖο ποὺ εὑρισκόμενος στὸ Νοσοκομεῖο «Σωτηρία», λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, νὰ ρωτάει ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μὲ ἀκαταπόνητη ἔγνοια γιὰ τὰ παιδιά, τοὺς φτωχούς, γιὰ τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινωνίας. 
 Ἀνέλαβε πολλὲς καὶ δύσκολες ἀποστολές. Μεταξὺ αὐτῶν ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴ γερμανικὴ κατοχή, κατὰ τὴν ὁποία ἀναφέρεται ὅτι βοήθησε πολλοὺς πατριῶτες καὶ ἔσωσε μὲ προσωπικὲς παρεμβάσεις του παιδιὰ ποὺ εἶχαν συλλάβει οἱ Γερμανοί. 
Μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση καὶ τὸν Ἐμφύλιο ὁ π. Βησσαρίων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καρδίτσα. Ἤδη Ἀρχιμανδρίτης μὲ πολύχρονο ἀσκητικὸ βίο καὶ πλούσιο πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, ἦρθε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος μετὰ τὸ 1955, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσης Πελοποννήσιο π. Γερμανὸ Δημάκο.
 Ἐκεῖ ἀνέλαβε νὰ διακονεῖ ο Γέρων Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης τὸν πνευματικὸ τομέα τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε ἐσωτερικὸ διακόνημα μέσα στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ εἶχε καὶ ἐξωτερικὴ ὑπηρεσία στὸν κόσμο. Κάθε Δευτέρα καὶ Τρίτη πήγαινε στὰ Νοσοκομεῖα τῆς Λαμίας, ἔβλεπε τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐξομολογοῦσε. Μὲ τὴ χαρισματικὴ προσωπικότητά του, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν γλυκὺ καὶ ἁπλὸ τρόπο του, κατάφερνε νὰ ἀνακουφίζει τὶς πονεμένες ψυχές. Τὶς λοιπὲς ἡμέρες καθόταν στὸ Μοναστήρι, μπροστὰ στὴν Ἐκκλησία, ὑποδεχόταν μὲ τὸ εὐπροσήγορο χαμόγελό του τὸν κόσμο καὶ ἄκουγε τὰ προβλήματά του. 
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονταν φορτωμένοι μὲ πόνο, βάσανα καὶ ἄγχος, ἔφευγαν ἀπὸ τὸ Γέροντα ἀνακουφισμένοι. Πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βοηθοῦσε καὶ οἰκονομικά. Ὅσα πράγματα καὶ χρήματα τοῦ ἔφερναν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἐμπιστεύονταν, ὁ παππούλης τὰ μοίραζε στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. 
 Ἔλεγε συνεχῶς: «Ἔξω οἱ ἄνθρωποι εἶναι φτωχοί, ἔξω πεινᾶνε, πρέπει νὰ τοὺς βοηθήσουμε». 
 Κάθε Σαρακοστὴ ἔφευγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα Γερμανοῦ καὶ ἔφτανε ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδος στὴν ἄλλη. Πήγαινε σὲ ὅλα τα σπίτια καὶ βοηθοῦσε. Πολλὲς φορὲς κοιμόταν καὶ ἐκεῖ. Ἡ περιοδεία του περιλάμβανε κατ΄ ἀρχὴν τὴν ἐξομολόγηση, γιὰ τὴν ὁποία τὸν ἀνέμεναν μὲ ἀδημονία σὲ ὅλα τά χωριά. 
 Ὁ π. Βησσαρίων ἐξομολογοῦσε καὶ τὰ παιδιὰ στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο τῆς Λαμίας καὶ ἦταν ὁ πνευματικός τους. Ἐξομολογοῦσε τὰ παιδιὰ καὶ στὸ τέλος πάντοτε τοὺς ἔβαζε «κάτι» στὸ χέρι, γιὰ νὰ τὰ ἐνισχύσει. 
Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ π. Βησσαρίων, ἔλαμπε ὁλόκληρος, καθὼς τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία μὲ ὅλο τό σεβασμὸ καὶ τὴν ἱεροπρέπεια ποὺ ἁρμόζει. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει καλά, καθὼς ἡ φωνὴ του ἦταν φθίνουσα, ἐξαιτίας ἑνὸς περιστατικοῦ μὲ τοὺς Γερμανούς, δὲν παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο. 
Ἔλεγε πώς: «ὅ δὲ ἔχω, Κύριε, τοῦτό σοι δίδωμι» (Πρ. γ΄, 6). Μὲ συμβουλὲς ποὺ ἡ Θεία Χάρις παραχωροῦσε στὴν προσευχή του, μὲ ἐμπνευσμένη κατήχηση, μὲ μυστικὴ ἐξομολόγηση, φιλοτεχνοῦσε τὸ ἔργο του ὁ λειτουργός τοῦ Θεοῦ. Ἦταν μέγας ἐξομολόγος. Τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι εὐπροσήγορο, ἁπλό, ταπεινό, μὲ τὴν ἀδύναμη φωνούλα του καὶ ἕλκονταν. 
 Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν καὶ ὁ «κουβαλητής» τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἔβγαινε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὰ χωριά, ὅπου μὲ λαχτάρα τὸν περίμεναν στοὺς δρόμους οἱ πιστοί. Τελοῦσαν ἀκολουθίες, ὁ παππούλης τοὺς ἐξομολογοῦσε, τοὺς μιλοῦσε μὲ λόγους πνευματικοὺς καὶ οἰκοδομητικοὺς καὶ ἐκεῖνοι ἔδιναν εὐλογίες ἀπὸ τὰ προϊόντα τους. 
Ὁ π. Βησσαρίων ὅσα μάζευε τὰ μοίραζε σὲ δύο «σακιά». Ἕνα σακὶ ἔφερνε στὸ Μοναστήρι γιὰ τὶς ἀνάγκες του, καθὼς τότε λειτουργοῦσε ἐδῶ ἡ Γεωργοτεχνικὴ Σχολὴ καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ φιλοξενοῦσε 82 ἄπορα παιδιά. Ὅσα περιεῖχε τὸ ἄλλο σακὶ τὰ μοίραζε κατευθείαν στοὺς φτωχούς. Γνώριζε ποιὲς ἦταν οἱ ἀνάγκες κάθε οἰκογένειας καὶ ἀνάλογα ἔκανε τὴ διανομή. Ὁ Γέρων Βησσαρίων πέρασε τὴ ζωὴ του νουθετώντας, συμβουλεύοντας, διακονώντας μὲ παντοειδεῖς τρόπους τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ. 
Ἦταν ὁ καλὸς ποιμήν, ποὺ θυσίασε τὴ ζωὴ του ὑπὲρ τῶν προβάτων. Τὰ τοῦ κόσμου ὅλα τά θεωροῦσε σκύβαλα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἵνα Χριστὸν κερδίσῃ». Καὶ τὸν κέρδισε τὸ Χριστό. 
Ὁ π. Βησσαρίων ἦταν καλὰ στὴν ὑγεία του σὲ γενικὲς γραμμές, δὲν εἶχε μεγάλα προβλήματα. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦρθαν ἡ κόπωση καὶ τὰ γεράματα. Λόγῳ τῆς σοβαρότητας τῆς κατάστασης μεταφέρθηκε στὸ Νοσοκομεῖο «Σωτηρία» στὴν Ἀθήνα, ὅπου κοιμήθηκε ἀπὸ πνευμονικὸ οἴδημα τὴν 22 Ἰανουαρίου 1991. 
Ἡ πρόσβαση στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἦταν δύσκολη λόγῳ ἔντονης χιονόπτωσης. Μὲ δυσκολία ἀνέβηκε ἡ νεκροφόρα. Γιὰ δύο ἡμέρες τοποθετήθηκε στὴν Ἐκκλησία, ὅπου πολὺς κόσμος περνοῦσε, γιὰ νὰ χαιρετήσειτὸ Γέροντα καὶ νὰ κλάψει. Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του μέσα στὸ φέρετρο καὶ τὸ σῶμα του εὐωδίαζε. Τὸ σῶμα του δὲν μποροῦσε νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸ κοιμητήριο λόγω τῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου κηδεύτηκε στὰ Βαπτιστήρια, ὅπου ὑπῆρχαν δωμάτια προορισμένα γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Πολλοὶ ἄνθρωποι γιὰ χρόνια κατέβαιναν, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ σκήνωμα, δείχνοντας τὴν εὐσέβειά τους. Μάλιστα πολλοί τοῦ ἔφερναν ἀφιερώματα, σὰν νὰ τὰ προσέφεραν σὲ Ἅγιο, χωρὶς νὰ περιμένουν ὁποιοδήποτε σημεῖο, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἁγιότητά του. Μάλιστα ὑπάρχουν ἀναφορὲς τῶν θαυμαστῶν ἐμπειριῶν καὶ τῶν βιωμάτων ποὺ εἶχαν στὸν τάφο τοῦ Γέροντα. 
Πολλοὶ εἶχαν ταραχὴ μέσα στὸ σπίτι τους, μὰ ὅταν εἶδαν τὸν π. Βησσαρίωνα στὸν ὕπνο τους, ἦρθε ἡ γαλήνη πάλι στὴν οἰκογένεια, καὶ ἄλλα παρόμοια.
 Ἀποφασίστηκε νὰ μὴ γίνει ἐκταφή, ἀλλὰ ἀναβάθμιση τοῦ χώρου τῶν Βαπτιστηρίων. Ὡστόσο ἡ καθίζηση ποὺ παρουσιάστηκε στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπαιτοῦσε τὸ γκρέμισμα καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση αὐτῆς μὲ νέα στηρίγματα. Ἑπομένως ἡ ἐκταφὴ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνει. Ἀφοῦ τελέστηκε Τρισάγιο,ξεκίνησε ἡ ἀφαίρεση τῶν τούβλων. Φάνηκε τὸ φέρετρο σὲ ἄριστη κατάσταση. Ἀφοῦ μεταφέρθηκε στὸ κοιμητήριο, ἄνοιξαν οἱ Μοναχοί το φέρετρο, γιὰ νὰ ἀφαιρέσουν τὰ ὀστά. Ὅταν ὅμως τὸ ἄνοιξαν, διαπίστωσαν μὲ ἔκπληξη ὅτι τὸ σῶμα του κάτω ἀπὸ τὸ σάβανο ἦταν ἄφθαρτο. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ θεία οἰκονομία. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ Μοναχοὶ πίστευαν στὴν ἁγιότητά του, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἐπιληφθεῖ τῆς ὑπόθεσης. 
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος, ὅταν τὸ ἔμαθε, συγκλονίστηκε, ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι καὶ προσκύνησε συγκινημένος τὸ ἱερὸ σκήνωμα. 
Τὸ ἄφθαρτο σῶμα τοῦ Γέροντα μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Τριάδας, γιὰ νὰ προστατεύεται. 
Ὁ ἥσυχος παππούλης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τάραξε τὸ πανελλήνιο. Μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια βρέθηκε τὸ σκήνωμα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου σὲ πλήρη συνοχή, ἁπλῶς συρρικνωμένο, ἀφυδατωμένο, νὰ κρατᾶ μάλιστα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ μὴν εἶναι εὔκολο νὰ του τὸ ἀποσπάσει κανείς. 
Ἀργότερα τό σκήνωμα τοῦ Γέροντα τοποθετήθηκε σέ παρεκκλήσιο τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου παραμένει μέχρι σήμερα, δεχόμενο τόν σεβασμό τῶν πιστῶν. ΟΣΙΟΣΝΙΚΩΝ195

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου