11 Δεκεμβρίου, 2020

Ἀνιχνεύοντας τήν ταυτότητα τοῦ χριστουγεννιάτικου δένδρου

Βασιλείου Κουδούνη,Ἱστορικοῦ 


 Πολλά ἔθιμα συνυφασμένα μέ τή δεσποτική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων ἔχουν ριζώσει μέ διάφορες τοπικές παραλλαγές στόν πυρῆνα τοῦ εθνικοῦ πολιτιστικοῦ μας κεφαλαίου καί ἀναβιώνουν στό πλαίσιο τοῦ ἁγίου Δωδεκαήμερου. 
 Εἰδικότερα, τό στολισμένο καί φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο, συνήθως ἕνα φυσικό ἤ τεχνητό ἔλατο, ἔχει μετουσιωθεῖ σέ ἀναπόσπαστο ὀπτικό ἐφέ στό ἐσωτερικό τῶν σπιτιῶν, στίς αὐλές τους ἤ στίς πλατεῖες πόλεων καί χωριῶν ὄχι μόνο τῆς Ἑλλάδας ἀλλά καί ἑνός μεγάλου μέρους τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. 
 Ἡ συνήθεια νά στολίζονται δέντρα ἤ τμήματά τους ἐντοπίζεται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες τῆς ἀρχαιότητας, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη ἀνάγκη τοῦ συμβολισμοῦ τῶν ἀξιῶν εἶναι διαχρονική. 
Τήν ἐποχή ἐκείνη δέντρα τοποθετοῦνταν μέσα στά σπίτια καί οἱ ἄνθρωποι τά διακοσμοῦσαν, γιά νά ἐξασφαλίσουν καλή σοδειά τόν ἑπόμενο χρόνο. 
Στά Σατουρνάλια, γιά παράδειγμα, πού ἦταν μία γιορτή πρός τιμή τοῦ Κρόνου (Saturnus), θεοῦ τῆς γονιμότητας, οἱ Ρωμαίοι στόλιζαν δέντρα μέ κεριά καί ἄλλα ποικίλματα, ὅπως βρώσιμα(καρύδια κλπ). Ἡ Εἰρεσιώνη(εἶρος= ἔριον, μαλλί), ἐπίσης, στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν κλάδος ἀγριελιάς στολισμένος μέ γιρλάντες από μαλλί λευκό καί κόκκινο καί μέ τούς πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, κ.λπ.,). 
Οἱ ἰδεολογικές καί οἱ ψυχολογικές ρίζες, συνεπῶς,τῆς χρήσης τοῦ δένδρου ὡς συμβόλου θρησκευτικοῦ ἀνάγονται στά παγανιστικά ἔθιμα τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου. 
 Στή χριστιανική θρησκεία σύμφωνα μέ μία ἀγγλική παράδοση ὁ εἰσηγητής τοῦ δέντρου(ἔλατου) ὡς συμβόλου ἦταν ὁ ἅγιος Βονιφάτιος, Ἀγγλοσάξονας ἱερομόναχος καί πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος τῶν Γερμανῶν(8oς αἰ.). 
Τήν περίοδο αὐτή κήρυττε τόν χριστιανισμό στή Φραγκική Αὐτοκρατορία. 
Σύμφωνα μέ τόν μύθο στάλθηκε σέ ἀποστολή στή Φριζία τῆς βορειοδυτικῆς Γερμανίας, προκειμένου νά ἐκχριστιανίσει τούς κατοίκους. Ἐκεῖνοι λάτρευαν τήν αἰωνόβια βελανιδιά, πάνω στήν ὁποία πραγματοποιοῦσαν θυσίες. Θέλοντας ὁ ἅγιος νά σηματοδοτήσει τήν ἐκπνοή μιᾶς ἐποχῆς, ἄρχισε νά τήν πριονίζει. Τότε ἕνας δυνατός ἄνεμος τήν ξερίζωσε. Τό γεγονός αὐτό οἱ Γερμανοί τό θεώρησαν ὡς θαῦμα καί ἀσπάστηκαν ὁμαδικά τόν χριστιανισμό. 
Στή θέση τῆς βελανιδιᾶς ἀργότερα φύτρωσε ἕνα ἔλατο, τό ὁποῖο οἱ χριστιανοί θεώρησαν σάν τό δέντρο τῆς ζωῆς. 
Ἡ ἐπιλογή τοῦ ἔλατου ὡς συμβόλου ὑποστηρίζεται ὅτι ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Βονιφάτιο, γιά νά ἐξαλείψει τήν ἱερότητα πού ἀπέδιδε ὁ λαός στή δρῦ (στήν προχριστιανική Ἀγγλία, ὅπως καί στήν ὑπόλοιπη φραγκική Εὐρώπη, οἱ Δρυίδες στόλιζαν μέ φροῦτα καί κεριά βελανιδιές πρός τιμή τῶν Θεῶν τους). Στούς Γερμανούς ἀποδίδεται καί ἡ ἔναρξη τῆς παράδοσης τοῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου στή σημερινή της μορφή. 
 Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα συγκέρασαν δύο ἔθιμα. Τό πρῶτο ἦταν τό “δέντρο τοῦ Παραδείσου”, ἕνα ἔλατο διακοσμημένο μέ μῆλα, πού συμβόλιζε τό Δέντρο τῆς Γνώσης στόν Κῆπο τῆς Ἐδέμ. 
Τό δεύτερο ἔθιμο ἦταν τό “Φῶς τῶν Χριστουγέννων”, ἕνα μικρό πλαίσιο πυραμιδοειδοῦς σχήματος πεποικιλμένο μέ γυάλινες σφαῖρες, χρυσόχαρτο καί ἕνα κερί στήν κορυφή, πού παρέπεμπε στή γέννηση τοῦ Χριστοῦ. 
 O ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας Κώστας Καλοκύρης, ὅμως, ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι τό ἔθιμο τοῦ χριστουγεννιάτικου στολισμένου δέντρου ἔχει ἀνατολίτικη, βυζαντινή προέλευση, ἐπικαλούμενος στοιχεῖα ἀπό τόν ἐσωτερικό διάκοσμο ὀρθόδοξων Ναῶν. 
Τήν ἄποψή του, πιό συγκεκριμένα, τή θεμελιώνει σέ ἕνα συριακό χειρόγραφο τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου. Τό κείμενο ἀναφέρεται σέ Ναό πού οἰκοδόμησε τό 512 ὁ Ἀναστάσιος ὁ Α΄ στό Tur Abdyn τῆς βόρειας Συρίας. 
Ὁ Βυζαντινός Αὐτοκράτορας πρόσφερε ὡς ἀναθήματα καί δύο μεγάλα ὀρειχάλκινα δέντρα διακοσμημένα μέ διάφορα μεταλλικά αντικείμενα και τοποθετημένα ἑκατέρωθεν τῆς Ὡραίας Πύλης. Ἐπίσης, ὁ ἐρευνητής ἀναφέρεται καί σέ δύο ἔμμετρα κείμενα(πανηγυρικές ὠδές) τοῦ Παύλου Σιλεντιάριου, ποιητῆ καί αὐλικοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (6ος αἰ.) «Ἔκφρασις τῆς Ἁγίας Σοφίας Κων/πόλεως» καί “Ἔκφρασις τοῦ ἄμβωνος τῆς Ἁγίας Σοφίας”, ὅπου περιγράφονται πυρσόμορφα φωταγωγημένα μεταλλικά δένδρα ἐγκατεστημένα στό ἐπιστύλιο τοῦ τέμπλου τοῦ περικαλλοῦς Ναοῦ ὅμοια μέ κυπαρίσσια. 
 Ἐπιπλέον, ὁ ἀείμνηστος ἀκαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές σημειώνει ὅτι τά Χριστούγεννα «…κατά διαταγήν τοῦ ἐπάρχου τῆς (κάθε) πόλεως, οὐ μόνον καθαρισμός τῶν ὁδῶν ἐγένετο, ἀλλά καί στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων μέ δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου καί ἄνθη ἐποχῆς». Ἡ ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ βυζαντινοῦ χριστουγεννιάτικου στολισμοῦ ἐπιβίωσε στά Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: «Ἀρχιμηνιά κι ἀρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…». 
 Τό ἔθιμο αὐτό πιθανόν νά διαδόθηκε στίς δυτικοευρωπαϊκές χριστιανικές χῶρες, ὅπου τά κλαδιά τοῦ ἔλατου, τά ὁποῖα μοιάζουν πολύ μέ ἐκεῖνα τοῦ δενδρολίβανου, ἐνδεχομένως ν΄ ἀποτέλεσαν τό πιό πρόσφορο ὑποκατάστατό του. Μετά τήν Ἅλωση (1453) ἀπό τούς Ὀθωμανούς οἱ Ἕλληνες τό λησμόνησαν. Οἱ Δυτικοί, ἀντίθετα, ἐξακολούθησαν νά διατηροῦν τό διακοσμημένο ἔλατο. 
Τόν 19ο αἰῶνα τό ἔθιμο μεταφυτεύτηκε ἀπό μετανάστες στήν ἄλλη πλευρά τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Γιά πρώτη φορά στόν Ἑλλαδικό χῶρο διακοσμήθηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο μέ κεριά, μέ παιχνίδια καί μέ ἐπιχρυσωμένες κουκουνάρες στά ἀνάκτορα τοῦ πρωτου βασιλεα της Ελλαδος Βαυαροῦ μονάρχη Ὄθωνα στό Ναύπλιο τό 1833 καί ἔπειτα στήν Ἀθήνα, τήν καινούρια πρωτεύουσα του νεοελληνικοῦ κράτους. 
 Σταδιακά καί κυρίως ὕστερα ἀπό τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τό ἔθιμο τοῦ ἔλατου μέ τίς πολύχρωμες μπάλες ἑδραιώνεται στά περισσότερα ἑλληνικά σπίτια, ἐκτοπίζοντας πολλές φορές τήν προϋπάρχουσα ἑλληνική παράδοση τοῦ χριστόξυλου ἤ δωδεκαμερίτη ἤ σκαρκάνζαλου. Πρόκειται γιά ἕνα μεγάλο γερό κούτσουρο ἀπό πεῦκο, ἀχλαδιά, ἀγριοκερασιά ἤ ἐλιά κυρίως πού οἱ νοικοκυραῖοι τοποθετοῦν στό τζάκι καί καίει όλόκληρο τό δωδεκαήμερο, ἀπό τά Χριστούγεννα ὡς τά Φῶτα. 
Κατά τή λαϊκή ἀντίληψη ἔτσι ζεσταίνεται ὁ Χριστός στήν κρύα σπηλιά τῆς Βηθλεέμ καί ἡ στάχτη τῶν ξύλων προφυλάσσει τό σπίτι καί τά χωράφια ἀπό κάθε κακό.  
Στίς μέρες μας, πλέον, τό χριστουγεννιάτικο ἔλατο ἀποτελεῖ, μαζί μέ τή διεθνῆ λαογραφική μορφή τοῦ ἌηΒασίλη(santa claus), ἀπαραίτητο ἀξεσουάρ τῶν ἑορτῶν. 
Ἔχει παγιωθεῖ ὡς παγκόσμιο σύμβολο τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Παράλληλα, ἔχει μετατοπιστεῖ ἡ προσοχή μας ἀπό τόν ἐνσαρκωθέντα Κύριο τῆς Βηθλεέμ στήν ἐπιβλητική διακόσμηση τοῦ δένδρου καί τή φωταγώγησή του, ἐπενδυμένη πολλές φορές καί μέ εἰδική, “ψυχαγωγική’’ τελετή ἡ ὁποία οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση. 
 Ἔχουμε, μέ ἄλλα λόγια, λησμονήσει ὅτι, ἄν δέν ἔχουμε τά Χριστούγεννα μέσα στήν ψυχή μας καί τήν καρδιά μας, δέν πρόκειται νά τά ἀνακαλύψουμε κάτω ἀπό τό χριστουγεννιάτικο δένδρο. Τό διαδίκτυο κατακλύζεται ἀπό ἠλεκτρονικές διευθύνσεις μέ πληροφορίες γιά ἀγορά χριστουγεννιάτικου δένδρου, φυσικοῦ ἤ τεχνητοῦ. Στήν Ἀμερική, τήν πρωτεύουσα τῆς ἐμπορευματοποίησης τῶν ἀξιῶν, υπάρχουν καί ἀγροκτήματα πού καλλιεργοῦν ἔλατα πρός πώληση κατά τήν ἑορταστική περίοδο. Ἔχει ἱδρυθεῖ ἀκόμη καί ὁ Ἐθνικός Ὀργανισμός Χριστουγεννιάτικου Δέντρου (National Christmas Tree Associationhttp: www.christree.org), πού παρέχει πληροφορίες σχετικά μέ τήν παραγωγή καί τή διάθεση τῶν δέντρων, τούς τύπους ἔλατου πού ὑπάρχουν στίς ΗΠΑ, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μπορούν τά ἔλατα νά ἀποβοῦν ὠφέλιμα στό περιβάλλον μετά τήν ἑορτή κλπ. Ἐν κατακλείδι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τό χριστουγεννιάτικο δένδρο, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ‘’ἐθνική του προέλευση’’, δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήσει τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πού παραλληλίζεται μέ τό ξύλο τοῦ Παραδείσου. Ὁ Σταυρός μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀδιάπτωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὑπογραμμίζει τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ ἐνσαρκωθείς Χριστός εἶναι τό ξύλο τῆς ζωῆς καί ὅτι δέ ζοῦμε, οὔτε ἐκπληρώνουμε τόν ὑπαρξιακό μας σκοπό, ἄν δέ γευθοῦμε αὐτό τό ξύλο, “τό παρεκτικόν ζωῆς”, πορευόμενοι στόν ἀκανθώδη δρόμο τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.
 Ἐνδεικτικές πηγές 
 Καλοκύρης, Κ. (2001), ”Τό δένδρο τῶν Χριστουγέννων. Ἡ φάτνη καί ὁ ἀστέρας τῆς Βηθλεέμ”, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 3η ἔκδ. 
 Κουκουλές Φ. (1955), «Βυζαντινῶν Βίος καί Πολιτισμός» ,τ. 6, Ἀθήνα, Παπαζήση. http://ellinwnparadosi.blogspot.gr/2011/12/blo g-post_15.html http://argolikivivliothiki.gr/2012/12/14/christmas-tree/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου