Ο μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης γεννήθηκε τὸ 1902 στὸ χωριὸ Πλάτανος, ὅπου ἀργότερα, ἐπὶ 42 συναπτὰ ἔτη, χρημάτισε ὁ καλὸς ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων. Κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη στὶς 29 Ἰανουαρίου 1975. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὁσιακὴ μορφή, ἔζησε ὡς ἔγγαμος στὸν κόσμο, νυμφεύθηκε τὴν Ἐλισάβετ καὶ ἀπέκτησε ἐννέα θυγατέρες.
Ὑπῆρξε προικισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα,
μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καθαρότητα συνειδήσεως, ἄλαλο πίστη, βαθειὰ ταπείνωση καὶ
μὲ πληρότητα ἀγάπης στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.
O Πλάτανος εἶναι μιὰ μικρὴ κωμόπολη,
ἕνα μεγάλο χωριό, 15 χιλιόμετρα δεξιὰ ἀπὸ
τὴν πόλη τῶν Τρικάλων, στὴ Θεσσαλία.
Ὁ π.
Δημήτριος εἶχε σημεῖα θαυμαστὰ ἀπὸ τὰ
πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του. Καί αὐτὰ ποὺ
παρέλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὰ καλλιέργησε μὲ
φιλότιμο, τὰ αὔξησε καὶ πάντοτε ταπεινὰ
καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον.
Ὁ παπα-Δημήτρης δὲν ἔτυχε σπουδῶν.
Μὲ δυσκολίες τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολείο στὸ χωριό του. Ἦταν βοσκὸς προβάτων. Ὅπου καί ἂν βρισκόταν εἶχε μνήμη
Θεοῦ, μνήμη θανάτου καὶ ἔκλεινε τὰ πρόβατα στὴ στάνη καὶ πήγαινε μὲ δάκρυα καὶ
ἐκκλησιαζόταν. Ὅταν αὐτὸ δὲν μποροῦσε
νὰ τὸ κάνει, γονάτιζε ἐκεῖ ποὺ ἦταν στὰ
βουνὰ καὶ ἔκλαιγε, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ, διότι βρισκόταν μακράν τοῦ οἴκου
Του.
Διάβαζε μὲ πολλὴ κατάνυξη βίους
ἁγίων καὶ τοὺς αἰσθανόταν φύλακες,
εὐεργέτες καὶ προστάτες. Εἶχε ζῶσα
αἴσθηση τῆς παρουσίας τους. Τοὺς
κρατοῦσε κοντά του ἡ καθαρότητα τοῦ βίου
του. Καὶ ὅπως τόνιζε ἡ ἐργασία φέρνει τὴν
ἀξία.
Αἰσθανόταν πώς θὰ πρέπει νὰ τὸν
προστατεύουν οἱ ἅγιοι καὶ δὲν ἔκανε τίποτε, ἐὰν δὲν ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ καί ἐὰν
δὲν κατέληγε στὸ Θεό. Δηλαδή, ἂν ἔφευγε
τὸ πρωὶ γιὰ νὰ φυλάξει τὰ πρόβατα, θὰ
περνοῦσε πρῶτα ἀπὸ τοὺς Ταξιάρχες, ἕνα
ναὸ τοῦ 1600, κατανυκτικό, μὲ τοιχογραφίες, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σπίτι του.
Ἐκεῖ, ἔμαθε γιὰ τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν
εὐλαβέστατη γιαγιά του καὶ τοὺς εὐσεβεῖς
γονεῖς του. Ἔλεγε: «νὰ μὲ προστατεύετε, νὰ
μὲ φυλάξετε, νὰ γυρίσω καὶ πάλιν στὸν οἶκο
σας, νὰ σᾶς πῶ τὸ εὐχαριστῶ».
Πρῶτα στὸν
οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ στὶς δουλειὲς καὶ
πάλιν στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ στὸ
σπίτι. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς
του.
Ἡ ζωὴ του ἦταν Εὐχαριστιακή. Ὅπου καί
ἂν ἦταν εἶχε ἀναφορὰ στὸ Θεό. Στὸ χωράφι,
στὸ βουνό, ἔψαλλε καὶ εὐχαριστοῦσε
ἀδιαλείπτως. Εὕρισκε τὸ ἀπερίγραπτο, τὴ
χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου.
Ἐρχόταν, δηλαδή, στὴν μακαριὰ κατάνυξη,
στὸ χαροποιὸ πένθος, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁμιλοῦν
οἱ Πατέρες.
Ὅλη ἡ ζωὴ του ἦταν μέσα σὲ θαυμαστὰ
γεγονότα χωρὶς νὰ ἔχει καθόλου ἰδέα γιὰ
τὸν ἑαυτό του. Ὑπέγραφε ὁ τελευταῖος, ὁ
μικρὸς παπαδάκος, τὸ σκύβαλο τῆς γῆς. Τὸ
πίστευε, τὸ αἰσθανόταν. Σὲ κάθε δυσκολία
δὲν τά ἔχανε. Ὅταν τοῦ ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα:
- «Δὲν νοιάζεσαι; τί θὰ γίνουν αὐτὰ τὰ κορίτσια; οἱ ἄλλοι κάνουν
αὐτό. . .».
- «Θὰ πεθάνω παπάς,
ὄχι μασκαράς. Γιὰ τὸ
Χριστὸ θυσιάζομαι,
ὑπὲρ τῶν προβάτων. Τί
σήμερα, τί αὔριο. Μιὰ
ψυχὴ ἔχουμε. Θὰ τὴν
παραδώσω στὰ χέρια
τοῦ Δημιουργοῦ μου».
Εἶχε ἐξ ὁλοκλήρου
ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό,
ὅπως ἕνα μικρὸ παιδί.
Ἐξομολογεῖτο δὲ μὲ τέτοια καθαρότητα καὶ
εἰλικρίνεια, ποὺ δὲν τὴ
συναντᾶμε οὔτε καὶ στὰ
μικρὰ παιδάκια. Ὅταν
δὲ ἐξομολογεῖτο ἦταν σὰν ἄγγελος. Ἡ χαρὰ
ἦταν ζωγραφισμένη καὶ ἔκδηλος στὸ πρόσωπό του. «Τέτοια καθαρὴ καὶ τελεία
ἐξομολόγηση δὲ συνήντησα στὰ 70 χρόνια
ποὺ ἐξομολογῶ», εἶπε ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος ὅταν ὁ π. Δημήτριος εἶχε πάει γιὰ
ἐξομολόγηση.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ γνώρισαν τὸν
π. Δημήτριο τὸν θεωροῦσαν ὡς σύγχρονο
ζῶντα ἅγιο. Ὁ παπα-Δημήτρης εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ζωντανῆς πίστεως, τὸ χάρισμα τῆς
ὑπομονῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀγάπης
καὶ αὐτά ἔφερναν ἀποτελέσματα.
Ὁ ἴδιος ἔλεγε:
«Ζωντανὴ ἡ θρησκεία μας παιδιά μου.
Τὴν βλέπετε αὐτὴ τὴν ἁγία Τράπεζα; Ὅταν
λειτουργῶ γεμίζει ἄρωμα. Οὔτε τὸ
ἐκκλησίασμα τὸ αἰσθάνεται. Ἔφερα ἐδῶ
τὸν πατέρα Φιλόθεο,
ἔφερα τὸν τάδε καὶ μοῦ
εἶπαν: «τοῦτο εἶναι
εἰδικὸ χάρισμα γιὰ τοὺς
διωγμοὺς ποὺ πέρασες
γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, γιὰ νὰ σὲ
παρηγορεῖ. Καὶ ὄταν
ἔρχομαι ἐδῶ, μεθάω
παιδιά μου. Δὲν ξέρω τί
γίνεται. Οὔτε ξέρω ἐὰν
ἔκανα τὴ λειτουργία. Γι’
αὐτὸ μὲ συγχωρνᾶτε.
Δὲν περιγράφεται. Ὅ,τι
ἀντικείμενο βάζω στὴν
Ἁγία Τράπεζα, ὄχι
ἀλλοῦ, γεμίζει ἄρωμα.
Ξέρετε, παιδιά μου, τὸ
αἰσθάνομαι στό «τα Σὰ ἐκ τῶν Σῶν» ἢ «στὸ
“Ἀξιόν ἐστι». Τότε κατέρχεται ἡ χάρις.
Οὖλλο τὸν κόσμο νὰ σοῦ δώσουν δὲν τὸν
θεωρεῖς τίποτα».
Μιά σύγχρονη λοιπόν πνευματική
μορφή, ἀπ΄ αὐτές ποῦ ἀναδεικνύει ἡ Χάρις
τοῦ Θεού γιά νά ἐνδυναμώνονται στόν
πνευματικό ἀγώνα «πάντες οἱ θέλοντες
εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» | 187
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου